ΔΕΙΛΙ ΣΤΗΝ ΑΝΩΓΗ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ

Το “Θιάκι” είναι από τα δροσερότερα, το καλοκαίρι, νησιά, καθώς διαβαίνουν τα ρεύματα του αέρα από διάσελα, μυχούς και όρμους, ατέλειωτες κοιλάδες και πλαγιές χαράδρες και λαγκαδιές, γυροφέρνουν τις ράχες, στριφογυρίζοντας σαν στρόβιλοι, και νικούν τη λάβα του ήλιου. Συχνά, βαδίζοντας στο μάκρος της προκυμαίας του Βαθιού, θα απορήσεις πως μέσα σε ολίγα λεπτά ο νοτιάς γυρίζει σε “πονέντε” ή “λεβάντε”. Άμα ξεπροβάλει κανένα μαύρο σύννεφο κατά το δείλι από τη βορεινή ράχη, το οροπέδιο της μονής των Καθαρών, να ξέρεις οτι γρήγορα θα σηκωθεί πονεντογάρμπι ή μαϊστράλι, να αναταράξει τα γαληνεμένα νερά του κόλπου του Βαθιού όπου ο χάρτης σημειώνει: Κόλπος Φόρκυνος.

Εφέτος (1968), εξόν οι πεντέξι ημέρες των μέσων Ιουλίου που έσκαε ο τζίτζικας, το καλοκαίρι ίσαμε τώρα εστάθηκε δροσερό. Την ημέρα το θαλασσινό νερό είναι ευχάριστο για λουτρό και δέχεσαι πρόθυμα το ρεύμα στο γυμνό στήθος, όταν γυρίζεις με το μικρό πλεούμενο από την αμμουδιά στο λιμάνι. Το βράδυ, ιδίως όταν πνέει το μαϊστράλι ή τώρα τον Αύγουστο που χυμούν στο κόλπο τα ημερομήνια, οι Θιακοί διπλομανταλώνουν θύρες και παράθυρα από τη μεριά της θάλασσας, μαζεύονται στο οπίσω μέρος του σπιτιού και είναι σαν να χάνονται από το πρόσωπο της γης.

Έτσι, φαντάζεσαι πόσο θα φυσάει στα ψηλώματα, επάνω στη ράχη όπου, απόκοσμη, λησμονημένη από τους ανθρώπους, είναι απιθωμένη η Ανωγή. Χωριό που άλλοτε, πριν εξουσιάσει η αειφυγία τους άνδρες του, έθρεψε χίλιες ψυχές και τώρα το κατοικούν μόνον εκατόν εξήντα. Αν δηλαδή από το Βαθύ, τη σημερινή “πρωτεύουσα” του νησιού, έχουν αποδημήσει κάπου είκοσι κάτοικοι στους εκατό, εδώ στην Ανωγή το ποσοστό σκαρφαλώνει ευθύς στους ογδόντα. Και είναι εύκολο να το καταλάβεις, αφού το αυτοκίνητο θέλει μιάμιση ώρα από το Βαθύ ως στο ορεινό τούτο χωριό, περισσότερο από τρεισήμισι ώρες με τα πόδια.

Έξι η ώρα, δροσερό δειλινό, πολλά σπίτια είναι κλειστά. Κάποια μεσόκοπη, άχαρη, στεγνή μορφή ανασέρνει νερό από το πηγάδι κυκλικής στέρνας. Οι άνδρες, μεσόκοποι οι περισσότεροι, άλλοι με πρόσωπα χαρακωμένα από τον μόχθο της γης, κάθονται στο καφενείο, παίζοντας τάβλι ή χαρτιά, επειδή έξω φυσομανάει ο άνεμος και είναι ψύχρα. Που και που κανένα ξανθό, στρουμπουλό κοριτσάκι. Το αγόρι που προσφέρεται να μας ανοίξει την εκκλησία. Καθαρή, συμμαζεμένη, ταπητοστρωμένη, κάτι ανάμεσα ορθοδοξίας και Δύσης (θέλω να ειπώ στον αρχιτεκτονικό ρυθμό: δίχως τρούλλο, μονοκόμματη σκεπή με ελαφρή κλίση στα πλευρά, ρυθμός ολότελα άσχετος με τον βυζαντινό “σταυροειδή”). Κοντολογής: σχήμα βασιλικής. Είναι παλαιός ο ναός αυτός της “Κοιμήσεως της Θεοτόκου”, του δεκάτου πέμπτου αιώνα, καθώς μαρτυρούν οι τοιχογραφίες, ξεθωριασμένες αγιογραφίες με τις αυστηρές μορφές και το μυτερό, διεισδυτικό, όμως μονοκόμματο, μονόπλευρο βλέμμα που σου τρυπάει το στέρνο. Δεν τις αγαπώ ιδιαίτερα τις αιώνια κλεισμένες στον εαυτό τους, συνοφρυωμένες, ιεροεξεταστικές αυτές όψεις. Η ματιά τους είναι βούρδουλας της κόλασης που σου τσούζει το πετσί. Αισθητοποιούν το τολμηρό, απότομο πήδημα από την μπασταρδεμένη πια και εκφυλισμένη φυσιολατρία, από το παρανοημένο “κάλλος” του αρχαίου κόσμου στην ηθικολογία, την αυτομαστίγωση και τη νηστεία. Ευρίσκω ότι, μολοντούτο, περισσότερο ταιριάζουν στο αίθριο ελληνικό τοπίο, όσο και αν το καλοκαίρι το δέρνει και το στεγνώνει ο γήλιος, οι σειλήνοι και οι σάτυροι, όχι όμως και οι πρίαποι που συναπαντάς στο Ηράκλειο, το  Herculaneum, και στην Πομπηΐα και που εφαίνονταν να τέρπουν τους ιδιαίτερα αηδιασμένους πια από τη ζωή εκείνους “amoralistes”.

Χαρακτηριστικό για το ολιγόστεμα του πληθυσμού της Ανωγής: πέρυσι που ανακαίνισαν και συγύρισαν την εκκλησία, έκριναν περίσσια τα πολλά και αφαίρεσαν τη μία από τις δύο σειρές στασίδια δεξιά και αριστερά του νάρθηκα. Ως τόσο κάνει καλό να μένεις μέσα στον πεντακάθαρο χώρο, που τον ζωηρεύουν τα αντιφεγγίσματα από τις τελευταίες ακτίνες του γήλιου μέσα από τα γυαλοπαράθυρα. Και νοιώθεις θάλπος και άνεση μ’ όλη την παρουσία, άκακη σήμερα και διακριτική, των ειδώλων, μια και δεν ήταν την ώρα εκείνη παρών κανείς τυπολάτρης. Ίσα – ίσα όμως μέσα σ’ εκείνη την  ειρήνη οι μάρτυρες του Χριστού αποδεσμεύονταν από τα σχηματικά εκείνα βλοσυρά είδωλα που τους παραμόρφωναν και ορθώνονταν στον γαληνεμένο χώρο σ’ όλη τη φωτεινότητα της αυτοθυσίας τους.

Καθώς με πληροφορεί ο φίλος πλοίαρχος Γεράσιμος Κολαΐτης, φιλέρευνος λογογράφος που έχει μελετήσει κάθε τι που αφορά την Ιθάκη, η εικονογράφηση της εκκλησίας της Ανωγής, χρονολογείται επάνω κάτω γύρω από το 1500. Ζωγράφος ο Αντώνιος “ο εξ Αγράφων”. Οι αγιογράφοι ήλθαν πιθανότατα από τα Βραγγιανά (Άγραφα της Ηπείρου), όπου είχαν καταφύγει πρόσφυγοι από την Κωνσταντινούπολη και είχαν ιδρύσει σχολή αγιογραφίας. Πιστεύεται οτι στην Ανωγή θα είχαν ζητήσει άσυλο πρόσφυγοι από το Βυζάντιο, είτε πριν είτε και ύστερα από την άλωση. Ο πλοίαρχος Κολαΐτης μου ανάφερε και τον φιλόσοφο Ιωσήφ τον Ρακένδυτο ή Ρακενδύτη, γεννημένον Θιακό που εδιδάχτηκε τα γράμματα στην Ιθάκη. Απ’ αυτό συμπεραίνει οτι ο Ιωσήφ θα προερχόταν από πλουσίους γονιούς και οτι θα υπήρχαν στο νησί δάσκαλοι εντόπιοι ή “επήλυδες”. Ο Ιωσήφ αυτός, που έζησε τον 13ον αιώνα, επήγε στην Πόλη, όπου επανωτές φορές του προτάθηκε η πατριαρχία, χωρίς να την δεχθεί.

Ροβολώ τον κατήφορο που διασχίζει το κάτω μέρος του χωριού, αφήνω πίσω μου ύστερα από οχτώ λεπτά τα τελευταία σπίτια. Ο δρόμος τραβάει κατά τα βορειοανατολικά προς το χωριό Σταυρός, όπου και το “Άστυ του Οδυσσέως”. Εκεί, στο έβγα της Ανωγής, ξαναρχίζει το βασίλειο της πέτρας, της πρωτόγονης πέτρας, εικόνα του πετρωμένου, θα έλεγες, κατακλυσμού. Όπου γυρίσεις και ιδείς, λιθάρια θωρείς, μικρότερα, μεγαλύτερα, τις πιο απίθανες μορφές: ζώα, τέρατα και σύννεφα, και άλλα θεόρατα, γρανιτένιοι πύργοι μυθικών πλασμάτων, ίσαμε πέρα όπου τελειώνει η πλαγιά. Από εκεί πάνω οι άνεμοι έχουν κουβαλήσει χώμα και εγέμισαν τις σχισμάδες βράχων πλατιών σαν τραπέζια. Μέσα εκεί στην ολίγη γη είναι φυτρωμένα ελαιόδεντρα, αμπελοκλήματα, κυπαρισσάκια και άλλα δέντρα, εδώ κι εκεί ανάμεσα σε λιθιές, ίσαμε κάτω κατά τα ανατολικά όπου απλώνεται, σωστό ομαλό υψίπεδο, καρπερή ισιάδα, ο ξακουστός κάμπος της Ανωγής: ο ελαιώνας και ανάμεσα χωράφια, πεπονοπερίβολα, αμπέλια και λειβάδια. Και παντού, αχώριστος σύντροφος και συμπαραστάτης, το κυπαρίσσι, το εράσμιο τούτο γνώρισμα της χρονοζυμωμένης ελληνικής γης, το – μ’ όλο που το ονοματίζουν πένθιμο – όρθωμα της ζωικής αντοχής και χαράς, στητό και αλύγιστο αντίκρυ στα δρολάπια, τους στροβίλους και τους γαρμπήδες.

Εδώ απάνω όμως βασιλεύει η πέτρα. Κάθε τόσο, γερά κρηπιδωμένες, στέρνες με, στη μέση του πλατώματός τους, το πηγάδι. Γυναίκες ανασέρνουν νερό και χάνονται πάλι ανάμεσα στα σπίτια και στους βράχους σαν φαντάσματα. Ολίγο παρακάτω από τον δρόμο όπου ευρίσκομαι, κουδουνίζει ένα κοπάδι. Τα πρόβατα έχουν χρώμα κανελί ανοιχτό. Γυροφέρνουν τα λιθάρια, συνηθισμένα στην αυτάρκεια, κάτι θα εύρουν να τσιμπήσουν, ας είναι και γαϊδουράγκαθα.

Στο έμπα του χωριού, μαζεμένα, τρία τέσσερα αλώνια, το ένα δίπλα στο άλλο. Πρέπει άλλοτε να είχαν πολλή δουλειά. Το άλογο θα εγύριζε γύρω από τον κεντρικό κοντό, να χωρίζει τον καρπό από το άχυρο, ύστερα θα ελίχνιζαν. Σήμερα φαίνονται αχρείαστα, ως τόσο γεροχτισμένα, στέρεα θεμελιωμένα, βγαλμένα από το κουτί. Ερωτώ τον μόνον Ανωγίτη που κάθεται έξω από το καφενείο, αν σπέρνουν σήμερα ακόμα στο χωριό σιτάρι και κριθάρι. Είναι γέρος, φορεί ματογυάλια και κουνεί αδιάκοπα τη γλώσσα του όταν ομιλεί.

– Όχι, μου αποκρίνεται.

– Γιατί;

– Δε συμφέρει, μου εξηγεί και με κοιτάζει πονηρά στα μάτια.

– Είμαστε, βλέπεις, και οκνοί. Και γυρεύομε αφορμή, προσθέτει.

Ο Μπάρμπα Στάθης Παξινός, Λειρής το παρατσούκλι του, είναι εύπορος, έχει και ξενοδοχείο στην Αθήνα που το διαχειρίζονται δύο γιοί του. Σπαγγοραμμένος όμως, καθώς μου ψιθυρίζει ο οδηγός του αυτοκινήτου, που δεν φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα τους Ανωγίτες. Τους λέγει κοροϊδευτικά “φαγοκοιμήσιδες”, τον κοινοτάρχη τους κοιμισμένον και αδρανή. Δεν κουνούν ούτε το δαχτυλάκι τους για να διορθωθούν οι δρόμοι, να αποχτήσουν υδραγωγείο, να κάνουν τη ζωή τους πιο άνετη. Μια και ο δήμαρχος του Βαθιού, ο πρεσβύτης γιατρός Νίκος Κολυβάς είναι τόσο δραστήριος, κάτι θα μείνει και για τα χωριά από τις ενέργειές του, αυτού φαίνεται να βασίζονται.

– Γιατί δεν συνεισφέρετε, να διορθώσετε το δρόμο;

– Αυτό είναι δουλειά του κράτους. Αλλά τα λεφτά τα τρώνε οι μηχανικοί, αποκρίνεται ο Μπάρμπα Λειρής.

Ότι τώρα τον ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα τούτα είναι να μάθει ποιοί είναι οι επισκέπτες, κυρίως τον σκανδαλίζει το επάγγελμά μου. Μ’ ερωτά, καθώς ανεβαίνω το αυτοκίνητο:

– Τι δουλειά κάνεις του λόγου σου;

– Γραφιάς, του πετάω.

Ο οδηγός μας του είχε ειπεί προτήτερα οτι είμαι γιατρός καρδιολόγος. Το σκώμμα είναι εδώ ψυχαγωγία. Και καλά κάνουν. Δεν παίρνουν τραγικά τη ζωή, οι Θιακοί. Το τόσο γνώριμο και ενδημικό μαϊστράλι εξανεμίζει όλες τις μικροκακίες. Ο αέρας αυτός, ο γιατρός.

Στον γυρισμό από την Ανωγή, καθώς διασχίζαμε τον χαλικόδρομο και τον λόγγο και έγερνε πέρα ο γήλιος επάνω από τους κεφαλλονίτικους δρυμούς, ο οδηγός του ταξιού μας διηγόταν για τον νέο μητροπολίτη Λευκάδας και Ιθάκης. Δεκαπέντε χρόνια πρωτύτερα είταν ιεροκήρυκας. Τον είχε ανεβάσει λοιπόν ο οδηγός τις προάλλες στο μοναστήρι της Καθαριώτισσας, όταν ο δεσπότης πρωτοήρθε να κάνει τη δοξολογία του. Ήταν μαζί και ο ηγούμενος που είχε κατέβει στο Βαθύ να τον χαιρετήσει. Ερωτά ο μητροπολίτης τον οδηγό αν ανεβαίνουν πολλοί για προσκύνημα στο μοναστήρι.

– Πως ν’ ανεβούν, Δέσποτα, με τέτοιο κακοτράχαλο δρόμο; Δεν κοιτάτε πως κουνιόμαστε εδώ κι εκεί, όλο χαλίκι. Γιατί δε φροντίζει η μονή να ενδιαφερθούν οι αρμόδιοι για το δρόμο;

– Όποιος έχει τον πόθο ν’ ανεβεί να προσκυνήσει την Παναγία, δεν γνοιάζεται για τον δρόμο, του απαντά στερεότυπα ο δεσπότης.

Και ο οδηγός επιλέγει (δεν ευθύνομαι για τη φράση του, την μεταφέρω ατόφια εδώ από πληροφοριακό χρέος, δίχως καμμιά ιδιαίτερη πρόθεση αιχμής):

  • Τέτοιοι είναι ούλοι τους: Φαγοκοιμήσιδες, τραγιά.

Και ο οδηγός ταξιού είναι κι αυτός, μου φαίνεται, τμήμα της κοινής γνώμης. Και τι νοοτροπία μα την αλήθεια. Πόσοι οδηγοί λεωφορείων, που κρεμούν εικονίσματα στο στέκι τους, με καντήλια και τεχνητά λουλούδια, δε διστάζουν να βλαστημήσουν Χριστούς και Παναγίες, σαν να είναι το φυσικότερο πράμα του κόσμου!

ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ, από το βιβλίο του ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, Αθήνα 1970

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.