ΚΑΡΕ ΤΗΣ ΝΤΑΜΑΣ…
Μέρες χρονιάρες… Μέρες που η καρδιά του κάθε ταξιδιάρη ναυτικού νοσταλγεί σπιτίσια ζεστασιά, μιαν ευχή από χείλη αγαπημένου προσώπου, ένα χάδι με περίσσια τρυφερότητα, κάποιες στιγμές γύρω από ένα γιορταστικό τραπέζι μ’ όλη την οικογένεια συγκεντρωμένη σ’ αυτό…
Μέρες χρονιάρες… Κι η θύμηση να σε φέρνει όλο και περισσότερο από κάθε άλλη φορά κοντά σ’ εκείνα που περνάνε σαν κοφτερό μαχαίρι πάνω στην πληγή της νοσταλγίας και την κάνουν να αιμορραγεί ασταμάτητα… Οι μέρες αυτές, οι χρονιάρες, σ’ ένα πόρτο δεν είναι τόσο δύσκολες. Μα ταξιδεύοντας σαν τις περνάς, όλα νομίζεις πως σε πειράζουν. Έτσι, δε θα προσθέσουμε τίποτα καινούργιο αν πούμε πως η κουζίνα κι ο μάγερας έχουν πάντα – μα πιο πολύ τότε – τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη ζωή των ναυτικών.
Εκείνος ο Δεκέμβρης – θυμάμαι – μας είχε παρουσιάσει στο καράβι ένα σωρό δυσκολίες. Μα η χειρότερη ήταν που ο μάγερας είχε αλλάξει τελευταία τρεις παραμαγειρους, τον ένα κατόπιν του άλλου…
Ο πρώτος έφυγε μοναχός του, μετά από ένα καυγά με τον μάγερα.
Ο δεύτερος δεν του έκανε – δεν ήτανε λέει, σβέλτος! Έδωσε – πήρε, λοιπόν, τον εσυνέβγαλε! Ήρθε κι ο τρίτος – όταν πιάσαμε Πόρτο Ρίκο – ένα συμπαθητικό παιδί απ’ την Πελοπόννησο, ψηλό, λιγνό, μ’ ένα μουστακάκι – σα να το βλέπω τώρα μπροστά μου. Τον έλεγαν Βαγγέλη.
Ο μάγερας, μόλις τον είδε τον εστραβοκοίταξε, τούριξε κατόπιν μερικές γρήγορες ματιές τυλίγοντας τον απ’ την κορφή ως τα νύχια και βάλθηκε κάτι να μουρμουρίζει.
– Τι έχεις πάλι; τον ερώτησε το καμαροτάκι, που δεν το εχώνευε.
Δε σου κάνει η φάτσα του; Εσύ, πια εκεί το πας, απ’ ότι βλέπω…
Ο μάγερας, μουρμούρισε πάλι κάτι ακατάληπτο μέσ’ στα δόντια του κι έπειτα γύρισε απότομα στο νεοφερμένο:
– Μουστάκι, τέρμα! δήλωσε, κάνοντας μια κοφτή κίνηση με το χέρι.
Ο Βαγγέλης δεν αντιλήφθηκε, αλλά τον εκοίταξε παραξενεμένα.
– Δεν εκατάλαβες τι είπα; επανέλαβε ο μάγερας. Μαγειρική και τρίχες δεν κάνουν καλό χωριό… Λοιπόν, όσο το χάρηκες το χάρηκες το μουστάκι. Ξύρισε το, αν θέλεις να τα πάμε καλά.
– Τι λέει ετούτος ; γύρισε σε μας ο παραμάγερας, έξω φρενών. Είναι με τα καλά του ο άνθρωπος; Τι σχέση έχει το μουστάκι με τη μαγειρική, σάμπως θ’ αρχίσω να το
μαδάω μέσ’ την κατσαρόλα ;… Δεν το ξυρίζω, έστω κι αν έρθει η ίδια μου η μάνα να με παρακαλέσει…
Η διαφωνία συνεχίστηκε, όλο και σ’ οξύτερο τόνο. Το ζήτημα έφτασε και μέχρι τον καπετάνιο, που κάλεσε το μάγερα και τούκαμε παρατηρήσεις.
– Τι θα γίνει μ’ εσένα, φίλε ; Ο ένας σου ξινίζει κι ο άλλος σου βρωμάει… Άσε το παιδί να ιδείς πρώτα τι θάνε σα βοηθός κοντά σου και το… μουστάκι του μη σε απασχολεί καθόλου! Αναλαμβάνω εγώ “δια τα περαιτέρω”…
Ο μάγερας πειράχτηκε απ’ τη λεπτή ειρωνεία του καπετάνιου, του ψάλλαμε κι όλοι μας τα υπόλοιπα, έτσι μη βρίσκοντας κανέναν για σύμμαχο σκέφτηκε να μας τη φέρει διαφορετικά. Λούφαξε λίγες μέρες μέχρι που πιάσαμε Λισσαβόνα κι εκεί αιφνιδιαστικά μας απαράτησε κι έφυγε για την Ελλάδα.
Μείναμε, λοιπόν, χωρίς μάγερα και σε μία βδομάδα ήταν τα Χριστούγεννα ! Η ναυτική… φρασεολογία, είχε πάρει σ’ όλων μας τα στόματα τέτοια έκταση, που δεν αφήσαμε παραπονεμένη καμία λέξη απ’ το λεξικό της πλώρης… Ο φουκαράς ο Βαγγέλης, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μετριάζει τις ελλείψεις, μα τι να σου κάμει… Δεν είχε μεγάλη πείρα. Ο καπετάνιος τραβούσε τα μαλλιά του. Και μόνο σαν έφτασε η απάντηση στο υπερεπείγον τηλεγράφημα που έστειλε στο γραφείο πως έρχεται μάγερας, ξαναβρήκαμε τη γαλήνη μας. Πραγματικά, στο επόμενο πόρτο, δεχτήκαμε τον καινούργιο. Του κάμαμε – θυμάμαι – μία σχεδόν πανηγυρική υποδοχή, επιδιώκοντας να πνεύσει απ’ την αρχή ευνοϊκός άνεμος στις σχέσεις μας, για να μη μας αφήσει κι αυτός στα κρύα του λουτρού, μέρες πού ‘τανε.
Ο μάγερας, σάστισε, βρίσκοντας τόσο εγκάρδιο περιβάλλον…
Ο Γιάννης, ο τρίτος μηχανικός, βρέθηκε να τον γνωρίζει, γιατί είχαν κάμει μαζί και σ’ άλλο καράβι. Βρε, βρε, βρε!… Καλώς το Λευτέρη ! Καλώς “του Λευτε’ρ’ του καλό π’δί ” ! του φώναξε χτυπώντας τον στις πλάτες. ” Του καλό π’δί ” στόλισε αυτοστιγμεί το πρόσωπο του μ’ ένα χαμόγελο απ’ το εν’ αυτί στ’ άλλο ! Έφεξε ολόκληρος από χαρά.
– Ουρέπατριουτάκια! έκαμε ενθουσιασμένος. Είσαστι ουρέ τόσου καλοί ούλοι σας ουόσο φαίνιτι;
Αυτό ήτανε. Από κείνη τη στιγμή αρχίνησε το πανηγύρι… Κάτι ο ενθουσιασμός πούρτε ο μάγερας, κάτι η ιδιόμορφη ρουμελιώτικη προφορά του, έτσι μέσα σε λίγες ώρες με το καλαμπούρι και την ευθυμία, βρεθήκαμε να μιλάμε όλοι ρουμελιώτικα!
– Σταματήστε μωρέ παιδιά… φώναξε ο μαρκόνης. Σταματήστε για το Θεό, γιατί θα με κολλήσετε κι εμένα και θα στείλω κανένα μήνυμα σε τέτοια γλώσσα, που όλοι οι
γλωσσολόγοι του κόσμου δε θα καταφέρουν να το εξηγήσουν… ,
Έτσι, με γέλιο κι ευχαρίστηση γιορτάσαμε και τα Χριστούγεννα, που με τα διάφορα εδέσματα που παρασκεύασε “ου Λευτέρ’ς ” γλύφαμε όλοι τα δάχτυλα μας.
– Βρε Λευτέρη… τον πειράζαμε. Φκιάνουν στ’ Άγραφα τέτοια φαγητά; Εμείς λέγαμε πως εκεί πάνω είσαστε μονάχα για πίτες και κοκορέτσι…
– Ουόχι, μουρέ πιδιά… δίν είνι αγραφιώτικα ιφτούνα… Ιγώ δούλιβα μικρός σι ριστουράν, στην Πάτρα… μας εξηγούσε.
Αλλά, μέσα σ’ όλα, είχε κι έναν καημό. Τις μέρες εκείνες, θα γεννούσε η γυναίκα του το τρίτο παιδί και δεν ήταν ευχαριστημένος που μπαρκάρισε έτσι άρον – άρον.
– Δίν τόθελα μουρέ παιδιά να την αφήσου τελευταίες μέρες. Ιξάλου, τώρα πιριμένουμι κι του διάδοχου !
Ο μάγερας είχε δύο κοριτσάκια κι ο μεγάλος καημός του, όπως μας έλεγε, ήτανε ν’ αποχτήσει αγόρι.
– Το διάδοχο; τον πειράζαμε. Μα είσαι σίγουρος, καημένε Λευτέρη, πως θ’ αποκτήσεις αγόρι;
Έκανε μία κίνηση που δε σήκωνε αντίρρηση κι αμφιβολία.
– Σιγουρότατους! Αφού σ’ λέου κοιτάξαμι τα φιγγάρια…
Μούπε τουν τρόπου μία θειάκω μ’ !…
Γέλιο που γινόταν σε τέτοιες στιγμές ! Μα το Λευτέρη δεν τον ένοιαζε, ό,τι κι αν του λέγαμε γιατί ήταν καλόβολος κι εδεχόταν ολονών τα πειράγματα. Μόνο που όσο περνούσαν οι μέρες γινόταν όλο και πιο νευρικός απ’ την αναμονή.
Πήγαινε κι ερχόταν συνεχώς στην καμπίνα του ασυρμάτου.
– Κύριε μαρκόνη… Μην ήρτι τίπουτις, πιρικαλώ ;
– Όχι, Λευτέρη, υπόμεινε… θα σε ειδοποιήσω μόλις έρτει… τούλεγε κείνος, μα στην πραγματικότητα τον είχε βαρεθεί.
– Έχετε το νου σας εσείς οι άλλοι, μας έλεγε. Και πέστε στον παραμάγερα νάχει τα μάτια του ανοιχτά και να προσέχει τι ρίχνει στο καζάνι ετούτος, μέχρι να γεννήσει η γυναίκα του, γιατί όπως έχει τώρα ο Λευτέρης το νου του διαρκώς εκεί, μπορεί να μας ρίξει τρινάλ αντί γι’ αλάτι στο φαί…
Έφτασε κι η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μ’ ακόμα η πολυπόθητη είδηση για το Λευτέρη δεν είχε έρτει. Ο εκνευρισμός του ήταν πια στο έσχατο σημείο.
– Όταν διν έρτ’ κι σήμιρις του τηλιγράφημα, διν είνι για καλό… μας έλεγε.
Τον ελυπόμαστε κι είχαμε άλλωστε αρχίσει κι εμείς ν’ ανησυχούμε. Τα κρυφομουρμουρίσματα έδιναν κι έπαιρναν.
– Βρε το φουκαρά, θες να συνέβηκε τίποτα ;
Προσπαθούσαμε όμως να μην του δείχνουμε ότι ανησυχούσαμε κι εσυνεχίζαμε να τον πειράζουμε :
– Ε, ρε τι έχει να γίνει τώρα που θα γεννηθεί ο διάδοχος !
Έτσι, Λευτέρη ; Θα κάμουμ’ ένα γλέντι τρικούβερτο !
– Ας έρτ’ η είδηση βρε πιδιά κι βλέπιτι ιγώ τι γλέντι θα σας σκαρώσου… Μα πουν’ την πούρχετ’ η αφιλότιμη ;
Κολόβουοι φαίνιτι στου δρόμ’… Αχ, άγιε Βασίλη μου, που ξημερών’ ς, κάμε νάρτει απόψι η είδηση ιφτούνη… παρακαλούσε. Κάμε άγιε Βασίλη μου απόψι το θάμα σου
να γεννηθεί ου λιβέντης μου !
Σουρούπωνε πια κι άρχιζε στο καπνιστήριο ο τζόγος. Οι συντροφιές σχηματίζονταν μια – μια, οι όχι πεπειραμένοι για το ψιλό παιγνίδι, – έτσι, για το καλό – κι οι έμπειροι για το πιο … ζόρικο. Ο Λευτέρης δεν φαινόταν πουθενά.
– Που είν’ ο Λευτέρης ; Δε θάρτει να παίξει απόψε για το καλό ; ρώτησα το Βαγγέλη.
– Μπα, μ’ αποκρίθηκε κείνος. Ο Λευτέρης τέλειωσε με την κουζίνα και τώρα φυλάει” τσίλιες ” έξω απ’ την καμπίνα του ασυρμάτου… /
– Βρε το Λευτέρη… είπα. Έτσι λογαριάζει να βγάλει τη νύχτα του; Δεν κάνει να τον αφήσουμε τον καημένο, ας.’ πάω να του μιλήσω…
Πήγα και τον βρήκα εκεί να κόβει βόλτες σα θηρίο στο κλουβί του.
– Βρε Λευτέρη, τι κάνεις εδώ μόνος σου ;… Έλα και μας χρειάζεται τέταρτος στο πόκερ… Έλα και σαν έρτει η είδηση η ευχάριστη θα μας τη φέρει ο μαρκόνης. Έλα,
μην γρουσουζεύεις έτσι…
Η τελευταία φράση, ήταν η πιο αποτελεσματική – όπως εκατάλαβα – γιατί ενώ στην αρχή ο Λευτέρης φαινόταν πρόθυμος ν’ αντιδράσει στις παρακλήσεις μου, στο τέλος μ’ ακολούθησε πειθήνια.
Στο καπνιστήριο, που ήταν κι η αίθουσα της χαρτοπαιξίας, στρωθήκαμε σ’ ένα τραπέζι για το πόκερ. Ο Λευτέρης, έχοντας αλλού το νου του, άρχισε να χάνει απ’ την πρώτη κιόλας παρτίδα.
– Ε, του είπα. Συγκεντρώσου ή παράτησε το παιχνίδι, γιατί έτσι που πας θα χάσεις όλο τον πρώτο μισθό. Διαφορετικά θα σταματήσω εγώ κι ας έρτει άλλος στη θέση μου. Ο Λευτέρης όμως – έστω κι αφηρημένος – είχε στρωθεί για καλά στο παιγνίδι και δεν είχε πια ξεκολλημό. Έτσι αποτραβήχτηκα εγώ – που ένιωθα και κάπως υπεύθυνος που τον έφερα για να παίξει – και μπήκε στη θέση μου ο Γιάννης. Κάθισα τότε δίπλα στο Λευτέρη και παρακολουθούσα σαν απλός θεατής. Εκείνος εξακολουθούσε να χάνει. Κάθε στιγμή που σιγουρευόταν, όπως νόμιζε για το καλό χαρτί του, πετιόταν ο αντικρινός με καλύτερο…
– Φουλ του άσσου… ο Λευτέρης.
– Κέντα χρώμα… ο αντικρινός.
Κόντευε να ξετιναχτεί ολότελα ο Λευτέρης. Κάποια στιγμή ήρθε λίγο στα συγκαλά του και μη βρίσκοντας προχειρότερο στήριγμα, άρχισε τις δεήσεις ψιθυριστά. Είχε ήδη τραβήξει δύο ντάμες κι άπλωνε τα χέρια του για να συμπληρώσει τα χαρτιά.
– Άγιε μου Βασίλη, μια χάρ’ σου ζήτησα για νάχου απόψι του μαντάτου απ’ την κυρά για τό βαλέ μας ! Ακόμα διν βλέπου τίπουτις… Κάνε μου άλλη μία κι διν θα σου
ματαγυρέψου τίπουτις… Φκιάξι μου καρέ τσί ντάμ’ς κι θα σου φέρου καντήλι ασημένιου… Καρέ τσί ντάμ’ς, Άγιε Βασίλη μου…
Τα χέρια του τρέμανε πάνω απ’ την τράπουλα. Μα η δέηση δεν έμελλε να εισακουσθεί γιατί τράβηξε ένα οχτώ, ένα εννιάρι κι έναν βαλέ.
– Βρε τα μπαγάσικα, κόντρα μου πήγανι… Διν ξαναπαίζου… ξεσπάθωσε ο Λευτέρης μπαϊλντισμένος κι έκαμε να σηκωθεί.
Την ίδια στιγμή πρόβαλε στην πόρτα γελαστός ο μαρκόνης.
– Τα συχαρίκια μου, Λευτέρη…
Καλογέννησε η γυναίκα σου ! Κέρασε…
Ο Λευτέρης πετάχτηκε πάνω έξαλλος από χαρά, έφτασε το μαρκόνη και τον άρπαξε απ’ τα χέρια. Όλοι σταματήσανε το παιγνίδι και φωνάζανε ευχές.
– Τουν έκαμε, λοιπόν, τον γιο η κυρά; Τουν απόχτησα τουν βαλέμ’…
– Δεν πειράζει, βρε Λευτέρη… άρχισε κάπως κομπιάζοντας ο μαρκόνης να εξηγεί. Δεν πειράζει… Νέοι είσαστε, με την άλλη θα τον πετύχετε… Κουράγιό νάχετε…
Ο Λευτέρης μαρμάρωσε.
– Τι …Διν είνι γώς;… Κουρίτσι κι τούτο ;… Κουρίτσι;…
– Δίδυμα!… είπε ο μαρκόνης χτυπώντας τον απ’ τις πλάτες.
Δίδυμα, Λευτέρη… Πάντως το τηλεγράφημα λέει πως η γυναίκα σου καλογέννησε κι οι μπεμπέκες είναι καλά…
– Είνι κι μην είνι! Σκορδοκαϊλα μου !… ξέσπασε ο Λευτέρης. Α, η κακούργο η θειάκω μ’ μι πήρι στου λαιμό της μι τα φιγγάρια. Α.. κι αν πάου στο χουριό πήγα… Θα την
καριδώσ’ την ατ’ μη, με του χουνέρ’ που μου σκάρωσι να μου φκιάσει τέσσερα τα θ’λυκά !…
– Σώπα, Λευτέρη και μην κάνεις έτσι… τον παρηγορούσαν όλοι. Να ζήσουν και νάνε γερά τα παιδιά σου, αυτό μόνο να λες και νάσαι κι εσύ καλά να τα μεγαλώσεις.
Μα δεν τον κάναμε πια καλά με τίποτα. Είχανε σταματήσει όλα μέσα στο καπνιστήριο κι ο τζόγος και τ’ αστεία και τα πάντα κι όλοι γυρεύαμε να καλμάρουμε το Λευτέρη που άφριζε… Τελευταία, τάβαλε και με τον Αι – Βασίλη !…
– Αχ, μουρέ κι ιού μπαγάσα Αι – Βασίλη, τόσες φορές σι παρακάλεσα, μα θεοκουφάθηκις φαίνιτι… Ως κι απόψι, παρακάλισα, παρακάλισα νάρτ’ είδηση για του βαλέ μ’ – μα που γιος κι που Μάης – παρακάλισα για καρέ τσί ντάμ’ς
στα χαρτιά, τίπουτις κι από κει… Περίμινι κι εσύ καντή λι!…
– Α, για στάσου ! Σαν και δεν τα λες καλά, του φώναξα.
Κάπως έτσι έκαμες και τα παρακάλια στον Αγιο Βασίλη και τον μπέρδεψες κι εκείνον… Άλλωστε, γέρος είναι πια, πολλά που του ζητάνε, μεγάλη η σακούλα με τα δώρα που φέρνει κι όλα εκεί μέσα ανακατεύονται στο μακρινό του ταξίδι. Βαλέ του γύρευες να κάμει η γυναίκα σου… στο μπέρδεμα όμως στον έστειλε στα χαρτιά. Του γύρευες το καρέ της ντάμας… Το που έστειλε κείνο, ε… δε χρειάζεται να το συζητήσουμε, νομίζω… Είχες δύο κοριτσάκια, τα έκαμες τέσσερα, νάτο το καρέ. Να σου ζήσουν, Λευτέρη. Να σου ζήσει το καρέ της ντάμας και νάνε τυχερό κι ευτυχισμένο.
Κείνη την ώρα σβήσανε κι άναψαν τα φώτα. Μπήκε ο καινούργιος χρόνος. Οι ευχές διασταυρώθηκαν. Έγινε πανζουρλισμός”. »
– Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος !
– Καλή χρονιά, παιδιά !
– Να σου ζήσουν Λευτέρη… Να σου ζήσει το καρέ της ντάμας!
Ο Λευτέρης μπήκε στο κύκλωμα.
– Χρόνια πουλλά πιδιά κι σας ιυχαριστώ… Να μου ζήσουνι, αφού γεννήθηκαν… Τι να κάμουμι…
Μα στη στιγμή ξαναθυμήθηκε τη θεια του.
– Αχ, μουρή κακούργα θειάκω μ’ ! Θάρτου στο χωριό, δι θάρτου ;
Θα σι καρυδώσου διν μου γλυτών’ ς ! Μι χαντάκουσες μι τα φιγγάρια σου…
Και το καράβι ολόφωτο, ταξίδευε με 15 μίλια την ώρα για το Μπουένος Αύρες…
ΡΙΤΑ ΤΣΙΝΤΙΛΗ-ΒΛΗΣΜΑ