Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Εκείνα τα χρόνια (δεκαετία του ’60) συναντούσες περισσότερους και ζουμερότερους θιακούς στην περατζάδα από τα Ωνασέικα γραφεία στο θιακό καφενείο – στέκι, εδεκεί στο σταθμό, παρά στο Θιάκι το ίδιο. Ήταν οι πρόσφατα δολαροφέροντες που απολάμβαναν τη ζωή και κερνούσαν αδιάκριτα και οι δραχμόβιοι που περίμεναν εναγωνίως το μπάρκο και κερνιόντουσαν.
Στάση κλασική των σουλατσαδόρων στο Ρολόι, όπου τότε γυάλιζε όλα τα θιακά παπούτσια (που δεν ήταν πια του Κολαΐτη και των άλλων παπουτσίδικων, αλλά “όλου του κόσμου οι μάρκες”) ο Γωγάκιας, που δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέπραττε δολάριο και γυαλισιά καταναλώνοντας όλο του το σάλιο! Καθισμένος με το κασελάκι του στο υπήνεμο του ρολογιού απέναντι στο ΝΑΤ, αναρρίπιζε με μονολεκτικές φράσεις θιακές χιλιοειπωμένες αναμνήσεις που ανακάτευαν τη δροσιά του λιμανιού με κείνη του Λαζαρέτου και φούσκωναν από αναμνήσεις τα φιλοδωρήματα.
Εκεί, στη σκιά του εγκαταλειμμένου ρολογιού εκείνο το πρωινό ο Ζαρόγιαννης είχε μια ευτυχή συνάντηση απαντώντας τον καρδιακό του φίλο, τον Γιάννη τον Αραβανή (του παπά – Αλέκου), που αν και ταξίδευαν σε αντίπαλα ποτάμια (σε κοκκινοπόταμο ο Ζαρόγιαννης και σε γαλαζοπόταμο ο Γιάννης) κατέληγαν και ανακατεύονταν καταλυτικά στο ίδιο “Δέλτα”, το θιακό, έχοντας πάμπολλα κοινά με τη δική τους “λυμένη” γλώσσα, εκείνη του κρασιού. Μόλις λασκάρισαν απ’ το αγκάλιασμα, ξεχύθηκαν τα “θυμάσαι, βωρέ”, πολλά θυμάσαι, που έστρεψαν τις ματιές τους κατά τη θάλασσα την ίδια που’ μπαινε και στο Θιάκι. Είπανε για τα μπάρκα τους, για τους πουστ… τους καπιτανέους και τους μηχανικούς, για τα οβερτάιμ και τα έξτρα (έλα, βωρέ, μαζί μου σ’ άλλο μπάρκο, να σε θάψω σε δαύτα!) είπε απλόχερα ο Γιάννης και το’ φερε η κουβέντα στον Τζερετζέκο. Εκεί στάθηκαν για λίγο καταγράφοντας την πρόοδό του και τη ναυτοσύνη του, σύμφωνα με όσα κατέθεσε τις προάλλες σε τραπέζι του καφενείου, ο Μωσαντέκ. (Βωρέ, σας λέω παίζει πυξίδα και τιμόνι στα δάχτυλα και πάει η εποχή που του κρεμάσανε το σκόρδο… τώρα τιμονεύει στο Σουέζ, μα τη Μπαναγία! – Θυμάσαι, βωρέ, που όταν πρωτόπιασε τιμόνι άκουσε φωναχτά το “όλο δεξιά” και βγήκε κουτρουβαλώντας απ’ την αριστερή πόρτα; – ερμήνευσε το παράγγελμα “όλο δεξιά” για “ούλοι δεξιά” και το δεξιά το μπέρδευε με το αριστερά!)
Θυμηθήκανε τον γάιδαρο τση Μυτέρως που “τση τόνε βάψαμε κόκκινο πατόκορφα, και θυμάσαι, βωρέ, τι είπε;” – “Αν θυμάμαι, βωρέ”… απαντά ο μαστρο – Γιάννης “μου την εκάνανε τη δουλειά οι παλιόμουλοι, οι κωλοκομουνισταρέοι” – “Όχι, βωρέ… κουμουνισταράδες είπε και τα’ βαλε με μένα και τον Λατινιέρη, που είχε κόκκινη μπογιά στην πόρτα του!” Είπανε, είπανε πολλά… και στο τέλος ο μαστρο – Γιάννης έσκασε το μεγάλο νέο κι έκανε και τη μεγάλη πρόταση. -” Τα’ μαθες, βωρέ, ο φίλος μας ο … (δυστυχώς δεν κράτησα το όνομα), καραβομάγειρας άνοιξε ταβέρνα στην Αγία Βαρβάρα. Φκιάνει λέει μεγαλεία και φέρνει και περαχωρίτικο μαύρο, δυναμίτη, λέω να πάμε. Έχει, βωρέ, ούλες τσι συνταγές, γιδόσουπες τση Φίλως, πατσάδες του Λευτέρη, γαρδούμπες του Γυαλάκια, παστίτσια τσ’ Ευθυμιούλας, γεμιστά του Γιάννη τση Κωνστάντως!” – “Να πάμε, βωρέ, αλλά για πες μου πως θα πάω ά δε βρεθούμε”, λέει ο Ζαρόγιαννης. – “Άκου δω, βωρέ… εδεπά στη στάση τσ’ αγίας Τριάδας θα πάρεις το λεωφορείο για την Αγία Βαρβάρα στο Αιγάλεω, μην μπερδευτείς με την Αγία Βαρβάρα μεσ’ το Φάληρο, θα περάσεις μπροστά απ’ την Υπαπαντή, θα πας, θα πας, κι όταν θα φθάσεις σ’ ένα δρόμο με παρτέρι, Αγίων Πάντων λέγεται, θα κατέβεις στη στάση του Αγίου τση Αίγινας, πως τονε λένε, βωρέ, και θα προχωρήσεις δυο δρόμους… Εκεί θα δεις την οδό Αναπαύσεως κι είκοσι μέτρα μετά είναι ένα αδιέξοδο μ’ ένα εκκλησάκι των αγίων Κοσμά και Δαμιανού… εδεκεί στο στενό είναι η ταβέρνα..”
Ο Ζαρόγιαννης, που προσπάθησε μάταια να συγκρατήσει εκείνο το “άγιο” ταξίδι (ο Γιάννης ήταν παπαδοπαίδι και το’ βρισκε πιο εύκολο), αλλά και το θυμό του που αγιοφούσκωνε γούρλωσε το μάτι του, ανατσουτσούρωσε το υπόλοιπο του τσουλουφιού του και είπε το αμίμητο: “Γαμώ τσ’ Αγίους Πάντες, που τσι ξέχασα… δεν μπάω πουθενά, βωρέ, κι άε στο γέρο το διάουλο πρωί – πρωί, γιέ του παπά – Αλέκου, κωλαγιόπαιδο!”
Κάπου κει, μ’ άλλες δυο αγκαλιές ξαναχωρίσανε για να ξαναβρεθούνε.
Αφηγηματικός πυρήνας του αείμνηστου Θεόφιλου Καρατζή στο Δημήτρη Παίζη. Ας σημειώσω πως το συγκεκριμένο κομμάτι μου το’ πε τηλεφωνικά απ’ το κρεβάτι του πόνου, στις τελευταίες του μέρες.