ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ

«Όλοι οι άνθρωποι στο πέρασμα της ζωής έχουν ζήσει ημέρες και στιγμές που πρέπει να μείνουν γραμμένες ώστε οι πιο νέοι από αυτούς, εγγόνια, παιδιά, να γνωρίζουν τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή των γονέων τους. Σήμερα είμαι 54 ετών (στις 20 Γενάρη του 1981) και αποφασίζω να γράψω ορισμένες ιστορίες με όσο το δυνατόν πραγματικά γεγονότα, αληθινά», γράφει ο Γιώργος Κουτσουβέλης – Κοντηλάτος απ το Κιόνι της Ιθάκης στο πόνημα του ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ και που εμπιστεύτηκε την εκδοσή τους στον αξέχαστο Σπύρο Δενδρινό. Αυτές τις αναμνήσεις του λοιπόν σας τις παρουσιάζουμε σε δύο συνέχειες για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι παλιότεροι.

                                                                                                               Τ.Κ.

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

1938

Ήμουν στην Πάτρα μαθητής της πρώτης Γυμνασίου. Ο Γυμνασιάρχης διάλεξε είκοσι παιδιά από το γυμνάσιο και τα έστειλε στην Αθήνα, επέτειο της 4ης Αυγούστου 1936. Μείναμε στο ξενοδοχείο “Απολλώνειον” επί της οδού Πειραιώς. Ένα μεσημέρι μας είχαν για φαγητό φασόλια με ρέγγο και ο ρέγγος τότε ήταν το πιο φθηνό φαγητό για εργάτες, είχε περίπου μία δραχμή ο ένας. Δέναμε με σπάγγο από την ουρά τους ρέγγους και πήγαμε προς την Ομόνοια, εκεί όταν μας είδαν οι χωροφύλακες μας κυνήγησαν και την επομένη βρεθήκαμε στην Πάτρα.

ΤΟ ΠΑΤΙΝΙ

1939, παραμονές πρωτοχρονιάς, τότε είχαν πρωτοεμφανιστεί τα πατίνια. Ένα κατάστημα στην Πάτρα, του Λαμπρόπουλου, είχε φέρει και τα είχε στη βιτρίνα. Με τον Χρηστάκη τον Μαρούδα, εξάδερφό μου καταστρώσαμε το σχέδιο.

Τα πατίνια αγοραστήκανε και θυμάμαι η μητέρα μου δεν είχε ψιλά. Το πατίνι είχε 150 δρχ  και μου έδωσε 5000 τα οποία άλλαξα σε κρεοπωλείο και μου έδωσαν μία σακούλα κέρματα. Όλο χαρά πήραμε τα πατίνια και πήγαμε στο σπίτι, όλη τη νύχτα τα είχαμε σχεδόν στο κρεββάτι.

Την επομένη, πρωτοχρονιά του 1939, ήρθε ο Χρηστάκης με το δικό του και κατηφορίζαμε την Καρόλου προς την Κορίνθου. Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά όταν επί της Κορίνθου μας συνέλαβε αστυνομικός, ονόματι Ντερβέναγας. Κατ’ αρχήν περιλαβαίνει το δικό μου πατίνι και αφού το πατά, το γυρίζει, σε λίγο το κάνει κουλούρα και μου το δίνει στο χέρι. Το ίδιο έγινε και με τον Χρηστάκη με τη διαφορά οτι ο Χρηστάκης έφαγε και μία κλωτσιά.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Το 1940 βρίσκομαι στην Πάτρα. Είχαμε φύγει με την μητέρα μου και τα αδέρφια μου Τζένη και Κώστα το 1933 από το Κιόνι και με χρήματα του πατέρα ο οποίος βρισκόταν στην Αφρική κάναμε ένα σπίτι επί της Καρόλου 46.

28 Οκτωβρίου 1940 ώρα 7.30 Η μητέρα διαβάζει στην εφημερίδα “Νεολόγο” οτι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Πόλεμος. Μια λέξη μικρή αλλά πολύ μεγάλη σε νεκρούς και σε καταστροφές.

Όπως κάθε πρωί, έτσι κι εκείνη τη Δευτέρα φεύγοντας από το σπίτι για το γυμνάσιο πέρασα από το σπίτι του Απόστολου Κανακάρη και μαζί εφύγαμε για το γυμνάσιο, πηγαίναμε στην πρώτη γυμνασίου, είμαστε τότε 14-15 χρόνων παιδιά. Στην αίθουσα του γυμνασίου ο καθηγητής μας, νομίζω ένας Οικονόμου, δεν μας ανέφερε τίποτε, το μόνο που διακρίναμε ήταν συζήτηση με άλλους καθηγητές σε χαμηλό τόνο.

Η ώρα 9.00-9.10 χωρίς καμιά προειδοποίηση ήρθαν τα πρώτα αεροπλάνα και έριξαν τις πρώτες βόμβες στην Πάτρα, σπάσαν τζάμια από την αίθουσα κι εμείς πανικόβλητοι βγήκαμε στο δρόμο τρέχοντας από την πλατεία Όλγας στη Μαιζώνος μαζί με τον άλλο κόσμο. Τρέχαμε προς τα σπίτια μας, συνεννοήθηκα δε με τον συμμαθητή μου Στεφανάκο να πάρει αυτός το ποδήλατό του και να έρθει από το σπίτι μου να πάμε μαζί έξω στην Αγυιά που ο πατέρας του, απόστρατος αξιωματικός, είχε ένα κτήμα.

Η ώρα περνούσε, εγώ με τα αδέρφια μου βρισκόμουν στο σπίτι από κάτω στην τσιμεντένια σκάλα την οποία είχαμε για καταφύγιο. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν το βομβαρδισμό, νομίζω οτι πέρασε μισή ώρα και αφού ο Στεφανάκος δεν ερχόταν παράτησα τους δικούς μου στο προσωρινό καταφύγιο κι έτρεξα προς το σπίτι του συμμαθητή μας. Όταν πλησίασα μου φάνηκε οτι το σπίτι του είχε αλλάξει όψη, σοβατίσματα και σκόνες ήταν πεσμένα στους δρόμους… προχώρησα κι εφώναξα δύο φορές το όνομά του, δεν έλαβα όμως καμιά απάντηση. Είδα στο πίσω μέρος του σπιτιού τη σιδερένια πόρτα μπανταρισμένη, προχώρησα σε ένα πλυσταριό που ο Στεφανάκος έβαζε το ποδήλατό του κι εκεί είδα τον φίλο μου Νεκρό επάνω στο ποδήλατό του.

Νομίζω πως πρέπει να ήταν ο πρώτος των νεκρών της πρώτης ημέρας του βομβαρδισμού των Πατρών. Εκείνη την ημέρα νομίζω οτι στην Πάτρα σκοτωθήκανε περίπου 25-28, μεταξύ αυτών κι ένας τύπος που διαφήμιζε την αρωματοποιΐα “Τζόλα”, Γιάννης Θέος. Σκοτώθηκε μπρος στην αγγλική εκκλησία Αγίου Διονυσίου και Καρόλου.

ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣ

Μετά μία εβδομάδα από την κήρυξη του Ιταλοελληνικού πολέμου, από το γυμνάσιο και σε ηλικία όχι μεγαλύτερη των 15 ετών επιστρατεύθηκα εις την αεράμυνα των Πατρών. Όλο το εξάμηνο του πολέμου της Αλβανίας επέρασε με πολλούς συναγερμούς και λίγους βομβαρδισμούς εις την Πάτρα και ιδίως το πρώτο δεκαπενθήμερον του πολέμου. Παντού προσφέραμε τις πρώτες βοήθειες, με κάθε συναγερμό βάζαμε τον κόσμο στα καταφύγια. Εγώ έμενα στο “Αρσάκειον” επί της Μαιζώνος, του είχαμε βάλει αρκετά σακιά με άμμο και χρησιμοποιούσαμε τη μεγάλη αίθουσα για καταφύγιο.

Όλα είχαν γίνει συνήθεια για εμάς και οι ημέρες κυλούσαν με νίκες του στρατού μας. Πόγραδετς – Τεπελένι – Κορυτσά. Κάθε χωριό που έπεφτε στα χέρια του στρατού μας… στην Πάτρα γινόταν πανζουρλισμός, χτυπούσαμε τις σιδερένιες κολώνες του ρεύματος δυνατά με πέτρες, επίσης τις καμπάνες των εκκλησιών χαρούμενα. Όλα αυτά έως την 6η Απριλίου που οι Γερμανοί αφού είχαν σαρώσει τη Γαλλία και όλη την Ευρώπη μας εκήρυξαν τον πόλεμο και εισέβαλαν μέσω Βουλγαρίας στην Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός δεν εμπόρεσε να κρατήσει τη σιδερένια στρατιά των Γερμανών και τα οχυρά μας Ρούπελ έπεφταν στα χέρια των Γερμανών. Την πρώτη μέρα δε, η γερμανική αεροπορία δεν άφηνε τίποτε όρθιο και εις την ξηράν και εις την θάλασσαν. Την επομένην της κήρυξης ερχόταν ένα πλωτό Νοσοκομειακόν ονόματι “Ελληνίς” φορτωμένο με τραυματίες από την Κέρκυρα. Πριν το καράβι μπει στο λιμάνι τα γερμανικά στούκας επετέθησαν σε αυτό και δύο βόμβες έπεσαν επάνω του. Αμέσως το καράβι επήρε φωτιά όταν αυτό έμπαινε από το δεξιό φάρο των Πατρών και με μικρή ταχύτητα επέρασε την εξέδρα του Αγίου Νικολάου κι ερχόταν προς το μέρος που άραζε την παλαιά εποχή η Καληδώνα.

Εβρισκόμουν από τους πρώτους με ένα φορείο, με μία βάρκα του λιμεναρχείου δέσαμε το καράβι και το πλευρίσαμε. Πολλοί τραυματίες, πολλές νοσοκόμες εφώναζαν: “Ζήτω η Ελλάδα, παιδιά τους φάγαμε κι αυτούς” (τους Γερμανούς). Το έργο της περισυλλογής των τραυματιών άρχισε και με ό,τι λιγοστά μέσα είχαμε, ένα ή δύο κάρα, τους μεταφέραμε σε διάφορες κλινικές και στο νοσοκομείο. Θα είχαν περάσει περίπου τρία τέταρτα της ώρας που κάναμε αυτή τη δουλειά, 2-3 τραυματιοφορείς, 3-4 αστυνομικοί και 6-7 ναύτες… μεταξύ των τραυματιοφορέων ήταν κι ο Σπύρος ο Λεκατσάς, γεννημένος στο Κιόνι, γυιός του Στέφανου του Λεκατσά, τελώνου Κιονίου, 1917 – 25 περίπου.

Μετά από προσπάθειες μεγάλες είχαμε βγάλει αρκετούς τραυματίες, άλλους από κρυοπαγήματα και άλλους με ένα πόδι ή ένα χέρι. Το καράβι είχε περίπου ένα μέτρο νερό στο αμπάρι του το οποίο ήταν διασκευασμένο με βελούδο που είχε πάρει φωτιά. Έφθασε κι ένα όχημα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας με διοικητή κάποιον Ντουσόπουλον, όταν αυτός είδε τη φωτιά στο πλοίο διέταξε να απομακρυνθεί επειδή, όπως είπε, επρόκειτο να ανατιναχθεί. Κρίμα! Γιατί έως τώρα δεν έχει γραφτεί τίποτε γι’ αυτό από την απελευθέρωση έως σήμερα. Πρέπει οπωσδήποτε στο πλοίο αυτό να έμειναν 25-30 τραυματίες αβοήθητοι 2-3 ημέρες κι ενώ το πλοίο ο αέρας το πήγαινε από την προβλήτα έως τον κυματοθραύστη φωνάζοντας οι τραυματίες μας “βοήθεια”. Σε αυτό μέσα πρέπει να βρισκόταν και ο γυιός του, Σπύρος, του οποίου χάθηκαν τα ίχνη μετά την αποβίβασή του στο Νοσοκομειακόν “Ελληνίς”.

Μετά την ανακωχή, το πλοίο αυτό το αγκυροβόλησαν οι Ιταλοί μπρος τον παλαιό σταθμό ΣΠΑΠ. Και μετά από καιρό, αφού το καθάρισαν από πτώματα και σκελετούς το ρυμούλκησαν για την Ιταλία.

Διαβάζω αλλά δεν είδα να γίνεται λόγος ποτέ γι’ αυτό το σοβαρό πολεμικό συμβάν. Γιατί;… Όλοι οι στρατιώτες που έμειναν μέσα στο πλοίο δεν ήσαν φαντάροι μας που πολέμησαν στην Αλβανία, που γράψανε σελίδες δόξας; Γιατί;…

ΚΑΤΟΧΗ 1941

Το ραδιόφωνό μας με θούρια και τον Εθνικό Ύμνο μας έλεγε οτι ο στρατός μας αμύνεται δια τα σύνορα Βουλγαρίας – Ελλάδος, ο  γερμανικός στρατός όμως αφού έσπασε τα οχυρά μας και παρακάμπτοντας την Αθήνα ήρθε στο Κρυονέρι ή Έπαχτο και με μία μαούνα αποβίβασε στο Ρίο ένα αυτοκίνητο και δύο μοτοσυκλέτες. Θα ήταν 10-11 Απριλίου 1941, όταν ο αδερφός μου Κώστας ήρθε και με βρήκε, μου είπε “ό,τι έγινε έγινε έως τώρα, πήγαινε στο σπίτι να αλλάξεις, γιατί οι Γερμανοί μπαίνουν στην Πελοπόννησο”. Επήρα λίγα φάρμακα και πραγματικά επήγα στο σπίτι και άλλαξα. Κατεβαίνοντας εις την Κόρινθον είδα λίγο κόσμο να πηγαίνει εις την “Μπύρα του Μαράτου”, είχαν μπει οι Γερμανοί εις την Πάτρα. Σταματήσανε μεταξύ Μπύρας Μαράτου και ξυλουργικού εργοστασίου Παναγόπουλου. Άνοιξαν ένα κατάστημα και επήραν οι Γερμανοί στρατιώτες εσώρουχα και άλλαξαν επί τόπου. Μία μοτοσυκλέτα των Γερμανών επήγε εις την πλατεία Αγ. Γεωργίου και άπλωσε μέσα εις την μέσα μία γερμανική σημαία, σημείον οτι η Πάτρα είχε καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα… ακριβώς έτσι έγινε η κατάληψη των Πατρών. Σημειωτέον οτι και την επομένη που η Πάτρα είχε καταληφθεί, οι Γερμανοί με οκτώ αεροπλάνα χωρίς καμιά αντιαεροπορική άμυνα έριχναν τις βόμβες τους από τον Αγ. Ανδρέα μέχρι το νεκροταφείο των Πατρών.

Επήγα εις την παραλία που ήταν βομβαρδισμένο ένα καράβι με αλεύρι μπρος τους μύλους του Τριάντη και βρίσκοντας ένα κάρο με δύο άλογα… το ένα σκοτωμένο… αφού βγάλαμε το σκοτωμένο από το κάρο φορτώσαμε επάνω 6 ή 7 σακιά αλεύρι βρεγμένα βέβαια από τη θάλασσα, αλλά στο αλεύρι δεν περνά έως μέσα η υγρασία. Αυτή ήταν η αρχή της Κατοχής.

ΕΝΑ ΟΡΥΓΜΑ ΧΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΒΟΜΒΕΣ, ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ  ΓΥΦΤΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟΣ

Ήταν 9 ή 10 το πρωί του Απρίλη 1941. Μας πήραν τηλέφωνο στο καταφύγιο που είμαστε να τρέξουμε προς το Κάστρο που είχαν βομβαρδιστεί από αεροπλάνα τα καταφύγια και τα ορύγματα προς το δάσος. Με τον Σπύρο τον Λεκατσά επήγαμε και μια γριούλα μας έδειξε το μέρος που ήταν σκαμμένο από τις βόμβες των στούκας, ακόμα τα χώματα άχνιζαν. Την ρωτήσαμε και μας έδειξε ένα μέρος που ήταν ένα όρυγμα χωμένο με χώματα από τις βόμβες.

Το έργο μας άρχισε με δυο τσαπιά που βρήκαμε σε ένα κήπο , αρχίσαμε να σκάβουμε το αφράτο χώμα, μετά από λίγη ώρα η αξίνα του Σπύρου βρήκε στη μέση, στη ζώνη, ένα παιδί όχι μεγαλύτερο των 7 ετών. Το ξεχώσαμε έως τη μέση, αλλά φαινόταν νεκρό. Ήταν καταπράσινο και στο πρόσωπό του υπήρχε η χλωμάδα του θανάτου. Δεν προλάβαμε να το ανασύρουμε τελείως από τα χώματα διότι τα γερμανικά αεροπλάνα εβομβάρδιζαν συνεχώς, ένα δε ήρχετο προς το μέρος μας. Αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε και επήγαμε 60-80 μέτρα πιο επάνω προς το Κάστρο σε κάτι βράχους να προφυλαχτούμε από τις βόμβες. Όταν απεμακρύνθησαν τα αεροπλάνα γυρίσαμε στο μέρος που είχαμε αφήσει το μικρό νεκρό και το παιδάκι αυτό είχε συνέλθει. Με γρήγορες κινήσεις το ελευθερώσαμε από τα χώματα που το κάλυπταν έως τη μέση και όταν το ξεχώσαμε και είδε οτι του έλειπε το ένα παπούτσι άρχισε να κλαίει, λέγοντας οτι θα το μάλωνε ο πατέρας του που έχασε το παπούτσι του. Τι κρίμα όταν σκεφθεί κανείς οτι μέσα από το ίδιο όρυγμα βγάλαμε νεκρούς τον πατέρα του, τη μητέρα του και δυο του αδερφάκια, επίσης άλλους τρεις της ίδιας γειτονιάς. Πόσο θα ήθελα να δω αυτό το παιδί, έχουν περάσει από τότε 40 χρόνια, άραγε ζει;

Ένα άλλο γυφτόπουλο που το βρήκα τραυματισμένο εις την Αγίου Ανδρέου με διαμπερές τραύμα στο γόνα και το μετέφερα στο νοσοκομείο το βρήκα στην Πάτρα μετά από 8-9 χρόνια. Το πόδι του έχει πάθει αγκύλωση και περπατά με πατερίτσες.

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. ΦΟΒΟΣ, ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ

Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής άρχισε ο κόσμος να υποφέρει από πείνα. Ψωμί τίποτε, όσπρια δεν υπήρχαν και τα χρήματα ημέρα με την ημέρα άρχισαν να ξευτιλίζονται μέχρι που τυπώσανε σε χαρτί μικρών διαστάσεων 25 δισεκατομμύρια Τσολάκογλου. Λαδάκι καθόλου στην αγορά, είδα με τα μάτια μου ανθρώπους να πρήζονται από αποβιταμίνωση και να πεθαίνουν και να μεταφέρονται με τα κάρα των σκουπιδιών του Δήμου Πατρών. Με αυτό τον τρόπο πέθανε κι ένας Νιόνιος, που ήταν από τη Ζάκυνθο και τον είχαμε στο σπίτι σαν υπηρέτη.

Εξαθλίωση, δυστυχία, ό,τι πολύτιμο είχε η κάθε οικογένεια… δακτυλίδια, χρυσαφικά, ρούχα, έπιπλα τα πήγαινε στα χωριά για να πάρει λίγο στάρι ή λίγη σταφίδα. Επί της Ερμού ήταν η αγορά των κρεάτων “Ο Μαρκάτος”. Ό,τι άλογο άρρωστο και καχεκτικό είχαν φέρει οι φαντάροι μας από την Αλβανία το έσφαζαν. Είδα δε κρέατα με δείγματα κεφαλιών όπως άλογο, μουλάρι, όνος. Μία ημέρα μας έδωσαν ψωμί δελτίο, ξέρετε τι ήταν;…

Εις τον Ψαθόπυργο οι Γερμανοί είχαν βυθίσει ένα πλοίο ονόματι “Έσπερος”, αυτό μεταξύ των άλλων είχε και μακαρόνια. Αυτά τα βγάλανε από τη θάλασσα, τα ζυμώσανε με τα χαρτιά. Τα θυμάμαι καλά, μπλε χαρτί και τους σπάγγους. Αυτά μας έδωσαν, μια μερίδα στον κάθε έναν, ένα κομματάκι σκληρό κι επάνω είχε αλάτι από τη θάλασσα. Αυτή ήταν η ζωή των τίμιων Ελλήνων διότι εδώ που τα λέμε υπήρχαν και Έλληνες οι οποίοι από την πρώτη ημέρα της Κατοχής συνεργάσθηκαν με τους κατακτητες, άλλοι ως διερμηνείς και άλλοι ως ρουφιάνοι και καλοπεράσανε όλο το διάστημα που οι τίμιοι Έλληνες υπέφεραν και πέθαναν της πείνας. Αυτοί οι κύριοι όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε μετά την απελευθέρωση, αλλά έπιασαν και τις καλύτερες θέσεις εις την Κοινωνία.

Αυτά έως το 1942. Την εποχή αυτή βρέθηκα πάνω από τις Καμάρες, 8-9 χιλιόμετρα, επήγαινα να συναντήσω κάποιον φίλο μήπως και μου δώσει λίγο καλαμπόκι. Όπως περνούσα από μία χαραμάδα άκουσα ένα ΑΛΤ και δυο τρεις γεννιασμένοι άνδρες με μια ελληνική σημαία… Κανένας δεν μπορεί να νοιώσει αυτό που εγώ αιστάνθηκα αυτή τη στιγμή. Υπήρχαν Έλληνες, υπήρχε σημαία Ελληνική. Με πλησίασαν, μου πρόσφεραν τσιγάρο… βέβαια δεν κάπνιζα, ήμουν μικρός. Με ρώτησαν εάν συνάντησα ένα αυτοκίνητο με Γερμανούς, τους είπα όχι. Τους ακολούθησα κι επήγαμε σε ένα μοναστήρι, εκεί είχαν καταυλισμό, περίπου ήταν 20 αντάρτες με ελάχιστο οπλισμό και με σχισμένα ρούχα και παπούτσια. Ήταν τα πρώτα Ελληνόπουλα που δεν μπορούσαν να υποφέρουν την μπότα του κατακτητή.

Μετά δύο ημέρες συνέλαβαν ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Γερμανούς που έκαναν τοπογράφηση του μέρους, τους πέρασαν ανταρτοδικείο και μετά τους άφησαν ελεύθερους αφού πρώτα τους έβγαλαν τα ρούχα, ήταν από τα πρώτα ρεζιλέματα που έπαθαν οι Γερμανοί.

Εκεί έμεινα με τους αντάρτες περίπου τέσσερις μήνες, κάναμε πολλά σαμποτάζ στους Γερμανο – Ιταλούς στις Καμάρες, στον οδοντωτό Διακοφτού – Καλαβρύτων και μέσα στην Πάτρα.

ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ

Τα Επτάνησα τα είχαν προσαρτήσει οι Ιταλοί στην Ιταλία. Ο παππούς και η γιαγιά είχαν πεθάνει, λίγο τα γεράματα, λίγο η πείνα… πέθαναν χωρίς να κατορθώσουμε να τους δούμε. Με την μητέρα μου και μετά από τρεις ημέρες κακουχίας, βρεθήκαμε στο Τρίκαρδο Αιτωλοακαρνανίας, εκεί βρήκαμε τον Σόβρο με ένα καϊκάκι με πανί που έκανε ανταλλαγή λάδι με στάρι και μας μετέφερε στο Θιάκι, πρέπει να ήταν Φεβρουάριος του 1943.

Εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν υπήρχε η μεγάλη πείνα της πολιτείας. Άφθονο λάδι, άφθονα ψάρια κι όλα σχεδόν τα αγαθά, το μόνο που έλειπε ήταν το αλεύρι για ψωμί, που και αυτό το εξοικονομούσε ο κόσμος πηγαίνοντας με βάρκες λάδι στο Ξηρόμερο, Μύτικα, Αστακό κλπ. Έμεινα τρεις μήνες και μετά με τον εξάδερφό μου Κύμη, αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι με μία βάρκα μικρή και με 4-5 δοχεία λάδι βγήκαμε στο Αιτωλικό και μετά με ένα κάρο έφτασα στο Μεσολόγγι. Εκεί, σ’ ένα καφενείο έβαλα το λάδι και εκάθησα, δεν πέρασε όμως ούτε μισή ώρα όταν οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο και μας συνέλαβαν.

Βρεθήκαμε σε μία φυλακή, μία πολύ μεγάλη αίθουσα με καμιά τριανταριά κρατούμενους, όταν οι Γερμανοί με κλωτσιές μας πέταξαν μέσα. Οι κρατούμενοι μας πλησίασαν και άρχισαν τις ερωτήσεις… Με ρώτησε κάποιος γιατί με συνέλαβαν και του είπα οτι δεν είχα ταυτότητα, αυτός δε μου είπε οτι για τον ίδιο λόγο ήταν πέντε μήνες μέσα χωρίς ανάκριση. Απελπίστηκα. Μετά από μία ώρα όλοι οι κρατούμενοι εκοιμούντο κι εγώ επήρα μία καρέκλα και προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά μεγάλα ποντίκια ανέβαιναν επάνω μου επειδή φαίνεται τα ρούχα μου ήταν λερωμένα με λάδι. Δεν έκλεισα μάτι και εγύριζα από κρατούμενο σε κρατούμενο που εκοιμάτο κάτω και διάβαζα διάφορα στιχάκια που είχαν γράψει πάνω στον τοίχο.

Κάποτε ξημέρωσε και ήρθε ένας λοχίας Γερμανός, και επήρε είκοσι για αγγαρία, εμένα δεν με πήρε. Το απόγευμα ήρθε ο Καλατζής και μου έφερε μερικά χρήματα από το λάδι που είχα αφήσει στο  καφενείο, όταν μου τα έδινε τα είδε ο σκοπός και άρχισε αμέσως να με κοιτά με άλλο μάτι, μου έφερε και λίγο ψωμί και κάτι μου έλεγε. Αφού πέρασα ακόμη μία δύσκολη βραδιά το πρωΐ πήραν πάλι είκοσι για αγγαρία, μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ.

Ο Γερμανός σκοπός ήταν κοντά μου και κάτι μου έλεγε, βγάζω κι εγώ τα λεπτά και του τα δίνω. Μας πήγαν καμιά ώρα με τα πόδια σ’ ένα βουνό και κουβαλούσαμε πέτρες ήταν μαζί κι αυτός που του έδωσα τα χρήματα. Σε μια στιγμή μου έδωσε το παγούρι του κι μου έδωσε να καταλάβω οτι πιο κάτω ήταν μία πηγή να πάω να το γεμίσω. Ήταν μία ευκαιρία για εμέ. Όταν έφθασα αρκετά μακρυά και δεν έβλεπα κανέναν από τους κρατούμενους ή τους Γερμανούς το έβαλα στα πόδια και έφθασα, δεν ξέρω αλλά υπολογίζω σε 3-4 ώρες, τρέχοντας  μέσα από κάμπους στο Κρυονέρι. Από εκεί πλέον εύκολα ήρθα στην Πάτρα.

ΜΠΛΟΚΟ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ

Το 1943 πήγα στο Αγρίνιο να πάρω στάρι από ένα μοτέρ που είχε δώσει ο Κούκουρας σε κάποιον Οικονόμου που είχε ένα αλευρόμυλο. Όλα επήγαν καλά έφθασα και μαζί με το στάρι επήρα και δύο αρνάκια. Έμεινα σε ένα ξενοδοχείο κοντά στην πλατεία που το λέγανε “Πάτραι”. Την επομένη θα έφευγα και το απόγευμα κατέβηκα από το ξενοδοχείο και εμπήκα σε ένα καφενείο που είχε γιαούρτι και έψηνε και κοκορέτσι, ήταν μέσα μια δεκαπενταριά άτομα. Αφού παράγγειλα κι εγώ ένα μεζέ κάθησα σε ένα τραπεζάκι, δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ακούστηκε ένας πυροβολισμός και κάποιος έπεσε κάτω, απέναντι δε τα μαγαζιά έκλειναν με θόρυβο τα ρολλά. Εγώ με τα αρνιά στα χέρια βρέθηκα έξω και μαζί με τον άλλο κόσμο τρέξαμε προς την πλατεία, μετά από λίγο ακουστήκανε ουρλιαχτά από σειρήνες και οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο και συλλήψεις. Η τρομάρα μου ήταν μεγάλη, δεν ξέρω πως βρέθηκα σε μια πόρτα με τρία σκαλοπάτια κάτω από το δρόμο, η πόρτα άνοιξε και μια γριούλα με τράβηξε μέσα. Αφού με κράτησε μία ώρα με οδήγησε πίσω στην αυλή και από εκεί μαζί με τα δυο αρνιά αγκαλιά επήρα το δρόμο προς το βουνό όπως και εκατοντάδες άλλοι.

Την επομένη οι Γερμανοί έριξαν προκηρύξεις με απειλές οτι θα εκτελούσαν εξήντα που είχαν συλλάβει και δεν παρουσιαζόταν αυτός που εξετέλεσε τον άνθρωπό τους. Με χίλια βάσανα και με μεγάλη ταλαιπωρία μετά από τρεις ημέρες βρέθηκα με μία σακούλα στάρι και ένα αρνί στην Πάτρα.

Ένας Γερμανός στρατιώτης, προκειμένου να δώσει στα πεινασμένα Ελληνόπουλα αυτό που του έμεινε στην καραβάνα του, το πέταξε στο χώμα, το πάτησε με τις μπότες του ενώ γύρω γύρω από το συρματόπλεγμα είμαστε καμιά δεκαπενταριά πεινασμένα παιδιά. Αυτό συνέβη στο δασύλιο του δάσους Βασίλισσα Όλγα Πατρών.

Στην παρατήρηση ενός άλλου στρατιώτη γιατί συμπεριφέρεται με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο στα πεινασμένα παιδιά, ο Γερμανός πέταξε το πουκάμισό του και πιάνοντας το όπλο του από την ανάποδη πλευρά, άρχισε να κτυπά αυτόν που του έκανε την παρατήρηση. Τέτοια πάρα πολλά είδαν τα μάτια μου τις ημέρες της μαύρης Κατοχής.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΒΕΛΗΣ (ΚΟΝΤΗΛΑΤΟΣ)

Συνεχίζεται

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.