ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ
«Όλοι οι άνθρωποι στο πέρασμα της ζωής έχουν ζήσει ημέρες και στιγμές που πρέπει να μείνουν γραμμένες ώστε οι πιο νέοι από αυτούς, εγγόνια, παιδιά, να γνωρίζουν τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή των γονέων τους. Σήμερα είμαι 54 ετών (στις 20 Γενάρη του 1981) και αποφασίζω να γράψω ορισμένες ιστορίες με όσο το δυνατόν πραγματικά γεγονότα, αληθινά», γράφει ο Γιώργος Κουτσουβέλης – Κοντηλάτος απ το Κιόνι της Ιθάκης στο πόνημα του ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ και που εμπιστεύτηκε την εκδοσή τους στον αξέχαστο Σπύρο Δενδρινό. Αυτές τις αναμνήσεις του λοιπόν σας τις παρουσιάζουμε σε δύο συνέχειες για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι.
Τ.Κ.
Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΛΕΥΚΑΔΟΣ
Θα προσπαθήσω να γράψω με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα που έζησα τις δύσκολες αυτές ημέρες της ζωής μου.
Την 11η Ιουνίου του 1944 στο χωριό μας βρισκόταν ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ ονόματι Φουρτούνας. Συνεννοήθη με την τοπική οργάνωση του χωριού μας και το απόγευμα βρεθήκαμε εις τον Σταυρό 18-20 Κιονιώτες. Όταν φτάσαμε στο Σταυρό βρήκαμε επίσης και πενήνταδυο Κεφαλονίτες, εκ των οποίων γλύτωσαν από αυτή την επιχείρηση μόνο ένας ή δύο. Το σούρουπο ο Φουρτούνας βλέποντας οτι είχαμε μία φοβία και επειδή εις τον Σταυρό είχε έρθει και ο πατέρας του Πάνου, Αποστόλης, και παρακαλούσε για το παιδί του, ανέβηκε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και είπε: “Θιακοί, απόψε θα κάνουμε απόβαση εις την Λευκάδα. Εκεί δεν έχει μαντολίνα και κιθάρες, αλλά όπλα και σφαίρες και όποιος από εσάς φοβάται μπορεί να φύγει”. Είδα τους συγχωριανούς μου να αποχωρούν από τον χώρο συγκεντρώσεως και εμείναμεν μόνον τρεις, ο Μίμης Δευτεραίος, ο Πάνος Καλλίνικος κι εγώ.
Το βράδυ, περίπου 8.30, κατεβήκαμε στις Φρίκες και με δυο καΐκια το “Τσαρούχι” και τον “Αγ. Δημήτρη” έγινε απόβασις εις την Πλάκα της Νηράς εις την Λευκάδα. Το πρωί και μετά από δύο ώρες πορεία σε άγρια μέρη, βρεθήκαμε στο Μοναστήρι Άγιος Νικόλας Νηράς, εκεί μας περιμένανε και άλλοι ντόπιοι αντάρτες με καπεταναίους Κόρακα – Κατσιγιάννη – Κατσίμπα και κάποιον Φατούρο, διοργανωτή της επιειρήσεως Λευκάδος. Μας είχαν ψητές γίδες και αφού φάγαμε αναχωρήσαμε για το Αθάνι. Εμείναμε τρεις ώρες και μαζί μας ακολούθησαν μια δεκαπενταριά ντόπιοι Αθανιώτες, μετά περάσαμμε το Δράγανο και από εκεί καταλήξαμε εις την Εγκλουβήν.
Το βράδυ άλλοι εμείναμε στο σχολείο και άλλοι απέναντι σε κάτι χωράφια, μας μοίρασαν ψωμί, τυρί, εληές και καπνό… ήταν το πρώτο τσιγάρο που έβαλα στο στόμα μου, 18 ετών! Την επομένη 17 Ιουνίου επήγαμε εις την Καρυά και ο Κόρακας με τον Φουρτούνα έβγαλαν λόγο και είπαν το σκοπό της επιχειρήσεως αυτής, την οποία μετά από τόσα χρόνια εγώ ο ίδιος δεν εμπόρεσα να καταλάβω.
Επιστρέφοντας πάλι προς την Εγκλουβή ήρθαν μαζί μας πολλοί ντόπιοι του εφεδρικού ΕΛΑΣ καθώς και δύο διμοιρίες του μονίμου από το Ξηρόμερο. Όπως μάθαμε, δικοί μας σύνδεσμοι είχαν έρθει σε συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς των Καλατζαίων οι οποίοι ανήκαν εις την δεξιάν οργάνωσιν να μας παραδώσουν 400 ή 450 όπλα διότι όπως είπαν συνεργάζοντο με τους Γερμανούς. Η παράδοσις των όπλων καθυστερούσε και όταν οι δικοί μας κατάλαβαν οτι η καθυστέρησις γινόταν σκόπιμα ώστε να ειδοποιηθούν οι Γερμανοί ήταν λίγο αργά.
Συγκεντρωθήκαμε στα αλώνια της Εγκλουβής και αφού χωριστήκαμε σε 14-15 διμοιρίες των 32 ανδρών, ο Φουρτούνας μας έβγαλε ένα πύρινο λόγο “αύριο και μετά την μάχη θέλω να σφίξω σε έναν έναν το χέρι από εσάς”. Μαζί μας ήταν και δύο διμοιρίες του μονίμου ΕΛΑΣ, παιδιά που είχαν λάβει μέρος σε πολές μάχες εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών, εμπειροπόλεμοι και αποφασισμένοι. Η διμοιρία μου αποτελείτο από 32 άνδρες και μαζί μας ήταν η Τζαβέλαινα. Τη νύχτα αναχωρήσαμε με κατεύθυνση προς Άγιο Ηλία, μέρη άγνωστα σ’ εμάς, βράχια που αλλού πάταγες και αλλού βρισκόσουν, εμέ μου είχαν δώσει ένα οπλοπολυβόλο.
Κάποτε χάραξε και όπως μάθαμε η διμοιρία μας απείχε 150 μέτρα από τα φυλάκια των Γερμανοράλληδων, όταν κατάλαβαν οτι είμαστε κοντά τους και έτοιμοι να επιτεθούμε εγκατέλειψαν τα φυλάκια και θυμάμαι ένας μας φώναζε “Άντε ρε κερατάδες, σας αφήνουμε και έτοιμο φαγητό”. Πράγματι, μες το φυλάκιο που είχαν εγκαταλείψει βρήκαμε χοιρινό ψητό.
Η επίθεσις είχε αρχίσει με “αέρα”. Τρέχαμε χωρίς να μας φοβίζει τίποτε σε ένα κατηφορικό κάμπο. Είδα και τον Φουρτούνα στο άλογό του και σε άλλο άλογο τον σαλπιγκτή, ο οποίος σάλπιζε “προχωρείτε προχωρείτε”, από τις σπάνιες στιγμές της ζωής μου. Η επίθεσις κράτησε έως το χωριό Άη Λιός, το οποίο καταλάβαμε. Το απόγευμα ανεβήκαμε αριστερά του χωριού σε ένα βουνό που νομίζω οτι το έλεγαν Κομπλιό, μας φέρανε νερό σε ασκοπούλια από λάδι και φαγητό. Το βράδυ και μετά από κλήρο νομίζω, η δική μου διμοιρία διετάχθη να προχωρήσει αρκετά κατά βάθος ώστε το πρωί να γίνει βοηθούμενη από το βαρύ οπλισμό του Τάγματος, τρεις όλμοι και τρία βαριά πολυβόλα, το ένα θυμάμαι για βάση είχε έναν κορμό δένδρου, η γενική επίθεσις. Το ίδιο βράδυ όμως κατέφθασαν γερμανικές ενισχύσεις.
Προχωρήσαμε 3-4 ώρες μες τη νύχτα στα απάτητα χώματα της Λευκάδος και βρεθήκαμε σ’ ένα βουναλάκι που το έλεγαν Λαϊνάκι. Τι έγινε δεν μπορώ να καταλάβω, ή ο σύνδεσμος μας πρόδωσε ή μας αντιλήφθηκαν οι αντίπαλοι. Η ουσία είναι οτι δεν μου έμπαινε ύπνος όλη την υπόλοιπη νύχτα, με είχε πιάσει ένα συχνοκατούρημα και μου φαίνεται οτι κάτι δεν πήγαινε καλά, σαν να άκουγα βήματα που μας πλησιάζουν. Ξύπνησα τον Πάνο που στην επίθεση αυτή ήταν γεμιστής οπλοπολυβόλου και μίλησα με τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Λιβιτσάνη που είχαμε μαζί μας.
Πριν καλά καλά ξημερώσει μας έβαλλαν κυκλικά, είμαστε περικυκλωμένοι. Φωνάζοντας μας έριχναν χειροβομβίδες, μία έπεσε κοντά μου και μου αχρήστευσε το οπλοπολυβόλο. Είχε πλέον ξημερώσει, πλησιάζω τον ανθυπολοχαγό και του λέω “είναι ώρα για υποχώρηση”, αυτός όμως τίποτε, επέμενε ενώ έβλεπε οτι δεν είχαμε ελπίδα καμιά. 3-4 αντάρτες είχαν χτυπηθεί, η Τζαβέλαινα είχε φάει μία χειροβομβίδα ιταλική στο πρόσωπο και καταματωμένη μου έλεγε να της πάρω το όπλο και να την αποτελειώσω. Σε κάποια στιγμή κι ενώ τα γερμανικά μυδράλια χτυπούσαν προς το τάγμα, 4-5 αντίθετοι Λευκάδιοι με τα μαχαίρια στα χέρια τους έσφαξαν σαν αρνιά, τότε μόνον ο Ανθυπολοχαγός διέταξε να υποχωρήσουμε… Το τι έγινε δεν μπορεί νους ανθρώπου να το σκεφθεί. Υποχώρησις άτακτος, φορούσα ένα ζευγάρι άρβυλα Αλπινιστού ιταλικά με πρόκες γύρω γύρω και το δεξί μου πόδι μπερδεύτηκε σε ένα βράχο, εάν υπήρχε τρόπος… και το πόδι μου θα έκοβα για να γλιτώσω.
Μετά από προσπάθεια ξεκόλλησαν οι πρόκες και πάλι με την ψυχή στο στόμα άρχισα να τρέχω, στο δρόμο βρίσκω έναν τραυματία αντάρτη με το αριστερό χέρι χτυπημένο από σφαίρα ταμ-τουμ, νομίζω οτι εάν δεν ήταν το σακάκι, το χέρι θα του είχε πέσει στο χώμα. Ήταν καταματωμένος, τον πήρα εις την αριστερά πλευρά μου και άρχισα να βαδίζω δύσκολα προς τον Άη Λιά. Εκατό μέτρα μπρος μου βλέπω έναν άλλον αντάρτη, ο οποίος υποχωρούσε σαν μεθυσμένος, παραπατούσε. Του φωνάζω να σταματήσει για να με βοηθήσει, μα αυτός μου φώναζε οτι δεν μπορούσε. Αναγκάστηκα να πάρω το όπλο του αντάρτη τραυματία και έριξα μία τουφεκιά, αναγκάστηκε ο αντάρτης να σταματήσει. Πήγα κοντά του και έτρεμε. Τι έχεις του λέγω και μου λέγει “δεν ξέρω, είμαι τραυματίας”, τον κοιτώ, αλλά δεν φαινόταν αίμα πουθενά αυτός όμως επέμενε οτι ήταν τραυματισμένος, τον κοιτώ καλά και βλέπω στο δεξιό πόδι στον μηρό μία μικρή κηλίδα αίμα, στο αριστερό πόδι μία μικρή τρύπα πράσινη φορούσε παντελόνι χακί. Τον ρωτώ αλλά δεν το ήξερε και κατεβάζοντας το παντελόνι του, τι να δω. Η σφαίρα είχε περάσει το πόδι, την φύση η οποία ήταν έξι φορές μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους και είχε βγει από το άλλο πόδι, χωρίς να του πειράξει καθόλου το κόκκαλο. Νομίζω οτι εις ολόκληρο τον Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα υπήρχε τέτοιος τραυματίας.
Προχωρήσαμε και οι τρεις μαζί από ένα μονοπάτι κάτω από τον Άη Λιά, ήμουν κατακουρασμένος και περνώντας από ένα σπίτι, μία γριά γυναίκα μου έδωσε ένα ποτήρι τσίπουρο. Υποχωρούσαμε μαζί και οι τρεις αντάρτες προς την αναφορά απέναντι από τον Άη Λιά, ένα τσοπανόπουλο μου έδωσε λίγο γάλα σε μία ξύλινη κούπα… δεν μπορούσα άλλο, τα πόδια μου δεν μπορούσαν να μεταφέρουν εμέ, πως ήταν δυνατό να μεταφέρω και δύο τραυματίες μαζί μου; Τους έβαλα σε ένα μέρος ήσυχο, με τη φόδρα της χλαίνης μου έδεσα τον ένα τραυματία και με τη χλαίνη τους σκέπασα και τους δύο, μετά άρχισα να ανεβαίνω προς το βουνό. Σε μία στιγμή βλέπω τον Πάνο, τον παρακαλώ να φύγει για να γλιτώσει αυτός και εάν καμιά φορά δει τον αδερφό μου να του πει οτι εκεί σκοτώθηκα.
Έχουν περάσει 37 χρόνια και δεν μπορώ όσο και να σκέπτομαι να καταλάβω τι έγινε. Λιποθύμησα ή αποκοιμήθηκα; Μετά από αρκετή ώρα συνήλθα κάπως, σηκώθηκα στα πόδια μου, παντού ησυχία. Επήρα την απόφαση να παραδοθώ, άλλη λύση δεν υπήρχε. Ακολούθησα ένα μονοπάτι του βουνού, και εκατέβαινα όταν σε ένα μύλο δεξιά του Άη Λιά είδα να δέσει δύο Κεφαλονίτες για εκτέλεση. Αυτό ήταν! Έπρεπε με κάθε τρόπο να φύγω να γλυτώσω.
Φορούσα ένα κόκκινο πουλόβερ. Το βγάζω. Ένα πουκάμισο από τραπεζομάνδηλο καροτί, βγάζω και τα άρβυλα και το παντελόνι μου και μένω μ’ ένα μαγιό μαύρο του Μπίτολα, μου το είχε δώσει ακριβώς την ημέρα που φύγαμε από το Κιόνι και το φόρεσα να κάνω μπάνιο. Μέσα στην τσέπη από το πουκάμισο βρήκα μία προκηρύξη που έγραφε “Γιατί Αγωνιζόμαστε”. Για τη δικαιοσύνη, για τη λαοκρατία κ.λπ. Βρίσκω δυο τρία αγκάθια και τα καρφώνω επάνω στο πουλόβερ μου, δεν μπορώ να καταλάβω πως έβρισκα το θάρρος αυτό, μετά σιγά σιγά και συρόμενος μες τις μάζες κατόρθωσα μετά από διόμιση ώρες να φθάσω στην κορυφή του βουνού, κατόπιν με όση δύναμη μου είχε απομείνει παίρνω δρόμο. Οι πατούσες μου σχιζότανε απάνω στα σκληρά βράχια αλλά εγώ έτρεχα, έτρεχα και μετά από αρκετή ώρα βρήκα το επιτελείον Φουρτούνα – Κόρακα. Με ρώτησαν και μου είπαν οτι τους είπε ο Πάνος οτι είχα σκοτωθεί.
Μου είπε ο Φουρτούνας οτι αρκετό αίμα χύθηκε και βγάζοντας την τσάντα του μου σφράγισε ένα χαρτί για τον Άγιο Δημήτρη το καΐκι που κάναμε την απόβαση, έπρεπε να μας περιμένει στο ίδιο μέρος. Μου είπε όσους βρω Κεφαλονίτες και Θιακούς να τους πάω στη Νηρά που θα μας περίμενε το καΐκι. Από εκεί τράβηξα για τα αλώνια της Εγκλουβής, βρήκα μαζεμένους τους Κιονιώτες και τους 28 Κεφαλονίτες, τους διεβίβασα τη διαταγή του Φουρτούνα και μαζί πάνοπλοι πηγαίναμε προς τη Νηρά. Μου είχαν δώσει και ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο, ήμουν ντυμένος! Αρχηγό μας βάλαμε ένα λοχία του Αλβανικού Μετώπου, Δομένικο τον έλεγαν. Προχωρούσαμε προς τη Νηρά, περνώντας από το Αθάνι κάτω στη θάλασσα είδαμε 2-3 πριάρια. Σαν κάτι να με έσπρωχνε και τους λέω “ρε παιδιά δεν παίρνουμε ένα πριάρι γιατί εκεί που πάμε ίσως δεν βρούμε καΐκι”. Δεν δέχτηκαν την πρότασή μου και πάλι κινήσαμε. Μετά 2-3 ώρες βρισκόμαστε στο φανάρι της Νηράς. Δυστυχώς όμως ούτε καΐκι ούτε βάρκα βρήκαμε, κοιτούσαμε στο πέλαγος μήπως κανένα πανάκι βάρκας μα και πάλι τίποτε. Απελπισία μας πλάκωσε όλους.
Νηστικοί, κατάκοποι στην κούραση, επάνω σ’ ένα ακρωτήρι, που λέγεται Νηρά, με καμιά ελπίδα. Το απόγευμα παίρνοντας τον Πάνο κατεβήκαμε βράχο βράχο σε κάτι αμμουδιές κι εκεί βρήκαμε δύο κατάρτια από κάποιο καΐκι, τα δέσαμε μ’ ένα σύρμα και με μία αμυδρή ελπίδα ανεβήκαμε ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω. Θα είχαμε απομακρυνθεί περίπου 500-600 μέτρα αλλά αφ’ ενός μεν νύχτωνε, αφ’ ετέρου το αεράκι μας πήγαινε για τη Βασιλική που ήταν Γερμανοί και φίλοι αυτών. Αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε και κολυμπώντας να γυρίσουμε πίσω.
Είχε νυχτώσει όταν ανεβήκαμε στο Μοναστήρι Άγιος Νικόλας, χτυπήσαμε και μας άνοιξε ένας καλόγερος. Μας είπεν “παιδιά ελάτε να σας δώσω ψωμί και τυρί και να φύγετε, γιατί γνωρίζω οτι το πρωί θα’ ρθουν οι Γερμανοί”, ήταν τόση η κούρασή μας όμως ώστε απαιτήσαμε από τον καλόγερο και μας άφησε να κοιμηθούμε στο μοναστήρι σε ένα δωμάτιο που το παράθυρό του κοιτούσε προς τη θάλασσα, αφού πρώτα στην αναμένη φωτιά στεγνώσαμε τα ρούχα μας. Πριν καλά καλά ξημερώσει εφύγαμε από το μοναστήρι για τη Νηρά, εκεί όμως δεν υπήρχε κανείς από τους δικούς μας. Χαρήκαμε για τη σωτηρία αυτών, νομίσαμε οτι κάτι πλεούμενο τη νύχτα τους πήρε. Ξημέρωσε όταν ανέβηκα επάνω στο φάρο αντικρύζοντας το Θιάκι και την Κεφαλονιά, έκανε ένα ψοφόκρυο και πριν κατέβω από το φανάρι έβγαλα ένα φακό αμφίκυρτο για να ανάψω φωτιά με τις ακτίνες του ήλιου. Πράγματι άναψα μία φωτιά και βγάζοντας από την τσέπη μου 5-6 σφαίρες τις έρριξα μέσα. Με το μπαμ μπουμ βλέπω να ξεπροβαίνουν οι αντάρτες ένας ένας και να έρχονται προς εμάς, μας είπαν οτι τη νύχτα κάποια βάρκα είχε έρθει από το Κιόνι και εφώναζε το όνομα του Πάνου και άναβε σπίρτα, αλλά αυτοί φοβηθήκανε μήπως είναι Γερμανοί και δεν μίλησαν καθόλου αλλά κρυφτήκανε μες τις σπηλιές του βουνού.
Τώρα τι γίνεται; Μαζευτήκαμε όλοι, είμαστε 31 σε απελπιστική κατάσταση. Τους λέγω ό,τι ακριβώς μου είχε πει ο ηγούμενος, οτι δηλαδή οι Γερμανοί με τους Έλληνες φίλους τους οπωσδήποτε θα έλθουν και θα μας σκοτώσουν. Τους προτείνω όπως είμαστε οπλισμένοι να μπούμε στη Βασιλική και να πάρουμε ή μία τράτα ή το καΐκι του Μητσαλιά που το είχαν εκεί κατασχέσει οι Γερμανοί. Όλοι μου το απέκλεισαν σαν ακατόρθωτο. Ελπίδα καμιά δεν υπήρχε. Εάν είχαν ακούσει τα λόγια που μας είχε πει ο ηγούμενος, ίσως το αποφάσιζαν. Συνέλαβα στην απελπισία μου το νόημα της φυγής δια θαλάσσης, είχα δει το χάραμα στο φάρο μία φιάλη περίπου διόμισυ μέτρα, σανίδα σωτηρίας. Θα την ρίχναμε στη θάλασσα και θα κρατιόμαστε απ’ αυτήν 5-6, ώστε να περάσουμε απέναντι, με μεγάλο κόπο δε την σύραμε έως τη θάλασσα, αλλά όταν την ρίξαμε αυτή εχάθηκε σαν τορπίλη, επήγε στο βυθό. Πάλι απελπισμένοι ανεβαίνουμε στο φάρο και με μεγάλη προσπάθεια βγάζουμε ένα κομμάτι από το πάτωμα και την πίσω πόρτα και σιγά σιγά τα πάμε στη θάλασσα. Σανίς σωτηρίας.
Επάνω ανέβηκα εγώ και ο Δημήτρης Δευτεραίος παίρνοντας μαζί μας ένα παγούρι με νερό και μία αδειανή χειροβομβίδα γεμάτη ψάρα για φαγητό. Με λίγες ελπίδες σωτηρίας και σπρώχνοντας τη σχεδία αυτή αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από τους άλλους συντρόφους. Ο Πάνος ήταν στο βράχο και χαιρετούσε, όταν ο Μίμης του είπε “μου δίνεις τις αρβύλες σου να καθήσω εγώ έξω και να έρθεις εσύ με τον Γιώργο;” Αυτή είναι τύχη φίλε μου! (Οι φίλοι αντάρτες μας απέκλεισαν να είμαστε και οι τρεις Θιακοί στη σχεδία, ώστε να μην ξεχάσουμε αυτούς, δεν ήθελε κανένας όμως Κεφαλονίτης να έρθει κοντά μας). Βγήκε ο Μίμης και ήρθε ο Πάνος μαζί μου, η ώρα θα ήταν περίπου δέκα. Κολυμπώντας και σπρώχνοντας τη σχεδία αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε από τη Νηρά, τώρα αφ’ ενός μεν το αεράκι, αφ’ ετέρου τα ρεύματα μας απομάκρυναν γρήγορα γρήγορα από το φανάρι. Δεν είχαμε μιλήσει καθόλου στο διάστημα αυτό του ταξιδιού, το μόνο κοιτούσαμε τα βράχια του Θιακιού και σπρώχναμε τη σχεδία με όσες δυνάμεις μας είχαν μείνει κολυμπώνας.
Στο διάστημα αυτό οι Γερμανοί, με φίλους Έλληνες και με τον Γάκια αρχηγό, αποβιβάστηκαν με το καΐκι του Μητσαλιά εις τη Νηρά και καλώντας κάποιον απ’ το χωριό του ο Γάκιας που ήξερε οτι είναι επάνω στη Νηρά ανάγκασε και τους άλλους να βγουν από τις σπηλιές που ήταν κρυμμένοι. Αυτό ήταν χωρίς μεγάλη διαδικασία, τους έβαλαν στο ψηλό και απότομο βράχο ύψους περίπου 150 μέτρων (βράχος Σαπφούς) και τους εκτέλεσαν, αποκεφάλισαν. Έζησε ένας εξ αυτών, τον είδα μετά δύο χρόνια στην Πάτρα, μου τα διηγήθη και μου είπε οτι αυτός σκάλωσε πέφτοντας από το βράχο σε ένα αγρίλι και έμεινε εκεί δύο ημέρες και γλίτωσε.
Όταν πλέον πλησιάζαμε προς τα βράχια και βλέποντας τη θάλασσα να σπάζει στους βράχους έκανα μία εκτίμηση αποστάσεως, δεν απείχαμε περισσότερο από 700-800 μέτρα από στεριά απέναντι από τις Αφάλες και προς τον Άγιο Γιάννη στην Πούντα. Λέγω στον Πάνο “Πάνο γλιτώσαμε”, αυτός σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή ξεκαρφώνει ένα πουκάμισο που είχαμε εις την σχεδία και πετώντας το ψηλά φωνάζει: “Ζήτω ζήτω η Ελλάδα, γλυτώσαμε!”. Δεν πέρασαν όμως είκοσι λεπτά όταν είδαμε μία μικρή βάρκα με δύο Γερμανούς από το Φισκάρδο να μας πλησιάζει… Τώρα εάν αφήναμε το ξύλο ίσως προφταίναμε κολυμπώντας να φτάσουμε στο βράχο μα προτιμήσαμε να μείνουμε να μας πιάσουν οι Γερμανοί και εν ανάγκη να τους μπατάρουμε με τη βάρκα και εάν γλυτώναμε έχει ο Θεός. Πλησιάζοντας, ο ένας που ήταν Αυστριακός – δύο μέτρα άντρας – μας βοήθησε ν’ ανεβούμε στη βάρκα και μας μίλησε με γλυκό τρόπο, φιλικό κλείνοντας το μάτι του. Εμείς του είπαμε οτι είμαστε για ψάρεμα και μας βούλιαξε η θάλασσα τη βάρκα, αυτός γέλασε φιλικά. Παρ’ οτι τα πόδια μας ήταν πρησμένα προθυμοποιήθηκα να πιάσω τα κουπιά της βάρκας, ο Αυστριακός όμως δεν μας άφησε. Έβαλε εμένα στο πίσω μέρος και τον Πάνο εμπρός, είχα συνεννοηθεί με τον Πάνο να μπατάρουμε τη βάρκα, αλλά βλέποντας τα χάλια μας και τον τρόπο που μας εφέρετο ο ένας από τους δύο, άλλαξα γνώμη. Η πιθανότης να τους σκοτώναμε και να γλυτώναμε εμείς ήταν μία στις χίλιες. Ως εκ τούτου και ενώ ο Πάνος μου έλεγε με νοήματα, όπως είχαμε συνεννοηθεί πρωτύτερα για το μπατάρισμα, εγώ τον καθησύχασα και μας πήγαν μετά από καμιά ώρα στο Φισκάρδο.
Εκεί ο Αυστριακός μας έφερε ψωμί, μαρμελάδα, βούτυρο και τσιγάρα. Ήρθε ένας Έλληνας Τελώνης ονόματι Φώτης, ήταν Τελώνης στις Φρίκες το ’38 και αφού μας ερώτησε για την επιχείρηση Λευκάδος μας είπε οτι είμαστε τυχεροί που πέσαμε στα χέρια αυτού του Αυστριακού και γλυτώσαμε. Πραγματικά, ο Αυστριακός τηλεφώνησε στη διοίκηση στο Αργοστόλι οτι βρήκαν δύο ψαράδες στη θάλασσα και η διοίκησις διέταξε να μας αφήσουν ελεύθερους.
Μία βάρκα με οκτώ κουπιά ήταν έτοιμη, μέσα είχε μία κόφα με ζεστό ψωμί και τυρί επίσης και δύο ζευγάρια παλιοπάπουτσα, εγώ πήρα θυμάμαι κάτι γυναικεία μποτίνια, και μέσα σε μία ώρα μας είχαν περάσει στην Πόλη του Σταυρού… είχαμε γλυτώσει. Φθάσαμε στο Κιόνι νύχτα 10 η ώρα, ήταν σκοπός ο Οδυσσέας, μας αγκάλιασε και μας καλωσόρισε. ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ ΟΤΙ ΟΣΟΥΣ ΑΦΗΣΑΜΕ ΕΙΣ ΤΗ ΝΗΡΑ ΗΣΑΝ ΝΕΚΡΟΙ.
Έχουν περάσει από τότε 37 χρόνια κι αναρωτιέμαι.
- Γιατί έγινε αυτή η επιχείρηση και χαθήκανε το λιγότερο 300 άτομα;
- Γιατί κανείς από τους αρχηγούς και οργανωμένους κομμουνιστές του χωριού μου δεν πήγε στη Λευκάδα;
- Γιατί ο “Άγιος Δημήτρης” που ήταν μηχανικός και ο Σομόνης μέσα, δεν επερίμενε στη Νηρά αλλά έφυγε; Γιατί έφυγε το καΐκι;
Γιατί όλα αυτά;
Υ.Γ.: Εξηντατέσσερεις άνδρες του μονίμου ΕΛΑΣ υποχωρώντας προς τον κάμπο της Βασιλικής – δεν γλύτωσε ΚΑΝΕΙΣ.
ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ
ΦΡΙΞΟΣ – ΚΑΖΑΚΟΣ και ΝΑΟΣ και ΤΣΙΝΤΗΛΑΣ . ΚΟ/ΤΡΙ/ΔΗΣ και ΜΙΓΑΣ και ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ και ΠΑΠΑΦΩΤΗΣ και ΕΓΩ, αυτή η ομάδα των δέκα ανδρών κατέλαβε το Ιταλικό ρυμουλκό “Μαρία Αντουανέτα” στις Φρίκες.
Το θεριό μετά από τις αλλεπάλληλες νίκες εκ μέρους των συμμάχων στη Ρωσία, την απόβαση στην Ιταλία, την ήττα στην Αφρική, άρχισε να αναδιπλώνει τις δυνάμεις του και να υποχωρεί συστηματικά από τα κατεχόμενα εδάφη. Έτσι άρχισε και η υποχώρηση από την Κεφαλονιά. Τρία μικρά αποβατικά, ώρα δώδεκα, φανήκανε στο φανάρι της Μέλισσας φορτωμένα με στρατό και ζώα. Ξαφνικά και από το μέρος του Αστακού ξύνοντας τη θάλασσα αεροπλάνα, όταν είδαν τα γερμανικά αποβατικά, κατ’ ευθείαν κατευθύνθηκαν επάνω τους. Οι Γερμανοί, βλέποντας τα αεροπλάνα με όση ταχύτητα είχαν, έριξαν τα αποβατικά στα ρηχά του Μάρμακα στο Ρομποτή και κακήν κακώς βγήκαν στη στεριά. Τα αεροπλάνα πολυβόλησαν αυτά, αλλά κάποιος ψύχραιμος Γερμανός πιάνοντας το αντιαεροπορικό κατόρθωσε και χτύπησε το ένα εκ των τριών αεροπλάνων το οποίο πήρε φωτιά στον αέρα και χάνοντας ύψος κατόρθωσε να το φέρει προς του Παπουλή το μύλο όπου και αφού παρέμεινε δευτερόλεπτα εβυθίσθη. Δύο αεροπόροι σε μία λαστιχένια βάρκα συνελήφθησαν από το Λιμά κοντά στο Ακρωτήρι, ήταν ο ένας τυπογράφος από το Κάϊρο και ο Άγγλος από το Λονδίνο, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Μπίμπιλα.
Μετά από 3-4 ώρες εφάνηκε από τον κάβο της Οξειάς ένα πλοίο με προορισμό το Μάρμακα, ήταν ένα ρυμουλκό Ιταλικό, ονόματι “Μαρία Αντουανέτα”. Αυτό πήγε στο Μάρμακα, απεκόλωσε τις χελώνες που ήσαν καθισμένες και μετά για να αποφύγει επίθεση αεροπλάνων προτίμησε να παραμείνει στις Φρίκες και να φύγει νύχτα. Ήταν 13-9-1944. Η ομάς των δέκα ανδρών ξεκίνησε από το Κιόνι στις δύο η ώρα. Οπλισμός μας δύο οπλοπολυβόλα, μία χειροβομβίδα με τραβηγμένη την περόνη και δεμένη με ένα μαντήλι και ένα αντιαρματικό με τρία βλήματα τοποθετημένο στο Κουρβούλι.
Η επιχείρηση άρχισε… έπρεπε να πλησιάσουμε το καράβι χωρίς να μας καταλάβουν οι Γερμανοί, το περισσότερο ιταλικό πλήρωμα, εκείνη τη στιγμή βρισκόταν έξω στις Φρίκες. Από ένα μονοπάτι αριστερά από το Κουρβούλι ανεβήκαμε και πότε τρέχοντας, πότε σιγά σιγά φτάσαμε επάνω από το μύλο του Σπηλιάτσου. Εκείνη τη στιγμή ένας Ιταλός έκανε μπάνιο στην πρύμη του καραβιού και φαίνεται οτι μας κατάλαβε διότι έδειχνε εις ένα Γερμανό προς το μέρος του μύλου. Δεν περιμέναμε περισσότερο, αρχίσαμε να βάλλουμε με ό,τι μέσα διαθέταμε, μετά από λίγη ώρα από τη γέφυρα του καραβιού έβγαλαν ένα όπλα με ένα μαντήλι – σήμα παράδοσης. Κάποιος δικός μας, ο Τρυπίδης, κατέβηκε από τα βράχια προς το πλοίο αλλά οι Γερμανοί πάλι άρχισαν να ρίχνουν, όπως φαίνεται ήθελαν να κερδίσουν χρόνο ώστε με τον ασύρματο που είχε το καράβι να ειδοποιήσουν την Πάτρα.
Τη χειροβομβίδα που είχε ο Καζάκος, έβγαλε το μαντήλι που ήταν δεμένη και την έριξε, έπεσε μέσα στη γέφυρα. Εάν ρίξουμε χιλιάδες πέτρες στο βάρος της χειροβομβίδας νομίζω οτι καμιά δεν θα πετύχει το στόχο, ήταν μία επιτυχία θαύμα. Όλα σταμάτησαν και με φωνές “αέρα” ριχτήκαμε προς το καράβι. Θυμάμαι οτι πήδησα από το δεύτερο μύλο του Μπουλιούρη (σήμερα δεν υπάρχει) στο δρόμο και κατ’ ευθείαν στη γέφυρα του καραβιού, έσπτωξα την πόρτα και εβρήκα τον Γερμανό λοχαγό τραυματισμένο. Τον βοήθησα, βγήκε στο μώλο. Ήταν τραυματισμένος στη δεξιά ωμοπλάτη. Επήρα από τις τσέπες του δύο χτένες, μία κοκκάλινη και μία αλουμινένια (στην Κατοχή δεν υπήρχαν χτένες). Του έβγαλα το κράνος, το πιστόλι και μετά του έβγαλα το παράσημο από το στήθος που ήταν κρεμασμένο… Έμεινε με το κεφάλι ψηλά. Όταν γινόταν αυτά τα πράγματα κοιτώ πίσω μου και βλέπω καμιά εικοσαριά Κιονιώτες, μπροστά ήταν ο Μπιδόλος κρατώντας μισή καρέκλα και πίσω ακολουθούσαν παιδιά μέχρι δέκα χρονών.
Άφησα τον Γερμανό εις αυτόν και μπήκα μέσα στο καράβι για να το ετοιμάσουμε να φύγει. Κατεβαίνοντας από μία σιδερένια σκάλα στο μηχανοστάσιο βλέπω δεξιά στην καρβουναποθήκη μία αρβύλα, χάρηκα και πήγα να την πάρω. Όπως την τράβηξα πετάχτηκε ένας Ιταλός μέσα από τα κάρβουνα με τα χέρια ψηλά τρέμοντας και λέγοντας “μπόνο αντάρτο παρτιζάνο κομμουνίστα αν και μίο φρατέλο παρτιζάνο ιν Ιτάλια…” Ήταν τραγικό και κωμικό. Ετοιμαστήκαμε, τους Γερμανούς τους στείλαμε με τα πόδια στο Κιόνι, ενώ μαζέυαμε το πλήρωμα και το καράβι αναχώρησε. Καπετάνιος ένας χοντρός Ιταλός, “φόρτε” έλεγε όταν του έλεγα να τρέξει περισσότερο το πλοίο. Με σφυριξιές το καραβάκι και κωδωνοκρουσίες μπήκαμε στο Κιόνι, η ώρα θα ήταν 5-5.30 απόγευμα. Πλευρίζοντας, η βάρκα που ρυμουλκούσε έσπασε από το όπισθεν του καραβιού και έμεινε, την είχε ο Τρύπουλας 5-6 χρόνια.
Έμεινε το καράβι λίγο στο Κιόνι, εγώ πρότεινα να το πάμε στην άμμο στην Άτοκο ή στον Αστακό που οι Γερμανοί είχαν φύγει, οι άλλοι επέμεναν να πάει στο Βαθύ. Βγήκα έξω και εμπήκαν μέσα ο Μηλιαρέσης και δεν θυμάμαι ποιος άλλος και το πλοίο, αφού επήρε και τον Γερμανό και τους αεροπόρους Εγγλέζους ανεχώρησε για το Βαθύ. Σούρουπο, είχε περάσει περίπου μισή ώρα ή και περισσότερο όταν ακούσαμε το βρόντο από οβίδες όπου έφαγε κι αυτό και το καΐκι “Δημοκρατία” του Καλούδη όπως και ένα άλλο μικρό, “Πιπίτσα” το λέγαμε.
Φαίνεται, όταν επιτεθήκαμε στις Φρίκες, ο Γερμανός αξιωματικός έδωσε με τον ασύρματο εις την Πάτρα και αμέσως κινήσανε για Ιθάκη δύο άλλα τύπου χελώνας τα οποία αφού μπήκαν στο Βαθύ έριξαν τους προβολείς ψάχνοντας και ενώ δεν το βρήκαν ξαναβγήκαν. Το συνάντησαν μεταξύ Χοντρής Πούντας και Αγίου Ανδρέα, ρίξανε τον προβολέα και το διέταξαν να σταματήσει αμέσως. Όσοι δικοί μας ήταν μέσα έπεσαν στη θάλασσα και ορισμένοι Ιταλλοί, πλησίασε η χελώνα το καραβάκι, πήρε τους Γερμανούς που είχαν μείνει επάνω, τον ένα Εγγλέζο και 2-3 Ιταλούς… μετά, από απόσταση 400 μέτρων το χτύπησε με το κανόνι του και το βύθισε. Επίσης ψάχνοντας με τον προβολέα χτύπησε όποιον είδε από αυτούς που κολυμπούσαν, χάθηκαν αρκετοί Ιταλοί καθώς και ο Ναός και ο Παπαφώτης. Ορισμένοι που γλύτωσαν βγήκαν κολυμπώντας στη Χοντρή Πούντα όπως ο Μηλιαρέσης.
Την επομένη, χαράματα, οι δύο χελώνες βομβάρδισαν τις Φρίκες και μετά το Κιόνι. Ευτυχώς θύματα δεν υπήρχαν και ευτυχώς που οι Γερμανοί δεν είχαν χρόνο να βγουν έξω διότι τότε θα πλήρωνε αρκετός κόσμος. Η καμπάνα χτύπαγε συναγερμό και έτσι ο κόσμος πήρε τα βουνά και δεν είχαμε θύματα. Φεύγοντας οι χελώνες άκρη άκρη για την Πάτρα και φτάνοντας εις το Άνδρι τις είδαν τρία αεροπλάνα εγγλέζικα και τις καταβύθισαν, δεν γνωρίζω εάν γλύτωσε κανείς Γερμανός ή Ιταλός ή ο αεροπόρος Εγγλέζος που είχαν πάρει μαζί τους οι Γερμανοί.
ΚΥΜΗΣ
6 Αυγούστου 1944. Με τη βάρκα του, τον Κουλό και τον Ζερβούλη αφ’ ενός και με μία άλλη βάρκα – Κολλιός και Τρύπουλας – βγήκαν στο ακρωτήρι για ψάρεμα. Κατά τις εννέα το πρωί, καΐκι από τη Λευκάδα με οπλοφόρους και τον Ιωάννη Μπουρδούβαλη, κοινώς “Γουρούνα”, συνέλαβε τις δύο βάρκες. Τον Τρύπουλα με τις βάρκες άφησαν ελεύθερο, τους δε υπόλοιπους τους πήρε στο καΐκι. Με μία έρευνα που έγινε στον Κύμη βρήκαν ένα χαρτόνι με τέσσερα ονόματα, σκοποί της προηγούμενης βραδυάς.
Φθάσανε στο Βλυχό που τους κράτησαν. Την επόμενη ημέρα έκαναν τις ανακρίσεις στο σπίτι του Θανασούλα, επέρασαν όλοι από ανάκριση και μετά, κατά τις δέκα το πρωί, κατέβηκαν κάτω με τον Κύμη και λέγοντας σε αυτόν να κοιτάξει προς τα πέρα του έριξε ο Γουρούνας δύο πιστολιές. Τον άφησαν δύο ώρες και κυλιόταν μες τα χώματα και μετά, αφού του πέρασαν μία αλυσίδα στα πόδια, τον πέταξαν μισοζώντανο στη θάλασσα. Ποιος φταίει γι’ αυτό, μήπως οι συγχωριανοί του έβγαλαν τα βάρη από επάνω τους και τα έριξαν στον Κύμη;
Προσπάθησα να το μάθω. Μετά εφτά χρόνια είχα το καΐκι του Τερνικού και επιστρέφοντας από την Πάτρα σταμάτησα στη Λευκάδα. Μέσα είχα τον Νώντα τον Χαμιδιά, μικρόσωμο αλλά με μεγάλη καρδιά. Ήξερε τις προθέσεις μου και παίρνοντας μία μαυροβούνα που είχαμε στο καΐκι με παρακολουθούσε. Προχώρησα και ρωτώντας είδα το μαγαζί του Γουρούνα πίσω στην πλατεία. Επιγραφή: “Μαγαζί τα λίγα λόγια Ιωάννου Μπουρδούβαλη”. Μπήκα μέσα, ήταν με το γυιό του ένα παιδί δέκα ετών τότε. Του είπα ποιος είμαι και τον παρακάλεσα να μου πει τι ήταν αυτό που τον ανάγκασε να εκτελέσει τον Κύμη. Μου είπε “κατ’ αρχήν δεν φταίω εγώ, αλλά οι συγχωριανοί του που έριξαν τα βάρη επάνω του”, ήθελα όμως να μάθω καλύτερα και τον ρωτώ ποιος απ’ όλους. Δεν κατάλαβα όμως οτι ο γυιός του είχε φύγει απ’ το μαγαζί, έμεινα περίπου μισή ώρα… και σε μια στιγμή ο Γουρούνας άλλαξε και μου λέει: “Τι θες τώρα, εγώ έχω σκοτώσει 30-40, εάν θέλεις και εσύ μήνυσέ με και τότε θα μάθεις την αλήθεια”. Τα’ χασα.
Γυρίζοντας βλέπω τα 4-5 τραπέζια του μαγαζιού του γεμάτα με τα πρωτοπαλίκαρά του, ξεσχισμένα ρούχα, άλλοι τραυματισμένοι στο πρόσωπο κ.λπ…, τα χρειάστηκα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μαγαζί ο Νώντας ο Χαμιδιάς, μάλιστα με παρατεταμένη τη μαυροβούνα και λέγει: ‘Μην κουνηθεί κανείς”. Έρχεται κοντά μου και υποχωρήσαμε από μία πραγματική λυκοφωλιά.
Ποιος από τους τέσσερις ρίξανε τα βάρη στον Κύμη για τον οποίο είμαι βέβαιος οτι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής, οπωσδήποτε ήταν Δημοκρατικός, Σοσιαλιστής.
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Είμαι αρκετά μεγάλος και 66 έτη έχουν περάσει πάρα πάρα πολλά από επάνω μου. 4η Αυγούστου, Πόλεμος του ’40, Κατοχή, Δικτατορία. Όλα αυτά μου άφησαν πάρα πολλές κακές αναμνήσεις, πίκρες, χαρές και συγκινήσεις μα η συγκίνηση που έλαβα την 20η Σεπτεμβρίου 1991 θα μου μείνει αξέχαστη όσο ζω.
Το 1944, 16 Ιουνίου, μετά μία σκληρή μάχη εις το Λαϊνάκι με τους Γερμανούς και συνεργάτες αυτών, αφού είχαμε αρκετούς νεκρούς αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε κακήν κακώς από μονοπάτια όλο βράχια και κοντά μας χτυπούσαν οι Γερμανοί. Εις την υποχώρτηση βρήκα έναν αντάρτη πεσμένο επάνω σ’ ένα βράχο, το χέρι του σπασμένο κρεμόταν στο σακκάκι, το πρόσωπό του καταματωμένο. Τον σηκώνω και μου λέγει: “Δεν θέλω να πέσω στα χέρια τους, σκότωσέ με εσύ σε παρακαλώ”. Του σκουπίζω το πρόσωπο από τα αίματα και τον παίρνω στην πλάτη μου 150-200 μέτρα προς τον Άη Λιά. Μπροστά μας έτρεχε ένας άλλος αντάρτης και του φώναζα να με βοηθήσει. Μου είπε οτι είναι τραυματίας και πραγματικά όταν τον ανάγκασα να σταματήσει για να με βοηθήσει να μεταφέρουμε τον τραυματία τον ρώτησα και κατεβάζοντας το παντελόνι του είχε ένα τραύμα που πιστεύω οτι δεν θα το είχε άλλος εις τα οκτώ χρόνια του δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου.
Φορούσε ένα χακί παντελόνι και δεξιά και αριστερά στο ύψος της λεκάνης είχε λίγο αίμα, κατεβάζοντας δε το παντελόνι τι να δω; Η φύσις του είχε διαμπερές τραύμα και ήταν πρησμένη ως το δεκαπλάσιο του φυσιολογικού. Αναγκάστηκα σιγά σιγά να μεταφέρω και τους δυο τραυματίες από άσχημα μονοπάτια. Πέρασα τον Άη Λιά, ζήτησα σε μία γυναίκα λίγο ούζο και μου έδωσε να βάλω στις πληγές των τραυματιών. Απέναντι ακριβώς από το χωριό ήταν δύο μεγάλα δέντρα, ξάπλωσα και τους δύο τραυματίες, έσκισα τη φόδρα της χλαίνης μου και πρόχειρα έδεσα τα τραύματά τους, γιατί είχαν μεγάλες αιμορραγίες. Αφού έμεινα μαζί τους μία ώρα τους σκέπασα με τη χλαίνη μου κι έφυγα κακήν κακώς. Το πως γλύτωσα το γράφω σε άλλη ιστορία, εκείνο που μου μένει ανεξήγητο είναι όταν βρήκα τον Φουρτούνα μου έδωσε έγγραφη διαταγή να μαζέψω όσους Κεφαλονίτες και Θιακούς βρω και να πάμε στη Νηρά που θα μας περίμενε το καΐκι Άγιος Δημήτριος. Πραγματικά βρήκα τριάντα και κακήν κακώς φτάσαμε στη Νηρά. Επειδή δεν υπήρχε καΐκι εκεί μείναμε πέντε ημέρες σε απελπιστική κατάσταση. Ένας Κεφαλονίτης λοχίας του Αλβανικού, Δομένικος, αναγκάστηκε να πουλήσει το πιστόλι του για δύο οκάδες ψάρα. Και τότε πήραμε την απόφαση που αναφέρω σε άλλη ιστορία να περάσουμε κολυμπώντας στο Θιάκι.
Πέρασαν από τότε 47 χρόνια κι εφέτος το καλοκαίρι ένα καΐκι από τη Λευκάδα που εψάρευε πέρασε από το Κιόνι και ρώτησε να μάθει εάν υπήρχε άνθρωπος που είχε λάβει το 1944 μέρος στη μάχη του Λαϊνακιού. Με βρήκε και μου είπε εάν ήμουν εγώ που είχα βρει μετά τη μάχη έναν με χτυπημένο το χέρι. Του είπα ναι και αυτός μου είπε οτι ο τραυματίας ζει και είναι εις τη Νικιάνα της Λευκάδας. Πραγματικά, μετά από 5-6 ημέρες παίρνω το αυτοκίνητο, τη γυναίκα μου, τον Πέτρο με τη γυναίκα του και με το φέρρυ από Φρίκες πάω στο Νυδρί. Ρωτώ και μου λένε που είναι η Νικιάνα. Ρωτώ κι εκεί μου δείχνουν το σπίτι του τραυματία. Έρχεται με αγκαλιάζει όταν έμαθε ποιος είμαι και με παρακαλεί να πάμε ως το σπίτι του. Βλέποντας εγώ το χέρι του να το κινεί αμέσως δεν πίστεψα οτι ήταν αυτός που πριν 47 χρόνια είχα βρει τραυματία. Ήταν Σάββατο και του υποσχέθηκα οτι θα ξαναπεράσω την Τετάρτη. Γνώριζα οτι στη Λευκάδα ήταν ένας με κομμένο το χέρι, πραγματικά τον βρήκα αλλ’ αυτός είχε τραυματιστεί στη μάχη της Αμφιλοχίας.
Φύγαμε για το Δράγανο, περάσαμε τα χωριά που πριν 47 χρόνια είχαμε περάσει με τους άλλους συντρόφους που δεν γύρισαν πίσω στα σπίτια τους. Μείναμε στο Δράγανο τρεις ημέρες… πήγαμε στο Μοναστήρι Αγίου Νικολάου κι από εκεί στη Νηρά. Παντού όπου επέρασα οι αναμνήσεις συγκινητικές.
Την Τετάρτη, όπως είχα υποσχεθεί εις τον τραυματία, περνώντας από Καρυά, Εγκλουβή και άλλα χωριά, στις έξι το απόγευμα βρέθηκα στη Νικιάνα. Βρήκα τον τραυματία να με περιμένει με τη γυναίκα του. Του ζήτησα να μου πει ακριβώς την ιστορία και πραγματικά με είχε πάρα πολύ συγκινήσει. Είναι μεγάλη υπόθεση μετά 47 χρόνια να βρεις έναν άνθρωπο που του είχες γλυτώσει τη ζωή.
Λέγεται Κωνσταντίνος Κολυβάς, μένει στη Νικιάνα της Λευκάδας. Το τι υπέφερε αυτός ο άνθρωπος… Έντεκα χρόνια ήταν στο νοσοκομείο και κόβανε κομμάτια από το πόδι και σιγά σιγά επανήλθε το χέρι. Μείναμε στο σπίτι του το βράδυ και την επομένη γυρίσαμε στο Θιάκι με μεγάλη συγκίνηση και πολλά ερωτηματικά.
Δώρα πολλά μου έκανε, μεταξύ αυτών και ένα καβουράκι ξύλινο που είχε φτιάξει όταν τον είχαν εξορίσει με τη δικτατορία του 1967. Λέγεται Κωνσταντίνος Κολυβάς, μένει στη Νικιάνα Λευκάδας, τηλέφωνο 0645-71564.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΒΕΛΗΣ (ΚΟΝΤΗΛΑΤΟΣ)