ΜΠΟΥΑΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ 2
Τα καλοκαίρια στην Ιθάκη, έρχονταν ένας Πατρινός καραγκιοζοπαίχτης ο οποίος έδινε καταπληκτικές παραστάσεις. Σχεδόν κάθε βράδυ οι Θιακοί γεμίζαμε τον χώρο του εξοχικού κέντρου, όπου έδινε τις παραστάσεις, αυτό εξόργιζε τον κατά τα άλλα συμπαθή Σπύρο Μπούα, ο οποίος είχε την αίθουσα του κινηματογράφου, στο μορφωτικό κέντρο του δήμου.
Έβαζε δυο και τρία έργα με ένα εισιτήριο, αλλά είναι ζήτημα αν πατούσαν το πόδι τους στην αίθουσα πάνω από τρία άτομα, για να πάνε στην παράσταση του Παναγιωτάρα, περνούσαν μπροστά από τον κινηματογράφο, τους κοιτούσε ο Μπούας και του άναβαν τα λαμπάκια. Μια μέρα ενώ κοιτούσα την ταμπέλα από τα έργα που έπαιζε ο κινηματογράφος, ενώ ο κόσμος περνούσε κατά ομάδες και ανηφόριζε για την παράσταση του καραγκιόζη, γυρνάει σε μένα και μου λέει. «Κοίτα τους, όλοι για τον καραγκιόζη πάνε, να δούνε τι; Κρατάει κάτι παλιόχαρτα και τα κουνάει πίσω από ένα πανί! Αλλά που θα πάει δε θα φύγει το καλοκαίρι, εδώ θα έρθουνε τα πουλάκια μου, αλλά σε ποιόν τα λέω αυτά, στο βοηθό του Παναγιωτάρα, άντε πήγαινε να δώσετε την παράσταση.»
Έφυγα και μετά από λίγο δίναμε την παράσταση, λες και τον έφαγε η γλώσσα του τον Παναγιωτάρα, ενώ παίζαμε έρχεται μια κουτούπα (πέτρα), πέρασε πάνω από τον μπερντέ και προσγειώθηκε στην καράφλα του Παναγιωτάρα, αυτός κρατούσε τις φιγούρες στα χέρια του και από τον πόνο που θα ήταν αφόρητος έκανε ωχ ωχ ωχ, ενώ οι φιγούρες ανεβοκατέβαιναν με δαιμονισμένο ρυθμό.
Ο κόσμος που δεν είχε πάρει είδηση τι έγινε, ξέσπασε σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα, ο καημένος δεν άντεξε για πολύ, η καράφλα του είχε βαφτεί κόκκινη, ζήτησε συγνώμη και εξήγησε στον κόσμο τι συνέβη, σταματήσαμε για ένα τέταρτο και μετά συνεχίσαμε. Τώρα ποιος είχε περάσει από τον δρόμο, και είχε πετάξει την πέτρα δεν το μάθαμε ποτέ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΛΙΕΡΗΣ