ΟΙ ΝΤΕΛΑΛΗΔΕΣ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ
Εξετάζοντας κανείς την παλιά εποχή-από τον Όμηρο και ακόμη- βρίσκει το Δημόσιο Κήρυκα να αποτελεί το βασικότερο τρόπο και μέσον επικοινωνίας της άρχουσας κάθε φορά τάξης με το λαό, που μαζεύονταν στην «αγορά» στον τόπο συνάθροισης δηλαδή του ανδρικού στοιχείου της τότε κοινωνίας, αφού το γυναικείο βρισκόταν ν’ απασχολείται συνεχώς με «τα του οίκου».
Ήταν άνθρωποι με βροντώδη ίσως φωνή, διαπεραστική κάπως και δυνατή, που μπορούσε ν’ ακουστεί σε χώρο ανοιχτό και πολλές φορές μεγάλο, και να σκεπάσει το θόρυβο της οχλοβοής η και ακόμα να διαπεράσει μέσα από τις τοιχοποιίες των εποχών εκείνων και να φτάσει στα «δωμάτια» που καθόταν και ζούσαν οι νοικοκυράδες.
Προκαλούσαν την προσοχή με κάποιο μέσο και αφού συγκέντρωναν γύρω τους τον κόσμο άρχιζαν να ανακοινώνουν δυνατά και ξάστερα την ανακοίνωση τους είτε-κυρίως- στην αγορά, όπως αναφέραμε, είτε σταματώντας σε διάφορα σημεία της πόλης – σε κάπως ίσως νεότερα χρόνια-που μπορούσε να συγκεντρωθεί κάποιος αριθμός κατοίκων και να γίνει ακουστός από πιο πολλούς.
Η αρχαία εποχή έδωσε σειρά σε νεώτερη που με την ίδια βασικά μέθοδο πέρασε στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή για να καταλήξει στη σημερινή αφήνοντας πίσω της την τουρκοκρατία, για την υπόλοιπη Ελλάδα, και την Ενετοκρατία, για τη δική μας γωνιά, τα Επτάνησα.
Βέβαια αυξήθηκε ο κύκλος των ανακοινώσεων στα τελευταία χρόνια γιατί έκαναν την εμφάνιση τους εκτός από τις ανακοινώσεις των Δημοσίων ή Δημοτικών κ.λ.π. αρχών, προς τους πολίτες και οι ιδιωτικές.
Στη μέθοδο αυτή των ανακοινώσεων δηλαδή ιδιωτικού περιεχομένου, μπορεί κανείς να τοποθετήσει, για τις εποχές εκείνες τις σημερινές διαφημίσεις οιαδήποτε μορφής και από την οποία ο κοσμάκης μάθαινε ποιος είχε «καλό τυρί», «φρέσκα αυγά», και οτιδήποτε άλλο για τις προμήθειες του. Εδώ στο νησί μας βασικά «ντελάλης»- για τον κοσμάκη «διαλαλητής» και «δημόσιος κήρυκας» για τις αρχές- υπήρξε μόνο στην πόλη μας χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη κανενός τέτοιου για τις έκτακτες και περιπτώσεις σε χωριά πράγμα σπάνιο όμως, οπότε οι αρχές αναγκαζόταν να «κουβαλούν» μαζί τους ντελάλη απ’ την πόλη μας πηγαίνοντας για ανάλογη δουλειά στα χωριά μας. Συνήθως ασκούσε και άλλο επάγγελμα απ’ όσα μπορεί να κάνει κανείς στην αγορά: Εργάτης, λεμβούχος, θεληματάρης, ή κάτι παρόμοιο. Η αμοιβή του ήταν συνήθως χρηματική και ελάχιστα σε είδος ή και τα δυο και χρησιμοποιούσε πάντα σχεδόν τη φωνή του και σπάνια κανένα κουδούνι λ.χ. σχολικό ή κάτι θορυβώδες, όχι χωνιά, τύμπανα, ή άλλα παρόμοια. Όταν επρόκειτο να φωνάξει κάτι στεκόταν, στη μέση του δρόμου ή της πλατείας, έμενε άφωνος για λίγο, και ο κόσμος βλέποντας τον έτσι καταλάβαινε πως κάτι θάλεγε και τον περιστοίχιζε.
Σε λίγες στιγμές άρχιζε το «ντελάλημα» του ενώ στους δρόμους όταν γύριζε στις γειτονιές άρχιζε ή στεκόταν ή –σε ίσιο δρόμο-βαδίζοντας αργά και διαλαλώντας.
Απ’ τους τελευταίους που θυμούμαστε –αρχή και μέσα του αιώνα τούτου- μπορούμε να αναφέρουμε τον Σπύρο το Μαρούλη, τον επιλεγόμενο «Λουλού» που βασικά, μαζί με άλλα, ασκούσε το επάγγελμα του βαρκάρη, τότε που τα πλοία δεν πλεύριζαν σε προβλήτα αλλά πηγαίναμε σ’ αυτά με βάρκες όταν επρόκειτο να ταξιδέψουμε.
Επί σειρά δεκαετιών «διαλαλούσε» στις κοινοτικές ή δημοτικές αλλά και δημόσιες δημοπρασίες ή άλλη δημοτική ή και ιδιωτική ανακοίνωση.
Έτσι συχνά ακούγαμε που φώναζε με την χαρακτηριστική του φωνή:
Βγαί… νει στη δημοπρασία τα… Ψαράτικα! Όποιος θέλει κύριος να..ρτη να βάλει περισσότερο!
Πλήρη κατανόηση και… αττική σύνταξη!
Κι αυτό όταν η άλλοτε Κοινότης και κατοπινά Δήμος Ιθάκης που είχε ένα περίπτερο, χωρισμένο στα δυο και διασκευασμένο για «ψαροπωλείο» στη μικρή παραλιακή βόρεια πλατειούλα –όχι την σημερινή πλατεία του- «τάβγαλε» σε πλειοδοτική δημοπρασία για νοίκιασμα της χρήσης τους.
Το ίδιο : «όποιος θέλει κύριος να βάλει περισσότερα» ή να προσφέ..ρει λιγότερα» ακουγόταν σε παρόμοιες πλειοδοτικές ή μειοδοτικές άλλων υπηρεσιών δημοπρασίες, κατασχέσεις, κ.λ.π.
Όταν έπαιρνε τους δρόμους για να ντελαλήσει για τα μπακάλικα ή καΐκια φώναζε:
– Πέ…ρα στου αλιφόση (αλφόνσου, μπακάλικο στα Πεταλάτα) άνοιξε έ…να βαρέ…λι τυρί από.. την Ανωγή(=χωριό από όπου ήταν φτιαγμένο το τυρί). ΄Η ακόμη
– Στην ταβέ..ρνα του Μπε..ρούκα έχει ωραίο…κρασί Περα..χωρίτικο. Κι ακόμη:
– Κά..του στα Ψαρά…τικα εφέ..ρανε ωραίες μα…ρίδες. Ή χά…θηκε ένα κλειδί. Όποιος τρώβει να το φέρει!
Οι διαφημίσεις συμπληρωνόταν ακόμη όταν γύριζε και διαλαλούσε ότι:
– Κά..τω στην Πλα..τέα (=πλατεία) ή..ρθε ένα καΐ..κι και έ..φερε ρίγανη, ή έ..χει ωραί..α κοτό…πουλα Λευακδί..τικα» ή «έ..χει ωραί…ες Πα…δέλες (=τσουκάλια) απ’ τη Ζά..κυνθο» ή «κρεμμύδια τση (=της)…Βιτρι…νίτσας» ή «ωραί..ες ντομά..τες ή χει..μωνικά (=καρπούζια) ή πε..πόνια απ’ το ποτά..μι τση.. Κατοχής (=Αχελώο)»
Και συμπλήρωνε πολλές φορές επιδεικνύοντας στα χέρια του το μέρος από το εμπόρευμα που διαλαλούσε και που του το έδινε αυτός που του έβαζε για να διαλαλήσει για επίδειξη:
– Εδώ είναι η …μόστρα!
Και το περιέφερε γύρω του για να το δούνε και να πειστούν ότι πράγματι το διαλαλούμενο εμπόρευμα άξιζε να προτιμηθεί και να προσκληθούν αγοραστές.
Ακόμη διαλαλούσε τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των «βαποριών» των πλοίων πού καναν τότε τη συγκοινωνία του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα και μάλιστα την Πάτρα και τον Πειραιά.
Γιατί τότε είχαμε τρία-τέσσερα πλοία που έρχονταν στο λιμάνι καθημερινά για να συνεχίσουν την γραμμή του Αμβρακικού ή της Κέρκυρας κι ακόμη της Ιταλίας ή επέστρεφαν απ’ αυτά τα μέρη. Και τα πλοία αυτά ήσαν διαφόρων εταιρειών και συναγωνίζονταν μεταξύ τους και πολλές φορές άλλαζαν τα δρομολόγια τους σε ημέρες και ώρες ή και καθυστερούσαν λόγω καιρού, οπότε οι ταξιδιώτες έπρεπε να πληροφορηθούν έγκαιρα τα καθέκαστα.
– Σή..μερα ο «Αμβρα…κικός» θάρ..τει στις εννιά το πρωί κι ο « Πέ..τρος» θάρτει στις δε..κα.
Ακόμη διαλαλούσε σε λαϊκές εκδρομές, όταν διοργανώνονταν για τα λαϊκά πανηγύρια, με τα μεγάλα καΐκια της εποχής εκείνης. Υπήρχε το έθιμο να πηγαίνουν απ’ την παραμονή ενός πανηγυριού σε κάποιο χωριό η νησάκι γύρω απ’ την Ιθάκη τα καΐκια σημαιοστόλιστα με προσκυνητές όταν γιόρταζαν την τοπική τους γιορτή. Και τα καΐκια αυτά πήγαιναν τον κόσμο «τσάμπα» και τους γύριζαν ή την ίδια μέρα αργά και προπαντός μετά την λειτουργία ή την επόμενη.
Και συνήθως έρχονταν τα Κιοντιώτικα όταν γιόρταζε ο αη Γιάννης στις 24 Ιουνίου και πήγαιναν στον Καστό στο ίδιο πανηγύρι- γιατί κι ο Καστός έχει αη- Γιάννη κι ήταν εδώ, όσοι καταγόταν απ’ τον Καστό καραβοκύρηδες κι έμεναν στην πόλη μας τα καΐκια τους στη χάρη του «τοτίμπα» το πήγαινε-έλα τους. Όλα τα έξοδα του ταξιδιού, του καϊκιού, δηλαδή, ήταν των καραβοκύρηδων.
– Την Τετάρ..τη τα’ Αη Γιαννιού θα πά..η το μεγά..λο καίκι το Τριλιβαίικο στον Κα..στό και θα γυρίση…την άλλη μέρα. Κι ό…ποιος θέ…λει να πάει ό..λα τσάμπα. Ή,
– Το καίκι του καπτάν Θιλί..που (=Φιλίππου) θα πά..η προσκυνητές στον.. Καστό, τσά..μπα. Βοή..θεια του!
Όποιος θέλει να πάει!
Το ίδιο για τις Φρίκες των αγίων αποστόλων ή στην Κεφαλλονιά τ’ αη Γεράσιμου (16/8), στην Κέρκυρα(11/8) και τη Ζάκυνθο (24/8) για του Αγίου Σπυρίδωνα και τα΄αγίου Διονυσίου τα θαύματα.
Αργότερα –μεταπολεμικά σχεδόν ή ίσως προπολεμικά πόλεμος του Σαράντα – έκανε την εμφάνιση του ο Πάνος ο Σοφιανός, ο επιλεγόμενος «¨Νιαούμπαλος» ή «Ούμπαλος» που διαδέχθηκε το Λουλού στα τελευταία – και το τι έπαιζε ο κινηματογράφος.
– Αποό..ψε ο κινηματογράφος παί..ζει «Τα Ρόδα τ’Απρίλη» ή απόψε η Σέρλα Τέμπλα (Σίρλευ Τεμπλ) παίζει το…
Και πάντα «στην πλατέα» και πάντα παραφθορά σε κάθε λόγο και κάθε όνομα που αν μαζευόταν τότε θαχαν γεμίσει ολόκληρο βιβλίο μαζί με τη δική τους… αττική σύνταξη. Είναι πολλά και δύσκολο αν τα χρόνια περνάνε να συγκεντρώνονται τέτοια ανέκδοτα.
Ο Νιαούμπαλος πριν εξελιχθεί σε ντελάλη και ναυτικό ήταν και εργάτης και παρέμενε και τέτοιος και το βαρκάρη έκανε και κάθε δουλειά του ποδαριού. Κι ύστερα από χρόνο –με τους σεισμούς μάλλον του 1953-έγινε αθηναίος κι άφησε εκεί τα κόκαλα του.
Το Νιαούμπαλο τον διαδέχθηκε ο Γυόλας. Ήταν ο Μάκης (=Γεράσιμος) Παξινός ή Κουτσομύτης που επιλεγόταν έτσι από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας που φορούσε.
Ο Γυόλας έκανε μερικά χρόνια τον ντελάλη αλλά στο τέλος μετανάστευσε στην Αθήνα όπου κατοικεί εκεί ακόμη.
Τον Γυόλα αναπλήρωνε – σπάνιες φορές- ο αδερφός του Σπυρογιάννης Παξινός ή Καρτέρας που έχει ήδη πεθάνει προ χρόνων και στο τέλος τον διαδέχθηκε ο Σταύρος ο Κονταρής ο οποίος έκανε αρκετά χρόνια τον ντελάλη μέχρι που κι αυτός «μετανάστευσε» στην Αθήνα απ’ όπου ξαναγύρισε για λίγο καιρό και ξανάφυγε για ν’ αφήσει κι αυτός εκεί τα κόκκαλα του.
Έκτοτε εξαφανίστηκε το επάγγελμα του ντελάλη απ’ το νησί μας-εργάτες και φορτοεκφορτωτές ήταν οι μετά τον Νιαούμπαλο κατά βάση στο επάγγελμα – και τώρα η αναπλήρωση γίνεται με ένα μεγάφωνο που έχει εγκαταστήσει ο Δήμος Ιθάκης στην κεντρική Πλατεία από την οποία ο ίδιος ο Δήμαρχος πολλές φορές διαβάζει τις ανακοινώσεις του Δήμου ή όποιος άλλος έχει τις δικές του, μέσα από ένα καφενείο που έχει εγκαταστήσει το μικρόφωνο και τον ενισχυτή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ