Α/Π ΓΛΑΡΟΣ, ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πάει καιρός που τέλειωσαν του Γλάρου τα ταξίδια, μα οι γλάροι που φτεροκοπούν, μου τα θυμίζουν πάντα… (Ευτυχία Γερ. Μάστορα-Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι). Ο «Γλάρος» ήταν ένα από τα πλοία που αποκτήθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για να καλύψουν το κενό που άφησε η καταστροφή του ακτοπλοϊκού στόλου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.Ανήκε στην κατηγορία πλοίων που εκείνη την εποχή αποκαλούσαν «λόρδικα», μιας και είχαν ναυπηγηθεί ως θαλαμηγοί συνήθως της βρετανικής αριστοκρατίας. Ξεχώριζαν δε, από την κομψή πλώρη τύπου сlipper και το μπαστούνι που την κοσμούσε. Ο «Γλάρος» ήταν τύπου γιοτ, μικρό, κομψό και γρήγορο ατμόπλοιο, που εξυπηρετούσε τις γραμμές του Ιονίου, μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα. Ήταν βαμμένο ολόλευκο, με ένα μεγάλο γαλάζιο Κ στην τσιμινιέρα του.
Χαρακτηριστικό του πλοίου ήταν η ζωγραφιά ενός γλάρου στην πλώρη, κάτω από το όνομά του.
Ναυπηγήθηκε το 1913 στα Scott & Co. της Greenock της Σκωτίας ως θαλαμηγός BERYL. Στην Ελλάδα ήρθε το 1947 ως ΘΕΣΣΑΛΙΑ, αλλά σύντομα μετονομάστηκε σε ΓΛΑΡΟΣ και δρομολογήθηκε από Πειραιά προς Πελοπόννησο και Κύθηρα για λογαριασμό της Ατμοπλοΐας Καβουνίδη, από τους πρωτοπόρους της ελληνικής κρουαζιέρας. Αργότερα, βρίσκουμε το πλοίο να ταξιδεύει Πειραιά –Πάτρα- Αστακό-Μύτικα-Ζαβέρδα-Λευκάδα-Πρέβεζα-Πάργα-Παξούς-Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα.
Εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Πρέβεζα σε 24 ώρες! Χρόνια μετά, ο «Γλάρος» μετασκευάστηκε σε diesel, χωρίς ιστούς, με νέο φουγάρο και δυνατότητα 120 ατόμων σε κλίνες.
Η πλειοψηφία των επιβατών όμως εξακολουθούσε να κάνει το ταξίδι στο κατάστρωμα, όπου τη συνήθη εικόνα αποτελούσε –σύμφωνα με μαρτυρίες και φωτογραφίες της εποχής- ένα ανομοιογενές συνωστισμένο πλήθος που κάλυπτε κάθε ελεύθερο σημείο του καταστρώματος.
Στον Αστακό, όπως στα περισσότερα λιμάνια τότε, δεν υπήρχαν υποδομές για να δέσει το καράβι. Έτσι, αγκυροβολούσε αρόδο και ο κόσμος μεταφερόταν με λάντζες, που τότε είχαν οι Βιλιαίοι, οι Καλουδαίοι, ο Γρηγόρης ο Γρίβας (Πατάκας), κ.ά.
Ο ερχομός του πλοίου αποτελούσε γεγονός για την εποχή, γιατί ο Αστακός ήταν ένα απομακρυσμένο μέρος με μία και μοναδική οδική διέξοδο προς το Αγρίνιο με το ΚΤΕΛ της Επαρχίας Ξηρομέρου 2 φορές την εβδομάδα και με μια δεύτερη διέξοδο, τη θαλάσσια. Για τους νέους ειδικά, η θαλάσσια συγκοινωνία αντιπροσώπευε το άνοιγμα της αυλαίας προς τον έξω κόσμο. Άνοιγε ορίζοντες κι έφερνε όνειρα κι ελπίδες για εμπειρίες και ταξίδια μακρινά, όνειρα για μια άλλη ζωή, καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα.
Έτσι, το ταξίδι αποκτούσε μια διάσταση σχεδόν μυθική και το λιμάνι γινόταν εφαλτήριο της ζωής.
Από κει επέστρεφαν στην πατρίδα οι απόδημοι, από κει και οι ναυτικοί έφευγαν για το πρώτο τους μπάρκο. Στο λιμάνι μαζευόταν κόσμος, φίλοι και συγγενείς που αποχαιρετούσαν τους δικούς τους κουνώντας άσπρα μαντίλια, ενώ αντίστοιχα κάποιοι άλλοι υποδέχονταν όσους επέστρεφαν. Σε κάθε περίπτωση, δεν έλειπε η συγκίνηση και η συναισθηματική φόρτιση. Η περιπαιχτική δε ατάκα της εποχής που αφορούσε τα ταξίδια με το «Γλάρος» ήταν «Αντίο γλαρέντζα!».
Ένα επεισοδιακό περιστατικό, συνδεδεμένο με τα δρομολόγια του «Γλάρος» στον Αστακό, αφορά τη φόρτωση ενός γελαδιού. Τα ζώα μεταφέρονταν μέχρι το πλοίο με μαούνες κι από κει τα ανέβαζαν με το βίντσι. Μια μέρα, την ώρα που το βίντσι σήκωνε ένα από τα γελάδια του Μακρή, έσπασε το συρματόσκοινο, το γελάδι έπεσε στη θάλασσα και κολυμπώντας βγήκε ξανά στη στεριά. Καβγάς τρικούβερτος ξέσπασε τότε μεταξύ του Μακρή και του καπετάνιου.
Μια άλλη φορά, ένας Αστακιώτης θέλοντας να κάνει φάρσα σε τέσσερις φίλους του που θα πήγαιναν με το «Γλάρος» στο Μύτικα για ένα γάμο, προθυμοποιήθηκε να τους βγάλει τα εισιτήρια. «Κόψε 4 γελάδια φορτωτική!» είπε στον εκδότη εισιτηρίων. Όταν η λάντζα πλησίασε το καράβι, ο καπετάνιος κοίταξε μέσα κι αφού δεν είδε ζώα, ρώτησε εύλογα «Πού είναι τα γελάδια?». «Μπροστά σου είναι, δεν τα βλέπεις?» του απάντησε ο χωρατατζής κι επακολούθησε ντόρος μεγάλος.
Ένα ιδιαίτερα συγκινητικό περιστατικό, αφορά το δάσκαλο Κώστα Καρούσο, ο οποίος μετατέθηκε την εποχή εκείνη στην Αθήνα, έπειτα από 10ετή θητεία στο Δημοτικό Σχολείο Αστακού. Όταν έφτασε ο «Γλάρος» με τον οποίο θα ταξίδευε, εκτυλίχτηκε στο μόλο μια ανεπανάληπτη σκηνή αποχαιρετισμού, σαν αυτές που συναντά πια κανείς, μόνο στις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού, ελληνικού κινηματογράφου. Στο λιμάνι είχε μαζευτεί πλήθος κατοίκων του Αστακού, του Καραϊσκάκη και του Βασιλόπουλου αλλά και όλοι οι μαθητές του που έκλαιγαν με λυγμούς.
«Έφευγα από τον Αστακό», μας εξομολογείται ο ίδιος, 93 ετών σήμερα, «ψυχικά συντετριμμένος, διότι οι προσπάθειές μου για τη μόρφωση των παιδιών ήταν πολύ μεγάλες, δοθέντος ότι το προσωπικό ήταν λίγο, ενώ οι μαθητές υπερέβαιναν τους 300 όταν κατέβαιναν οι παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι.
Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση τους μαθητές και τις μαθήτριές μου να μου φωνάζουν απ΄ το λιμάνι «Δάσκαλέ μας, δάσκαλέ μας θα σε θυμόμαστε», ενώ το πλοίο μ΄ έπαιρνε μακριά…»
Τα ταξίδια του «Γλάρος» όμως, κάποτε τέλειωσαν.
Τον κούρασαν τα κύματα κι απόκαμε, τον πήραν και τα χρόνια. Το τέλος του καταγράφεται στο βιβλίο «Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες» του Χρ.Ντουνή. Σύμφωνα μ’ αυτό, το πλοίο ήταν παροπλισμένο μαζί με άλλα στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Το βράδυ της 12/12/66 ισχυροί άνεμοι έκοψαν τον κάβο του φορτηγού Ρίτα και το παρέσυραν, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη πρύμνη του «Γλάρος» και να σπάσει τα φινιστρίνια που βρίσκονταν στην ίσαλο γραμμή, προκαλώντας εισροή υδάτων.
Ο «Γλάρος» βυθίστηκε σε ρηχά νερά τις πρώτες πρωινές ώρες. Αργότερα ανελκύστηκε και επειδή ήταν γερασμένο δεν επισκευάστηκε, αλλά…όπως «σκοτώνουν τ΄ άλογα όταν γεράσουν», έτσι κι αυτόν, τον πούλησαν για διάλυση το έτος 1968. Μαζί του πήρε αναμνήσεις, απομεινάρια κάθε ζωής ξεχωριστής, κάθε ύπαρξης μοναδικής, ανθρώπων που ταξίδεψαν μαζί του αλλά και των άλλων, αυτών που έμειναν στο λιμάνι να κοιτούν τον ορίζοντα.
http://astakos.wordpress.com