«ΕΦΥΓΕ» Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΥΚΙΩΤΗΣ, Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΑΤΙΩΝ!!!
Ο λάτρης της Ιθάκης, του Σταυρού και της Πόλης, ο Διονύσης Συκιώτης – Μπούρδας δεν ευτύχησε να ζήσει τη τελευταία του επιθυμία. Να δει για τελευταία φορά και να πεθάνει στο αγαπημένο του χωριό. Πέθανε στη μακρινή Μελβούρνη. Μεγάλη απώλεια για το ελληνισμό και τον άνθρωπο καθώς ο Διονύσης έφερε ένα ιδιαίτερο χάρισμα πολιτισμού, μόρφωσης και ήθους που σπανίζει στις μέρες μας. Θα τον θυμόμαστε πάντα με αγάπη όμοια με κείνη που κι αυτός πάντα μας χάριζε.
Ήταν από κείνους που τα έλεγαν έξω από τα δόντια δεν φοβόταν ακόμη κι όταν ήξερε ότι θα κάνει εχθρούς, παθιασμένος με τη φύση, τα μονοπάτια, ενάντια στη καταστροφή του περιβάλλοντος και στους νεοφερμένους «Ελληναράδες» όπως τους έλεγε που φρόντιζαν επιμελώς για την κακοποίηση του!
Μια φορά που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη πολιτική και κατέβηκε μαζί μου στις Δημοτικές εκλογές του 1998 ως υποψήφιος στο Τοπικό Συμβούλιο του Σταυρού του χωριού του που τόσο αγάπησε – μεγάλη μου τιμή τότε σε ΤΣ ένας πανεπιστημιακός (χημικός περιβαλλοντολόγος, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου) – πήρε μόνο 6 ψήφους και δεν βγήκε στο Τοπικό Συμβούλιο!!! Ηταν απο εκείνους που καθε άνοιξη θαρχόταν στο γραφείο μου για να εξασφαλίσει εκείνα τα λίγα που διέθετε τότε ο Δήμος Ιθάκης για την ανάδειξη και καθαρισμό των μονοπατιών – που ο ίδιος αναλάμβανε επικεφαλής αλλά και εργάτης παράλληλα των συνεργείων η των εθελοντών που δούλευαν γι αυτό το σκοπό. Μάλιστα όταν πολλες φορές τα χρήματα δεν έφταναν για να καθαρισθεί ενα μονοπάτι η για να τοποθετηθούν ενημερωτικές πινακίδες τα πλήρωνε απο τη συνταξή του.
Ως ένα ελάχιστο χαιρετισμό στο αγαπημένο φίλο και άνθρωπο Διονύση επιλέξαμε μερικά κείμενα του από την αγαπημένη του Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης που αρθρογραφούσε σχεδόν κάθε βδομάδα όταν οι ενασχολήσεις η η υγεία του το επέτρεπαν και εμείς τα αναρτούσαμε στο ithacanews όταν τα έβγαζε φωτοτυπία και τα μοίραζε σε φίλους που ήξερε ότι είχαν κάτι να τους πουν.
Καλό ταξίδι Διονύση!!!!
Τ.Κ
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ «ΚΙΝΕΖΟΣ» ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Γεννήθηκα το 1931 στο Τιεν Τσιν της Κίνας, από Ιθακήσιους γονείς. Το πόσο «Κινέζος» είμαι είναι συζητήσιμο. Από τη μια μεριά υπήρχε μια προσήλωση σε ότι το ελληνικό, που μου πέρναγαν οι γονείς μου και οι Έλληνες της μικρής μας παροικίας (βλ. φωτογραφία όπου ο Διονυσάκης είναι ντυμένος Έλληνας πολεμιστής για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου), κι από την άλλη όταν οι γονείς μου μού μιλούσαν ελληνικά, τους καταλάβαινα αλλά τους απαντούσα κινέζικα. Οι τότε εύποροι γονείς μου είχαν 5 υπηρέτες. Η νταντά μου («άμα» στα Κινέζικα) που με φρόντιζε 24 ώρες το 24ωρο ήταν Κινέζα. Όλα αυτά μέχρι την ηλικία των 5 ετών. Το 1936 η τετραμελής οικογένεια αποπειράθηκε να επαναπατρισθεί. Ταξιδέψαμε με τον υπερσιβηρικό, 21 μέρες ταξίδι!
Στην Ελλάδα άλλαξαν τα πράγματα ριζικά. Τα ελληνικά μου τελειοποιήθηκαν σε ελάχιστο διάστημα (πήγα σχολείο στα 5½) και τα κινέζικα ξεχάστηκαν τελείως (κρίμα με τα σημερινά δεδομένα!).
Το 1939, όταν άρχισε να «βρομάει μπαρούτι», ο πατέρας υποχρεώθηκε να πάει πίσω στην Κίνα. Ο μπάρμπας ο Νίκος, αδελφός του πατέρα, που είχε αναλάβει την επιχείρηση, πέθαινε από καλπάζουσα φυματίωση.
Η μαύρη και άραχνη κατοχή από τους ναζίδες και φασίστες μάς βρήκε στη Λευκάδος 5, στην Κυψέλη της Αθήνας. Η μάνα μας, μοναχοκόρη μικροαστικής οικογένειας, που στις «καλόγριες» είχε μάθει γαλλικά και πιάνο, κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για να βρει τον «επιούσιο» για τα τρία της αγόρια (εγώ ήμουν ο πρωτότοκος).
Το σχολείο για τους δύο πρώτους γιους, ό,τι καλύτερο υπήρχε, το Κολλέγιο Αθηνών, που είχε εξοριστεί από το μεγαλεπήβολο κτήριο του Ψυχικού στην οδό Ακαδημίας στο κέντρο της Αθήνας.
Οι Γερμανοϊταλοί κατάργησαν το μάθημα των αγγλικών και επέβαλαν τη διδασκαλία των γερμανικών και των ιταλικών. Αυτό ήταν το γεγονός που άρχισε να δίνει «σάρκα και οστά» στην ανάπτυξη του ανδρισμού μου και σε έναν πατριωτισμό, που δεν είχε και πολύ σχέση με τα συνηθισμένα «παχιά λόγια», αλλά με την έμπρακτη αντίσταση. Με τη βοήθεια του Θ.Α. και του Π.Φ. έκαψα τα βιβλία για τα γερμανικά και τα ιταλικά (τραγική ειρωνεία «εις το τετράγωνο»! Όταν σπούδασα Χημεία στο Πολυτεχνείο της Μελβούρνης χρειάστηκε να κάνω γερμανικά, γιατί η… «βίβλος» της Οργανικής Χημείας, ένα πολύτομο βιβλίο, απαραίτητο εφόδιο τότε για κάθε χημικό, είναι στα γερμανικά).
Τότε με πλησίασε ο Τακτικόπουλος, συμμαθητής, «Αμερικανάκι». Μου λέει: «Εσύ φαίνεσαι πατριώτης, ρε Συκιώτη, γιατί δεν οργανώνεσαι στην Ιερή Ταξιαρχία (ΙΤ);» Είπα το «ναι» αμέσως κι έτσι βρέθηκα ενεργό μέλος τής ΙΤ στην Κυψέλη.
Η ΙΤ υπήρξε μια μικρή, ακομμάτιστη, εθνικιστική οργάνωση φοιτητών και μαθητών. Επειδή υπήρξε ακομμάτιστη και άργησε να εμπλακεί στη διένεξη αριστεράς – δεξιάς, έχουν γραφτεί πολύ λίγα γι’ αυτήν. Ένα πολύ διαφωτιστικό κεφάλαιο υπάρχει (Κεφάλαιο Γ΄, Ιερή Ταξιαρχία, σελ. 171 – 191) στο σημαντικότατο βιβλίο της Οντέτ Βαρών – Βασάρ «Η Ενηλικίωση μιας γενιάς, Νέοι και νέες στην κατοχή και στην αντίσταση».
Λοιπόν κάθε βράδυ ο Διονύσης και η παρέα του έγραφαν συνθήματα στους τοίχους και κόλλαγαν προκηρύξεις, κυρίως τα νέα του ραδιοφώνου από Λονδίνο και Κάιρο, με αλευρόκολλα. Τα σχετικά λίγα ραδιόφωνα που υπήρχαν τότε τα είχαν μαστορέψει οι στρατοί κατοχής, ώστε να μπορούν να ακούν οι ιδιοκτήτες τους νέα μόνο από Βερολίνο και Αθήνα, δηλαδή την προπαγάνδα του εχθρού. Με τις βραδινές μας εξορμήσεις προσφέραμε στους Αθηναίους τις δικές μας, συμμαχικές, απόψεις για τον πόλεμο.
Εμείς οι μικροί κάναμε τη δουλειά, οι μεγαλύτεροι μας περιφρουρούσαν. Αυτοί συχνά ήταν οπλισμένοι με πιστόλια, ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, όταν οι «μπερέτες» έγιναν άφθονες.
Είχαμε αποκτήσει μια αφάνταστη ωριμότητα για την ηλικία μας.
Ποτέ δεν παίρναμε το υλικό, μπλε μπογιά, πινέλα ξυρίσματος, προκηρύξεις… στο σπίτι. Είχαμε βρει την καλύτερη κρυψώνα, μια μεγάλη τρύπα από σκαλωσιά, δίπλα στον αλεξικέραυνο του Άι Γιώργη, Ιθάκης και Επτανήσου. Ο Άι Γιώργης ήταν τότε ακόμα ασοβάντιστος και με την βοήθεια του αλεξικέραυνου σκαρφαλώναμε στα 3 – 4 μέτρα μέχρι την τρύπα.
Δεν μας πιάσανε ποτέ (αν μας είχαν πιάσει δεν θα υπήρχα τώρα). Μια φορά μόνο με ψάξανε Έλληνες μπασκίνες, όταν είχα προκηρύξεις πάνω μου. Πήγα να χ…ώ από τον φόβο μου, αλλά ευτυχώς δεν τις βρήκαν. Απ’ ό,τι θυμάμαι με έψαξαν επιπόλαια, ίσως γιατί ήμουν πολύ μικρός (θα ήμουν 11 – 12 ετών).
Όταν άρχισε να επικρατεί η εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα, αποτραβήχτηκα. Ο μαρξισμός ήταν για μένα τότε κλειστό βιβλίο. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε και λυπόμουν για τις απαίσιες εξελίξεις.
Έτσι ενηλικιώθηκαν πολλοί, άντρες και γυναίκες, της δικιάς μου γενιάς. Κουβέντιαζα τις προάλλες με τον Χ.Σ.. Απογοητευμένος γιατί οι «αγανακτισμένοι» στην Πλατεία Συντάγματος ήταν όλοι πάνω από 50. Η νεολαία έπινε φραπέδες. Άραγε θα ξεφύγουν απ’ αυτήν την μαλακία που λέγεται «life style»; Το καλύτερο σύνθημα που έχω δει γραμμένο στους τοίχους τώρα τελευταία είναι: Το «life style» είναι μαγικό, από μηδενικό σε κάνει νούμερο!
Θα το γράψω στο μπλουζάκι μου.
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ Μυτιλήνης15/11/2011
ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ ΜΑΣ
Είναι κατακριτέο να σκέφτεσαι, να μιλάς γενικεύοντας και να πράττεις μεταχειριζόμενος στερεότυπα. Το κάνω κι εγώ και μετανιώνω μετά, αλλά πολλές φορές είναι αργά για να επανορθώσω. Αποκάλεσα τις προάλλες σε επιστολή μου σε εφημερίδα έναν τύπο που αντιπαθώ σφόδρα, «βλαχαδερό». Εννοούσα «άξεστο», αλλά με ποια λογική, με ποιο δικαίωμα μεταχειρίστηκα ένα επίθετο που προέρχεται από την πολλή άξια βλαχόφωνη μειονότητα της Ελλάδας! Άλλοι μεταχειρίζονται το στερεότυπο «χωριάτης». Είναι όλοι οι Έλληνες χωριάτες «άξεστοι»; Προδίδουν κάτι τέτοιο τα επαγγέλματά τους;
Κατά κανόνα πρόκειται για γεωργούς και κτηνοτρόφους, αλλά στα χωριά έχουμε και τεχνίτες (μαραγκοί, σιδεράδες, οικοδόμοι… πιο παλιά, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι… τώρα), μαγαζάτορες, δασκάλους, παπάδες…
Οι πρόγονοί μου, το σόι του πατέρα μου, ήταν χωριάτες. Όταν ο κίνδυνος από τους Σαρακηνούς πειρατές λιγόστεψε, κατέβηκαν από το ορεινό χωριό Ανωγή, σε μια τοποθεσία που εξελίχθηκε στο χωριό Σταυρός, μόνο 100 μέτρα υψόμετρο. Ο προνόνος (= προπάππος) ο Νικολής παντρεύτηκε τη Ρεγγίνα και έκανε τέσσερα παιδιά. Ο πρωτότοκος, ο Διονύσης, ήταν ο νόνος (= παππούς) μου. Ο προνόνος Νικολής εμαλίνιασε (= επέθανε) νέος. Τα αδέλφια του, ο μπάρμπας ο Πάνος και ο μπάρμπας ο Γεράσιμος, σπουδαίοι μαραγκοί της εποχής εκείνης (πρωτοστάτησαν στο κτίσιμο της πρώτης εκκλησίας του Σταυρού), μείνανε ανύπαντροι για να διαφεντέψουν τη χήρα και τα ορφανά. Με τα σημερινά δεδομένα, η πράξη αυτή θα εθεωρείτο μεγάλη αυτοθυσία και οι μπαρμπάδες θα εθεωρούντο ιδιαίτερα ευαίσθητοι άνθρωποι. Ο νόνος ο Διονύσης παντρεύτηκε μια εικοσάχρονη κοπελίτσα, τη Μαριγώ. Σε ένα χρόνο γεννήθηκε ο Νίκος (αρχαιότατο και εξαιρετικά σημαντικό έθιμο να παίρνει ο πρωτότοκος το όνομα του νόνου του). Με τη γέννηση του Νίκου, πεθαίνει η μητέρα του, Μαριγώ (επιλόχειος;). Ξαναπαντρεύεται ο Διονύσης τη νόνα μου την Αντριάνα. Και δείχνει την αναγνώρισή του και την απέραντη ευγνωμοσύνη του στους μπαρμπάδες του ονομάζοντας το δεύτερο γιο του (και πατέρα μου) Πάνο και το τρίτο αγοράκι Γεράσιμο (πέθανε μωρό, το δηλητηρίασε η πάντα μεθυσμένη γυναίκα του γιατρού με λάθος φάρμακο ή με υπερβολική δόση). Το όνομα «Πάνος» έδωσα και εγώ στον πρωτότοκο γιο μου και μ’ αυτόν τον τρόπο διατηρούμε την ανάμνηση της αυτοθυσίας του μπάρμπα μας.
Άξιο υπογράμμισης είναι ότι ο νόνος στο τεφτέρι του (βλ. φωτογραφία) αναφέρει το όνομα του/της αναδόχου (= νονού) και για τα πέντε του παιδιά. Ο νόνος ήταν πολύ θρήσκος και φαίνεται ότι γνώριζε το βασικό ρόλο που υποτίθεται ότι παίζει στην ανατροφή του παιδιού ο νουνός (δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω την επιλογή του δικού μου νουνού στη μακρινή Κίνα• ήταν ένας Βολιώτης λαθρέμπορος οπίου.)
Αλλά ο νόνος ο Διονύσης ξεπέρασε ακόμα και τον εαυτό του σε ευαισθησία, δίνοντας στην πρώτη του κόρη το όνομα Μαριγώ, το όνομα της κοπελίτσας που πέθανε 21 χρόνων, αφού γέννησε τον πρώτο του γιο (η θεία η Μαριγώ ήταν για μένα και το μακαρίτη τον αδελφό μου, Έκτορα, όταν πήγαμε για σπουδές στην Αυστραλία, η δεύτερή μας μάνα).
Λίγα ακόμα για το «χωριάτη» νόνο Διονύση: Τελείωσε την Δ΄ στο δημοτικό, αλλά ήταν καλά διαβασμένος όπως μαρτυράει η βιβλιοθήκη του. Εξάσκησε το επάγγελμα του δικαστικού κλητήρα και έκανε και το δικολάβο. Έστειλε το γιο του Πάνο (πατέρα μου) στην περίφημη Σχολή Σταθάτου. Δύο από τα 4 σερνικά του εγγόνια γίνανε πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Οι άλλοι δύο: ένας τρομερός μηχανικός κι ένας τρομερός δάσκαλος των Αγγλικών.
Όλα αυτά μού περνάνε απ’ το νου όταν αντικρίζω το γλυκύτατο πρόσωπο του μπάρμπα του Γεράσιμου στην παλαιότερη φωτογραφία στο οικογενειακό μας σπίτι. «Χωριάτης» λέει! Εμένα να με λέτε «χωριάτη». Στο χωριό των προπατόρων μου, το Σταυρό, εγκαταστάθηκα όταν τέλειωσα τη θητεία μου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μην τολμήσει να με πει κανείς Αθηναίο, γιατί θα γίνουμε «από δυο χωριά χωριάτες»
ΣΤΑΥΡΟΣ. ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΙΘΑΚΗΣ
Δε μου συμβαίνει πρώτη φορά αυτή η ασφυκτική νοσταλγία για το χωριό μου, το Σταυρό Ιθάκης. Ήταν μια χρόνια κατάσταση στο διάστημα της ατέρμονης εξορίας μου (ανεπιθύμητος πολιτικά και στην Ελλάδα και στην Αυστραλία) στο δεξιοκρατούμενο τότε μεγάλο νησί.
Αυτήν τη φορά, όμως, η νοσταλγία ήταν τρισχειρότερη. Ίσως οφείλεται στο ότι στα νοσοκομεία της Πάτρας είδα το χάρο με τα μάτια μου. Πραγματικά υπήρξαν στιγμές που πίστεψα ότι δε θα γυρίσω στο Σταυρό.
Νομίζω ότι αυτή μου η αγάπη για το Σταυρό οφείλεται στις παιδικές μου αναμνήσεις πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Υπέροχες καλοκαιρινές διακοπές με το νόνο, τη νόνα, τη θεία Φερενίκη, θείο Νίκο, θεία Σοφούλα, ολόκληρο στρατό από ξαδέλφια και γειτονόπουλα, στην Πόλη για μπάνιο, γαϊδουροκαβαλαρία σε άλλα χωριά και πάνω απ’ όλα καραγκιόζη, τον περίφημο Περικλέτο.
Είναι καιρός εμείς οι Σταυριώτες να σταματήσουμε να παίρνουμε το Σταυρό σαν κάτι δεδομένο, σαν κάτι στάσιμο. Ο Σταυρός, αποδείχνω παρακάτω, έχει προοδεύσει, έχει ομορφύνει. Οι διοικούντες μας – συμβούλιο, όμιλος – αποδείχτηκαν δραστήριοι και ικανοί.
Εξετάζοντας διάφορες φάσεις της ζωής:
Παιδεία: Υπέροχο σχολείο, με θαυμάσιο προσωπικό και χαριτωμένα παιδάκια απ’ όλη τη Β. Ιθάκη, φροντιστήρια.
Υγεία: Στο Σταυρό κατοικεί ο Γεώργιος Παξινός, προϊστάμενος του Κέντρου Υγείας στο Βαθύ, η Αναστασία, νεοφερμένη ιατρός, σύζυγος του ικανότατου φαρμακοποιού Ανδρόνικου Ανδριανάτου.
Μαγαζιά: Δυο χασάπικα με ντόπια κρέατα, ψαράδικο, το μανάβικο του Μήτσου, το σούπερ μάρκετ του Κώστα, κάργα με πράγμα (ό,τι τυρί θέλεις το καλοκαίρι), ΑΤΜ, κομμωτήριο, ενθύμια της Ιθάκης και κοσμήματα, ρούχα, «Φαρούκ», εστιατόρια με διάφορες κουζίνες, παραδοσιακό καφενείο, ζαχαροπλαστεία με κίνηση…
Σπίτια: Πολλά παραδοσιακά, γενικά λειτουργικά και νοικοκυρεμένα σπίτια…
Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό, ποδοσφαιρικό γήπεδο, το κολυμβητήριο της Πόλης με την καντίνα της Ευγενίας και του Λάζαρου…
Πολιτισμός: Ομοίωμα του «Παλατιού του Οδυσσέα», Έκθεση του καπετάν Παΐζη…, Μουσείο στα Πιλικάτα.
Οι αναγνώστες μου ας συμπληρώσουν αυτά που έχω παραλείψει (γέρος είμαι, εγχείριση στο κεφάλι έκανα, μην περιμένετε και πολλά…).
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013 | Διονύσης Συκιώτης
ΑΞΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ
Στα γραπτά μου τώρα τελευταία αποφεύγω το μάλλον γενικό όρο βλακεία και περιορίζομαι στο να αποκαλώ κάποιους κατοίκους του πλανήτη μας «μωρούς», με την έννοια ότι είναι διανοητικά, ίσως και ψυχολογικά, ανώριμοι, σαν τα νήπια.
Θεωρώ ακραία περίπτωση μωρίας κάτι που έβλεπα συχνά πριν φύγω από την ευημερούσα Αυστραλία στις βιτρίνες του ισχυρού φύλου (γυναίκες). Πανάκριβα μπλου-τζην σε ελεεινή κατάσταση, κουρελιασμένα θα έλεγα. Φοράω παλιόρουχα στο χωράφι και στη βάρκα, αλλά αυτά τα κουρέλια δε θα τα φόραγα σε καμμιά περίπτωση.
Τον ίδιο καιρό που κοίταζα αυτές τις βιτρίνες, είδα και ένα ντοκιουμεντέρ για το πώς «κουρελιάζονται» αυτά τα μπλου-τζην. Γίνεται σε βιοτεχνίες στη Μέση Ανατολή με άμμο, από ατυχείς εργάτες που παθαίνουν, σε πολλές περιπτώσεις, θανατηφόρο σιλίκωση.
Όταν προχθές το βράδυ τρώγαμε με φίλους σε παραθαλάσσια ταβέρνα, το έκανα θέμα. Ένας φίλος και σύντροφος, με απόλυτη ψυχραιμία, μας λέει: «Τι να κάνουμε, μόδα είναι»! Έγινα έξω φρενών (έχω και καρδιακή ανεπάρκεια) και ως συνήθως έγινα χυδαίος! «Τη μόδα σου την έχω χεσ…η», του λέω και ήπια ένα κρασί για να συνέλθω!
Την άλλη μέρα, για να τον εκδικηθώ του διάβασα από το τηλέφωνο το παρακάτω ποίημα που με εκφράζει 100% (από τη μακαρίτισσα «Ελευθεροτυπία»; Δε θυμάμαι…):
«Από τη μία μεριά η “μεταφυσική του χρήματος” –
από την ‘άλλη η σάρκα του ροδάκινου.
Από τη μία μεριά ένα στρατσόχαρτο, μια υπογραφή,
μία φούσκα – από την άλλη το χώμα, το νερό, ο ιδρώτας.
Από τη μία μεριά το “επιχειρείν” – από την άλλη ένας
ψαράς και η βάρκα του.
Από τη μία μεριά το νεκρό χρυσάφι – από την άλλη ένας
ψαράς και το αλάτι.
Από τη μία μεριά ο υποθηκευμένος ουρανός, ένα παγκόσμιο μαύρο τίποτα – από την άλλη σύμπας ο κάτω
κήπος.
Από τη μία μεριά ο τσιφλικάς, ο τραπεζίτης, τα “στελέχη” –
από την άλλη ο Σάκκο, ο Βαντσέτι, ο Αντύπας.
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος.»
Συμφωνούν οι φίλοι αναγνώστες ότι αν η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Γης είχαν τέτοιες αξίες, ο πλανήτης μας θα ήτανε παράδεισος;
Τρίτη 19 Ιούνιος 2012 | Διονύσης Συκιώτης
ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Τώρα τελευταία ξεσπάθωσαν στη χώρα μας διάφοροι απολογητές των Ελλήνων εργαζομένων. Δυο απ’ αυτούς γράφουν στην εφημερίδα που διαβάζω καθημερινά. Θα τους χαρακτήριζα… «αριστερούς» Ελληναράδες. Τους κακοφάνηκε πολύ που τώρα τελευταία διαδόθηκε εις «τας Ευρώπας» ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι, ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι τεμπέληδες. Γραφτήκανε διάφορα φαιδρά, για παράδειγμα συγκρίσεις ημερών εργασίας, διακοπών κ.λπ., κρύβοντας αυτό που ξέρουν πολλοί Έλληνες, ότι οι οχτώ ώρες στην καρέκλα του γραφείου δε σημαίνουν οχτώ ώρες χρήσιμης εργασίας. Μπορεί η απόδοση του υπαλλήλου να είναι μηδενική, ακόμα και αρνητική.
Δε θα ισχυριστώ ούτε για μια στιγμή ότι αυτά που ακολουθούν είναι τα συμπεράσματα μιας διεξοδικής κοινωνιολογικής μελέτης. Τέτοιες μελέτες πρέπει να γίνουν. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι υποψήφιοι διδάκτορες των τμημάτων Κοινωνιολογίας των ελληνικών πανεπιστημίων θεωρούν το θέμα αυτό ταμπού! Γιατί αυτή η σιγή; Μήπως και αυτοί εποφθαλμιούν κάποια καρέκλα στο Ελληνικό Δημόσιο;
Αυτά που ακολουθούν είναι διάφορα ενσταντανέ. Ας κάνει ο αναγνώστης τις συγκρίσεις του με τις δικές του εμπειρίες και ας βγάλει, αν μπορεί, κάποια συμπεράσματα.
Η ξαδελφούλα μου Ε.Μ. γεννήθηκε, ανατράφηκε και σπούδασε στη Ν. Υόρκη. Το 1977 η Ε.Μ. προσελήφθη σε ένα από τα τρανότερα υπουργεία, με γραφεία στο κέντρο της Αθήνας. Μπήκε, χωρίς μέσο, ένατη από δώδεκα υποψηφίους, κυρίως γιατί οι σπουδές της είχαν γίνει στα αγγλικά.
Μία από τις πρώτες δουλειές που της ανατέθηκαν, ήταν να συνεχίσει την καταγραφή όλων των μεταθέσεων των Ελλήνων διπλωματών. Οι δύο υπάλληλοι που είχαν αρχίσει την καταγραφή, σε δύο μήνες είχαν τελειώσει το ένα τρίτο των φακέλων. Η Ε.Μ. τελείωσε μόνη της τα υπόλοιπα δύο τρίτα σε ένα μήνα. Τότε πρωτοάκουσε το περίφημο «χαλάς την πιάτσα» (να υπάρχει άραγε παρόμοια έκφραση σε άλλη γλώσσα;). Όταν είπε στους συναδέλφους ότι «δεν μπορεί να γυρνάει στους διαδρόμους», της απάντησαν «δεν έχεις τηλεφωνήματα να κάνεις;»… «δεν έχεις γράμματα να γράψεις;»… «πήγαινε να δεις καμμιά βιτρίνα»… Στο διάστημα του ενάμιση μήνα που παρέμεινε η Ε.Μ. στο υπουργείο, έκανε και άλλες εργασίες: Τηλεφωνικός κατάλογος πρεσβειών και προξενείων. Έρευνα στη βιβλιοθήκη της Βουλής για ορκωμοσίες κυβερνήσεων κ.τ.λ..
Ξεχωριστή στη μνήμη τής Ε.Μ. έμεινε η εξής περίπτωση: Διπλωμάτες, μερικοί με το βαθμό υπουργού, έρχονταν στο υπουργείο και έδιναν τα στοιχεία τους. Η Ε.Μ. τα έγραφε διά χειρός σε κάρτα. Ο κλητήρας παρελάμβανε την κάρτα και την πλαστικοποιούσε. Η διαδικασία αυτή διαρκούσε ένα τέταρτο της ώρας. Οι εντολές των προϊσταμένων όμως ήταν ξεκάθαρες: Έπρεπε να πουν στους διπλωμάτες να επιστρέψουν στο υπουργείο για να παραλάβουν την κάρτα σε δέκα μέρες!
Το «δέκα μέρες» μού θύμισε μια δικιά μου εμπειρία: Πάω στο αρμόδιο γραφείο της Μελβούρνης για να ανανεώσω το αυστραλιανό μου διαβατήριο. Με καθίσανε σε μια καρέκλα και σε δέκα λεπτά μου φέρανε το ανανεωμένο μου διαβατήριο. Στην Ελλάδα η ανανέωση του διαβατηρίου μου πήρε δέκα μέρες!
Υπήρξα και εγώ δημόσιος υπάλληλος στην Ελλάδα. Πανεπιστημιακός δάσκαλος επί συμβάσει, εξομοιωμένος μισθολογικά με τη βαθμίδα του καθηγητή, άρα, κατά το νόμο, με τα καθήκοντα της βαθμίδας με την οποία ήμουν εξομοιωμένος μισθολογικά.
Η δεκαετία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου υπήρξε πολύ ικανοποιητική. Και το μάθημα πήγε καλά, και η έρευνα ακόμη καλύτερα. Υπήρξαν φυσικά τα παρατράγουδα, τρικλοποδιές κ.τ.λ.. Κάποιος, που στην Ψωροκώσταινα περνάει για τρανός οικολόγος, είπε, όταν δήλωσα ότι δεν έχει νόημα να βγάζουμε περιβαλλοντολόγους μπλαμπλάδες και ότι πρέπει να οργανώσουμε εργαστήρια, ότι «θα μου ρίξει γροθιά». Ο ίδιος με είπε εργασιομανή και το εξαιρετικά χρήσιμο φασματόμετρο που μας χάρισαν οι Ιρλανδοί, το αποκάλεσε «απόσυρση». Κριτήρια νεόπλουτου βουτυρομπεμπέ! Τίποτε τέτοιο δε μου συνέβηκε στην εικοσιπενταετία που ήμουν δάσκαλος στο RMIT (Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Μελβούρνης) της Αυστραλίας!
Τελειώνω αναθεωρώντας αυτά που έγραψα στην αρχή αυτού του άρθρου. Ότι υπάρχει στην Ελλάδα μια σχετική «σιγή» γύρω από το θέμα της αποδοτικότητας των δημοσίων υπαλλήλων, μια «ομερτά». Στην «Ελευθεροτυπία» της 25/8 υπήρχε μια ειδησούλα που τα λέει όλα. Την παραθέτω:
«Οι 34 μεγάλες εφορίες… κοιμούνται.
Σε καθεστώς αδράνειας βρίσκονται οι 34 μεγαλύτερες εφορίες που εισπράττουν περίπου το 70% των φορολογικών εσόδων. Οι 12 εξ αυτών δεν είχαν ελέγξει ούτε μία υπόθεση τον περασμένο Ιούνιο! Σε 6 εφορίες κάθε ελεγκτής πραγματοποίησε σχεδόν δύο ελέγχους, μόνο. Περισσότερες από 360.000 υποθέσεις εκκρεμούν.»
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 30/08/2011
ΛΙΓΗ ΧΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΝΕΦΟΣ», ΔΕΝ ΒΛΑΠΤΕΙ
*Αυτά που ακολουθούν, ισχύουν για όλα τα… «νέφη» όλων των μεγαλουπόλεων με ηλιοφάνεια.
Για τα περισσότερα Ελληνόπουλα που τελειώνουν το Λύκειο, το χειρότερό τους μάθημα, είναι η Χημεία. Σπούδασα Χημεία, δούλεψα στον πάγκο 7 χρόνια και δίδαξα Φυσικοχημεία και Διαχείριση Ποιότητας Αέρα (ό,τι έχει σχέση με την ατμοσφαιρική ρύπανση) στο Πολυτεχνείο της Μελβούρνης και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 34 χρόνια. Η γνώμη μου για την κύρια αιτία αυτής της απέχθειας των Ελληνόπουλων για τη Χημεία, είναι ότι αυτό το μάθημα δεν πρέπει να διδάσκεται μόνο στο μαυροπίνακα. Αυτήν την άποψη εξέθεσα και σε πολυάριθμο ακροατήριο συνάδελφων της Ένωσης Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ). Η Ένωση πρέπει να πιέσει το Υπουργείο Παιδείας να αναβαθμίσει το εξαιρετικά χρήσιμο μάθημα της Χημείας.
Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο εγκαίρως, ίσως θα είχε αποφευχθεί η μερική μυθοποίηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του λεκανοπεδίου της Αθήνας. Τα ΜΜΕ και ο πολύς κόσμος δεν θα μεταχειρίζονταν τον ανόητο ευφημισμό «νέφος», για να ονομάσει το φαινόμενο, αλλά θα το αποκαλούσε, τις ηλιόλουστες μέρες, φωτοχημική ατμοσφαιρική ρύπανση (φ.α.ρ.).
Το 1975 επισκέφθηκα οικογενειακώς την Ελλάδα μετά από 26 χρόνια. Με τη βοήθεια της μετεωρολόγου κ. Γκαγκαουδάκη, έκανα μια συγκριτική μελέτη της Αθήνας με τη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και το Λος Άντζελες, που δημοσιεύτηκε στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το συμπέρασμα αυτής της μελέτης, ήταν ότι η Αθήνα ήδη έπασχε από φ.α.ρ. ή ήταν υποψήφια γι’ αυτό το είδος της ρύπανσης.
Το 1981, όταν ήμουν διευθύνων στο ΠΕΡΠΑ, το δίκτυο οργάνων που εγκαταστήσαμε στο λεκανοπέδιο, επαλήθευσε την υπόθεση εργασίας που προτείναμε το ’75-’76 και το ’79.
Παρ’ ότι σε σειρά διαλέξεων που έκανα στη Ε.Ε.Χ. (1979), η οποία και δημοσιεύτηκε, καταπιάστηκα διεξοδικά με το χημικό μηχανισμό του σχηματισμού της φ.α.ρ., υπήρχε και ίσως ακόμα υπάρχει μερική άγνοια για το φαινόμενο, πράγμα που εμποδίζει τους αρμόδιους να το ελέγξουν.
Για το μηχανισμό αυτόν, που προτάθηκε το 1952 από το→ Haagen Schmidt και του οποίου οι βασικές προτάσεις επαληθεύτηκαν (μου είναι ακατανόητο πώς αυτός ο άνθρωπος δεν πήρε το Nobel της Χημείας!) δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Θα πούμε μόνο τα απαραίτητα, αρχίζοντας με τρεις χημικές αντιδράσεις που αποτελούν την «σκανδάλη» του μηχανισμού.
ΝO2 + hv → NΟ + Ο … (1)
O+Ο2 + M → Ο3 + M… (2)
Ο3 + NO → NO2 + O2… (3)
Δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να φοβόμαστε τις χημικές εξισώσεις. Αποτελούν ένα είδος στενογραφίας, που μεταφράζεται από το χημικό στην απλή γλώσσα αμέσως.
Η αντίδραση (1) λέγεται φωτόλυση του διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) και είναι απ’ αυτήν την αντίδραση που παίρνει το όνομά του φ.α.ρ., το φαινόμενο. Η ενέργεια hv είναι υπεριώδης ακτινοβολία (αυτή που μαυρίζει το δέρμα) από τον ήλιο. Προϊόντα της αντίδρασης: μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) και το πολύ δραστικό ατομικό οξυγόνο (Ο).
Στην αντίδραση (2) το εξαιρετικά δραστικό Ο αντιδρά με ένα μόριο οξυγόνου (Ο2) (αφθονεί στην ατμόσφαιρα), παρουσία ενός οποιουδήποτε τρίτου μορίου Μ, για να δώσει το χειρότερο ρύπο της φ.α.ρ., το όζον (Ο3) (το Ο3 είναι ευεργετικό ψηλά στην στρατόσφαιρα, φιλτράρει την υπεριώδη ακτινοβολία).
Η συγκέντρωση του ρύπου Ο3 δεν μπορεί να αυξηθεί όσο οι πηγές π.χ. αυτοκίνητα, καμινάδες… εκπέμπουν τον πρωτογενή ρύπο ΝΟ, γιατί αντιδρά αμέσως (εξίσωση (3)).
Βάσει της αντίδρασης (3) και θέλοντας να εξοικειώσω τους Αθηναίους με την πραγματικότητα, δήλωσα στους πάντες ότι το… «νέφος» το πάει η θαλάσσια αύρα στους πρόποδες της Πάρνηθας, όπου οι δεκάδες των αντιδράσεων εξακολουθούν. Στους Θρακομακεδόνες υπάρχουν λίγες πηγές (αυτοκίνητα, καμινάδες…) οπότε υπάρχει λίγο ΝΟ. Αποτέλεσμα: Σηκώνει κεφάλι το Ο3, του οποίου οι συγκεντρώσεις αυξάνονται. Ακόμα και οι επιστήμονες του ΠΕΡΠΑ μιλούσαν για «θεωρία Συκιώτη», ενώ ο κίτρινος τύπος έγραφε ότι ο Συκιώτης με κάποια συμφέροντα, προσπαθούσαν να ρίξουν τις τιμές των οικοπέδων στους Θρακομακεδόνες!!
Οι προβλέψεις του Συκιώτη επαληθεύτηκαν, όταν άρχισαν να μετράνε συγκεντρώσεις Ο3 εκεί που μένουν οι νεόπλουτοι, ανάμεσα στα δέντρα. Καλά να πάθουν!
Υπολογισμοί των συγκεντρώσεων του Ο3 που θα παρήγαγε ο μηχανισμός αν αποτελείτο μόνο από τις τρεις αντιδράσεις που ήδη συζητήθηκαν, απέδειξαν ότι αυτές οι αντιδράσεις από μόνες τους δεν είναι ικανές να παράγουν τις υψηλές συγκεντρώσεις Ο3 που μετριούνται όταν διανύεται επεισόδιο φ.α.ρ. Αυτό αποδεικνύει ότι ο μηχανισμός αποτελείται από πολύ περισσότερες αντιδράσεις και ότι οι υδρογονάνθρακες (ενώσεις άνθρακα και υδρογόνου από καύσιμα) παίζουν εξαιρετικά βασικό ρόλο στον σχηματισμό της φ.α.ρ.
Τρίτη 30 Μαρτίου 2010 | Διονύσης Συκιώτης
ΣΤΟΥΣ ΘΙΑΚΟΥΣ ΜΠΟΥΡΑΝΕΛΟΥΣ
Μια από τις μέρες που βρισκόμουν στην αγαπημένη μου Βενετία επισκέφθηκα ένα από τα νησάκια της, το Μπουράνο (όχι το Μουράνο που φτιάχνουν το γυαλί). Το Μπουράνο είναι το ψαροχώρι της Βενετίας. Οι άντρες ψαρεύουν και οι γυναίκες φτιάχνουν δαντέλες. Βολτάροντας βρίσκομαι σε μια προτομή ενός μουσικοσυνθέτη αν θυμάμαι καλά. Δεν συγκράτησα το όνομα του αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι κάτω από το όνομα του υπήρχε η λέξη Μπουραντέλο- με λατινικούς χαρακτήρες φυσικά.
Παρά λίγο να φωνάξω «εύρηκα –εύρηκα». Είχα ανακαλύψει την ετυμολογία του χαρακτηρισμού «μπουρανέλος» που μεταχειριζόμαστε στο Θιάκι (ακόμα περισσότερο στην Αγια Μαύρα της Λευκάδας) για να ονομάσουμε τους ψαράδες, κυρίως τους βοηθούς του καπετάνιου και ιδιοκτήτη της βάρκας.
Δεν υπήρχαν μηχανές τότε και χρειάζονταν πολλά χέρια για τα κουπιά, το τράβηγμα της τράτας κ.λ.π. Οι μπουρανέλοι ήταν κατά κανόνα φτωχαδάκια, ακτήμονες, γιατί κανένας ματσωμένος δεν θα έκανε αυτή τη δουλειά με την απέχθεια που υπήρχε και ακόμα υπάρχει στην Ελλάδα για την χειρωνακτική εργασία.
Αυτός ο περιούσιος λαός των Ελλήνων, περισσότερο από τους άλλους λαούς ντρέπεται τη φτώχια . Έμποροι, κλεφταράδες- καπιταλιστές-εκμεταλλευτές, άρα κλεφταράδες ανθρωπάκια του υποκόσμου νταβατζήδες αισθάνονται πανευτυχείς και περήφανοι όσο είναι ματσωμένοι. Οι φτωχοί ντρέπονται.
Ε λοιπόν οι ψαράδες ιδιαίτερα οι σημερινοί ψαράδες δεν πρέπει να ντρέπονται ακόμα και φτωχοί να είναι.
Εξάσκησα το επάγγελμα του χημικού 7 χρόνια στον πάγκο και 34 ως δάσκαλος. Δεν έχω κανένα λόγο να ντρέπομαι για το επάγγελμα μου. Αλλά για τους χημικούς δεν γράφτηκε κανένα τραγούδι από τον νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη.. Για τους ψαράδες όμως γράφτηκε το υπέροχο «Ντούκου ντούκου μηχανάκι:
«Σκίζει η πλώρη τα νερά
κι αντηχάνε τα βουνά
Ντούκου ντούκου μηχανάκι
Ντούκου το παλιό μεράκι.
Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο
μες στης θάλασσας τον πάτο.
Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει
τ΄ ασημένιο το φεγγάρι.
Και Δευτέρα και Τετάρτη
ποιος θ’ ανέβει στο κατάρτι
Κι αχου την Παρασκευή
ποιος θα κάτσει στο κουπί.
Βρε παπα το θυμιατό σου
Γύρισε το κατά δω.
Και με το βασιλικό σου
ράντισε μας το νερό.
Να βγουν και να περπατήσουν
σαν κορίτσια οι νεραντζιές.
Κι όλοι οι άντρες ν΄ αγαπήσουν
μια και δυο και τρεις φορές.
Χάιντε – Χάιντε βρε παιδιά
πάμε στη Αγιά Μαρίνα
πάμε στην Αγια Μαρίνα
με την όμορφη μπενζίνα.
Μια τέτοια βάρκα την θιακοπούλα είχα κι εγώ. Θαυμάσιες βόλτες με αξιαγάπητους ανθρώπους στο Φισκάρδο, στον Πλατύ Άμμο ..κανένα ψαρεματάκι.. υπέροχες στιγμές!
Δυστυχώς το «γήρας ουκ γαρ έρχεται μονον». Κάποιος έπρεπε να παραλάβει κ να διαφεντέψει την «Θιακοπούλα». Στα δικά μου μάτια δεν υπήρχε παρά ένα και μοναδικό πρόσωπο κατάλληλο γι αυτή τη δουλειά ο Γιώργος Λεκατσάς –Χαμπάρης. Γνώρισα τον Γιώργο όταν ήταν τριών χρονών. Τώρα είναι οκτώ. Η ναυτοσύνη πρέπει να υπάρχει στα γονίδια του. Το βλέπεις στο φέρσιμο του και την δεξιοτεχνία του μέσα στη βάρκα. Οι πρόγονοι του ναυτικοί και ψαράδες- γενεές δεκατέσσερες.
Για αυτό αγαπάει με μεράκι τις βάρκες και για αυτό στα οκτώ του έγινε ο νεότερος πλοιοκτήτης της Ιθάκης.
ΛΙΓΗ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕ ΒΛΑΠΤΕΙ
Τώρα τελευταία, σε μια από τις απογευματινές «συνεδριάσεις» της… «γερουσίας» του χωριού στο καφεζαχαροπλαστείο του «Αναμάρτητου» και της Μαρίας, ο Μιμίκος, που ήταν για πολλά χρόνια στη Νότιο Αφρική, άρχισε να εκθειάζει τους Έλληνες του εξωτερικού. Τους αποκάλεσε πάνω απ’ όλα
Του είπα, όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, ότι οι εμπειρίες μου στο διάστημα της πολυετούς διαμονής μου στην Αυστραλία με έκαναν να διαφωνήσω.
Ένα θλιβερό περιστατικό που μου ανέφερε η γυναίκα μου στο τηλέφωνο, μου θύμισε αυτά που γράφω παρακάτω. Το περιστατικό: Είδηση στη σοβαρή, συντηρητική εφημερίδα «The Age» της Μελβούρνης για κάποιον Περικλή Τέλιο, πρόεδρο της Επιτροπής Γονέων και Κηδεμόνων του νηπιαγωγείου που πήγαινε η κόρη του, ο οποίος έκλεψε από το νηπιαγωγείο 224.008,49 δολλάρια για να ικανοποιήσει το νοσηρό του πάθος για τον τζόγο.
Πριν φύγω για την Αυστραλία στα 18 μου για σπουδές, είχα μάθει κοντσίνα και ξερή. Στην Αυστραλία που άλλοι γίνανε φανατικοί τζογαδόροι, εγώ ξέχασα κι αυτά τα δύο σχετικά αθώα παιχνίδια. Χαρτιά, άλογα, σκυλιά… οι Αγγλοαυστραλοί (όχι όλοι φυσικά) τζογάρανε και πολλοί από τους Έλληνες μετανάστες κολλήσανε τη νόσο (γιατί για νόσο πρόκειται), πολλές φορές με σοβαρές συνέπειες για τις οικογένειές τους. Πολλοί από τους «Άγγλους» προλαβαίνουν τέτοιες συνέπειες παραδίνοντας το φάκελο με το βδομαδιάτικο άθικτο στη σύζυγο. Αυτή ανοίγει το φάκελο και τους δίνει χαρτζιλίκι για ποτό και τζόγο (μητριαρχία, λοιπόν, για να σωθεί η κατάσταση).
Πολλοί από τους αναγνώστες θα έχουν δει την ταινία «Νύφες». Εγώ δεν πήγα να τη δω, γιατί κατά κάποιον τρόπο την έζησα αυτή την κατάσταση. Περιμένοντας το παλιοβάπορο στο Πορτ – Σάιντ για ένα μήνα, με ξεπαρθένεψαν (και τους είμαι ευγνώμων γι’ αυτό) δύο «νύφες», η Μαρίκα 24 χρόνων και η Γεωργία 27 (εγώ ήμουν, όπως είπα και παραπάνω, «18 ανοίξεων»).
Ακούστηκε και επαληθεύτηκε ότι πολλές από τις «νύφες» πηγαίνοντας στα μεγάλα μαγαζιά και νομίζοντας ότι τα εκτεθειμένα εμπορεύματα ήταν αφύλακτα, άρχισαν να τα κλέβουν. Όταν έπεσαν βροχή τα πρόστιμα, συνήλθαν οι «νύφες» και μετατράπηκαν σε νομιμόφρονες κυρίες.
Όταν σε μια από τις πολυεθνικές που εργάστηκα ως χημικός, με επέλεξαν για να με εκπαιδεύσουν για να γίνω διοικητικό στέλεχος της εταιρείας, επήγαινα, για μεγάλο διάστημα, από τμήμα σε τμήμα στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Σύδνεϋ. Σε ένα απ’ αυτά, έμαθα ότι οι πατριώτες μας, πελάτες της εταιρείας, χρεωνόντανε μέχρι τα μπούνια, και ένα ωραίο βράδυ το σκάγανε «συν γυναιξί και τέκνοις» για την Ελλάδα.
Το ξέρετε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες στη Μελβούρνη της Αυστραλίας αποφεύγουν να ασφαλίζουν Έλληνες, γιατί υποψιάζονται ότι καίνε τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους για να εισπράξουν την αποζημίωση;
Θυμάμαι ένα περιστατικό στη γειτονιά μας πριν έρθουν τα στίφη των γιάπηδων. Το σπίτι ενός Έλληνα κάηκε. Ειπώθηκε από πολλούς ότι το έκαψε ο ίδιος και ότι για να γίνει πιστευτό ότι κάηκε κατά λάθος, άφησε τα παιδιά του μέσα για το αρχικό στάδιο της πυρκαγιάς!
Τελειώνοντας, πρέπει να τονίσω ότι τα παραπάνω συμβαίνουν πολύ πιο σπάνια τώρα. Γι’ αυτό και έγινε είδηση η περίπτωση του Περικλή Τέλιου. Η ληγουριά και η ανασφάλεια των νεοφερμένων μεταναστών έχει εκλείψει. Όσο για τη δεύτερη γενιά, νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι σχεδόν άψογη. Μεγάλος αριθμός σπουδάζει και επαγγελματικά προωθούνται σε υψηλά πόστα. Αν κανείς παρανομεί, το κάνει γιατί τον διέταξαν οι ανώτεροί του. Καμμιά σχέση με τις αμαρτίες της γενιάς των νεοφερμένων.
Τρίτη 16 Ιούλιος 2013 | Διονύσης Συκιώτης
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΜΕΤ’ ΕΜΠΟΔΙΩΝ
Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ποιοτικός τουρισμός αποτελεί κυρίαρχο στήριγμα της πάσχουσας ελληνικής οικονομίας; Υπάρχουν περιοχές στην πατρίδα μας, όπου αυτή καθαυτή η φύση τους δεν επιτρέπει άλλους τρόπους οικονομικής ανάπτυξης. Είμαι μόνιμος κάτοικος ενός μικρού νησιού, του οποίου οι κάτοικοι υπήρξαν για χιλιάδες χρόνια ναυτικοί και μετανάστες, λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης έκτασης γόνιμου εδάφους. Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση της τουριστικής κίνησης στο νησί, έχει προσφέρει σε πολλούς από τους μόνιμους κατοίκους, τον «επιούσιο άρτο», αλλά σε μερικούς ακόμα και παντεσπάνι. Μ’ άλλα λόγια, αν θέλουμε το καλό της πατρίδας μας, που σημαίνει και το καλό το δικό μας, πρέπει να φροντίζουμε τον τουρισμό στον τόπο μας «ως κόρη οφθαλμού».
Αν ζητάς ποιοτικό τουρισμό, δηλαδή ανθρώπους με κάποια καλλιέργεια, που σέβονται τον πολιτισμό και το περιβάλλον του τόπου που επισκέπτονται, πρέπει να προσφέρεις καλής ποιότητας τουριστικά προϊόντα (δεν μου πολυαρέσει αυτός ο όρος, αλλά τι να κάνουμε, επικράτησε).
Για παράδειγμα: Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες θιασωτών του περιπατητικού τουρισμού. Πρόκειται για ανθρώπους που τους αρέσει να συνδυάζουν την άσκηση που προσφέρει το περπάτημα με την αισθητική απόλαυση που προσφέρει η εναλλαγή ωραίων τοπίων στο διάστημα της πορείας.
Προϋπόθεση για οργάνωση τέτοιου τουρισμού (προσφοράς αυτού του τουριστικού προϊόντος) είναι η ύπαρξη ενός δικτύου βατών μονοπατιών.
Στο νησί που διαμένω, άρχισε η συντήρηση (καθαρισμός και σηματοδότηση) του ήδη υπάρχοντος δικτύου των ορεινών μονοπατιών (μεσαιωνικών δρόμων), με πολύ καλά αποτελέσματα. Ο περιπατητικός τουρισμός αυξήθηκε και η τουριστική περίοδος διευρύνθηκε.
Μερικοί από τους αρμόδιους, αλλά όχι όλοι δυστυχώς, ανταποκρίθηκαν καλύπτοντας τα έξοδα για την συντήρηση των μονοπατιών. Οι τωρινοί αρμόδιοι δεν έχουν δείξει τον απαιτούμενο ενθουσιασμό. Γιατί άραγε; Ποια είναι τα συμφέροντα που θέλουν να μπλοκάρουν την τουριστική ανάπτυξη του νησιού;
Βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί για το πώς οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να αυξήσουν τον ποιοτικό τουρισμό στον τόπο τους, καλυτερεύοντας τα τουριστικά προϊόντα. Το ότι έδωσα έμφαση στον περιπατητικό τουρισμό, οφείλεται στο ότι ξέρω το θέμα καλά, αφού τα τελευταία χρόνια αφιέρωσα πολλές μέρες εθελοντικής δουλειάς σ’ αυτόν τον τομέα.
Ένα άλλο βασικό προϊόν που μου έρχεται στο νου, είναι η καθαριότητα των ακτών που προορίζονται για κολύμβηση. Όντας ο ίδιος θαλασσολάγνος, δίνω τεράστια σημασία στην καθαριότητα της θάλασσας και των ακτών. Είμαι τυχερός που ένα νεαρό ζευγάρι, Έλληνες του εξωτερικού, έχουν στήσει μια μικρή επιχείρηση με ομπρέλες και ξαπλώστρες στη μικρή παραλία όπου κολυμπούσα από παιδί. Η καθαριότητα είναι άψογη και από χρόνο σε χρόνο καλυτερεύει και η συμπεριφορά των «Αθηναίων» τουριστών!
Το άλλο βασικό προϊόν που περνάει από την σκέψη μου, είναι το φαγητό. Η ελληνική κουζίνα, με τις μικρές παραλλαγές – σπεσιαλιτέ που προσφέρει τοπικά, είναι άριστη (όπως θα γνωρίζει και ο αναγνώστης, η μεσογειακή διατροφή έχει γίνει και της μόδας!). Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται στο να μην υπερτιμάται το φαγητό. Στο νου μου έρχεται το σκάνδαλο με τον εστιάτορα που εζήτησε από το Ρώσο πλουτοκράτη ένα υπέρογκο ποσό για μια ψαρούκλα. Αυτά τα πράγματα μαθαίνονται στο εξωτερικό και επηρεάζουν τον τουρισμό στη χώρα μας, αρνητικά.
Τελειώνω αυτό το άρθρο με μια αρνητική για τον τουρισμό κατάσταση, που δημιουργείται από οργανωτικές προχειρότητες. Πολλοί τουρίστες θεωρούν αυτές τις προχειρότητες προσβλητικές, ενδείξεις έλλειψης φροντίδας για τον τουρίστα. Τα ελάχιστα παραδείγματα που αναφέρω συνοδεύονται από φωτογραφίες.
Δεν επιτρέπεται να στέλνεις τον τουρίστα με επίσημες πινακίδες, μέσα στο μεσημέρι του Ιουλίου, ένα χιλιόμετρο πορεία, στην «Σπηλιά του Λοΐζου», που κατά τους αρχαιολόγους κατέρρευσε εδώ και 2.000 χρόνια περίπου. Προσπάθησα να προλάβω τον εκνευρισμό του τουρίστα με σημειώματα στα ελληνικά και αγγλικά κάτω από την πρώτη πινακίδα με πληροφορίες των αρχαιολόγων.
Ο τουρίστας μπορεί και να εκνευριστεί διαβάζοντας στα αγγλικά ότι εκεί που αγκυροβολούν οι βάρκες, «γεννιούνται» βάρκες!
Τα παιδάκια του τουρίστα θα προτιμούσαν να ανέβαιναν στο μόλο για μια δεύτερη βουτιά από τη μετάλλινη σκαλίτσα που έφτιαξε ο Γεράσιμος Κουβαράς, παρά με το παλιόσχοινο κινδυνεύοντας να σπάσουν κανένα κόκαλο η να πάθουν καμμιά ηλεκροπληξία.
Τώρα τελευταία στο νησί που διαμένω, οι «αρχές», εν ονόματι του νόμου, κήρυξαν πόλεμο στις τέντες, πολλές απ’ αυτές ωραιότατες κατασκευές, που σκιάζουν τους πελάτες πολύ αποτελεσματικά. Τις αντικαθιστούν με ομπρέλες! «Δουλειά δεν είχε ο διάολος … τα παιδιά του»! Γιατί δεν ρωτούν και τους τουρίστες καμιά φορά, πριν αυτά τα βλακόμετρα φτιάξουν τους νόμους τους;
Το καλό είναι ότι αυτές οι «προχειρότητες» θα μπορούσαν να διορθωθούν πολύ εύκολα. Γιατί λοιπόν δεν διορθώνονται;
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΥΚΙΩΤΗΣ
«ΘΙΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ»
«Θίγοντας τα κακώς κείμενα» τιτλοφορείται το βιβλίο του Διονύση Συκιώτη, στο οποίο περιλαμβάνονται άρθρα του που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», αλλά κυρίως στο «Εμπρός». Η παρουσίαση αυτής της συλλογής έγινε την περασμένη Παρασκευή στο Αρχοντικό Γεωργιάδη, που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί από τη νομαρχία σε χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Την εκδήλωση διοργάνωσε η εφημερίδα «Πολίτης» και ομιλητές ήταν, πέρα από το συγγραφέα, ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας Θεόδωρος Παραδέλλης και ο τέως δήμαρχος Μυτιλήνης Στρατής Πάλλης, ενώ το συντονισμό της όλης εκδήλωσης είχε ο Παναγιώτης Κλαδίτης.
Ο συγγραφέας, παίρνοντας πρώτος το λόγο, έδωσε ένα δείγμα γραφής και διά ζώσης των απόψεων που πρεσβεύει και που τολμά να γράψει κόντρα σε καθωσπρεπισμούς και μισόλογα. Γι’ αυτό και αναφέρθηκε σε αυτούς που «δε θα αρέσει το βιβλίο – στους Ελληναράδες, στο πανεπιστημιακό και φοιτητικό κατεστημένο, στο Κ.Κ.Ε. και στο παπαδαριό», αφού μ’ αυτούς καταπιάνεται στα άρθρα του.
Ο Διονύσης για άλλη μια φορά κέρδισε τους παρευρισκομένους, οι οποίοι πολλές φορές γέλασαν με τον αυτοσαρκασμό του και την τσεκουράτη γραφή του!
Ο Θ. Παραδέλλης επεχείρησε μια πιο βαθιά ματιά στις απόψεις του Συκιώτη, γνωρίζοντάς τον και απ’ την εποχή που ο τελευταίος ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Υπογράμμισε τη σαφή αντίληψη που είχε για τα πράγματα, αλλά και την τολμηρή προσέγγιση των απόψεών του χωρίς εκπτώσεις, γεγονός που δεν αφήνει παρερμηνείες.
Ο Στρ. Πάλλης επεσήμανε τα διλήμματα που βάζει με τα γραφτά του ο Συκιώτης για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου μας. Διλήμματα υπαρκτά, που έχουν αίτια, κρύβουν συμφέροντα και απαιτούν για την εξάλειψή τους ανατροπές.
Το εντυπωσιακό, όπως τονίστηκε και από τους ομιλητές, είναι ότι τα άρθρα του Συκιώτη, αν και πολλά απ’ αυτά έχουν γραφεί εδώ και δυο δεκαετίες, παραμένουν εξίσου επίκαιρα και ενδιαφέροντα, αφού οι καταστάσεις δεν έχουν αλλάξει, παρά τις όποιες αλλαγές.
Ο Διονύσης Συκιώτης με το «Θίγοντας τα κακώς κείμενα» σχολιάζει με τόλμη, μιλώντας «έξω απ’ τα δόντια», γι’ αυτά που μας προβληματίζουν και μας ενοχλούν, έχοντας ανοικτό μέτωπο κατά συγκεκριμένων αντιλήψεων, που όχι μόνο δεν αποδέχεται, αλλά… ξιφουλκεί με στέρεα επιχειρήματα που προβληματίζουν ακόμη και τους φορείς αυτών των αντιλήψεων.
Ο Διονύσης Συκιώτης, ένας πολίτης του κόσμου στην κυριολεξία, δηλώνει ότι η Μυτιλήνη είναι η δεύτερή του πατρίδα, όπου πέρασε τα 10 απ’ τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του, την οποία και δεν ξεχνά. Το «Ε» νιώθει διπλή χαρά γιατί τα περισσότερα απ’ τα κείμενα του βιβλίου «Θίγοντας τα κακώς κείμενα» δημοσιεύτηκαν πρωτογενώς σ’ αυτήν την εφημερίδα, με την οποία ο Δ. Συκιώτης συνεργάζεται απ’ την εποχή που ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και η οποία συνεργασία συνεχίστηκε και απ’ την Αυστραλία, και απ’ την Ιθάκη όπου βρισκόταν ο Διονύσης, ενώ το γεγονός ότι η έκδοση του βιβλίου έγινε στις εγκαταστάσεις της «Επικοινωνίας Λέσβου» επιβεβαιώνει ότι οι δεσμοί του συγγραφέα με την εφημερίδα είναι στέρεοι και συνεχείς και έτσι ευελπιστούμε ότι θα είναι και στο μέλλον, το οποίο απ’ ότι διαφαίνεται θα έχει και αυτό «κακώς κείμενα» που θα πρέπει να… θιγούν απ’ το Διονύση!
Γράφει: Μα. Μ.
Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 17.11.2009