ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ Β
Παρουσιάζουμε εργασία που πραγματοποιήθηκε από τους μαθητές του Ναυτικού Λυκείου Ιθάκης ενώ συντονισμός και η γενική επιμέλεια έγινε από τον καθηγητή ναυτικών μαθημάτων, Γιάννη Δενδρινό και από την καθηγήτρια της φυσικής και διευθύντρια του Τ.Ε.Ε. Ελένη Λιακοπούλου. Εκπονήθηκε σε μια περίοδο επτά μηνών, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2003 και ολοκληρώθηκε με την Παρουσίασή της στο Τ.Ε.Ε. Ιθάκης τον Μάιο του 2003.
Για την εργασία αυτή εργάστηκαν οι μαθήτριες: Βλασσοπούλου Μαρία, Πεφάνη Ευαγγελία.
Οι μαθητές: Κουτσουβέλης Σταύρος, Λιβάνης Μιχάλης, Μαρκαντώνης Τηλέμαχος, Φραγκογιάννης Βασίλης.
Συνεργάστηκαν οι μαθήτριες: Γλυκιώτη Αγάθη, Κιάμου Αντιγόνη, Κοντοπύρια Σοφία, Πίππου Μαρία, Πολυχρονάκη Ευθαλία, Ρακίπη Ροβέννα.
Οι μαθητές: Αδειλίνης Σπύρος, Βρεττός Άγγελος, Καρακώστας Αλέξης, Παξινός Τζανέτος, Ρομποτής Άγγελος, Σίνο Αντρέας, Σίνο Αστρίτ, Τζίμας Σπύρος, Χαβιάτσος Κώστας, Χάνος Γιώργος.
ΜΕΡΟΣ Β
ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ Α
Το 1976 ήμασταν στην Πολωνία και ξεφορτώναμε μινεράλι και από εκεί είχαν προγραμματίσει το βαπόρι, επειδή ήταν προβληματικό, να το πετάξουν έξω για να πάρουν την ασφάλεια. Πράγμα το οποίο εμείς δεν το ξέραμε.
Μέσα σε εκείνο το βαπόρι ήμουνα ανθυποπλοίαρχος. Λοιπόν αφού τελειώσαμε την εκφόρτωση ξεκινήσαμε να ετοιμάσουμε το βαπόρι για ταξίδι: «Να ρίξουμε τις μπίγιες κάτω», φωνάζω, αλλά ο καπετάνιος λέει «όχι!» του λέω εγώ “γιατί όχι; Να σαβουρώσουμε το βαπόρι για να κάτσει, να μπορεί να ταξιδέψει». Ο καπετάνιος μου λέει πάλι όχι. Μου λέει ο μηχανικός που ήτανε φίλος μου «Ρε ‘συ Σπύρο, ξέρεις κάτι; Έμαθα ότι σκοπεύουν να ρίξουν το βαπόρι έξω και εγώ στο Κίελο βγαίνω».
Το Κίελο είναι λιμάνι. Έφυγε λοιπόν αυτός στο Κίελο. Ήρθε ένας άλλος Α’ μηχανικός. Λέει ο πιλότος του καπετάνιου «Μη φύγεις καπετάνιε γιατί έχει πολύ άσχημο καιρό. Πήγαινε να φουντάρεις κάπου να ρίξεις μπίγιες κάτω, να σαβουρώσεις το βαπόρι γιατί δεν το είχε κάνει ο καπετάνιος», αλλά και πάλι δεν άκουσε τις οδηγίες που του έδωσε ο πιλότος.
Θυμάμαι ήμουν μέσα στο δωμάτιό μου. Έρχεται ο υποπλοίαρχος και μου λέει «Πάμε να ρίξουμε κάτω». Στη διάρκεια αυτή το βαπόρι κοπάναγε κάτω. Εγώ λοιπόν του είπα «Να πας εσύ να τις ρίξεις, εγώ δεν πάω γιατί θα με σκοτώσουνε».
Κάποια στιγμή που ήμασταν στη γέφυρα ακούμε ένα «μπαμ». Εκείνη τη στιγμή ο καπετάνιος το έριξε έξω. Το βαπόρι άρχισε και κοπάναγε. Τρέχω στην πρύμη που ήτανε το πλήρωμα και πιάνω έναν που είχε καβαλήσει τα κάγκελα για να πέσει στη θάλασσα. Παίρνω αυτόν και κάτι άλλους και τους πηγαίνω στο μεσαίο κομοδέσιο. Πίσω δεν άφησα κανέναν.
Άρχισε το βαπόρι να κοπανάει. Κάποια στιγμή τα νερά εκεί άρχισαν να υποχωρούν, λόγω παλίρροιας. Κάποια νύχτα στις 3 η ώρα δεν κούναγε το βαπόρι. Πάω έξω με έναν φακό, φέγγω και τι να δω;… Στεριά.
Η θάλασσα είχε φτάσει λίγο πιο μακριά από το καράβι. Πάμε κάτω στα διπύθμενα του βαποριού να δούμε αν είχε νερά. Όντως το βαπόρι είχε σπάσει και είχε νερά.
Την άλλη μέρα το πρωί ήμασταν με το καράβι προσαραγμένοι πάνω στην αμμουδιά. Έρχεται ένα ελικόπτερο, κάθεται δίπλα στο καράβι, πετάει μια σκάλα, παίρνει τον καπετάνιο και τον πάει έξω. Μας λένε «ετοιμαστείτε όλοι να φύγετε». Μου λέει να μείνω μέσα στο πλοίο εγώ, ο Α’ μηχανικός, ο καπετάνιος και ο λοστρόμος. Εν τω μεταξύ έκανε πολύ κρύο μέσα στο πλοίο γιατί ήταν σβηστά όλα τα καλοριφέρ. Ούτε φαγητό είχαμε, ούτε τίποτα. Εγώ του λέω «Δεν μένω μες το βαπόρι», και μου απαντάει «Θα φύγουνε πρώτα όλοι οι άλλοι και εμείς τελευταίοι». Επιτέλους, ήρθε το βράδυ. Μπήκαμε στο ελικόπτερο, μας πήρε και φύγαμε.
ΙΣΤΟΡΙΑ Β
Το 1974 ήμουνα με ένα βαπόρι 45.000 τόνων και φύγαμε από την Αμερική φορτωμένοι κάρβουνο για να πάμε Ιαπωνία. Περάσαμε τον Παναμά και του δώσαμε για Ιαπωνία.
Στο δρόμο παθαίνει ζημιά η μηχανή, παίρνει φωτιά και αρχίζει να κάνει εκρήξεις. Σταματήσαμε και μείναμε εκεί για καναδύο μέρες. Έκαμε ότι έκαμε ο Α’ μηχανικός, βάζουμε μπροστά και φεύγουμε. Στη διαδρομή ξαναπαθαίνει ζημιά η μηχανή και παίρνει φωτιά, ξεκινάει τις εκρήξεις και αρχίζει να γκρεμίζει δωμάτια, μπάνια, τζάμια, τα πάντα. Ότι ήταν εκεί κοντά διαλυόταν από την πίεση των αερίων.
Φύγαμε και πήγαμε στην πλώρη όλοι, το βαπόρι καιγόταν πίσω. Πάω στην πρύμη εγώ και εκεί είχε ένα σύστημα που το λένε C.O.2. Αυτό το ανοίγεις και ρίχνει νερό ή στη μηχανή ή στα αμπάρια. Έριξα στη μηχανή, έσβησε η φωτιά, αλλά μετά είχαμε μείνει εκεί πέρα. Αυτό το βράδυ είχαμε πάει στην πλώρη του πλοίου, κάτι έγινε και ο ασυρματιστής είχε πατήσει ένα καρφί από εκείνα που είχανε γκρεμιστεί. Την άλλη μέρα το πρωί έβαλε μπροστά ο μηχανικός να φύγουμε και τότες έκανε τη μεγάλη έκρηξη η μηχανή. Εν τω μεταξύ ο μαρκώνης είχε πρόβλημα υγείας. Σταμάτησε το βαπόρι τελείως. Δεν μπορούσε να ξαναταξιδέψει άλλο. Κοιτάζοντας στη γέφυρα δεν βλέπω τον μαρκώνη, (μαρκώνης είναι ο ασυρματιστής). «Που είναι ο ασυρματιστής» ρωτάω, «Κανονικά θα έπρεπε να ήταν εδώ να κάνει τη βάρδιά του». Πάμε λοιπόν στην καμπίνα, μπαίνω στο μπάνιο και τον βρίσκω κάτω σε κώμα. Θυμάμαι είχα βάλει το δάχτυλό μου μέσα στο στόμα του να του βγάλω τη γλώσσα γιατί είχε διπλώσει και κόντευε να μου κόψει το δάχτυλο. Επειδή δεν μπορούσα, του βάλαμε ένα ξύλο με ένα πανί. Στο σημείο που ήμασταν δεν μπορούσε να έρθει ελικόπτερο, ήμασταν περίπου 600 μίλια από τη στεριά. Για να μην σας τα πολυλογώ το βράδυ πέθανε αυτός. Πήρα 4 άτομα, πάνω στο καράβι έχει ένα σύστημα που το λένε μαρινέτα, αυτό τώρα έχει καταργηθεί.
Ένα βαπόρι Νορβηγικό ήρθε κοντά μας, πήρε τους καμένους, κάτι γυναίκες που είχαμε μέσα και πήγε για Ιαπωνία. Εμείς περιμέναμε καμιά δεκαριά μέρες εκεί πέρα για να γίνουν διαπραγματεύσεις και να έρθουν να μας πιάσουν τα ρυμουλκά. Στο διάστημα αυτό όμως είχαμε τους πεθαμένους μες τα ψυγεία. Ο κόσμος είχε πάθει ψυχολογικά, το βράδυ πηγαίναμε όλοι πάνω στη γέφυρα. Το βαπόρι ακυβέρνητο, ο καιρός πολύ άσχημος, το πλοίο φορτωμένο… Σε λίγες μέρες ήρθε ένα μεγάλο ναυαγοσωστικό. Το ναυαγοσωστικό στην αρχή για να έρθει κοντά σου, σου ρίχνει ένα λευκό σχοινάκι, αυτό είναι: ένα πιο χοντρό σχοινί, μετά είναι σύρμα το οποίο το βάζει πάνω στα βίτζια του βαποριού, βιράρεις και έρχεται το μεγάλο το σύρμα το οποίο το δένεις. Αλλά το σχοινάκι δεν μπορούσαμε να το πιάσουμε γιατί είχε πολύ αέρα. Μετά από πολύ ώρα καταφέραμε και το πιάσαμε. Εγώ είμαι υποπλοίαρχος μέσα σε αυτό το βαπόρι. Μας πήραν τα ρυμουλκά και μετά από πέντε μέρες φθάσαμε στην Ιαπωνία.
Πήγαμε το βαπόρι, ξεφορτώσαμε, έφυγαν όλοι από μέσα, όλοι. Μόνο εγώ έμεινα. Είχαν πάθει ψυχολογικά και φοβόντουσαν. Εγώ έμεινα μέσα, κάτσαμε τρεις μήνες στην Ιαπωνία, κάναμε επισκευή, φτιάξαμε το βαπόρι.
Μετά φύγαμε από εκεί να πάμε στο Βανκούβερ να φορτώσουμε κάρβουνο και να πάμε στη Δανία. Στο δρόμο ξαναπαθαίνει η μηχανή τα ίδια, φαίνεται ήταν ελαττωματική. Να μην στα πολυλογώ, πήγαμε σιγά – σιγά και φορτώσαμε. Εκεί ήρθαν κάποιοι μηχανικοί, κοίταξαν τη μηχανή κάπως να δουλεύει με λιγότερες στροφές. Φύγαμε από εκεί. Περάσαμε τον Παναμά, προχωρήσαμε εδώ, ώσπου κατέβηκα επιτέλους στην Ελλάδα.
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ
Το 1974 ήμουν σε ένα καράβι καπετάνιος. Φύγαμε από την Λιβύη να πάμε στη Μάλτα. Ήτανε η μέρα του Αγίου Σπυρίδωνα. Λοιπόν φύγαμε από το λιμάνι της Λιβύης να πάμε στη Μάλτα και είχαμε μέσα φορτίο νοβοπάν και διάφορα άλλα εμπορεύματα τα οποία μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
Μόλις φύγαμε, στο δρόμο είχε 9 μποφόρ δύναμη. Παθαίνει ζημιά η μηχανή και μας διπλώνει ο καιρός. Από την τόση άσχημη κακοκαιρία που υπήρχε λυθήκανε τα νοβοπάν και πήγαν όλα αυτά από την μια μεριά του καραβιού και πήραμε κλίση 25 μοίρες. Το κατάστρωμα από αριστερά μπήκε μέσα στο νερό.
Κλειστά όλη νύχτα. Σκοτάδι, να μην βλέπουμε τίποτα. Παίρνω εγώ τον ασύρματο και δίνω S.O.S. Με ακούσανε από την Αθήνα, την Κέρκυρα, την Ιταλία και την Τυνησία. Έδωσα το στίγμα μου και κατά τη διάρκεια που μιλούσα μου χαλάει ο ασύρματος. Άκουγα αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω.
Βάλαμε όλοι τα σωσίβια και περιμέναμε το τέλος μας. Λέω στον Α’ μηχανικό «Έχει γίνει μια ζημιά με την κυκλοφορία της μηχανής που γίνεται ψύξη με γλυκό νερό, πήγαινε κάτω στη μηχανή να την γυρίσεις για να τραβάει θάλασσα και να σωθούμε». Μου λέει ο υποπλοίαρχος «Πάω κι εγώ κάτω και ο Θεός βοηθός».
Κάποια στιγμή μπορέσανε και βάλανε μπροστά την ηλεκτρομηχανή και μας δώσανε φως. Λέω κατευθείαν εγώ, “Βάλτε σαβούρα στα ταγιά, όσο μπορούμε να το επαναφέρουμε”. Το πλοίο από 25 μοίρες το φέραμε 8. Εκεί, με τους πολλούς κλυδωνισμούς του βαποριού πέφτει ο πρώτος μηχανικός και χτυπάει στα πλευρά του.
Εν πάση περιπτώσει βάλαμε μπροστά τη μηχανή και ξεκινήσαμε. Εγώ τώρα τι να κάνω; Βάζω τον καιρό στην πρύμη και πάω για την Βεγγάλη στην Λιβυή. Σιγά – σιγά επιδιορθώνω και τον ασύρματο εκεί που μίλαγα. Εν τω μεταξύ εγώ τους άκουγα από τον ασύρματο που έλεγαν, «Το βαπόρι χάθηκε! Το βαπόρι βούλιαξε» και παίρνω τους σταθμούς και τους λέω αυτό και αυτό, και οτι κατευθύνομαι στο λιμάνι της Βεγγάλης στη Λιβυή.
Φτάσαμε λοιπόν την άλλη μέρα το απόγευμα. Ήρθαν οι πιλότοι και με δέσανε και έστειλα τον μηχανικό στον γιατρό. Μετά όμως γύρισε γιατί δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά. Έπειτα αρχίσαμε να φτιάχνουμε το βαπόρι, το φορτίο, τη μηχανή και εν τέλει φορτώσαμε τρόφιμα και οτιδήποτε άλλο μας ήταν απαραίτητο και είπα στους πιλότους να φύγω. Εκείνοι όμως μου είπαν οτι πρέπει να περιμένω κάποιον ειδικό να ελέγξει το βαπόρι και μετά να μου δώσει την άδεια να φύγω. Εγώ όμως φεύγω και ανοίγομαι γιατί τα λεφτά έτρεχαν. Έξω λοιπόν είχε 9-10 μποφόρ δύναμη. Φουντάρω, έρχεται ο καιρός, με πιάνει και μου κόβει και την μία άγκυρα και την άλλη.
Χωρίς άγκυρες, χωρίς να μπορώ να γυρίσω πίσω στη Βεγγάλη γιατί θα είχα πρόβλημα, πηγαίνω πάνω – κάτω για δυο – τρεις μέρες περίπου ώσπου ηρεμεί ο καιρός. Έτσι ώστε μετά από δύο μέρες να φτάσω στη Μάλτα.
Όλα τα βαπόρια έχουν μια ακόμη άγκυρα σπέαρ επάνω στο κατάστρωμα. Με τις λίγες καδένες που μου είχανε μείνει και με την άγκυρα αυτή, σταμάτησα εκεί έξω από τη Μάλτα γιατί μέσα στο λιμάνι δεν μπορούσα να μπω. Και βάζουμε την άγκυρα και μπαίνουμε μες το λιμάνι. Θυμάμαι ήταν 1976 και κάναμε εκεί Χριστούγεννα. Μετά την πρωτοχρονιά ξεκίνησα από εκεί και σιγά – σιγά έφτασα στον Πειραιά.
Συνεχίζεται με άλλες ναυτικές ιστορίες