Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΒΙΛΗ!!!
Αι εορταί που έγιναν προ ημερών στην Ήπειρο και στην Κέρκυρα για να τιμήσουν τη μνήμη του ξεχωριστού Ήρωα και ποιητή Μαβίλη, μου δίνουν αφορμή να γράψω κάτι που ξεχάστηκε και ξεχνιέται συστηματικά από όσους γράφουν γι’ αυτόν: η πατρίδα του, ή καλύτερα ο τόπος της γεννήσεώς του.
Αναδιφώντος Κερκυραϊκή συνάδελφο, αφιερωμένη σχεδόν ολόκληρη στην περιγραφή των εορτών και στη ζωή και το έργο του ποιητή, όχι μόνο πουθενά δεν είδαμε να αναφέρεται η Ιθάκη ως τόπος της γεννήσεώς του, αλλά τουναντίον σε ένα σχετικό άρθρο γράφεται οτι «ο Μαβίλης εγεννήθη εις την Κέρκυρα» ενώ η πραγματικότης είναι πως γεννήθηκε στην Ιθάκη «τας 6 Σεπτεμβρίου 1860 εις τας 2 μ.μ…» όπως λέει κατά λέξιν η γεννητήριος πράξις, πρωτότυπον της οποίας υπάρχει εις το Αρχειοφυλάκειον Ιθάκης.
Θα μου πήτε πως αυτό δεν έχει καμμιά εξαιρετική σημασία. Πως ο τόπος της γεννήσεως κάθε ανθρώπου δεν ημπορεί να ειπωθεί και πατρίδα του. Πως αφού ο Μαβίλης έζησε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα και της Κέρκυρας τις ομορφιές τόσο γλυκά ετραγούδησε στ’ αθάνατα σονέτα του, δεν μπορεί παρά να είναι και να λέγεται Κερκυραίος.
Ίσως όλ’ αυτά νάναι σωστά. Μα δεν μπορεί, ούτε πρέπει και να ξεχνιέται πως στο νησί μας το μικρό είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας. Άλλωστε και ο ίδιος όταν το 1911, ένα χρόνο προτού σκοτωθή ηρωϊκά στο Δρίσκο, ταξειδεύοντας από την Πάτρα στην Κέρκυρα αντίκρυσε την Ιθάκη, είπε «Εκεί εγεννήθηκα. Ναι. Εκεί πρωτοείδα το φως. Και πάντα τ’ αγαπάω το νησί μου».
Και ένα άλλο ακόμη: Ποιός μπορεί να αμφισβητήση πως ο τόπος που γεννήθηκε ο μεγαλόπνοος πατριδολάτρης ποιητής, δεν επηρέασε ολόκληρη τη ζωή και το έργο του; Γεννήθηκε σ’ ένα όμορφο νησί, μα μελαγχολικό, σ’ ένα λιμάνι που σε φύσεις ξεχωριστές γεννάει τον πεσιμισμόν. Έζησε τα πρώτα του χρόνια στο μέρος αυτό που το φως είναι λιγοστό και ο ορίζοντας ακροβοθώρητος. Όλ’ αυτά γιατί να μην πη κανείς πως είχαν επίδρασι στην κατοπινή ζωή του; Γιατί, στο διαλεχτό έργο του και πιο πολύ στα σύγκριτα σοννέτα του, που το καθένα είναι και ένα διαμάντι ατίμητο, παντού θα βρης διάχυτη μια μελαγχολία βαθειά, ένα κούφιο πόνο και μια φιλοσοφική απαισιοδοξία. Περισσότερο συλλογιέται τους νεκρούς, παρά τους ζωντανούς, – όπως λέει σε μια διάλεξή της η κ. Ειρήνη Δενδρινού, – κι ένα βαρύ παράπονο βογγάει μέσα σε τόσες αρμονίες, γιατί η ζωή ήταν πραγματικά πικρή για τον ποιητή, όχι πως πούχε φέρει εξαιρετικές δυστυχίες, αλλά γιατί ήταν καταπεισμένος πως αυτή καθαυτήν είναι ανυπόφερτο βάρος. Το κλασσικό γνωστό σοννέτο του «η Λήθη» τελειώνει:
Ά δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Πόση πίκρα και πόσον πόνο δεν κλειούν μέσα τους οι τρεις αυτοί ασύγκριτα λαξεμένοι στίχοι…
Όλ’ αυτά τα γράφω χωρίς καμμιά αξίωσι, αφού είναι και πράγματα αναπόδεικτα. Εκείνο που μένει από τους μεγάλους, γιατί μεγάλος ήταν και ο Μαβίλης, δεν είναι η πατρίδα αλλά το έργο τους. Και το έργο του Θιακού ή του Κερκυραίου ή καλύτερα του Έλληνα ποιητή είναι εκείνο που θα μείνη μαζύ με τον ωραίο θάνατό του. Γιατί ο μεγαλόπνοος τραγουδιστής χάρηκε δυο άγια δώρα: το Θάνατο και την Αθανασία.
ΑΙΑΣ ΝΙΚ. ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ
Οκτώβριος 1933