Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΟΥ 1931
Με εξαιρετική από τα άλλα χρόνια κοσμοσυρροήν, οφειλομένην και στην εφετεινή παρουσία του Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης ο οποίος και ετέλεσε την λειτουργίαν του εσπερινού και της ακολουθίας, εωρτάσθη εφέτος η εορτή της Πολιούχου της νήσου, Παναγίας της μονής Καθαρών.
Κόσμος ολόκληρος από ημερών ιδίως όμως την παραμονήν της εορτής εξεστράτευσε δι’ όλων των μέσων κινήσεως προς το μοναστήρι των Καθαρών.
Πολλοί είχον φροντίσει, να εξασφαλίσουν στέγην, αποστέλλοντες … τοποτηρητάς, ημέρες προ της εορτής, άλλος τη γυναίκα του, άλλος την κόρη του κλπ.
Γιατί το ζήτημα της στέγης προκύπτει βλέπετε υπό την οξυτέραν του μορφήν και στα Καθαρά ακόμη όπου δύο χιλιάδες ψυχές ζητούν να στεγασθούν για μια νύχτα μόνον, στα πολυάριθμα, αλλά ανίκανα φυσικώς να ανταποκριθούν στην απαίτησι τόσου κόσμου, κελιά μιας μονής, έστω και αν η μονή αυτή είναι η μονή Καθαρών, έστω και αν έχη τον δραστηριώτερον και προβλεπτικώτερον των ηγουμένων όπως είναι ο ηγούμενος Ιερόθεος Καλλίνικος.
Ώστε μακάριοι οι… προφθάσαντες!!
Τα αυτοκίνητα την ημέρα ιδίως της εορτής έκαμαν χρυσές δουλειές. Η αστυνομία προνοητικώτατα, έχουσα υπ’ όψιν τας αδηφάγους διαθέσεις των σωφέρ, είχε κανονίσει λογικώτατον τιμολόγιον, της κούρσας.
Πρέπει όμως, για να λέμε και του στραβού το δίκηο, οτι οι σωφέρ μας είναι πολύ προσεκτικοί και επιδέξιοι, και αξίζει κανείς να τους συγχαρή που σε δρόμους, όχι τόσον ανωμάλους βέβαια αλλά τόσον στενούς και χωρίς προφυλακτικά μουράγια, από πάνω από ιλιγγιώδεις κρημνούς όπως είναι όλος ο κατά μήκος του βουνού και υπεράνω της πόλεως μέχρι της μονής δρόμος, και τρομερά κινδυνώδεις στροφάς, κατορθώνουν με τόση κίνησι ιδίως το καλοκαίρι και προ πάντων την ημέραν αυτήν να τα βγάζουν πέρα χωρίς μέχρι σήμερα να σημειωθή το παραμικρό ατύχημα.
Γι’ αυτό επί τη ευκαιρία υποδεικνύουμε οτι είναι απαραίτητο στο δρόμο των Καθαρών, να γίνουν, όπως τελευταίως γίνονται στον εθνικό δρόμο “καταφύγια” και να πλατύνουν λίγο οι στροφές ακόμη και προ πάντων να γίνουν τα μουράγια. Ας είναι, αυτά είναι έξω από το θέμα της περιγραφής μιας εορτής.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημήτριος φθάσας την προηγουμένην εκ Λευκάδος είχεα ανέλθει αμέσως στο μοναστήρι, χωρίς να σταθμεύση καθόλου στην πόλι.
Η μονή ολόκληρος και η εκκλησία ευπρεπισμέναι και απαστράπτουσαι εκ καθαριότητος επερίμεναν τους από πάσης γωνίας της νήσου καταφθάνοντας προσκυνητάς. Νόστιμο ήτο το πάθημα μιας παρέας από το Κιόνι που φευγοντας με τα πόδια για τα Καθαρά ηθέλησε να τσιμήση κάτι στις Φρίκες, αλλά δεν κατώρθωσε να βρη τίποτε άλλο από … ένα αυγό που εκλήθη να συμπληρώση τα κενά έξι στομάχων.
Το βράδυ και διαρκούντος του εσπερινού ο αριθμός των προσκυνητών είχε φθάσει το μάξιμουμ. Τις βραδυνές ώρες όμως άρχισε να κάνει ένα κρύο… ένα κρύο χειμωνιάτικο, διαπεραστικό και έναν αέρα δυνατό, που έκαμαν όλους όσους δεν είχον που την κεφαλήν κλίναι εκ του μεγάλου συνωστισμού να τραπούν προς… τα οπίσω, αποφεύγοντες μίαν μοιραίαν πνευμονίαν ή πλευρίτιδα. Πολλοί ετράπησαν προς την Ανωγήν και Σταυρόν για να βρουν καταφύγιο.
Η εκκλησία κατάμεστη κόσμου εν κατανυκτική σιωπή παρακολουθούντος την ακολουθίαν του εσπερινού, φωταγωγημένη εξαιρετικά, τα προαύλια μισοφωτισμένα με τα φανάρια του πετρελαίου τα φωτισμένα κελιά της μονής και της τζαμωτής βεράντας του Ηγουμενείου, οι παλτωμένες σιλουέτες του κόσμου με τους ανεβασμένους γιακάδες που εκυκλοφορούσε σ’ ολόκληρο το χώρο αυτό, όλα αυτά μαζί, ανακατωμένα με μια διάχυτη μυρωδιά μοσχολίβανου, και κνίσης ψηνομένων μεζέδων, που εγέμιζαν την ατμόσφαιρα, μερικές δοξαριές βιολιού που εκουρδίζετο από τον ανυπόμονο για ν’ αρχίση ο χορός ή μάλλον για να τελειώση ο εσπερινός, ιδιοκτήτης του, έδιναν μια ξεχωριστή παράξενη εντύπωσι. Ένα μίγμα μυστικοπαθούς και γλεντζέδικου περιβάλλοντος.
Μετά το τέλος του εσπερινού άρχισε ν’ ανάβη ο χορός υπό τους ήχους εγχωρίων οργάνων και της μουσικής του Κ. Ομίλου.
Τον χορό υπεβοήθει το κρύο που όσο περνούσε η ώρα τόσο ψήλωνε κι αυτό, κι έκανε όσους δεν είχαν που να ξαπλώσουν, να το ρίχνουν στο χορό, προερχόμενοι με το γιακά σηκωμένο τας διαφόρους “εστίας” του χορού.
Εν τω μεταξύ ο πολύς κόσμος που είχε οπωσδήποτε κουρασθεί από το ταξείδι και τον θόρυβο άρχισε να φροντίζη για ύπνο.
Όσοι είχαν φθάσει αργά, κι εκείνοι που διαρκώς κατέφθανον, όλοι ζητούσαν από τον ακούραστο Ηγούμενο σκεπάσματα ύπνου. Τι τράβηξε αυτός ο άνθρωπος τις ώρες αυτές είναι απερίγραπτον. Που να πρωτοτρέξη, τι να πρωτοπροφθάση, ποιον να ικανοποιήση. Μ’ όλα αυτά όμως, και παρ’ όλη την κούρασι των τελευταίων ημερών, κατάφερνε να μη μείνη κανείς παραπονεμένος. Είχε εννοείται βοηθούς καλούς σ’ αυτές τις ώρες τους κ.κ. Ε. Σφυρή, Δ. Αλφόνσον και άλλους.
Επίσης τους Ευθ. Δρακάτον, Γρηγ. Βερύκιον, την κυρά Αργύρω, την κυρά Δέσπω και μερικούς άλλους, αποτελούντας το εθελοντικόν υπηρετικόν προσωπικόν της μονής.
Ο μεγάλος διάδρομος του μεγάλου κελιού μετεβλήθη εις θάλαμον στρατώνος. Σώματα στριμωγμένα ανθρώπων που η κούραση από την ταλαιπωρία τους είχε ρίξει σ’ ένα ύπνο βαθύ τόσο, που ούτε τα κλωτσοπατήματα των διερχομένων δια τα διάφορα κελιά, που κι αυτά εννοείται ήσαν κατάμεστα κόσμου, τους ξυπνούσαν, μα ούτε και ο δαιμονιώδης θόρυβος των υπό τον διάδρομον, και μέσα στο μεγάλο σαλόνι του κελιού, χορευόντων ξενύχτιδων.
Μέσα στην εκκλησία όλα τα στασίδια είχον καταληφθεί από νυσταλέους εκδρομείς, ιδίως γυναίκες.
Και ομολογουμένως, μέσα στην κρίση αυτή της στέγης ένα στασίδι αποτελεί και λόγω της σχετικής ησυχίας που υπήρχε εκεί μέσα, ιδεώδες “αποκούμπι”.
Η απόγνωσις ωδήγησε κάποιον και μέχρι του Αγίου Βήματος ακόμη, όπου μία θαυμασία πολυθρόνα εδέχθη να φιλοξενήση δια μίαν νύκτα το ταλαιπωρημένο από τας ματαίας ερεύνας κορμί του. Και αυτός μου φαίνεται πέρασε καλλίτερα από όλον αυτόν τον κόσμο τη νύκτα του.
Μια υπέροχη ανατολή που μόνο από τα Καθαρά μπορεί κανείς να απολαύση, ένα χάρμα οφθαλμών, μια φαντασμαγορία χρωμάτων και σκιών, που μόνον όσοι την πέρασαν στο πόδι, οι ξενύκτιδες, με τα γουρλωμένα από την αϋπνία μάτια απήλαυσαν, επρομηνούσε μια θαυμασία καλοκαιρινή ημέρα.
Η ορθρινές καμπάνες της μονής έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού από τον ύπνο. Η εκκλησία είχε ήδη καταληφθεί από τις γυναικούλες με την απέραντη πίστι.
Είχε αρχίσει πιά η λειτουργία και η εκκλησία δεν χωρούσε ούτε βελόνη. Όλος ο προ της εκκλησίας πλακόστρωτος χώρος ήτο γεμάτος κόσμο.
Γνωστές κομψές σιλουέτες εκυκλοφορούν φρέσκες φρέσκες από την πρωϊνή δροσιά του βουνού. Το γκερλαίν εννοείται δεν είχε ξεχασθεί!
Στα τραπεζάκια που είχον τοποθετηθεί κάτω απ’ τον ίσκιο του μοναδικού δένδρου της μεγάλης αυλής έπινον τον πρωϊνό τους καφέ αγουροξυπνημένοι και κακοκοιμισμένοι προσκυνηταί μη προφθάσαντες να καταλάβουν μια θέσι μέσα στην εκκλησία.
Η ιερά ακολουθία ετελέσθη χοροστατούντος του Σεβασμ. Μητροπολίτου, του αρχιμανδρίτου ηγουμένου Ιεροθέου και πολλών ιερέων της επαρχίας και των ιεροψαλτών Γ. Αρσένη και Δη. Βουλιέρη μετ’ εξαιρετικής μεγαλοπρεπείας. Κατ’ αυτήν εγένοντο και δύο χειροτονίαι, του ιεροδιακόνου του Μητροπολίτου εις ιερέα και του ιερέως της πόλεως Παναγ. Τριλίβα εις αρχιμανδρίτην.
Μετά το Ευαγγέλιον ο Σεβ. Μητροπολίτης εξεφώνησε λόγον προς το εκκλησίασμα.
Ο κόσμος είχε αρχίσει εν αναμονή της λιτανείας της ιεράς εικόνος των Καθαρών, να καταλαμβάνη θέσεις στο καμπαναριό όπου θα εγένετο η λιτανεία.
Η άφιξις ενός επιτρόπου κομίζοντος μίαν ολόκληρη κόφα με τον απαραίτητο βασιλικό, μας έδωσε να καταλάβουμε οτι η λιτανεία εκίνησε από την εκκλησία.
Πράγματι τα πρώτα εξαπτέρυγα είχον κάμει την εμφάνισί τους πέρα από την εξωτερική κεντρική πόρτα της εισόδου της μονής, και οι πρώτες ψαλμωδίες έφθαναν ως τ’ αυτιά μας. Πρώτες, μερικές κοντά μας γρηούλες έδωσαν το σύνθημα των σταυροκοπημάτων. Η μουσική άρχισε να παίζη ένα μαρς πένθιμο.
Σε λίγα λεπτά ολόκληρη η πομπή της λιτανείας με μία επιβλητική μεγαλοπρέπεια, και με την εξής σειρά, ανήρχετο αργά αργά προς το καμπαναριό. Μετά τα εξαπτέρυγα και λάβαρα, βασταζόμενος υπό τεσσάρων πιστών ήρχετο ο θρόνος μέσα στον οποίον διατηρείται η εικών των Καθαρών, των Ιθακησίων η προστατεύουσα, κατά τον αυτοσχέδιον τροπάριον του ηγουμένου Ιεροθέου,που δεν υπάρχει Θιακός και να μην το ξέρη.
Μετά τον θρόνον ακριβώς ηκολούθει ο κλήρος περιστοιχίζων τον Μητροπολίτην στου οποίου τα χρυσοστόλιστα ιερά άμφια και τη μήτρα ο αρκετά φλογερός ήλιος αντανακλώντας, έφτιανε χίλιους δύο συνδυασμούς χρωμάτων.
Ηκολούθει ολόκληρος κόσμος πιστών εν κατανύξει. Το θέαμα ομολογουμένως ήτο επιβλητικό και… παράξενο!!
-600 μέτρα απ’ τα πόδια μας, θαμπόν απ’ τον ήλιο είχαμε ένα υπέροχο πίνακα. Μια δημιουργία ολόκληρη, και μεις, ένας ολόκληρος κόσμος εκεί ψηλά, εδοξάζαμε τον δημιουργό της, και ικετεύαμε την Δέσποιναν του κόσμου να δεχθή τας δεήσεις και παρακλήσεις μας!!
Το παράξενο αυτό αίσθημα νοιώθει εκείνος που ακούοντος τις ψαλμωδίες και βλέποντας την εικόνα αυτή του σιωπηλού κόσμου των πιστών απάνω στη κορυφή ενός βουνού, γυρίση ξαφνικά προς τον κόσμο τον άψυχο που απλώνεται κάτω απ’ τα πόδια του…
Μετά το τέλος της ακολουθίας της λιτανείας ο ηγούμενος ήνοιξε την εικόνα της Παναγίας μπροστά απ’ τη οποία σε σειρές πολλές είναι κρεμασμένα τα τάμματα, ποιος ξέρει ποιον πονεμένων ανθρώπων που σε στιγμές που έχασαν κάθε ελπίδα βοηθείας αλλούθε, κατέφυγαν σαν σε στερνή σανίδα σωτηρίας στην Καθαριώτισσα… Τη μεγαλόχαρη του νησιού μας.
Το προσκύνημα του κόσμου άρχισε. Ένας, ένας στη σειρά προσκυνούσε την εικόνα, έπερνε αντίδορο από τον Μητροπολίτη, του φιλούσε το χέρι, και φεύγοντας έπαιρνε από την κόφα ένα κλαδί βασιλικό…
Με την ίδια σειρά επέστρεψε η λιτανεία στην εκκλησία.
Τώρα ο κόσμος άρχισε να φεύγη, ιδίως εκ των γύρω χωριών.
Το μεσημέρι η υπηρεσία της μονής παρέθεσε γεύμα εις όσους παρέμειναν.
-Κάτω στην αυλή της εκκλησίας η μουσική άρχισε να παίζη μετά το φαγητό, διάφορα Φοξ, Ταγγό κλπ.
Μια μεγάλη παρέα από την πόλιν που είχε φάει κάτω απ’ τον ίσκιο του δένδρου της αυλής τώρριξε στο χορό. Τερραίν, το πλακόστρωτο και ηλιόλουστο!! προαύλιο της μονής: Κι ο χορός έστρωνε με κέφι.
Της 5 η ώρα στο μοναστήρι δεν έμειναν παρά ελάχιστοι.
Ο ήλιος είχε γείρει πια, και η δύσις επρομηνύετο εξαισία.
Επάνω στο βουνό, στις στάνες, ακούστηκαν τα μακρυνά βελάσματα και τα κουδούνια του κοπαδιού της μονής που γύριζε στο στάλο.
Στα κτίρια του μοναστηριού είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες σκιές.
Μερικοί ρωμαντικοί τράβηξαν για το πεζούλι του καμπαναριού ν’ απολαύσουν το δειλινό, αψηφόντας την ψύχρα που άρχισε να πέφτη. Αυτή η ώρα, στο καμπαναριό απο κάτω είνε αληθινά μαγευτική.
Την ώρα αυτή έφθασε στο μοναστήρι με αυτοκίνητο φέρνων τα αντίτυπα του βιβλίου που συνέγραψε μένων στο μοναστήρι – η ιστορία της μονής Καθαρών – ο φίλος δημοσιογράφος κ. Τζαμάκος ύστερα από Οδυσσειακό ταξείδι.
Το βιβλίο επρόκειτο να κυκλοφορήση την ημέρα αυτή στους πιστούς, από τις εισπράξεις του δε θα κατασκευασθούν τα χαμηλά παλαιά κελιά της μονής.
Ατυχώς μια καθυστέρησις στη θάλασσα εματαίωσε τη δουλειά για κείνη την ημέρα. Πάντως το βιβλίο θα σταλή εις όλους.
Μία έλλειψι, που προσπαθεί ο ηγούμενος να συμπληρώση, είνε η έλλειψις δένδρων στο Μοναστήρι.
Εδώ και λίγα χρόνια όμως ο ακαταπόνητος αυτός Ηγούμενος που γνοιάζεται για όλα, εφύτεψε μεγάλων αριθμόν πεύκων, τα οποία σιγά σιγά άρχισαν να μεγαλώνουν.
Η τάξις στην εορτή, ετηρήθη παραδειγματική χάρις εις την παρουσίαν του διοικητού της νησοδιοικήσεως κ. Πετροπούλου υπομοιράρχου και του σταθμάρχου Φρικών κ. Πουλιάση μετ’ αριθμού χωροφυλάκων.
Μεγάλως διηυκόλυνε τον κόσμον το μαγαζάκι που χάριν της εορτής είχαν κουρδίσει ο κ. Αλέκος Δημησιάνος με τον κ. Γεωργ. Γρίβα, με ποικιλίαν τροφίμων, μεζέδων κλπ.
Ο ηγούμενος Ιερόθεος εδέχετο από τον αναχωρούντα κόσμον τον οποίον προέπεμψε ευχάς για του χρόνου και συγχαρητήρια για την εργασία που κάθε χρόνο παρουσιάζει υπέρ της μονής, χάρις εις την συνδρομήν των πιστών της.
Αι εισπράξεις της μονής υπερέβησαν τας δέκα χιλιάδας δρχ.
Εφημερίδα ΝΕΑ ΙΘΑΚΗ, (ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ Η ΜΟΝΗ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ), Αριθ. Φύλλου 16, 20 Σεπτεμβρίου 1931
φΩΤΟ: Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία.
Pingback: Ιερά Μονή Καθαρών στην Ιθάκη – samikefalonias