Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΙΣ… ΤΟΥ ΜΟΝΤΖΟΥ
Αν το ήξερε ο ταλαίπωρος ο Χρυσόστομος ο συμβολαιογράφος, εγκαταλείποντας τον μάταιο τούτο κόσμο οτι θα δημιουργούσε τόσο μεγάλα προβλήματα στα Πεταλάτα, θα έκανε κάτι για να αναβάλλει την αναχώρησή του, μια και είχε τα μέσα σαν επίτροπος του Γαρδελακιού. Αλλ’ ας δούμε πως έγιναν τα πράγματα από την αρχή, στο Θιάκι πριν σχεδόν… έναν αιώνα!
Οι ετοιμασίες για τον γάμο ήταν στο φόρτε τους, η μάννα του γαμπρού «ήλεγχε με σχολαστικότητα» ένα – ένα τα προικιά γιατί φοβόταν μήπως η νύφη με τις μαργιόλες της, είχε πλανέψει τον κανακάρη της και του είχε πασσάρει όλα τα απολειφάδια της μάννας της για προικιά. Και ενώ όλα ήταν έτοιμα και πριν υπογραφεί και το προικοσύμφωνο ο μαγκούφης ο Χρυσόστομος ανεχώρησε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, έτσι εντελώς αναπάντεχα, χωρίς να ρωτήσει κανέναν.
“Τώρα τι γίνεται” άρχιζε να σκούζει η μάννα του γαμπρού! Ω κακό που μας βρήκε, δεν τόνε βγάνουνε τώρα το συχωρεμένο, να ξεμαγαριστει ο τόπος, για να ξένουνε τα στέφανα του γυιού μου”. Πάνω στην ώρα αρχίζουν οι καμπάνες των δύο Αγίων Σπυριδώνων να κτυπάνε λυπητερά και δίνουν το σύνθημα στις μοιρολογίστρες που μέχρι να έλθουν οι εργολάβοι να παραλάβουνε τον νεκρό, σταματημό δεν είχανε!
Η εκφορά του νεκρού όπως λέμε σήμερα έγινε από το σπίτι της Αλτάνης στα Πεταλάτα. Του έβαλλαν στα πόδια ένα καπέλλο όπως συνηθιζόταν τότε και η πομπή ξεκίνησε για το κοιμητήριο ενώ η χήρα και οι μοιρολογίστρες βγήκανε στο μόντζο του σπιτιού, για ν’ αποχαιρετίζουν τον Χρυσόστομο.
Ένα απαλό αεράκι φύσηξε εκείνη την ώρα, και το καπέλλο που βρισκόταν στα πόδια του νεκρού έφυγε και ταξίδεψε κατά τον κάβο. Σαν κάποια αόρατη σκοτεινή δύναμις να περίμενε αυτό το σήμα… κι έγινε το κακό! Ακούστηκε ένα κρακ, – οι μοιρολογίστρες δεν είχαν υπολογίσει φαίνεται τις προδιαγραφές του μόντζου – τα σανίδια υπεχώρησαν και νάσου τις όλες μαζί βρεθήκανε κακήν κακώς στο δρόμο!
Πιο βαριά τραυματισμένες η Τριγύρω και η Χριστίνα και Ελένη του Αντελάρη. Ειδικά η τελευταία ενώ αιωρείτο στο κενό πιασμένη από το μογδόνι πείσθηκε από τις παραινέσεις του Αντωνίου Ξυνή να αμολυθεί για να την πιάσει στην αγκαλιά του. Η πτώσις όμως αποδείχθηκε πολύ δυσάρεστη και για τους δύο, αφού ο δύστυχος ο Ξυνής δεν άντεξε το βάρος – δεν είχε διαβάσει για τους νόμους του Νεύτωνα φαίνεται – και τραυματίστηκαν αρκετά σοβαρά και οι δυο.
Περισσότερο τυχερή η Καλλιόπη του Καλλίνικου, μικρό κορίτσι τότε, που έμεινε καβάλλα επάνω στο μογδόνι και εφώναζε «βοήθεια», ενώ κανείς δεν σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει για να την βοηθήσει. Την κατάσταση έσωσε ο «μακαρία τη λήξει» Καλήρος, ο οποίος βγάζοντας ένα παραθυρόφυλλο το στήριξε σαν γέφυρα επάνω στα μογδόνια και απελευθέρωσε την τρομοκρατημένη κοπέλλα.
«Γιάκου μωρέ τύχη που την είχα η δόλια», έσκουζε η μάννα του γαμπρού. «Σαν να μην έφτανε που το προικοσύμφωνο έμεινε ανυπόγραφο, αλλά κόντεψε ο γρουσούζης ο Χρυσόστομος να σκοτώσει όλες τις μοιρολογίστρες του Θιακιού», γράφει ο χρονογράφος της εποχής.
«Που ματαγρηκήθηκε τέτοια αναποδιά! τι μου λέτε που θα γίνει ο γάμος σήμερα! Θεός φυλάξει, έτσι μαγαρισμένη μέρα σαν τη σημερινή και να χτυπάνε ακόμη πένθιμα οι καμπάνες για τον κουρλοκακομοίρη! Όχι αποκλείεται. Δεν γίνεται ο γάμος σήμερα!».
Βρε καλή μου, βρε κακή μου, έπεσε το συγγενολόι επάνω της, που έβλεπε τα σφαχτά και τα λιγουρευότανε, πάει να μη γίνει ο γάμος αφού είναι όλα έτοιμα; Ο γαμπρός ξουρισμένος, η νύφη λουσμένη, όχι γυιέ μου, ο γάμος θα γένει και καλή νάναι η ώρα.
Και με το πες – πες, καταφέρανε την μάννα του γαμπρού και έγινε ο γάμος τα μεσάνυχτα. Μόλις χτύπησε δώδεκα το ρολόι της σχολής, άρχισε το μυστήριο στο σπίτι της νύφης. Πήγαν όλα κατ’ ευχήν χωρίς άλλες αναποδιές, επακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με κλαρίνα και βιολιά, ενώ η τσίκνα από τα κοκορέτσια και τα γουρουνόπουλα είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα σε όλο το Βαθύ.
Ο ΜΝΗΜΩΝ
Φωτογραφία: Η συνοικία Πεταλάτα στο Βαθύ της Ιθάκης το 1930
Εφημερίδα «ΙΘΑΚΟΣ», φύλλο 127, Μάϊος 1994