Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΥΝ ΠΟΛΕΩΣ ΙΘΑΚΗΣ & Ο ΘΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

Ο φίλος κ. Θωμάς Βλησμάς από το Περαχώρι, μου διηγήθηκε τα ακόλουθα, που φαίνεται πως έχουν σχέση με τον οικισμό της σημερινής πόλεως Ιθάκης. Τα καταγράφω κατά λέξιν και ύφος:
«Μία των ημερών εκείνων οι Αλγερινοί έφτασαν στο Περαχώρι και συγκεκριμένως εις θέσιν Κουνουβάτο, εκεί όπου σήμερον σώζεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και εκείνη του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου και συνέλαβαν δυο αγόρια, έναν Τσιντήλα, εννέα ετών, και ένα Σόλωνα, ένδεκα ετών. Τα άμοιρα παιδιά, όπως ήταν επόμενον βρέθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αλγερίας προς πώλησιν. Κατά τύχην περνούσαν από εκεί ένας αξιωματικός ισπανός του πολεμικού ναυτικού με την σύζυγόν του, οι οποίοι όμως ήσαν άκληροι. Μόλις η σύζυγος αντίκρυσε τον Σόλωνα είπε στον σύζυγό της: Δε σου φαίνεται οτι το παιδί αυτό αποτελεί εξαίρεση και οτι φαίνεται από καλή οικογένεια, έξυπνο, αλλά πικραμένο για τον χωρισμό των γονέων του; Δεν το παίρνουμε να το υιοθετήσουμε; Έτσι κι έγινε. Πλήρωσαν και πήραν τον Σόλωνα. Όπως ηταν φυσικόν, μια που ο θετός πατέρας ήτο αξιωματικός, έβαλαν το παιδί εις το σχολείον στην Ισπανία να μάθει γράμματα και να γίνει κι αυτός αξιωματικός. Μετά παρέλευσιν 25-30 ετών, ένα απόγευμα, φαίνεται στη μύτη του Άη – Λια ένα ιστιοφόρο κατευθυνόμενο προς το ανύπαρκτο τότε Βαθύ και αγκυροβόλησε κάτω από το σημερινό Λαζαρέτο. Την επομένην, 10 το πρωί, βγήκε ο πλοίαρχος και πήρε την άγουσαν προς το Περαχώρι και έφθασε στο Κουνουβάτειο, αλλά προς μεγάλην του έκπληξιν βρήκε το χωριό εγκατελειμμένο. Με κόπο και με νεύματα κατόρθωσε να πλησιάσει έναν τσοπάνη που φύλαγε κάτι πρόβατα. Ο τσοπάνης αφού άκουσε ελληνικά πλησίασε περισσότερο και τότε ο αξιωματικός τον ρώτησε με κάπως σπασμένα τα ελληνικά του γιατί το χωριό είναι έρημο. Ο τσοπάνης του εξήγησε ότι πήραν το ιστιοφόρο για πειρατικό και το έβαλαν στα πόδια και έχουν πιάσει τις κορυφογραμμές για άμυνα. Ο πλοίαρχος τον καθησύχασε οτι δεν ξανάρχονται πλέον πειρατές και εν συνεχεία τον ρώτησε: «που είναι η θεία η Διονύσαινα και ο μπάρμπα – Διονύσης, ζουν», Τον παρακάλεσε, λοιπόν να βρει τη γριά και να της πει οτι την ζητάει ένας καλό άνθρωπος και ότι θέλει να την δει και θα γυρίσει την επομένη την ίδια ώρα. Πράγματι ο τσοπάνης εφρόνησε και είπε στη γριά, που αυτή αποφάσισε να μείνει και να περιμένει. Την επομένη, την ίδια ώρα, έφτασε ο πλοίαρχος στο Κουνουβάτο, συνοδευόμενος από ένα ναύτη φορτωμένον δώρα. Πλησίασε στο σπίτι, βρήκε τη γριά, εκείνη τους έδωσε να καθήσουν και άρχισε ο διάλογος.
– Τι γίνεται γριά; Μόνη σου είσαι; Ο μπάρμπα – Διονύσης πέθανε;
– Πέθανε παιδάκι μου, χρόνια.
– Παιδιά δεν έχεις;
Αναστέναξε η γριά και του λέγει:
– Είχα ένα παιδί, μα μου το πήρανε οι κακούργοι οι Αλιτζερίνοι.
– Δεν έμαθες ποτέ γι’ αυτό;
– Ποτέ, πάει και πάει.
Την πλησίασε περισσότερο, της έσφιξε το χέρι και της λέγει:
– Για κοίταξέ με στα μάτια, δε με γνωρίζεις;
Η γριά σαν κάτι να προαισθάνετο, αλλά…
Την ρωτάει:
– Πως ελέγανε το παιδάκι σου;
– Σόλων.
Τότε δεν βάσταξε άλλο, την εσφίγγει στην αγκαλιά του, και της λέγει:
– Δεν με γνωρίζεις, μανούλα μου. Είμαι ο Σόλων, το παιδί σου.
Η γριά δεν εμπορούσε να πιστέψει ότι άκουγαν τ’ αυτιά της και έβλεπαν τα μάτια της και έμεινε σαν απολιθωμένη, ούτε και να κλάψει μπορούσε ή να μιλήσει. Τελικά συνήλθε και έκλαψαν και οι δυο απαρηγόρητα, αγκαλιασμένοι. Της διηγήθηκε τις περιπέτειές του κατόπιν.
– Μάνα, της λέγει, είμαι πλέον αξιωματικός Ισπανός, από σήμερα θα είσαι στην προστασία μου και δε θα σου λείψει τίποτις όσο ζεις. Δεν μπορώ να καθίσω, θα φύγω και σε έξι μήνες θα γυρίσω να κτίσω κάτω πολιτεία. Οι πειρατές δεν ξανάρχονται.
Πράγματι γύρισε στους έξι μήνες και κατά τον παπά – Χαραλάμπη, ο οποίος μου διηγήθηκε την ως άνω ιστορία, έκτισε το πρώτο σπίτι, του Βαλσαμάκη, το οποίο όλοι θυμόμαστε, και που τα κράσπεδα ήταν κατά τη σημερινή πλατεία με κλίση ισπανικού ρυθμού. Ξύλα, μαϊστροσές, έκοψε από τις παρυφές του κάμπου, όπου είχε πελώριους πρίνους.
Την άνω ιστορία ανέφερα και στον αείμνηστο δάσκαλό μας Ευάγγελο Ζαβιτσιάνο, ο οποίος μου επιβεβαίωσε οτι είναι γραμμένη στα χειρόγραφα του Λεκατσά που δεν εξεδόθηκαν”.
(Σ.σ. Το γεγονός αυτό πρέπει να συνέβηκε κατά το δεύτερο μισό του ΙΖ’ αιώνα ή κάπως νωρίτερα).

Θα ήταν χρήσιμο να γραφτούν πολλά, αυτό όμως δεν είναι κατορθωτό, γιατί είναι αντικείμενο ειδικής μελέτης, που ίσως σταθεί άλλου γραφιά επίδοση σχετικά με τα ήθη και τα έθιμα στο νησί μας, δηλαδή να γίνει προσπάθεια συστηματικής λαογραφικής εργασίας, αλλά τούτο είναι προϊόν μακρού χρόνου, δηλαδή να βρεθεί ο λαογράφος που θα μελετήσει και θα γράψει αφοσιώνοντας στο θέμα αυτό ψυχή και χρόνο.
Ωστόσο, επειδή προσπαθούμε να δώσουμε μια γενική εικόνα του χαρακτήρα και της δράσης του λαού της Ιθάκης μας, νομίζουμε όχι άσκοπο να περιγράψουμε μια λαϊκή εκδήλωση που τώρα κοντεύει να λησμονηθεί γιατί πήρε άλλη μορφή. Αυτή είναι ο Θιακός γάμος, δηλαδή τα γαμήλια γιορτάσια όπως γίνονται εδώ και περισσότερο από πενήντα χρόνια πριν στο νησί.

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΥΝ ΠΟΛΕΩΣ ΙΘΑΚΗΣ (2)
Η ζωή στο Θιάκι εκδηλώνονταν παρόμοια με εκείνη των άλλων νησιών της Επτανήσου με μικρές παραλλαγές που τις απαιτούσε το τοπικό χρώμα. Μεγάλο μέρος από τους άρρενες, σαν θαλασσινοί που ήταν, έλειπαν από τον τόπο κατά το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς, άλλοι δε εμίσευσαν προς την Ανατολή, Σμύρνη, Πόλη κ.ά., περισσότερο όμως προς τις Βαλκανικές ηγεμονίες και επέστρεφαν οι περισσότεροι να ξεχειμωνιάσουν στην πατρίδα. Έτσι οι γυναίκες ήταν εκείνες που έκαναν μεγάλο μέρος από τις οικογενειακές γεωργικές εργασίες τα καλοκαίρια, όπως ελιές, αμπέλια, θέρο, τρύγο, λιομάζωμα, ακόμη και την καλλιέργεια της γης. Σαν γύριζαν οι ξενιτεμένοι τους, έπαιρναν απάνω τους αυτές τις δουλειές, γιατί ήταν πια χειμώνας και έκαναν όσες πιο πολλές μπορούσαν απ’ αυτές μέχρι να ξαναφύγουν. Ωστόσο τους απασχολούσαν και οι κοινωνικές εκδηλώσεις, που το περισσότερο φαινόταν τον χειμώνα. Έτσι, εκτός από τα οικογενειακά γλέντια και πανηγύρια, αντιμετώπιζαν αρραβωνιάσματα και γάμους. Εδώ θα προσπαθήσουμε να γράψουμε λίγα γι’ αυτήν τη χαρούμενη κοινωνική εκδήλωση.
Γενικά και περισσότερο, ο γάμος ήταν ζήτημα συζητήσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων οικογενειών. Πολλές φορές ωστόσο αυτά τα ευτυχή γεγονότα ήταν αποτέλεσμα αισθήματος μεταξύ των νέων, αλλά και σε τέτοια περίπτωση πάλιν οι γονείς έπαιρναν πρωτεύοντα ρόλο. Και έτσι “έφκιαναν” τον γάμο. Ακολουθούσε η πρώτη επίσημη “επίσκεψη του γαμπρού στη νύφη” οικογενειακώς και συνέχεια επίσημα δείπνα και γεύματα και από τις δυο πλευρές και το άμεσο συγγενολόι. Ο νέος θα πηγαίνει στη νύφη, αν έχει καιρό κάθε μέρα, οπωσδήποτε όμως τις Κυριακές και θα βγαίνει περίπατο με τη συνοδεία μιας στενής συγγενούς. Την φέρνει στη μάνα του ή κάνουν μαζί επισκέψεις σε πολύ στενούς συγγενείς, θειάδες, ξαδέρφες κλπ. Η μέρα του στεφανώματος οριζόταν και μπορούσε να είναι σύντομα όταν είχε αναβληθεί για την προσεχή επιστροφή του γαμπρού από την καλοκαιρινή του εξόρμηση ή από τα καλοκαιρινά του ταξίδια. Στο μεταξύ η νύφη θα ετοίμαζε τα ρούχα της και τα υπόλοιπα προικιά της και είχε ήδη παραγγελθεί το “κομό” σ’ έναν “ρεμεσιέρη” (επιπλοποιό).
Στις δύο πριν του γάμου βδομάδες ετοιμάζονταν τα στρώματα που ήταν υφαντά του αργαλειού, καθαρίζονταν και πλένονταν τα μαλλιά και τα ροκόφυλλα, πρώτα στη θάλασσα και έπειτα στο γλυκό νερό. Το νυφικό είχε παραγγελθεί και ο γαμπρός είχε παραγγείλει το κρεβάτι στον σιδηρουργό, που αυτό ήταν δικό του έξοδο. Μετά την ετοιμασία των μαλλιών γινόταν το γέμισμα των στρωμάτων, ειδική τελετή που ο γαμπρός και οι άλλοι παρόντες συγγενείς έριχναν δώρα επάνω, συνήθως χρυσά νομίσματα, που τα μάζευαν οι παπλωματούδισσες. Παρόμοια τελετή γινόταν και για τα παπλώματα, το μεταξωτό και το δεύτερο. Αυτά ήταν οι πρώτες εορταστικές εκδηλώσεις την πριν του γάμου εβδομάδα. Στις επισκέψεις του γαμπρού ήταν έτοιμο δείπνο που το τιμούσαν και πιο στενοί συγγενείς και από τις δυο πλευρές. Κρέατα και κρασιά άφθονα και το ψωμία, παλαιότερα, σπιτάτο. Στο μεταξύ είχε γίνει και η “καλέστρα” και από τις δυο πλευρές. Έτσι με τις χαρούμενες αυτές γλεντοκοπικές εκδηλώσεις πλησίαζε η μέρα του γάμου, οι δε καλεσμένοι έστελναν τα δώρα τους σε ποσότητες ανάλογες με τον αριθμό των δικών τους που θα έρχονταν στο γάμο. Άλλοι έστελναν “κόφα” που είχε ένα ή δυο αρνιά, καρβέλια ψωμιά, ρύζι, τυρί και άλλα τρόφιμα, γλυκίσματα και κρασιά, αν και δεν υπήρχε σπίτι στο νησί χωρίς δικό του κρασί. Άλλοι έστελναν «δίσκο» με ζαχαράτα και μπομπονιέρες και μπουκάλια πιοτό και άλλα παρασκευάσματα για τη λαιμαργία της καλέστρας. Έτσι οι πιο στενοί συγγενείς τα κουτσοπίνουν κάθε βράδυ στο σπίτι της νύφης. Το Σάββατο όμως, παραμονή του γάμου, δεν εγινόταν επίσκεψη του γαμπρού στη νύφη, που αυτή, περιορισμένη σπίτι της, περνούσε την τελευταία νύχτα της κοριτσίστικης ζωής της κοντά στη μάνα της και στους άμεσους δικούς της.
Ο Robert Graves στο ωραίο του βιβλίο THE GOLDEN FLEECE (Χρυσούν Δέρας), μας λέγει οτι το ίδιο έγινε με τη Μήδεια και τον Ιάσωνα στη νήσο των Φαιάκων, όπου προσήγγισαν με την Αργώ τους επιστρέφοντες στην Ελλάδα και εκεί ενομιμοποίησαν τον δεσμό τους καθώς τους προέτρεψαν η Αρήτη και ο Αλκίνοος… Έτσι, αποσπερίς του γάμου, η Μήδεια έμεινε μαζί με την Αρήτη στην κάμαρά της, όπου η σοφή Φαιάκισσα της έδωσε όλες τις συμβουλές που θα έδινε κάθε μάνα στην κόρη της. Παράδοση που και τώρα γίνεται έπειτα από τριάντα αιώνες.
Συνήθως τα στεφανώματα γίνονταν Κυριακή και όλα βέβαια ήταν έτοιμα. Απολείτουργα είχαν ετοιμαστεί τα προικιά, ενώ την πρωτύτερη μέρα είχε γίνει στο συμβολαιογραφείο η «αρεσκεία», δηλαδή το συμβόλαιο της προικοσκευής. Γιορτοντυμένοι οι βαστάζοι, έτοιμοι σαν έπεφτε το κανόνι της ενορίας της νύφης, σήκωναν τα προικιά και προχωρούσαν, ενώ τα τοπικά όργανα τα προέπεμπαν με το τοπικό εμβατήριο του γάμου. Η πομπή προχωρούσε: 1) δυο κορίτσια φέρνοντας στο κεφάλι τους από μια τριεστίνικη κόφα με τα προσκέφαλα και τις κουβέρτες και τις κλαδωτές μαξιλαροθήκες, 2) δυο γυναίκες, η καθεμιά στο κεφάλι της από ένα πάπλωμα, 3) ακολουθούσε το κομό που το σήκωναν, δεμένο σε δυο καδρόνια, τέσσερεις βαστάζοι, 4) έπειτα το μπαούλο που το σήκωναν με τον ίδιο τρόπο δυο βαστάζοι. Αν το κομό είχε και μάρμαρο, αυτό το σήκωναν δυο βαστάζοι. Ακολουθούσαν οι “συμπεθέροι”, δηλαδή οι στενότεροι και επισημότεροι συγγενείς της νύφης. Απαραίτητο η πομπή να περάσει από την πλατεία, ενώ οι καμπάνες των δυο ενοριών, νύφης και γαμπρού, εσήμαιναν χαρμόσυνα. Οι αργόσχολοι παρατηρητές, παραταγμένοι στο δρόμο, εύχονταν “καλορίζικα”, “καλοφούρτουνα” και “καλή ώρα” σαν περνούσαν τα προικιά.
Στο σπίτι του γαμπρού περίμεναν και βαρούσαν τα βιολιά απ’ έξω στην αυλή ή τη σκάλα της εισόδου και ο γαμπρός με τους δικούς του υποδέχονταν τους συμπεθέρους. Ακολουθούσαν το έμπασμα των προικιών και το στρώσιμο του κρεβατιού από κορίτσια του συγγενολογιού. Σαν στρωνόταν το κάτω σεντόνι, μια δυο από τις κοπέλες άρπαζαν ένα αγοράκι από εκείνα που χάζευαν και το κατρακυλούσαν επάνω στην “πατάδα”, ένδειξη ευχής να είναι αγόρια το προϊόν της ευτυχισμένης ένωσης.
Στο μεταξύ οι συμπεθέροι στη σάλα όπου τους σερβιρόταν γλυκό κατά προτίμηση η θιακιά ροβανή, σπιτικό κατασκεύασμα όπως ξέρουμε, και πιοτά. Οι βαστάζοι κι αυτοί θα καθήσουν και με το “τρατάρισμα” ο επισημότερος της οικογένειας του γαμπρού τους μοίραζε από ένα φακελάκι που είχε μέσα την αμοιβή τους. Κάπου ανάμεσα στα προικιά, στις κόφες, ήταν κρυμμένο ένα μεταξωτό μαντήλι με κουφέτα που οι βαστάζοι ψάχνανε να το βρούνε και το έπαιρνε ο τυχερός που το ανακάλυπτε.
Σύγκαιρα το απόγιομα πήγαινε ο κουρέας του γαμπρού να τον ετοιμάσει και η διατύπωση αυτή γινόταν με την συνοδεία οργάνων και τραγουδιστών που τα ήξερε ο κόσμος τότε, λαϊκές γαμήλιες ρίμνες. Παρόμοια, στο σπίτι της νύφης, επήγαιναν οι φιλενάδες της να την ντύσουν με επικεφαλής τη μοδίστρα που έραψε το νυφικό. Και εκεί όμοια τραγούδια και ρίμνες, της χαράς.
Τα δυο σπίτια ήταν τώρα έτοιμα γι’ αυτές τις τελετές και το “πρετσεσιό” (από το ισπανικό Procecion), δηλαδή ο γαμπρός και η “καλέστρα” του, κατά ζεύγη το ένα πίσω από τ’ άλλο, ξεκινούσαν με τα όργανα που τους συνέβγαναν, για το σπίτι της νύφης. Εκεί με όργανα τον υποδέχονταν τα πεθερικά και τον πήγαιναν στη σάλα όπου το τραπέζι έτοιμο και ο παπάς ή και ο δεσπότης. Αν το ζευγάρι ήταν από διαφορετικές ενορίες, δυο παπάδες θα τελούσαν το μυστήριο, ποτέ όμως τρεις, οπωσδήποτε διπλός αριθμός πέραν του ενός, έθιμο πολύ παλαιό που φαίνεται να έχει τη γέννησή του στη νομοθεσία του Νουμά Πομπήλιου, του πρώτου βασιλιά της Ρώμης, όπως το διαβάζουμε στους παράλληλους Βίους του Πλουτάρχου, όπου ο Νουμάς θέσπισε “εις την χαρά διπλά, εις την λύπην μονά”. Γι’ αυτό στο Θιάκι βλέπουμε σε πένθιμες τελετές οι ιερείς και ψάλται που παραστέκουν είναι μονοί σε αριθμό.
Ο πατέρας ή ο πρεσβύτερος επιζών αδερφός ή συγγενής, οδηγεί τη νύφη και την προσφέρει στον γαμπρό, φιλιά αλλάζουν και το μυστήριο τελείται. Στον χορό του Ησαΐα τα συνηθισμένα άνθη, ρύζι και κουφέτα σκεπάζουν το ζευγάρι και αφού προσφερθεί το «ποτήρι», ανύπαντροι νέοι και νέες μοιράζονται τα υπόλοιπα της κουλούρας και του ποτηριού για “να παντρευτούν μέσα στο χρόνο”. Τώρα η τελετή του γάμου γίνεται στην εκκλησία της νύφης όπου συντρέχουν τα παρανύφια.
Μετά το μυστήριο σερβίρουνε κουφέτα, μπομπονιέρες, πιοτά και κυριότερα η σουμάδα. Ο κουμπάρος θα ανοίξει το χορό με τη νύφη και η πόλκα, η μαζούρκα, η σοτίς ή το βαλς καθώς και ελληνικοί χοροί, χορεύονταν και χωρίς καθυστέρηση η πομπή του γάμου ξεκινούσε για το σπίτι του γαμπρού, περνώντας κατά συνήθεια από την πλατεία, πάντως από διαφορετικό δρόμο από κείνον που πήρε σαν πήγαινε προς το σπίτι της νύφης. Όργανα τους περίμεναν στην είσοδο και η πεθερά υποδέχεται τη νύφη με αγκαλιές και φιλιά, βάζοντάς της στο στόμα ένα κουφέτο και η νύφη πατεί με το δεξί της πόδι ένα ρόιδο, που συμβολίζει μεγάλη ευτυχία.
Παρόμοια πιοτά και γλυκά σερβίρονται και ο χορός αρχίζει, που τον ανοίγει ο πεθερός με τη νύφη ή ο πρεσβύτερος των άμεσων συγγενών, συνήθως με το πολίτικο που το λέγαν «αρχή χορού» και ακολουθούσαν διάφοροι χοροί ελληνικοί και ευρωπαϊκοί. Και συνακόλουθα οι συγγενείς της νύφης έφευγαν για το σπίτι της, όπου θα γιόρταζαν το ευτυχισμένο γεγονός. Ωστόσο πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι δυο συγγένειες έκαναν κοινό γλέντι σ’ ένα από τα δυο σπίτια. Τότε υπήρχαν πολλές συντροφιές τοπικών οργάνων στο νησί, βιολιά, λαβούτα, μαντολίνα, κιθάρες, κλαρίνα κλπ. Στο Περαχωριό συνηθούσαν και εκτός της καλέστρας νέοι και νέες, να πηγαίνουν στο γάμο να ευχηθούν και να χορέψουν με τους καλεσμένους. Ωστόσο σύντομα έφευγαν και οι πόρτες εκλειούσαν και έμενε ο κύκλος της καλέστρας να γλεντήσει. Ένα έθιμο ήταν να καλούν τη νύφη σαν βράδιαζε στην είσοδο του σπιτιού για να τη δουν, συνήθως γυναίκες της μικρής κοινωνίας του χωριού, να την καμαρώσουν με το νυφικό της. Ο χορός εξακολουθούσε μέχρι που, νύχτα πια, στρωνόταν το τραπέζι και κάθονταν οι καλεσμένοι στο γαμήλιο δείπνο. Την πιο επίσημη θέση την έπαιρνε το ζευγάρι και ανάλογα οι συγγενείς ολόγυρά του σύμφωνα με το βαθμό της συγγένειας και επισημότητας.
Το δείπνο σερβιρόταν με πρώτο πιάτο και συνέχεια «το σοφιγάδο του γάμου». Βέβαια και άλλα φαγητά, ψητά και άλλα παρασκευάσματα από πουλιά, χαρούμενα μενού που προετοίμαζε ένας ειδικός μάγειρας (υπήρχαν τότε στον τοπο μερικοί σπεσιαλίστες, μάγειροι και υπόλογοι τέτοιων τελετών) και το κρασί, άφθονο, βοηθούσε τις λαιμαργίες. Φρούτα ακολουθούσαν ανάλογα με την εποχή και φυσικά έπαιρναν τη σειρά τους τα “τραγούδια της τάβλας”, παλιά ελληνικά τραγούδια, που ήταν φερμένα στον τόπο από τους ξενητεμένους Θιακούς και τους επήλυδες, που με τα χρόνια έγιναν κάτοικοι στο νησί. Από τα παραδοσιακά τραγούδια ήταν το θεωρούμενο σαν καθαυτό τραγούδι της αγάπης το «ωραίο καναρίνι», το τραγούδι της ξενιτιάς, «εσείς πουλιά του κάμπου», το άλλο του έρωτα, «σαρανταπέντε Κυριακές» αλλά και πολλά άλλα που τώρα είναι χαμένα από τη μνήμη των συγχρόνων. Τα εξαφάνισε η ποπ μουσική και η εγκατάλειψη των παλαιών με την εισαγωγή των μοντέρνων εθίμων, που τα έφερε η τυφλωτική λάμψη των απ’ έξω.
Το γλέντι έφτανε πολλές φορές τα ξημερώματα και διαλυόταν όπως ήταν φυσικό με τις ευχές των γλεντοκόπων για την ευτυχία του «νιόφωτου» ζευγαριού, «να ζήσετε, και στα δικά σας, και στων παιδιών σας κλπ».
Την Τρίτη που ακολουθούσε, βράδυ μόλις σκοτείνιαζε, ο γαμπρός “πήγαινε τη νύφη στη μάνα της”, με συνοδεία των πιο στενών συγγενών του, περνώντας συνήθως από την πλατεία. Εκεί τους περίμενε παρόμοιος κύκλος συγγενών της νύφης. Ακολουθούσε παρόμοιο γλέντι μέχρι τις μικρές ώρες, όπου τότες οι συγγενείς συνόδευαν πεζοί το νιόφωτο μέχρι το σπίτι τους τραγουδώντας “πατινάδα”, το παραδοσιακό τραγούδι (υμέναιον) “τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες”. Μπορούσε εκεί να γίνει μικρότερης κλίμακας εκδήλωση και όλοι οι γλεντοκόποι έφευγαν αφήνοντας το ζευγάρι να χαρεί την ευτυχία του.
Ο γαμπρός άρχιζε να κυκλοφορεί στη “Χώρα” από την Τετάρτη και την ακόλουθη Κυριακή το ζευγάρι, με συνοδεία στενών συγγενών και από τις δυο πλευρές, πήγαινε στην ενορία του γαμπρού να εκκλησιαστεί. Σαν έφτανε η ομάδα την πόρτα της εκκλησίας που τους περίμεναν με επισημότητα, γιατί από το πρωΐ, πριν αρχίζει η ακολουθία, βροντούσαν το κανόνι και κτυπούσαν πανηγυρικά τις καμπάνες, και άναβαν όλους τους πολυελαίους για τιμή του ζευγαριού. Στην κατάλληλη ώρα έβγαινε ο πιο επίσημος επίτροπος με το δίσκο με τα “ματσέτα”, ωραία μικρά μπουκετάκια με άνθη, δεμένα με μεταξωτές γαλάζιες και τριανταφυλλιές κορδέλες, προσφέροντας πρώτα στη νύφη και συνακόλουθα στο γαμπρό και τους άλλους συνοδούς και όλοι έριχναν στο δίσκο το κατά δύναμη και ευχαρίστηση.
Βγαίνοντας από την εκκλησία η νύφη, βροντούσε το κανόνι και κτυπούσαν πάλι χαρμόσυνα οι καμπάνες και η συντροφιά γύριζε στο σπίτι του γαμπρού όπου προσφερόταν η ροβανή και ποτά και έτσι τέλειωνε ο κύκλος των γαμήλιων γιορτών. Στην εκκλησία η νύφη πήγαινε με το “δεύτερο” επίσημό της φόρεμα. Κατά τον τελευταίο αυτό επίσημο εορτασμό της Κυριακής μπορούσε να ακολουθήσει τραπέζι και συνακόλουθα γλέντι, αυτό συνήθως στο Περαχωριό, που οι κάτοικοί του χαρακτηρίζονταν για πολύ γλεντοκόποι και ρομαντικοί ερωτιάρηδες. Ωστόσο και στη Χώρα όπως και στα πάνω χωριά, αυτά τα γιορτάσια και οι πηγαίες εκδηλώσεις ήταν παρόμοιες και πολύ επιθυμητές. Τώρα γιορτάζουν με άλλα συστήματα, πάρα πολύ πεζά και καθόλου ρομαντικά. Προσθέτω οτι αλλάζοντας δώρα και “χρυσαφικά” μεταξύ γαμπρού και νύφης, που ήταν προσφορές και των δυο οικογενειών, που ήταν το “χρύσωμα” του θεμελιώματος της νέας οικογένειας.
Με την ελπίδα της ευτυχίας άρχισε η ζωή και το μονοπάτι της μοίρας για τη νέα οικογένεια, με τη συνακόλουθη αλυσίδα των αλληλοδιάδοχων ευτυχισμένων ή μη περιστατικών που έμελαν να πλαισιώνουν τη ζωή του ζευγαριού.
Περιοριστήκαμε πιο πάνω να περιγράψουμε μια από τις βασικές εκδηλώσεις και παραδοσιακές εορτές στην κοινωνία του Θιακού παρελθόντος, που είναι σε αναλογία παρόμοιες με κείνες όλου του ελληνικού λαού. Χρειάζεται χρόνος και πολλή εργασία για να δοθεί περιγραφή των εθιμοτυπικών συνηθειών του μικρού λαού της Ιθάκης, μα αυτή, όπως είπαμε, είναι η εργασία άλλου χρόνου και άλλης γραφίδας για να πραγματοποιηθεί, που εύχομαι γρήγορα να την ιδούμε.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κ. ΚΟΛΑΙΤΗΣ

Πηγή: «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ» 1988, Έκδοση Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος
Φωτο: Ιθάκη 1936, Γάμος Γεράσιμου Παξινού και Διονυσίας Ραυτοπούλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.