ΑΠΡΟΟΠΤΟ ΒΑΦΤΙΣΙ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ
Στο Θιάκι δεν είχαμε τότε βιβλιοθήκη, τα δε εγκυκλοπαιδικά λεξικά δεν είχανε ακόμα γεννηθεί. Στο Καραβέϊκο το Καλλινικέϊκο, στου Δεσπότη και στου Χαραλάμπη τσ’ Αγγέλως λέγανε πως είτανε πολλά βιβλία αλλά ποιός τάβλεπε; Μα δεν παράχαμε και βιβλιόφιλους γιατί ο φουκαράς ο Στέλιος ο Αντύπας με πολλά ζόρια έβγανε το μεροδούλι του δένοντας βιβλία, ο Δημήτρης ο Ψαρός πουλούσε που και που κανένα παληό βιβλίο και τα περιττά πήγαιναν στα μπακάλικα για να περιτυλίγουνε τα κλιματόφυλλα πούβαζαν μέσα τις σαρδέλλες. Τότενες βιβλιόφιλοι πραγματικοί είχαν αποδειχθή κάτι μουλάρια (τετράποδα) πούφαγαν τα παλαιά ψαλτήρια της εκκλησίας της Ανωής, και παρ’ όλα αυτά οι νουνοί μας, μας κολλούσαν όσα ονόματα γράφει ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Βιβλικά Χριστιανικά, Ομηρικά, ηρωικά, μυθικά, κλασσικά γενικά. Επίθετα, τίτλους, ως και τίτλους ποιημάτων, μας κολλούσαν για ονόματα, σαν του Ερωτόκριτου του Μπαρμπέρη. Άλλα τα λέγαμε ατόφια, άλλα τα κλαδεύαμε, άλλα τα δυσιλλαβίζαμε κρατώντας ένα – δυο γράμματα από το αρχικό όνομα εκτός από το όνομα Γεράσιμος, που για να δείξουμε στους Κεφαλλωνίτες οτι επιμένουμε στην τοπική μας ανεξαρτησία αντί να τον λέμε Μεμά όπως αυτοί, τον φωνάζαμε Μάσο. Ονόματα από τον Αδάμη (Αδάμ) του Μπρίμπου ως τον Αβακούμ και τον Ιερεμία. Οι ήρωες του Ομήρου ήτανε σε ημερησία διάταξη από τον Μάρμακα ως το Άντρι. Δυσέας (Οδυσσέας), Μάχος (Τηλέμαχος), Πόπη (Πηνελόπη). Η Ευρίκλεια, ο Μελάνθιος και το όνομα Λαέρτης δεν ακούγονταν κλαδεμένα.
Βαφτίζανε Γαλάτεια, Κρατησίκλεια, Ανδρομάχη (Μάχη), Αντίκλεια, Πόλυς (Πολυδεύκης) με τον αδερφό του Γρυπίδη (Ευριπίδης παρακαλώ), Γερακλής (Ηρακλής), Γορδίας (Γοργίας), Μησόλαος, Νικόστρατος, Αγαθοκλής, Βρασίδας, Αρίσταρχος, Αριστόβουλος, Αρχιμήδης, Αρχέλαος. Γεωγραφικά δε, Ευρώπη π.χ. Γεγονότων όπως η κυρά Ένωση (Ένωσις) που γύριζε με τη μαλτέζικη κατσίκα της συναγωνιζόμενη τον Κοντόγιωργα και Γονιτσό στα Πεταλάτα. Οι μούσες, μια και ήσαν λίγες οι ενηά, δανειστήκανε τα ονόματα της Κλωθούς και Αλκύστιδος. Ακούγαμε τότες Χάιδω, Χρυάιδω, Νεράιδα, Ρουμπίνα, Διαμάντω, Σμαράγδα, Ανθούλα, Λεμονιά, επιθέτων όχι λίγα ως το Επίχαρις, Άλκιμος. Είχαμε βέβαια και άφθονα Χριστιανικά αφού ως και Υπαπαντή είχαμε, μόνο το όνομα Ιουβενάλιος μας έλειπε, κι αυτό το έδωκε ο Δεσπότης στον καθηγούμενο της Καθαριώτισσας, τον Παπά – Γιάννη, όταν τον έχρισε.
Αυτό ήταν το ονοματολογικό κατάντιο μας όταν μια Γενναριάρικη νύχτα με ξύπνησε ο Παπα – Τάτσης να κουβαλίσω την κολυμπίθρα και να πω και το Πιστεύω σ’ ένα ξαφνικό βαφτίσι της γειτονιάς, που κάποιο νιάνιαρο είχε προδικασθεί από τις σοφές γειτόνισες οτι θα πέθαινε αβάφτιγο, το άμοιρο πριν ξημερώσει. Φορτώθηκα την κολυμπίθρα από τον Μπαζίγο και μπρος ο Παπα – Τάτσης πίσω εγώ είχαμε καθένας τις σκέψεις του γιατί εκειός μουρούριζε πως η νυχτιά ήτανε ένα κι ένα για φάκλα, και γω λογάριαζα οτι θάπερνα μια δεκάρα για το κουβάλημα της κολυμπίθρας και μια δεκάρα από το Πιστεύω, μας κάνανε 4 πεντάρες.
Με την πρώτη θάπερνα ένα κόκκινο κόκορο από τον Βασίλη του καραμελά, με την δεύτερη πεντέξι δάχτυλα μαστίχι από τον Γιάννη τσ’ Αγάπης, με τη τρίτη πεντάρα, ένα κουτάκι σκάστρες από του Κρασά και την τέταρτη θα μου την έπερνε ο Θρασύβουλος ο Τζανέτης για μια κουτάλα κάστανα βρασμένα. Λιμούρα δεν περίμενα μέσα στη νύχτα. Φθάσαμε στο σπίτι όπου ο μελλοθάνατος και μέλλων χτριστιανός ωρύετο και κανείς δεν πίστευε την γρηά Μπαρμπέρω που ωρύετο και κείνη, πως το παιδί ήταν ρούφιο από αβάσκαμα, νουνός όμως δεν φαινόντανε πουθενά, παρότι άναβαν κι οι τέσσερες φωτιές του τσιμπλή (καντιλιέρι). Μ’ έπιασε το χασμουρητό, κι άρχισα να βλέπω με καλό μάτι το σκαφίδι που κουνούσαν το μωρό, ως που κάτι φωνές με συνέφεραν και βρέθηκα στο δρόμο. Κάτου από το φανάρι πούταν στο καντούνι του Πατρικίου ήτανε ο Κουτσονιόνιος ο Ντεληγιώργης (αυτό ήταν το βαφτιστικό του όνομα) και τρεις γυναίκες με μπέρτες στα κεφάλια τους οι δυο, και η άλλη με μια ποδολόγα (θα πήγαινε φαίνεται για ξύλα και ήταν απρόσκλητη στο κοντράστο). Όλοι μαζύ μιλούσαν αλλά μια έπιασε τον Κουτσονιόνιο από τα πέτα του παλτού του. Ω κουμπάρε μου… Τάχτηκα η άμοιρη και μαγκούφα στην Καθαριώτισσα πως θα μας το βαφτίσει ο πρώτος τυχόντας χριστιανός που θα πέσει μπροστά μας, κι έπεσες του λόγου σου, γιατί το αρνιέσαι μωρέ κουμπάρε; Καλά εμένα δεν με λογαριάζεις αλλά την Καθαριώτισσα δεν την φοβάσαι; Βάφτισέ το, κουμπάρε μου, να πεθάνει το έρμο Χριστιανός, μυρωμένος και βαφτισμένος. Μην τσιγκουνεύεσαι… Μα μωρή, απάντησε ο Κουτσονιόνιος, άφησε τα πέτα της μπατατούκας μου ήσυχα μη μου τα σκίσεις, και άσε με περίδρομε να φύω, γιατί όπου και νάναι θάρθει η “Ύδρα” και περιμένω επιβάτες της Βλαχιάς. Θέλεις μωρή να μου τους πάρει ο Κοκορέλης ή ο Καρπούζης; Αυτά έλεγε ο Κουτσονιόνιος αλλά τη ρητορική των γυναικών συνηγορούσης και κείνης που φόραγε τη ποδολόγα, εκλόνισαν τον φουκαρά και όταν έμαθε πως περίμενε ο Παπα – Τάτσης δέχτηκε προθύμως να γίνει νουνός, λέγοντας στον Ντηληγιώργη να μείνει λουκάο (ναυτική φράσις βάρδια σαν να λέμε) για το παπόρι. Γυρίσαμε όλοι στο σπίτι που η κολυμπίθρα άχνιζε από το ζεστό νερό, ο παπα – Τάτσης έλεγε εκείνα που κάθε παπάς λέει σε αυτές τις περιστάσεις, κι ο Κουτσονιόνιος τόριξε στο κρυφόγελο.
Η γρηά – Γκλένω σκουντώντας την Τζιτζού ψιθύρισε δείχνοντας τον κουμπάρο “Κάτι θα μας σκαρώσει ο αχρόνιαος”, και οι ακούσαντες το χάψαμε γιατί ούλοι μας ξέραμε τι είδους πειραχτήριο ήτανε ο Κουτσονιόνιος. Το μυστήριο προχωρούσε κανονικά, ένα λιανοκέρι από κειά που έφκιανε ο Τσιλιμιδός κόντευε να λυώσει στα χέρια μου, τα χασμουρητά έγιναν αραιά, και το μελλοθάνατο έσκουζε ολόγυμνο, έτοιμο να δεχθεί το όνομα που θα του κολλούσε ο απρόοπτος νουνός του. Ο παπά – Τάτσης σεβούμενος την σοβαρότητα της στιγμής, δοκίμασε το νερό στην κολυμπίθρα, έριξε το λάδι, και πήρε στα χέρια του το μωρό. Ο Κουτσονιόνιος είχε ξεσπάσει πια σε σε ηχηρότατο γέλοιο, που γαργαλούσε τόσο πολύ τον Παπά Τάτση που για μια στιγμή κράτησε με το δεξί του χέρι το μωρό και τσιμπήθηκε με τ’ αριστερό για να μη γελάσει, γιατί όταν γελούσε ο Παπα – Τάτσης εξερενόντανε από τα γέλοια. Συνήλθε ο παπάς, κρατήθηκε δαγκώνοντας τα χείλια του ο Κουτσονιόνιος, και το μωρό κρατούμενο από τις μασχάλες αιωρείτο πάνω από την κολυμπίθρα.
-Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού, πως θα το πούμε μωρέ Νιόνιο; είπε ο Παπά – Τάτσης.
Και βροντώδης η φωνή του Νονού απήντησε “Αρχίδαμος”.
Ξάφνου γίνηκαν πολλά. Από το στόμα του Παπά – Τάτση βγήκε ένα Πως… που ανέβαινε όλες τις νότες του πενταγράμμου για να φθάσει σε κορώνα, το παιδί βρέθηκε μες στην κολυμπίθρα και ο Παπά – Τάτσης βρέθηκε σκυμμένος από πάνω να την κρατά με τα δυο του χέρια ξεραμένος από τα γέλοια, το μωρό έσκουζε, φώναζαν όλες οι γυναίκες, ο Κουτσονιόνιος χτυπιώταν από τα γέλοια, ενώ η γρηά Γκλένω εξώρκιζε τον οξαποδώ κι ο Ντεληγιώργης φάνηκε στην πόρτα φωνάζοντας: “Κουμπάρε σούριξε το παπόρι”. Ο νουνός έφυγε. Ο Παπά – Τάτσης συνήλθε, ησυχία άρχισε να επικρατή, από τη μάνα ως το μωρό, το βαφτίσι δεν έγινε, ο μελλοθάνατος έμεινε αβάφτιστος και έζησε, τον βαφτίσανε δε ύστερα από την Λαμπρή και τον βγάλανε… αλλά ας μη το πως, γιατί ζει και μπορεί νάχουμε το “δυνάμει του περί τύπου νόμου”…
Σημειώσεις
Μπορεί οι Κεφαλωνίτες ή οι Λευκαδίτες να επιμένουν οτι εκεινώνε το νησί είναι το Θιάκι, θα περάσουν όμως αρκετές γενεές για να παρουσιαστούν ντόπιοι που θα φέρουν τα ονόματα του (Ο)Δυσέα και της Πηνελόπης ή του Τηλέμαχου και τ’ όνομα του παπού του Λαέρτη. Ένας Θεός μόνο ξέρει πότε θ’ ανακαλύψουν ποιες ήτανε η Ευρίκλεια και η Αντίκλεια για να βαφτίσουν έτσι τα νεογέννητά τους.
Αναφερόμενοι στ’ όνομα Γεράσιμος θυμάμαι μικρός όταν ήμουνα, όταν έβγαινε στο δρόμο μια γειτώνησα στα Πεταλάτα και φώναζε τον γυιό της: “μωρέ Μεμά, μωρέ Γεράσιμε που είσαι μωρέ ασύφταο, μωρέ Μάσο έλα να φας το φαή σου που επούντιασε’. Θα νόμιζε κανένας που δεν την ήξερε οτι είχε τρεις γυιούς.
Το όνειρο του Γιόπη όταν θα ‘περνε τις δυο δεκάρες ήταν ν’ αγοράσει ένα ζαχαρένιο κόκορο, μαστίχι και κάστανα βρασμένα από τους πλανόδιους μικροπωλητές. Ποιος ξέρει πόσες μέρες ή εβδομάδες θα περνούσαν χωρίς τα παιδιά της εποχής εκείνης να μπορέσουν να βάλουν στο στόμα τους μια καραμέλα ή μιαν άλλη ληχουδιά. Ας κρίνουμε τα σημερινά παιδιά του Θιακιού με τις τσέπες τους γεμάτες από τωρινές “δεκάρες” που το μεγάλο τους πρόβλημα είναι σε ποιο μαγαζί θα μπούνε για να τις ξοδέψουν σ’ όλα τα γλυκά του κόσμου. Ακόμη και 20/30 χρόνια από τον καιρό που αναφέρεται ο Γιόπης το πιο προσητό γλυκό για τα παιδάκια ήτανε το “κάντιο” (ζάχαρι κρυσταλωμένη χρωματιστή) που με μισή δραχμούλα από το μαγαζί του Κούζα πέρναμε δυο/τρία κομματάκια και νομίζαμε πως ήτανε το καλύτερο γλύκισμα στον κόσμο. Όταν μας επείναε (στο Θιάκι δεν λέμε πεινάω, λέμε “με πεινάει’ ή “με διψάει”) το καλύτερο που μπορούσε να πάρουμε από το σπίτι ήταν μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρι. Μαρμελάδες δεν υπήρχαν τότε για ν’ αλείψουμε στο ψωμί μας.
Το ποστάλι “Ύδρα” που ερχότανε στο Θιάκι από τον Πειραιά, ή γυρνούσε στον Πειραιά, εσφύριζε μπαίνοντας στο λιμάνι για να προλάβουν οι επιβάτες να μπουν στις βάρκες για ν’ ανέβουν στο βαπόρι. Οι βαρκαρέοι παραβγαίναν μεταξύ τους ποιος θα φθάσει πρώτος για ν’ ανέβει γρήγορα στο βαπόρι. Η ιδέα βέβαια ήταν ποιος βαρκάρης θ’ αγκαζάριζε περισσότερους επιβάτες να τους βγάλει τις βαλίτζες στο τελωνείο για να πάρει τα “βαρκαδιάτικα”. Όλα τα βαπόρια τότε φουντάρανε στη μέση του λιμανιού γιατί δεν υπήρχε προβλήτα για προσόρμιση.
Τα άσχημα χρόνια με τις αναδουλειές στις αρχές της δεκαετίας του 1930 τη δουλειά του βαρκάρη την κάνανε πολλοί και ο συναγωνισμός μεταξύ τους ήτανε μεγάλος. Για να μη χάσουν τον πελάτη μερικοί βαρκαρέοι σηκώνανε πανί στη βάρκα τους και βγαίνανε έξω από το Θιάκι να προηπαντήσουν το βαπόρι. Έχω ακούσει οτι μερικοί φθάνανε μέχρι την Οξυά, 25 μίλια μακριά, για να προλάβουν το βαπόρι. Ήταν μεγάλη δεξιοτεχνία του βαρκάρη να καταφέρει την ώρα που έτρεχε το ποστάλι να ρίξει το αρπάι του για να τ’ αγκυστρώσει πάνω στο κατάστρωμα και να διπλαρώσει τη βάρκα του για να σαλτάρει αυτός επάνω και ν’ αρχίσει να ρωτάει ποιος ήτανε να βγει με μπαγάζια στο Θιάκι. Εν τω μεταξύ το βαπόρι ήτανε αναγκασμένο να ρυμουλκεί δυο ή τρεις βάρκες μέχρις ότου να φουντάρει μέσα στο Βαθύ. Εδώ αρμόζει η κουβέντα: “η πενεία τέχνας κατεργάζεται”.
Οι επιβάτες από τη Βλαχιά, όπως λέει εδώ ο Γιόπης ύστερα από απουσία πολλών μηνών, κουβαλούσαν περισσότερα μπαγάζια από τους άλλους και είχαν περισσότερα λεφτά στις τσέπες τους.
Τα γέλοια του παπα – Τάτση είχαν μείνει ιστορικά. Μια φορά επρόκειτο να βαφτίσει ή να παντρέψει κάποιους και όταν ερώτησε ποιο ήταν το επώνυμο του πελάτη και του απήντησαν οτι λέγεται Αμπελοράβδης τον πιάσανε τέτοια γέλια που δεν μπόρεσε να συνεχίσει το ιερό μυστήριο.
ΣΠΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Λ. ΓΡΑΤΣΟΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ, Ιούνιος 1953