ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΟ

Έκατσε ο ήλιος στο φρύδι του ορίζοντα. Ο αγέρας ανηφορίζει απ’ το Βοριά και τρυπώνει απ’ τα φιλιστρίνια, απ’ τσι χαραμάδες και τσι κλειδαρότρυπες, σάμπως σ’ απαρατημένο σπίτι δίχως πορτοπαρέθυρα. Βαρύς ο ίσκιος του δειλινού, ερημιά, σκοτιά καταμεσίς πελάου και μαύρου ουρανού. 24 του Δεκέβρη του 1974, παραμονή Χριστουγέννων σ’ ένα παπόρι 250.000 τόνους. Τότενες ήμουνα κι εγώ παιδί τση ναυτοσύνης στο περιβόητο διακοσάρι του Ωνάση, κουστωδία με τρεις Ανωησάνους. Το Μεμά του Μπουσούλη, το Γαζή και το Τελέμαχο του Τζάνε, αντάμα με το Πλατρειθιώτη γραμματικό, το Μιχάλη το Μεταξά και καπιτάνιο Λευκησάνο, τον άγιο Κώστα Κολυβά το παιδί τση Διονυσούλας. Τέτοια μέρα ούλα είχανε βουλιάξει στο παπόρι κι επλέανε μονάχα οι θύμισες, οι νοσταλγίες, οι αναμνήσεις και τίποτις άλλο στη κιβωτό τση ψυχής μας. Κάτου, οι δικοί μας θα μας σκέφτουνται δίχως να ξέρουνε πια σπιθαμή τση γης μας κρατεί. Εγώ κι ο Μαρκόνης ακουμπιστοί στο παραπέτο, τηράμε τα πλυμένα σκουτιά μας που κρέμουνται στο σύρμα σαν άδεια κορμιά. Ο γέρο λαδάς απάγκιασε στο σκεπαστό τση πρύμης κι ανεμίζει το γράμμα τση κυράς, που τρίζει σα δεμάτι με ξερά τριαντάφυλλα. Σκονίζει η θάλασσα και μπαίνει στο καμπούνι, όπως στο ανοιχτό παράθυρο το χελιδόνι. Τα φιλιστρίνια βαμμένα σε ανοιχτό χρώμα τση χαράς και τση ελπίδας και στο πρεβάζι μυριστικά, έτσι για να στέκει η καρδιά ζεστή τέτοια μέρα, μια ανοιχτή αγκαλιά αναμεσίς γης κι ουρανού, αναμεσίς του άγριου ωκεανού, αναμεσίς του άγριου καιρού. Τούτη την ώρα η μάνα μπορεί να μαζώνει τη μπουγάδα, ο πατέρας να φουμάρει στση εμπασάς το σκαλούνι, η φιλενάδα να χτενίζει τ’ ωραίο κεφάλι της  και κάπου κάπου να ξαστερώνει η άσπρη σάρκα της, νια ομορφιά σα την ανατολή τση Ανωής.

Το φανάρι έκαμε μία κι ο Μαρκόνης πο τήραε τη ρυτιδωμένη θάλασσα, εμπήκε στον ασύρματο φιδοζωσμένος κι έφερε το κακό ρεπόρτο. Ο κυκλώνας άλλαξε ρότα και μας επήρε ακλούθα με κακιά διάθεση. Του ξάφνου μαζωχτήκανε τα σύγνεφα κι εφορέσανε τσι αρμάδες, λίγο μπριτού τη θύελλα. Η καταιγίδα περιμένει το σύγνεφό της για ρεγάλο και μπονεμά, να μας πνίξει. Η θάλασσα βγάνει φίδια, φίδια και δαιμόνια και με το πόντζι ντρεκλίζουνε ανθρώποι και πράματα. Έμασα τα σπαζούμενα και τα πίθωσα γι’ ασφάλεια, σα το ψωμί η μάνα στο τραπέζι, σα το μαντήλι στο τσεπάκι η αδελφή. Ο καιρός εδυνάμωνε και το γύρισε όστρια φουριάνα. Άνοιξε το συρτάρι κι εσκορπίσανε τα γράμματα σα φοβισμένα σπουργίτια σε τουφεκιά, εξεκρεμάστηκε κι εγκρεμίστηκε το κάδρο του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς στη μονιά του καπτα-Κώστα, ξαστόχησα κι έπεσε κι έσπασε το βάζο απ’ τη Σαγκάη και στο θρυμματισμένο μου κελί στην ασημί κορνίζα εχαμογέλαε νια ωραία κόρη κάτου απ’ το ανύπαρκτο πρόσωπο. Πολύ παλιό χαμόγελο κάποιου άλλου αιώνα, σα κάτου από ιστό αράχνης. Ο καιρός εμπούγεψε, εσπάσανε τα ξάρτια, σκούζουνε οι βάρκες και οι μπότσοι, ξεθυμαίνουνε τα κουβούσα σαν άγρια γρημικά, παντού βοή, βοές κι αγριεμένη η γυναίκα-θάλασσα. Γύρω μας ακουστήκανε έξι S.O.S.! Πως ν’ αντιπαλαίψουμε  τη μάνητα του πελάου και την άφρη του φοβερού ωκεανού; Ας καίει το κούτσουρο στο τζάκι του σπιτιού, δε σε ζεσταίνει. Ας σιγοβράζει στη πινιάτα το αχνιστό φαΐ, δε σε χορταίνει. Ας λιβανίζει τη φωτογραφία σου η μάνα, κάτασπρα μπράτσα κι ας απλώνουνται, δε σ’ αγκαλιάζουνε. Και τρέμει ο γλόμπος απουκάθενέ σου, το χώμα έφυε απ’ τσι πατούσες μας και το συναίσθημα τση ασφάλειας… Άλλαξε ρότα το παπόρι. Ο καπτα-Κώστας στο φτερό μόσκεμα, αντάμα με τον αγέρα και τη μπόρα πόπλενε κι ανέμιζε τα μπλεγμένα του τσίνορα και τη στρωτή καβαγιάδα του. Στην αστραψά είδα κάτι σαν αστέρια στα μάτια του, και τόμου έσκυφτε το κεφάλι του μου φαινόντανε πως εσκοτείνιαζε. Ο Τελέμαχος, σκάπουλος στον αλουέ με νιτσεράδα κίτρινη, ο Γαζής στο τεμόνι με τα ματογυάλια, τη τρομάρα και το νου του στη Γαζού κι ο Μεμάς απ’ τη μηχανή με τη λαδωμένη φόρμα του, ανέβηκε γι αντάμωμα στη γέφυρα. «Ήρτα εδώ, είπε, γιατί εκεί κάτου στο στόκολο θα πάω καμένος, πνιμένος, ψημένος και τσουρουφλισμένος». Ο Γαζής αναστέναξε βαθιά, κι είπε πως ο πεθερός του ο Βούρκος τούπε νια βολά πως: «όποιος μπορεί να ζει στη γης και θάλασσα γυρεύει, ο διάουλος του κόλου του κουκιά του μαγειρεύει». Εγώ δοκιμάκι, εβαστιόμουνα απ’ το χειραγωγό τση γέφυρας κι ήγλεπα τη πλώρη πο χανόντανε κι ανέβαινε στα κύματα. Έκαμα το σταυρό μου κι έβαλα μέσο το πατέρα μου πούχε δική του τη Καθαριώτισσα. Έταξα ως και κερί και καντήλι στη μαυρομάτα στην Ανωή. Διαβήκανε ώρες πολλές μέχρι να διω το καπτα-Κώστα να σιμώσει τη γιομάτη πίπα του και τα σπίρτα δίπλα της. Πολύ αργότερα την άναψε, μόλις ο μαρκόνης έφερε το νέο ρεπόρτο, μόδωκε το χέρι του το ζερβί και μούπε: «Μη φοβάσαι, σκόρδο. Σε τούτη τη σκληρή γωνιά του κόσμου στέκουνε άντρες παραγκωνισμένοι και παλεύουνε. Εχάσαμε τσι ρίζες μας, μα ξαναριζώσαμε. Όλο δεξιά!»                      

Ο καμαρώτος έφερε δίπλες στη γέφυρα. Ο καπτα-Κώστας ψιμογέλασε, μίλησε στο V.H.F. κι ευχήθηκε: «η Δημοκρατία στη πλώρη σας» κι ο καπτα Μιχάλης ο γραμματικός, ο γκρίντζελος, έσαξε το γιακά του, ανοιώκλεισε νευρικά τα μάτια του, ετσαρκάρεψε τσι.

Ο καμαρώτος έφερε δίπλες στη γέφυρα. Ο καπτα-Κώστας ψιμογέλασε, μίλησε στο V.H.F. κι ευχήθηκε: «η Δημοκρατία στη πλώρη σας» κι ο καπτα Μιχάλης ο γραμματικός, ο γκρίντζελος, έσαξε το γιακά του, ανοιώκλεισε νευρικά τα μάτια του, ετσαρκάρεψε τσι τσέπες του, έδωκε χαλκακόσα τυλιχτά στο Γαζή κι εμέρασε τσι ευχές του για καλά πιστρόφια στα κονάκια μας. Ο Γαζής εμαύλισε τσι πουστιές του γραμματικού, έξυσε το μουστάκι του πούτανε σα ποντικοουρά και φύσιξε τη μύτη του. Με τούτα και με τ’ άλλα ο καιρός εμπαγάδωσε, ολοτρίγυρα εκιάρινε, έπιαμε ούλοι νερό και αγιασμό απ’ τον Ιορδάνη κι εγώ εξεστρούδινα, εξεσπουρτδάκιασα, εγύρισε το χρώμα μου κι έφαα τη δίπλα μου και πολλές άλλες. Έφυε βεραμέντε το τρίξιμο, εφύανε οι βοές και μαζί και οι φόβοι μας. ο Μεμάς κι ο Γαζής εταχτήκανε να πιάσουνε μάζα κι ας τρώνε πρασουλίθρες. –«Θα πάμε στην Ανωή Γαζή ν’ ακούσουμε το κότσυφα στου γείτονα το κυπάρισο, να τηγανίσουμε τουμπάνους και να τρώμε ριγανάδα και μαρδάγαλες».

Πολύ αργότερα εφάαμε για Χριστούγεννα. Εφάαμε και καταΐφι, συνταγή Ξυνή απ’ το Δόριζα το μάγερα, εχορέψαμε, έπιαμε μπύρες σε ποτήρια orangeboom κι ετραγουδήσαμε κι εχαρήκαμε κι εγυρίσαμε κι εζήσαμε, κι έζησα κι εγώ καλά κι εσείς καλύτερα. Χρόνια πολλά.

Ο ΑΝΩΗΣΑΝΟΣ

Εφημερίδα ΠΛΑΤΥ ΡΕΙΘΡΟΝ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.