ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ*
Στο Πακιστάν, τις Ινδίες και το Μπαγκλαντές, πολλοί άνθρωποι, έχουν για επάγγελμα τη ζητιανιά.
Σ’ αυτά τα μέρη, είναι κάτι πολύ φυσικό και δεν φαίνεται να ξενίζει κανέναν. Όπως σ’ άλλα μέρη ξεκινάει ο άνθρωπος το πρωΐ για τη δουλειά του, εκεί βγάζει μεροκάματο, ζητιανεύοντας! Μάλιστα, ο γονιός μαθαίνει τα παιδιά του από μικρά την τέχνη του ζητιάνου κι έτσι αυτό το είδος της “οικιακής” βιομηχανίας προοδεύει όσο ο αριθμός των μελών της οικογένειας μεγαλώνει.
Αναφέρομαι σε αυτές τις χώρες, όχι γιατί σ’ άλλα μέρη δεν υπάρχουν ζητιάνοι, αλλά γιατί την ιστορία που θ’ αφηγηθώ την έζησα σε μια από αυτές.
Σε διάφορα “πολιτισμένα” κράτη και ειδικά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όχι μόνο δεν υπάρχουν ζητιάνοι, αλλά η ζητιανιά απαγορεύεται με νόμο. Αυτό που επιτρέπεται και έχει εξελιχθεί εκεί σε τρόπο ζωής, με ηθικές και πνευματικές προεκτάσεις είναι δύο πράγματα: Η τράκα και τα δανεικά και αγύριστα.
Επειδή όμως ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο μπορούν να φορολογηθούν, όπως και η ζητιανιά, οι κυβερνήσεις αυτών των “πολιτισμένων” κρατών, για να καλύψουν τις ανάγκες τους και τα έξοδά τους, μεταχειρίζονται ακριβώς τα ίδια κόλπα με τους ατσίδες πολίτες τους, μόνο που χρησιμοποιούνε αλλιώτικη ορολογία.
Δηλαδή, την τράκα την έχουνε βαφτίσει “οικονομική ενίσχυση” (Σχέδιο Μάρσαλ, Ευρωπαϊκή Κοινότητα κ.λ.π.) και τα δανεικά κι αγύριστα τα ονοματίσανε “οικονομικές πιστώσεις” (Δάνεια της Διεθνής Τράπεζας, από Ευρωπαϊκές Τράπεζες κ.λ.π.).
Καμιά φορά βέβαια, οι οικονομικές πιστώσεις δηλ. τα δανεικά κι αγύριστα, καταλήγουνε σε χρεοκοπία, όμως είναι μία περίπτωση με ξεχωριστό ενδιαφέρον γιατί φέρνει και μια κάποια οικονομική στενότητα στους τρακαδόρους, που μπορεί να τους σπρώξει στο τραγικό σημείο ν’ αφήσουνε το τάβλι και ν’ αρχίσουν να κοιτάζουν για δουλειά.
Εδώ που τα λέμε, αυτή η τέλεια εναρμόνιση ανάμεσα στις κυβερνήσεις των “εξελιγμένων” κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στους πολίτες τους, είχε σαν αποτέλεσμα αυτά τα κράτη “ν’ ανέβουν” οικονομικά και πολιτιστικά και οι κάτοικοί τους να μη ζητιανεύουν.
Αυτή τη μικρή παρένθεση την έκανα από ένα αίσθημα… ιστορικής ευθύνης σ’ αυτά τα κράτη (και του εαυτού μου πούναι πολίτης ενός απ’ αυτά) και τώρα ξαναγυρίζω στο θέμα μου.
Απ’ ότι φαίνεται τα κράτη στην Ινδική χερσόνησο, ούτε πολίτες με ευρωπαϊκή φαντασία έχουν, ούτε οι κυβερνήσεις τους διαθέτουν μεγάλα οικονομικά κεφάλια, κι έτσι οι ζητιάνοι εκεί είναι πολλοί και η ζητιανιά νόμιμη. Ο μεγάλος όμως ανταγωνισμός ανάμεσα στους ζητιάνους, απ’ τη μια μεριά τους έχει κάνει λιτοδίαιτους (σ’ αυτό ίσως βοηθάει λιγάκι και ο Βουδισμός) κι από την άλλη τους έχει κάνει εφευρετικούς και με προσωπικό στυλ τον καθένα. Μπορεί δηλαδή να δει κανείς ένα ζητιάνο 70-80 χρονών, με κάτασπρα γένια και μαλλιά, νάχει απλωμένο το χέρι στους διαβάτες και να λέει “No mam, no papa”. Άλλος πάλι να ζει για μέρες με μια χούφτα ρύζι. Παιδάκια βρώμικα, ντυμένα με κουρέλια και με παραμορφωμένα χέρια ή πόδια (ή που τάχουνε μάθει να προσποιούνται οτι τα χέρια τους ή τα πόδια τους είναι παραμορφωμένα), πιάνουν τους περαστικούς από τα ρούχα και δε τους αφήνουν αν δε τους δώσουν κάτι. Πιο κάτω μπορεί να δει κανείς κάποιον να στέκεται για ώρες με το κεφάλι κάτω και τα πόδια απάνω, μπροστά από ένα τσίγκινο πιατάκι.
Όλα αυτά φτιάχνουν μια φρικιαστική εικόνα κι αναρωτιέται κανείς που έχουν καταχωνιαστεί ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη. Αυτοί οι άνθρωποι φαίνονται σαν νάνε ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, σαν να ζούνε κάπου, όπου η αγάπη είναι μια άγνωστη λέξη. Ασυναίσθητα έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Αραγκόν, που ειπώθηκαν για κάποιους άλλους ανθρώπους, “η πείνα είναι γι’ αυτούς το ίδιο φυσική όσο σ’ εμάς το συνάχι”, αλλά την ίδια στιγμή, αυτό το “εμάς” γίνεται ένας τρομερός προβληματισμός και μια αβάσταχτη ενοχή απέναντι στο συνάνθρωπό μας που ζητιανεύει. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για τα αίτια αυτής της τραγωδίας κι ακόμα περισσότερα για τον “πολιτισμένο” άνθρωπο, πούχει φτιάσει τον ΟΗΕ, τις Φιλόπτωχες, με τις νευρωτικές τους κυρίες κι ένα σωρό άλλα ιδρύματα που πετάνε ξεροκόμματα, αλλά αυτά είναι έξω από τούτη τη γραφή.
Αυτό πούχω να διηγηθώ είναι μια ιστορία ζητιανιάς που μούτυχε στο Τσιταγκόν του Μπαγκλαντές κι είναι πολύ χαρακτηριστική και πρωτότυπη. Από μια άποψη φαίνεται κωμική, αλλά ίσως νάναι και τραγική. Στ’ αλήθεια ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιά είναι η διαφορά, αν υπάρχει, ανάμεσα στη κωμωδία και τη τραγωδία, γι’ αυτό αν αυτή η ιστορία είναι τραγική και καθόλου κωμική, δεν πρέπει να με παρεξηγήσει κανένας και να μου πει οτι τα μπέρδεψα. Στο κάτω – κάτω όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι γιομάτος αγάπη, αλλά δεν κάνουμε τίποτε άλλο από να πολεμάμε και να εκμεταλλευόμαστε το συνάνθρωπό μας, αυτό πως θα το ονοματίσουμε, τραγωδία, κωμωδία ή γελοιότητα.
Η Τσιταγκόν είναι ένα από τα πιο βρώμικα λιμάνια του κόσμου. Απάνω στα νερά του περιφέρονται όλων των λογιών σκουπίδια, ψοφίμια, ακόμα και πεθαμένοι. Στη προκυμαία γίνεται ένα τρελό στροβίλισμα από σκουπίδια, φορτία, σκελετωμένους εργάτες και σκύλους, τετράπαχους αρουραίους και ξυπόλυτους αστυφύλακες. Στη πόλη υπάρχει μια πολύ μεγάλη πλατεία και ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο, με δέντρα στη μέση και φωτισμό το βράδυ, μόνο πούναι πολύ καθαρή και… χαλάει το τοπίο του γύρω σκουπιδαριού. Έξω απ’ αυτή τη λεωφόρο, η “ρυμοτομία” συνεχίζεται με χωματόδρομους γιομάτους πέτρες και λακκούβες, σοκάκια και καντούνια με λίγο ή καθόλου φωτισμό.
Ο πολύς κόσμος ζει ανάμεσα σε παράγκες και το καλοκαίρι που φυσάνε τα νοτιοδυτικά μουσώνια, με τις ασταμάτητες νεροποντές τους, οι περισσότερες καταστρέφονται. Μαζί με τις παράγκες παρασέρνεται και το λιγοστό νοικοκυριό κι ένα – δυο ζωντανά που μπορεί να υπάρχουν. Μετά έρχεται και η χολέρα για να λύσει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού και να μικρύνει τον αριθμό των αστέγων.
Αντίθετα, οι λίγοι, αυτοί που πάντα καταφέρνουν να εκμεταλλεύονται τους πολλούς, ζουν σε στέρεα και ευρύχωρα σπίτια, κτισμένα σε υψώματα, χωμένα στα δένδρα και μακρυά από το πόπολο της παράγκας.
Σπάνια βλέπει κανείς γυναίκα στους δρόμους της Τσιταγκόν και αυτή, τις περισσότερες φορές θα φοράει φερετζέ, όσες φορές πήγα σε σπίτια ποτέ δεν είδα γυναίκα. Την γυναίκα δεν πρέπει να τη βλέπει ο ξένος. Γι’ αυτή τη συνήθεια πολλά μπορεί να διαβάσουμε στα βιβλία του Ταγκόρ, πάντως ο δρόμος που είναι τα μπ…… στη Τσιταγκόν είναι ατελείωτος. Όπως φαίνεται τα πιο γερά συστατικά της ανθρώπινης φύσης είναι η αντινομία και η υποκρισία.
Πήγα και στο ζωολογικό κήπο να δω τις περίφημες τίγρεις της Βεγγάλης μα ήταν τόσο σκελετωμένες οι κακομοίρες από την πείνα, που έφυγα κατατρομαγμένος γιατί μου θύμιζαν την Αθήνα του ’41. Δεν τις άφηναν τις ταλαίπωρες στις ζούγκλες τους, κάτι θάβρισκαν να φάνε.
Έχουν κτίσει ένα τεράστιο ξενοδοχείο, πούναι αριστούργημα αρχιτεκτονικής, όπου μπορεί κανένας να κάνει τη γνωριμία του μ’ αυτό που λέμε ανατολίτικη χλιδή. Έχει πισίνες, εστιατόρια, πολύχρωμο διάκοσμο, μπαρ, ξένες ορχήστρες και ό,τι γενικά χρειάζεται ένας παραλής καλοπερασάκιας. Περιτριγυρίζεται από παράγκες, χαμόσπιτα, μπουγαδόνερα, ζητιάνους, βρώμικες αγορές, καπνιά και τσίκνα που βγαίνουν από τα γύρω καπηλειά – παράγκες. Αυτό το ξενοδοχείο – παλάτι ή ξενοδοχείο – πρόκληση, που ορθώνεται στη μέση της ανθρώπινης δυστυχίας και μιζέριας, κρύβει τόση κοροϊδία και ειρωνεία του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του, όπου μόνο στα Συντάγματα των “δημοκρατικών” κρατών μπορούμε να συναντήσουμε και πιο συγκεκριμένα σ’ εκείνη τη παράγραφο που λέει πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι αναμεταξύ τους.
Πάλι παρασύρθηκα με τη … φιλοσοφία και ξέχασα την ιστορία μου.
Στη Τσιταγκόν έμεινε το καράβι πολλούς μήνες και σχεδόν κάθε βράδυ πήγαινα σε μια ταβέρνα που την αυλή της τη περιτριγύριζε μια ψηλή μάντρα και μου θύμιζε τη ταβέρνα του Μπαρδαβίλια στη γειτονιά μου, τη Πλατεία Κυριακού. Η μάντρα ήτανε ασβεστωμένη κι απάνω της έτρεχαν κισσοί. Μέσα στην αυλή υπήρχαν γλάστρες και δύο φοινικόδεντρα. Το κάθισμα απ’ τις καρέκλες ήταν ψάθινο, τα τραπέζια ξύλινα κι αντί για τραπεζομάντηλο χρησιμοποιούσαν λαδόχαρτο πούκοβε κανείς ένα κομμάτι και τόκανε πετσετάκι. Τη μια από τις τέσσαρες πάντες της αυλής την έπιανε η κουζίνα. Μπροστά από τη κουζίνα υπήρχε μια μεγάλη φουφού (φουφού δεν είχε ο Μπαρδαβίλιας), και μια σκάφη με ζυμάρι όπου ένας μάγειρας, με σβέλτα και επιτήδεια χέρια έφτιαχνε τηγανόψωμα. Τα τηγανόψωμα πούβγαιναν από τη φουφού ήταν δυο λογιών, τόνα το πολύ ψηλό, σαν τσιγαρόχαρτο, το λέγανε τσαπάτι (ίσως η ονομασία νάταν κάπως διαφορετική, μια όμως και το πρόβλημα δεν είναι ποτέ στην ονομασία αλλά στην όρεξη, δεν χάθηκε κι ο κόσμος). Είχανε και μπρούσκο κρασί από το Αφγανιστάν (ούτε απ’ αυτό είχε ο Μπαρδαβίλιας, μόνο την αξέχαστη λαγαρή βαρελίσια ρετσίνα). Το πιο καλό φαΐ πούβγαζε η κουζίνα, ήτανε κοτόπουλο με μια καυτή, όλο μυρουδικά σάλτσα πούκανε τα τηγανόψωμα πιο νόστιμα.
Τα βράδυα πούβγαινα απ’ το βαπόρι για τη ταβέρνα, έπαιρνα ένα ρίκσο (ένα δίτροχο αμαξάκι, ζευγμένο σ’ ένα ποδήλατο) που τ’ οδηγούσε ο Μαχμούτ, ένα χαριτωμένο παιδάκι πούχε βγει στη βιοπάλη από τότε που στηρίχθηκε στα πόδια του. Τότε θάταν γύρω στα δεκαπέντε. Τι είναι σχολείο δεν τόξερε ο Μαχμούτ. Μόλις αφήναμε τη πύλη του ντόκου, ανηφορίζαμε για λίγο και μετά βγαίναμε στη μεγάλη λεωφόρο, όπου τρέχαμε γύρω στο χιλιόμετρο απάνω στην άσφαλτο κι ύστερα στρίβαμε αριστερά. Αυτό το σοκάκι ήτανε κατασκότεινο και γιομάτο λακκούβες και μόνο καμμιά ανταύγεια από το φεγγάρι μπορούσε να πέφτει εδώ κι εκεί, γιατί είχε πολλά και ψηλά δέντρα. Στο δεξιό μέρος του σοκακιού δεν υπήρχαν παράγκες μόνο ένα πεζουλάκι, μπροστά από τα δέντρα, καμμιά 20-25 εκατοστά ψηλό και 2-3 μέτρα μακρύ. Στην άκρη του πεζουλιού ήτανε ένας γέρος ζητιάνος με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και λίγο πιο πέρα ένας άλλος που καθότανε απάνω στις γάμπες του. Όπως είπα, το δρομάκι αυτό ήτανε θεοσκότεινο και τα μόνα πράγματα που μπορούσε να δει κανείς τη νύχτα, ήταν τ’ άσπρα γένεια των ζητιάνων που αντιφέγγιζαν μέσα στο σκοτάδι και καμμιά ανταύγεια από τα δύο τσίγκινα πιατάκια στο κάτω μέρος του πεζουλιού. Καμμιά τριανταριά μέτρα αφότου αφήναμε το πεζουλάκι, στρίβαμε πάλι αριστερά και μπαίναμε σε χωματόδρομο γιομάτο πέτρες. Αυτός ο δρόμος φωτιζότανε λιγάκι από το πορτόνι της ταβέρνας, που ήταν καμμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω.
Μόλις αφήναμε το πεζουλάκι με τους ζητιάνους και πριν στρίψουμε στο δρόμο για τη ταβέρνα, ο Μαχμούτ πάντα γύριζε το κεφάλι του κατά μένα και μου χαμογέλαγε. Αυτή η κατάσταση συνεχιζότανε για βδομάδες και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί σ’ αυτό το σημείο άρεσε του Μαχμούτ να χαμογελάει. Μια – δυο φορές που τον ρώτησα, δεν κατάλαβα γρι από τη τοπολαλιά του. Στην αρχή νόμιζα οτι αιτία για το γέλιο του Μαχμούτ, ήτανε από χαρά, γιατί η περιπέτεια από το ταρακούνημα μέσα στους γιομάτους πέτρες και λακκούβες δρόμους, έπαιρνε ένα τέλος, μια και κοντοζυγώναμε στη ταβέρνα με τη φουφού. Με το καιρό όμως αυτή η εξήγηση δεν μου φαινότανε καθόλου πειστική, αλλά αντί να εκνευρίζομαι συνήθισα σ’ αυτή την ιστορία και μόλις γύριζε ο Μαχμούτ το κεφάλι του, ανταπόδιδα το χαμόγελο. Πολλές φορές μάλιστα, χαμογέλαγα πριν ακόμα γυρίσει ο Μαχμούτ, έτσι από συνήθειο. Εδώ πρέπει να πω πως από μικρός, όταν μου χαμογελούσε κάποιος, ανταπόδιδα αμέσως το χαμόγελο. Αν μάλιστα αυτός ο κάποιος ήτανε θηλυκό, τότε χαμογέλαγα όσο πιο όμορφα μπορούσα. Η ιστορία όμως αυτή με το Μαχμούτ, με το καιρό άρχισε να μου φαίνεται οτι κρύβει και κάποιο μυστήριο. Στο τέλος έπεισα τον εαυτόν μου οτι μπορούσε να είναι ένα από τα πολλά μυστήρια της ανατολής που για μας, πολλές φορές, είναι ανεξήγητα.
Ένα πρωί βγήκα πολύ νωρίς από το καράβι και γύρω στις 2-3 μετά το μεσημέρι τελείωσα τις δουλειές μου. Επειδή πείναγα και η ζέστη δεν ήτανε μεγάλη εκείνη τη μέρα, αποφάσισα να πάω για φαΐ στη ταβέρνα με τα τηγανόψωμα.
Μόλις στρίψαμε στο δρόμο με το πεζουλάκι, είδα τους δυο ζητιάνους στην ίδια θέση όπως πάντα. Κοιτάζοντας όμως αυτόν που καθότανε πάνω στις γάμπες του, αντίκρισα ένα θέαμα τόσο ανατριχιαστικό, που μ’ έκανε να γυρίσω το πρόσωπό μου από την άλλη μεριά. Αυτό που είδα ήταν ένα μαύρο φίδι που ξεκίναγε 1-2 εκατοστά πάνω από το τσίγκινο πιατάκι και χωνότανε στα σκέλια του, κάτω από τη κελεμπία. Κοντοζυγώνοντας, από περιέργεια ξανακύτταξα αλλά με έκπληξη ανακάλυψα οτι το μαύρο φίδι, δεν ήτανε φίδι αλλά το πέος του ζητιάνου. Αυτό το “φίδι” θα πρέπει νάτανε πάνω από μισό μέτρο. Εκείνη τη στιγμή γύρισε κατά μένα ο Μαχμούτ και μου χαμογέλασε, μόνο που αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να ανταποδώσω, γιατί το γέλιο μου είχε πετρώσει.
Έτσι λύθηκε το μυστήριο με το χαμόγελο του Μαχμούτ. Από τότε όμως απόκτησα ένα καινούργιο συνήθειο. Όταν κάποιος, μου χαμογελάει, πριν ανταποδώσω κοιτάζω ολοτρίγυρα (είναι και η ρημάδα η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τέτοια, που πρέπει νάναι κανένας πολύ προσεκτικός, ειδικά με τα χαμόγελα των πολιτικών).
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ
*Συνεργασία του καπετάνιου Νίκου Α. Μουσούρη που δημοσιεύτηκε στις 20 Απριλίου του 1990 στο περιοδικό HELLENIC HORIZON MAGAZINE της Αμερικής.