Ο ΔΗΜΟΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ !!!

Το Θιάκι το πρωτογνώρισα στις πρώτες μου διακοπές μετά ένα χρόνο κουραστικό από τα μαθήματα της πρώτης δημοτικού. Στο μεσοπόλεμο η συγκοινωνία Πειραιάς – Θιάκι γινόταν με διάφορα χιλιοδιαφημισμένα “ταχύπλοα και ηλεκτροφώτιστα” επιβατικά σκάφη που “έπιαναν” Πάτρα και μετά το Θιάκι “έκαναν” τον Αμβρακικό. Το “βαπόρι” έφευγε το βράδυ από τον Πειραιά και την άλλη μέρα στις δέκα το πρωί έφτανε στο Θιάκι, όπου πριν ακόμα αγκυροβολήσει στη μέση του λιμανιού γινόταν έφοδος και κατάληψή του από ριψοκίνδυνους συγγενείς και φίλους που ‘θέλαν να ‘ναι οι πρώτοι που υποδέχονταν τους ξενιτεμένους στην Πάτρα και την πρωτεύουσα. Το δεύτερο σώμα “επιδρομέων” ήταν οι βαρκάρηδες που σκαρφάλωναν στα ρέλια του βαποριού για να εξασφαλίσουν τη μεταφορά των επιβατών μ’ έναν πρωτόγονο αλλά αποτελεσματικό τρόπο, αρπάζοντας δηλαδή τις βαλίτσες και τα κοφίνια από τα χέρια των επίδοξων πελατών! Οι καμπίνες στα βαπόρια αυτά ήταν μικρές και ζεστές αλλά γεμάτες από μεγάλες και πολύχρωμες κατσαρίδες. Πέρασαν πολλές δεκαετίες ίσα να φτάσουμε στα πολυτελέστατα σημερινά  ferry-boats, χυδαϊστί οχηματαγωγά.

Τα καλοκαίρια, μας συνόδευαν στο Θιάκι η θεια μας Ελένη, Κεφαλλονίτισσα δεύτερη ξαδέλφη της μητέρας μου που ‘ρθε για επίσκεψη στο σπίτι στην Αθήνα πριν από το 1916 κι έμεινε μέχρι που πέθανε μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ήταν δύο φορές χήρα: ο πρώτος άντρας, Δελαντετσίμας τ’ όνομα, πέθανε γρήγορα, κι ο δεύτερος, αδελφός του ζωγράφου Βικάτου, πήγε στη Ρωσία για δουλειές και σύμφωνα με την εκδοχή του αδελφού μου Μάκη αποφάσισε να εξαφανιστεί για να γλιτώσει από τα δεσμά του γάμου του. Το αποβατικό σώμα το ακολούθησε η Ξανθίππη, “οικιακή βοηθός” που ανάμεσα στις πολλές της αναμνήσεις ήταν μια απόπειρα βομβαρδισμού του Λονδίνου στον Α’ Παγκόσμιο από γερμανικό Ζέπελιν.

Πρώτη εντύπωση από το σπίτι, που ο πατέρας μόλις το ‘χε χτίσει στη θέση του πατρικού του, ήταν το μεγάλο πορτόνι π’ άνοιγε μπροστά στα δυο αμπέλια και το μεγάλο κήπο που για την ηλικία μας τότε μας φαινόταν απέραντος αλλά πολύ κατάλληλος για εξερευνήσεις και κυνηγητό. Σε μια απογευματινή έξοδο με τη συνοδεία της θείας Ελένης και της Ξανθίππης, πήγαμε στο κέντρο “Παράδεισος” για αναψυκτικά και στην ερώτηση του ιδιοκτήτη Σουρλή, που έπαιζε βιολί στις διάφορες γιορτές και στα πανηγύρια, τι θα πάρουμε, δίχως δισταγμό ζήτησα καταΐφι, το γλυκό του ταψιού που προτιμούσα. Ο Σουρλής με φανερά λυπημένο ύφος δήλωσε πως το καταστημα δεν πρόσφερε γλυκά του ταψιού αλλά διέθετε μεγάλη ποικιλία από γλυκά του κουταλιού, σταφύλι, υποβρύχιο βανίλια, σύκο και βύσσινο. Δε διέθετα άλλο τρόπο να δείξω την απογοήτεψή μου για τη φτωχή τουριστική υποδομή στο ξακουστό νησί του Οδυσσέα: έβαλα τα κλάματα με σπαραχτικούς λυγμούς.

Οι γονείς μας ήρθαν δυο – τρεις φορές στο Θιάκι σ’ όλα τα χρόνια που περάσαμε τις διακοπές μας με τη θεία και την Ξανθίππη. Μια χρονιά που τους περιμέναμε να ‘ρθουν, ο Μάκης ανακάλυψε ένα μικρό κανόνι που το έκρινε κατάλληλο για τους καθιερωμένους κανονιοβολισμούς υποδοχής υψηλών προσώπων. Αγοράσαμε μπαρούτι και την ώρα που οι γονείς μας διάβαιναν το πορτόνι, ρίχτηκε ο πρώτος και μοναδικός κανονιοβολισμός, με αποτέλεσμα έναν μικρό πανικό σ’ όσους δεν είχε κοινοποιηθεί το πρόγραμμα της τελετής της υποδοχής.

Μια άλλη τελετουργική εκδήλωση ήταν ένας πολύ “ιδιαίτερος” σημαιοστολισμός. Ίσως μοναδικός στο είδος του. Στην Αθήνα, μαζί με πολλές άλλες “εισαγόμενες” μανίες και τάσεις είχε φτάσει η μόδα μερικοί κομψευόμενοι ν’ αφήνουν το νύχι του μικρού τους δαχτύλου να μεγαλώνει όσο άντεχε στις ταλαιπωρίες της καθημερινότητας. Αποφασίσαμε με τον Μάκη ν’ ακολουθήσουμε τη μόδα και να καλλιεργήσουμε τις νυχιακές μας δυνατότητες. Σε μερικές μέρες στα μικρά μας χέρια άρχισαν να ξεχωρίσουν δυο μεγαλόπρεπα νύχια. Η θεία μας γρήγορα τα πρόσεξε και ζήτησε από την Ξανθίππη να επέμβει με το κατάλληλο ψαλίδι. Η άρνησή μας ήταν άμεση και παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της θείας πέσαμε το βράδυ στα κρεβάτια μας για ύπνο με το σύμβολο των πιστών ακολούθων της μόδας άθικτο. Το πρωί ξυπνώντας, πρώτος διαπίστωσα πως τα δυο καμάρια που διέθετα είχαν τη νύχτα αποκοπεί. Ξύπνησα το Μάκη που διαπίστωσε κι αυτός τη δικιά του απώλεια. Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο που κατέληξε στο πόρισμα οτι η Ξανθίππη ήταν η αυτουργός με ηθικό συνεργό τη θεία Ελένη, και πως έπρεπε ο ένοχος να τιμωρηθεί με άμεση εφαρμογή αντιποίνων. Πήγαμε, κρυφά, στο δωμάτιο της Ξανθίππης για να βρούμε κάτι δικό της που η απώλειά του θα της στοίχιζε τόσο όσο η δικιά της επέμβαση στην εμφάνιση των άκρων μας είχε πληγώσει τον “ανδρισμό” μας. Το μόνο που βρήκαμε, κατά την κρίση μας, ενδιαφέρον ήταν τα “σώβρακα – κιλότες” εκείνης της εποχής. Πήραμε δυο – τρία που σε λίγο κυμάτιζαν, σημαίες, σε παλούκια στημένα στην άκρη του χτήματος και κοντά στο δρόμο, ελεύθερο θέαμα για τους περιοίκους και τους περαστικούς.

Και η συσχέτιση των συμβόλων μου φέρνει μια άλλη ανάμνηση από τα σκοτάδια της μνήμης. Με τον αδερφό μου, ένα πρωινό με τον ήλιο να χτυπά κατακέφαλα, αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε τη μεγάλη εκδρομή, να πάμε στο Περαχωριό με τα πόδια, όχι όμως από τον αμαξιτό περιφερειακό δρόμο που συνέδεε το Βαθύ με το σχετικά ορεινό χωριό, αλλά να σκαρφαλώσουμε το βουνό, ανεβαίνοντας από τα κατσάβραχα κατευθείαν από το σπίτι στα πρώτα σπίτια του χωριού που αγναντεύαμε από το δωμάτιό μας. Η ορειβασία ήταν επίπονη και μετον ήλιο να χτυπά αλύπητα τα απροστάτευτα κεφάλια μας, φτάσαμε στα πρώτα σπίτια μετά από ώρα, ιδρωμένοι και ταλαιπωρημένοι. Ο Μάκης, που ‘ταν παχύς, φούσκωνε και ξεφούσκωνε, έδειχνε πως χρειαζόταν μια στάση για να συνέλθει. Στην πρώτη πόρτα που βρήκαμε, πήγε και χτύπησε, του άνοιξε μια γριούλα που τον άφησε να μπει στο σπίτι της όταν ο Μάκης της ζήτησε την άδεια να πάει στην τουαλέτα. Σε λίγο βγήκε πιο ήσυχος και φανερά ικανοποιημένος. Λίγες μέρες μετά η θεία μας πήρε, αυτήν τη φορά με αμάξι, στο Περαχωριό για περιήγηση και γνωριμία με την ενδοχώρα του νησιού. Έξω από το πρώτο σπίτι καθόταν η γριούλα που μόλις μας είδε μας αναγνώρισε, σταμάτησε τον αμαξά κι είπε της θειας: “Περίμενε ένα λέπτο, δε θ’ αργήσω”, μπήκε στο σπίτι και σε λίγο βγήκε κυματίζοντας στον αέρα το σώβρακο του αδερφού μου. Στο προηγούμενο ανέβασμα στο χωριό με τη ζέστη, το σκαρφάλωμα στις λιθιές και στα βράχια, το σώβρακο είχε γίνει κουβάρι και τον ενοχλούσε. Ο Μάκης βρήκε την καλύτερη λύση, το ‘βγαλε και τ’ άφησε πεσκέσι στο φιλόξενο σπιτάκι.

Το γεγονός πως ο μεγαλύτερος αδερφός με περνούσε δυόμισι χρόνια βοήθησε στη σεξουαλική μου μόρφωση. Ένα όμως μεγάλο βήμα, πραγματική “ταχεία εκμάθησης” έγινε στο Θιάκι από ένα φίλο μας που ήταν μεγαλύτερος από τον Μάκη και που ένα μεσημέρι, προσκαλεσμένος στο σπίτι, μοιράστηκε μαζί μας την κρεβατοκάμαρά μας για τον απογευματινό ύπνο, που ‘ταν τρόπος να μειώνεται ο κίνδυνος ηλίασης παίζοντας στο ύπαιθρο. Με σιγανή φωνή ο φίλος άρχισε να μας κατατοπίζει για τους διάφορους δρόμους στην Αθήνα, γύρω στην Ομόνοια, που κείνη την εποχή συγκέντρωναν τα διάφορα φιλόξενα σπίτια με το κόκκινο φως. Ο δάσκαλος, πολύ προχωρημένος στη μόρφωση, έφτασε στην ακριβή περιγραφή των κακόφημων σπιτιών. Στην πιο κρίσιμη στιγμή άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η θεια Ελένη, που κρυφακούοντας στην πόρτα έκρινε πως η άμεση επέμβαση ήταν αναγκαία για να σωθεί ό,τι απόμεινε από την παιδική μας αθωότητα. Ο φίλος μας εκδιώχθηκε με φωνές από το σπίτι κι η επόμενη συνάντησή μας έγινε μετά από πολλά χρόνια που δεν χρειαζόμασταν πλέον τα φώτα του.

Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία είναι όχι μόνο σπάνιες αλλά τις περισσότερες φορές αναπλασμένες από τη συνεχή επανάληψη από τους γονιούς για τα “πρώτα λογάκια” και τ’ απίστευτα “για την ηλικία του κατορθώματα” του παιδιού – θαύμα, που η κάθε οικογένεια, χωρίς καμιά εξαίρεση, αριθμεί ανάμεσα στους επιγόνους της. Εγώ δεν ήμουνα παιδί – θαύμα, στα τέσσερά μου χρόνια δε διάβαζα Βιργίλιο στο πρωτότυπο ούτε η τοπογραφική μου έρευνα ήταν στα διαστημικά ανύσματα.

Πριν αρχίσω τις σοβαρές μου σπουδές στο Δημοτικό πέρασα ένα χρόνο στο νηπιαγωγείο της σχολής Κωνσταντινίδη στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Δεν θυμάμαι τίποτε από τις διαλέξεις της δασκάλας μας ούτε τους συμμαθητές μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως μια μέρα ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης αντικατέστησε τη δασκάλα, που θα ‘ταν άρρωστη, και στην ομιλία του ανέφερε δυο θέματα που μου ‘μειναν στη μνήμη. Το πρώτο ήταν η ανάγκη να πλένουμε τα δόντια τρεις φορές τη μέρα και κατά προτίμηση μετά από κάθε φαγητό. Το δεύτερο ήταν υψηλότερου πνευματικού επιπέδου. Ο Κωνσταντινίδης μας έκανε επίδειξη πως πρέπει να γυρίζουμε τα φύλλα ενός καλού βιβλίου με πολλές εικόνες και ζωγραφιές. Στο Δημοτικό είχα τον αδερφό μου, δυο τάξεις παραπάνω από μένα, προστάτη και σωματοφύλακα. Δεν ξέρω πως συνέβηκε και μια μέρα στο διάλειμμα οι όροι αντιστράφηκαν και βρέθηκα εγώ να δέρνω τον αυθάδη που τόλμησε να σηκώσει χέρι πάνω στον αδερφό μου. Τώρα ξέρω καλά ποια είναι η εξήγηση των ακατανόητων αυτών τραγικών γεγονότων χάρη στον Hamilton, περίφημο βιολόγο και οπαδό της “εξελεκτικής θεωρίας”. Είναι καθαρά φαινόμενο συγγενικής αλληλεγγύης που την ονόμασε “συγγενική επιλογή” (Kin Selection) και που τη βλέπουμε στην αυτοθυσία μιας μέλισσας για να σώσει την κυψέλη της ή στην άφοβη άμυνα ενός μικρότερου αδερφού στους παιδικούς στίβους.

Η επιλογή που κάνω στις παιδικές αναμνήσεις είναι, ηθελημένα, σε γεγονότα πολύ κοινά και όσο δυνατό δίχως καμιά σύνδεση ή συσχέτιση με τραγικές στιγμές και μέρες που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας. Πέρασαν μέρες από το πρωινό που φωνές κι ιδιαίτερη κίνηση αυτοκινήτων στην οδό Φερρών, που ‘ταν το σπίτι μας και που εκείνη την εποχή πιο κάτω έμενε κι ο Πλαστήρας, μας ξύπνησαν για ν’ ακούσω από τους μεγάλους να λένε για την εκτέλεση των Έξι που έγινε κείνη τη μέρα.

Όταν ο Μουσολίνι βομβάρδισε το καλοκαίρι του 1923 την Κέρκυρα γιατί σκότωσαν το στρατηγό του Τελίνι στα ελληνο – αλβανικά σύνορα, την είδηση δεν την έμαθα από τις εφημερίδες. Διαβάζοντας αργότερα ιστορία έμαθα πως δεν περιορίστηκε μόνο στην ηρωική πράξη βομβαρδισμού ανοχύρωτης πόλης αλλά απαίτησε και εισέπραξε από την ελληνική κυβέρνηση μερικά εκατομμύρια λίρες αποζημίωση. Αγανάκτησα και η αντίδρασή μου ήταν άμεση. Σ’ ένα κομμάτι χαρτί ανέφερα το γεγονός και σημείωσα το ποσό που του πλήρωσε το ελληνικό κράτος. Έκρυψα το σημείωμα με σκοπό να το βρω όταν, μεγάλος πια και πρωτοκλασάτο μέλος της κυβέρνησης, θα φρόντιζα να τα ζητήσουμε πίσω από τον Μουσολίνι. Γύρω σ’ εκείνη την εποχή τοποθετώ την αρχή της πολιτικής μου φιλοδοξίας και του προσανατολισμού μου. Οι αντι – ιταλικές μου διαθέσεις, με υπολανθάνουσα αντιφασιστική χροιά, ικανοποιούνταν κρυφά όταν έβλεπα στα ελληνικά και ξένα λεξικά κι εγκυκλοπαίδειες την Ιταλία να’ ρχεται, αλφαβητικά, μετά την Ελλάδα!

Σ’ αυτή την περίοδο της ζωής μου διάφορες καθημερινές εκδηλώσεις και ασχολίες είχαν όχι μόνο διαφορετικό “χρώμα” από τις αντίστοιχες σημερινές, αλλά τα μεταφορικά μέσα, τα υλικά ακόμα κι η εμφάνισή τους θα χαρακτηρίζονταν “πρωτόγονα” από τα σημερινά νήπια, που για την προσέλκυση και κατάκτησή τους οι διαφημίσεις στην τηλεόραση καλύπτουν σχεδόν το τέταρτο του διαθέσιμου χρόνου. Στους δρόμους της Αθήνας κυκλοφορούσαν σε σούστες οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι μανάβηδες και διάφοροι άλλοι διανομείς της εγχώριας παραγωγής. Είχαμε τους πωλητές πάγου σε “κολόνες” για τις παγωνιέρες, τα γιαούρτια ήταν μέσα σε κεσέδες κι η κεραμική “βιομηχανία” ανθούσε στο Μαρούσι και στην Αίγινα. Το πλαστικό δεν είχε κάνει την εμφάνισή του!

Σε μια οικογενειακή και φιλική εκδρομή κάπου στην Αττική, μερικά μόνο χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, αφού καταναλώθηκαν τα διάφορα εδέσματα που είχαμε κουβαλήσει σε καλαθάκια και σερβίραμε σε πιάτα της εποχής, ήρθε η ώρα του γλυκού, δηλαδή τα επιδόρπια. Και να εμφανίζεται το πρόβλημα το μέγα – που θα φάμε το γλυκό, μια και τα πιάτα ήταν βρώμικα από τα κρέατα και τις σάλτσες. “Να γυρίσουμε τα πιάτα το πάνω κάτω και να φάμε το γλυκό από την καθαρή μεριά του πιάτο!” Φαεινή ιδέα από ένα από τα νεότερα μέλη της παρέας. Τ’ όνομά του ήταν Πάνος Γράτσος, τελευταίος αδερφός της τετράδας των Γρατσαίων με πρώτο τον Κώστα που αργότερα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά, συνδέθηκα μαζί του με στενή φιλία.

Ο Κώστας Γράτσος είχε πάει φοιτητής στην Ελβετία, όπου μέσα στα διάφορα άλλα επιστημονικά ενδιαφέροντα που τον τράβηξαν ήταν κι η αστρονομία. Στις αρχές του Μεσοπολέμου, δε θυμάμαι με ακρίβεια πότε, θα γινόταν μια επιβλητική παρέλαση ή κηδεία ή άλλου είδους εκδήλωση στην οδό Πανεπιστημίου, όπου τύχαινε να ‘ναι το σπίτι του Γράτσου. Η μητέρα μου πήγε στο σπίτι της φίλης Πολυξένης Γράτσου και πήρε και μένα μαζί για να ζήσω κι εγώ αυτές τις ιστορικές στιγμές. Όταν τέλειωσε η παράτα, η Πολυξένη πήρε τη μητέρα μου με μένα ακόλουθο στο δωμάτιο του Κώστα. “Έλα να δεις τι μου κουβάλησε στο σπίτι ο γιος μου από την Ελβετία”. Η μόνη ανάμνηση που έχω από την επιθεώρηση της επίπλωσης και διακόσμησης του δωματίου του Κώστα είναι ένα τραπέζι – γραφείο που το στόλιζαν τρεις – τέσσερις Βούδες διαφόρων μεγεθών αλλά όλοι κοιλαράδες και με μακάρια έκφραση στο πρόσωπό τους. “Γύρισε βουδιστής από την Ελβετία ο γιος μου” δήλωσε η μητέρα του χωρίς κανένα ίχνος μητρικής περηφάνιας για τον καινούριο θρησκευτικό προσανατολισμό του Κώστα.

Στα νεανικά του χρόνια ο άνθρωπος περνά από τη μια περίοδο στην άλλη δίχως καμιά συνειδητή αλλαγή. Ο χαρακτήρας εξελίσσεται με συνωμοτική σιωπή, το σώμα ακολουθεί τη βιολογική του ανάπτυξη απαρατήρητη με “γυμνόν οφθαλμόν” και το μυαλό πήζει σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση, χωρίς φαμφάρες και κωδωνοκρουσίες. Τα μόνα φανερά σταδιακά ορόσημα είναι εξωτερικά, το πρώτο μακρύ πανταλόνι, το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο και το πρώτο ξύρισμα. Κι ο μεγάλος σταθμός η πρώτη σεξουαλική αφύπνιση. Και τα περιμένεις με αγωνία κι ανυπομονησία, για να ‘χεις την άλλη μέρα το πρωί την απογοήτευση να μη διακρίνεις καμμιά αλλαγή, όχι μόνο στον καθρέφτη αλλά και στον ψυχολογικό σου εξοπλισμό.

Το Γυμνάσιο το τέλειωσα μικρός στην ηλικία, όχι μόνο γιατί δεν έχασα κανένα χρόνο αλλά κέρδισα ένα χρόνο πηδώντας, έπειτα από γελοίες εξετάσεις, στη δευτέρα Ελληνικού που την έκανα μαζί με την τελευταία τάξη στη Λεόντειο Σχολή. Τέλειωσα το Η’ Γυμνάσιο, που ‘ταν τότε στην οδό Σύρου και Επτανήσου. Με πολλή πικρία ομολογώ πως όταν, την ίδια εποχή, γνώρισα τον Αλέκο Πατσιφά, που η φιλία μαζί του κράτησε πάνω από πενήντα χρόνια, μόλις είχε γυρίσει από σπουδές στο Παρίσι κι είχε στην τσέπη του το πτυχίο του  Baccalaureat, ένιωσα λύπη και μοιρολόγησα τα χαμένα χρόνια μου στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής μου. Μέσα σε πολλά άλλα πρωτάκουσα από τον Πατσιφά για τους Αζτέκ και τους Ίνκα. Το ίδιο καλοκαίρι και χωρίς ιδιαίτερη κλίση και προετοιμασία έδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, για πολιτικός μηχανικός. Απέτυχα! Η αποτυχία μου δεν μου δημιούργησε κανένα ψυχολογικό πρόβλημα, μια και δεν πίστευα πως μπορούσα να περάσω στις εξετάσεις δίχως σωστή προετοιμασία, αλλά ο πατέρας μου, ίσως γιατί φοβήθηκε πως η αποτυχία θα μου δημιουργούσε σύμπλεγμα ή γιατί ο ίδιος θα προτιμούσε ν’ ακολουθήσω εμπορικές σπουδές, με παρηγόρησε λέγοντάς μου πως είμαι ακόμα μικρός και πως τον άλλο χρόνο θα μ’ έστελνε στην Αγγλία για σπουδές. Για να μη ρεμπελέψω και για να μη χάσω ένα χρόνο δίχως να μάθω τίποτε, η μητέρα μου μου βρήκε “άμισθη θέση” στην Τράπεζα Πειραιώς, στη γωνία Κοράη όπου είναι και τώρα, σε νεότερο βέβαια κτίριο. Μ’ έβαλαν στο λογιστήριο όπου οι πιο άμεσοι συνάδελφοί μου ήταν ο Πάνος Γράτσος κι ο Μπούλης Μεταξάς.

Το τι κέρδισα σε γνώσεις και πείρα από τη θητεία μου στην Τράπεζα είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί λόγω της ασήμαντης ποσότητας, το γεγονός όμως είναι πως η προσφορά μου στην οικονομική ανάπτυξη της Τράπεζας ήταν πολύ θετική κι εκτιμήθηκε ανάλογα. Την παραμονή Χριστουγέννων του 1930 με κάλεσε ο προσωπάρχης, μου εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόδοσή μου και με ανάλογο ύφος μου ανήγγειλε οτι η Διεύθυνση ενέκρινε να μου δοθεί δώρο χίλιες δραχμές. Ευχαρίστησα τον κύριο προσωπάρχη θερμά και μόλις εισέπραξα από το Ταμείο την ανταμοιβή της σκληρής δπουλειάς μου έτρεξα στο κατάστημα αθλητικών ειδών, αν θυμάμαι καλά, του Καραμπάτη και κατέθεσα όλο το “πακέτο” για την καλύτερη ρακέτα τένις που διέθετε το κατάστημα. Το Πάσχα του 1931 με φώναξε ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας, γνωστός της μητέρας μου κι ο εισηγητής για την άμισθη πρόσληψή μου, και με φανερή ικανοποίηση μου δήλωσε πως η Διεύθυνση αποφάσισε να με κρατήσει στη θέση μου αλλά πλέον ως έμμισθο υπάλληλο κι ισότιμο των συναδέλφων μου. Εξέφρασα, όσο μπορούσα πιο θερμά, τις ευχαριστίες αλλά και συνάμα και τη λύπη μου που δεν μπορούσα να δεχτώ την προσφορά γιατί είχα πάρει, εκείνες τις μέρες, την απόφαση τον Σεπτέμβρη να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Νομική Σχολή.

Πάντοτε είχα μια αγάπη για τα αθλητικά κι ιδιαίτερα μου άρεσε το τένις δίχως όμως να περιφρονώ κι άλλα πολλά αθλήματα. Γυρίζοντας στα σπίτια μας από το Η’ Γυμνάσιο, το κάθε οικοδομικό τετράγωνο γινόταν στίβος και χώρια από το δρόμο ταχύτητας είχαμε το κουτσό, το πήδημα και μερικές φορές το δίαθλο, που μετά το δρόμο ταχύτητας ακολουθούσε το γρονθοκόπημα. Με την πρωτοβουλία του αδερφού μου οι αθλητικές μας εκδηλώσεις κι επιδόσεις επισημοποιήθηκαν με τη σύσταση αθλητικού συλλόγου που, εύλογα, ονομάστηκε “Αθλητικός Σύλλογος Οδυσσέας” μια κι ήταν γνωστές οι επιδόσεις του ομηρικού ήρωα στην ιστιοπλοΐα και στο τόξο. Το χειμώνα η έδρα του ήταν στην Αθήνα, όπου νοικιάζαμε κάθε χρόνο, για να το εγκαταλείψουμε αρχές καλοκαιριού κρυφά τη νύχτα, ένα κατάστημα για εντευκτήριο. Για ενίσχυση του ταμείου του συλλόγου, τις Απόκριες οργανώναμε χορούς στο Ξενοδοχείο “Ακροπόλ” με σχετικά ικανοποιητική προσέλευση φίλων και συγγενών. Το καλοκαίρι η δραστηριότητα του συλλόγου πήγαινε για διακοπές στο Θιάκι όπου δημιούργησε ποδοσφαιρική ομάδα και διοργάνωσε κολυμβητικούς αγώνες μέσα στο λιμάνι. Έλαβα μέρος σε πολλούς αγώνες στίβου και κολύμβησης. Στην κολύμβηση, στο Θιάκι, ήρθα κάποτε δεύτερος στο μακροβούτι και μια άλλη φορά εγκατέλειψα στη μέση το κολύμπι αντοχής, που ‘χε αφετηρία την είσοδο του λιμανιού και τέλειωνε στην Πλατεία της πόλης. Μια χρονιά στην Αθήνα, ήμουνα ακόμα μαθητής στο Γυμνάσιο, οι αγώνες στίβου του συλλόγου έγιναν στο Παναθηναίκό Στάδιο, δίχως βέβαια θεατές. Ακόμα και τώρα διερωτώμαι πως πήραμε την άδεια, ένας ανεπίσημος σύλλογος, να διοργανώσει τους εσωτερικούς του αγώνες στο Στάδιο. Πήρα μέρος στα 400 μέτρα και κατάφερα να φτάσω στο τέρμα τέταρτος ή πέμπτος, μα σε τέτοια κατάσταση εξάντλησης που σχεδόν με δάκρυα στα μάτια ζήτησα από τον αδερφό μου να μη μ’ αφήσει άλλη φορά να λάβω μέρος σε δρόμους “αντοχής”!

Στα χειμερινά εντευκτήρια του “Οδυσσέα” ερχόταν κι ένας Ιταλός δάσκαλος ξιφασκίας για να δώσει μαθήματα στους επίδοξους ξιφομάχους. Ο Ιταλός ήταν ο προποντής ξιφασκίας του “Πανελλήνιου” συλλόγου που το γυμναστήριό του και τα γήπεδα του τένις ήταν ακόμα στη μέση του Πεδίου του Άρεως. Η επίδοσή μου στο άθλημα αυτό στην κατηγορία “Fleuret” ήταν αρκετά ικανοποιητική κι ο Ιταλός συνέστησε στον “Πανελλήνιο” να με περιλάβει στην ομάδα του που θα ‘παιρνε μέρος στο εθνικό πρωτάθλημα. Ήταν η πρώτη και τελευταία μου συμμετοχή σε πανελλήνιους αγώνες. Η αντίπαλη ομάδα ήταν της “Αθηναϊκής Λέσχης” κι όλοι οι αντιπρόσωποί της ήταν πολύ μεγαλύτεροι στην ηλικία από μένα και η πλειοψηφία τους στρατιωτικοί. Ο κλήρος μου διάλεξε αντίπαλο τον πρωταθλητή της “Λέσχης” και πανελλήνιο νικητή της περσινής χρονιάς, που ‘ταν ένας καλοδεμένος και μουστακαλής σαραντάρης, γόνος παλιάς στρατιωτικής οικογένειας. Με πολλή τύχη και χάρη σε μια κίνηση που ‘χα “καλλιεργήσει” κατάφερα να προηγηθώ 5-2 του αντιπάλου μου. Στο σημείο αυτό η αντίδρασή του ήταν δυναμική. Χρησιμοποιώντας περισσότερο τον όγκο του από την τεχνική κατάφερε να κερδίσει με 5-6 και ν’ αποφύγει έτσι τον εξευτελισμό να χάσει τον τίτλο του από ένα “παιδάριο”. Την άλλη μέρα στο “Ελεύθερο Βήμα” ο αθλητικός συντάκτης με περιέγραψε σαν το “νέο αστέρι της ελληνικής ξιφασκίας που ανατέλλει”. Αν παραδεχτούμε πως τ’ αθλητικά αστέρια είναι αυτά που γυρίζουν γύρω από τη γη μας, η δικιά μου τροχιά σταμάτησε στην ανατολή. Το πάθος μου για το τένις και η είσοδός μου στη μεταγυμνασιακή περίοδο έβαλαν τέλος στη σταδιοδρομιά μου στις “πολεμικές τέχνες”.

Οι λεπτομέρειες αυτής της τραγωδίας είναι αυτές που αναφέρω στις παρακάτω γραμμές. Έτρεχα στον “Πανελλήνιο” να παίξω τένις σε κάθε ελεύθερη ώρα, διάβαζα όλα τα βιβλία του τένις, θαύμαζα τους Τρεις Σωματοφύλακες που ‘ταν κι αυτοί τέσσερις, της Γαλλίας, που ‘χαν απανωτές χρονιές νικήσει την αμερικανική ομάδα στους τελικούς του Κυπέλλου  Davis, παρά την παρουσία του W. Tilden και Jonson στην αντίπαλη ομάδα. Ήμουνα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου κι έδινα απολυτήριες εξετάσεις. Μια μέρα τα δυο θέματα που θα γράφαμε ήταν εύκολα, το ‘να ήταν τα Θρησκευτικά, κι έτσι αποφάσισα πρωί – πρωί και πριν πάω στο σχολείο να παίξω τένις με τον από τότε στενό μου φίλο Γιώργο Μαυροΐδη. Όταν τέλειωσε το παιχνίδι θέλησα να πηδήξω το δίχτυ, τα πόδια μου έμπλεξαν και βρέθηκα φαρδύς – πλατύς από την άλλη μεριά με τον καρπό και το βραχίονα του δεξιού χεριού σπασμένους. Ο Γιώργος με βοήθησε και πήγαμε στην πρώτη ιδιωτική κλινική που συναντήσαμε στη γειτονιά κι όπου με γενική ύπνωση η χειρουργική επέμβαση έλαβε χώρα και μπήκε κι ο γύψος. Σημειώνω εδώ πως η κλινική ήταν γυναικολογική, όπως έμαθα αργότερα, κι η επέμβαση δεν ήταν πολύ πετυχημένη, απόδειξη η αγκύλωση που ‘χω στο χέρι. Με το δεξί χέρι στο γύψο, την άλλη μέρα, και με συνοδεία τον πατέρα μου πήγαμε στον Γυμνασιάρχη για να του γνωστοποιηθεί “το ατύχημά” μου, που δε θυμάμαι αν ο πατέρας μου το απέδωσε σε γλίστρημα σε πεπονόφλουδα ή βρήκε άλλη δικαιολογία πιο πιστευτή. Τους επόμενους γραπτούς διαγωνισμούς τους έγραψα με τ’ αριστερό χέρι, για πρώτη φορά στη ζωή χρησιμοποιώντας το σε πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι βοηθητικό του δεξιού. Πήρα το απολυτήριό μου με σχετικά καλούς βαθμούς.

Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου και στα πρώτα χρόνια της φοιτητικής ζωής μου το διάβασμα της “Διάπλασης των Παίδων” που είχε τον Γρ. Ξενόπουλο διευθυντή, και των προφητικών βιβλίων του Ιουλίου Βερν, συντροφιά με τα ηρωικά μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Δουμά, πατέρα και γιου, σταμάτησε απότομα. Άρχισε η γνωριμία της φιλολογικής παραγωγής, χωριστά, διαφόρων γεωγραφικών χώρων με ακαθόριστα όμως χρονικά σύνορα. Ρωσική φιλολογία, σκανδιναβική, ανάμεικτη με γερμανοαυστριακή, με εκπροσώπους τους Τολστόι, Γκογκόλ, Γκόργκι, Knut Hamsun, Strindberg, Γκαίτε, Τσβάιχ, Κάφκα, κι όλα διανθισμένα με Φρόιντ κι ολίγο Μαρξ. Στο πρώτο στάδιο αυτής της πλατιάς βεντάλιας το μόνο κριτήριο ήταν η ποικιλία, αργότερα η επιλογή ήταν καθαρό αποτέλεσμα πολιτικού προσανατολισμού και φιλολογικής δίψας. Από τη φιλολογική παραγωγή του μεσοπολέμου στην Ελλάδα ακόμα ξεχωρίζω τον “Βασίλη τον Αρβανίτη” του Μυριβήλη που σε κατοπινή περίοδο το βάζω στην ίδια θέση με τον “Γέρο και τη θάλασσα” του Hemingway.

Πολύ γρήγορα, η θρηκευτική πίστη που διατηρούσα στα προεφηβικά μου χρόνια κλονίστηκε. Όχι μόνο η δαρβίνειος θεωρία αλλά κι η προσωπική ενατένιση κι αξιολόγηση του γύρω κόσμου κι η απεραντοσύνη του διαστήματος μ’ έπεισαν πως ήταν αδύνατο όλα αυτά τα φανταστικά και πολύπλοκα κατασκευάσματα να ‘χαν γίνει σε εφτά μόνο μέρες, έστω και θεϊκές. Η αποδοχή από μέρους μου του πεπρωμένου αποσύρθηκε κι η νομοτέλεια και τάξη του κόσμου βρήκε καταφύγιο στο χώρο των “φυσικών νόμων”.

Η ανακάλυψη πως το τυχαίο ανακάτεμα απλών μορίων, για “αρκετό” χρόνο, δημιουργεί σύνθετα μόρια που κι αυτά αν ανακατευτούν καταλήγουν σε κάτι που μοιάζει με το  DNA, δηλαδή ένα σταθερό μόριο που ‘χει την ικανότητα της αναπαραγωγής του, ικανοποιεί την απορία μου πως από καθαρή ύλη δημιουργείται, σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια, ο σκεπτόμενος άνθρωπος. Το αναμφισβήτητο συμπέρασμα πως η εξέλιξη επέτρεψε την πολύπλοκη δημιουργία “ζωντανών” οργανισμών φτάνοντας και μέχρι τη συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία, πολλοί σοφοί κι αξιόλογοι ερευνητές εξακολουθούν να ερωτοτροπούν και να επιμένουν πως μια ματιά σ’ όλα τα γύρω μας θαύματα δίνει την έντονη εντύπωση ενός “σχεδίου”. Μερικοί παρομοιάζουν τον κόσμο με ρολόι που η τελειότητά του τον αναγκάζει να ψάξεις για τον ωρολογοποιό. Την ερμηνεία των “συμπτώσεων”, έστω κι αν παραδεχτούν την απειράριθμη εμφάνισή τους, τη γελοιοποιούν με τη γνωστή παραβολή πως αν βάλεις ένα πίθηκο μπροστά σε μια γραφομηχανή, δεν πρέπει ν’ απορήσεις αν σε δισεκατομμύρια χρόνια σου γράψει έργο ανώτερο από το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”.

Εύκολα κι αναπόφευκτα, από την ενατένιση της φύσης, το βλέμμα σου στρέφεται στα δημιουργήματα του ανθρώπου και ιδιαίτερα στη θεσμοθέτηση της ζωής του στην κοινωνία που ζει και πεθαίνει. Και θαυμάζεις την πρόοδο της τεχνολογικής του εξέλιξης για την αυτοκαταστροφή του και τα επιτεύγματά του στην αμείλικτη καταστροφή του περιβάλλοντος. Από φυσικού μου είμαι αισιόδοξος, γι’ αυτό θέλω να τελειώσω την καταδίκη της ανθρώπινης διαγωγής στον κόσμο με μια νότα αισιοδοξίας. Η παρουσία του σύγχρονου ανθρώπου στον πλανήτη μας μετρά λιγότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια, σ’ αντίθεση με τα δισεκατομμύρια της ηλικίας της φύσης που μας περιβάλλει. Εάν ο άνθρωπος καταφέρει να επιζήσει ακόμα και για ένα μόνο εκατομμύριο χρόνια ίσως, επαναλαμβάνω ίσως, καταφέρει η διαγωγή του να μην παίρνει πολύ κατώτερη βαθμολογία από το “άριστα” που άξια παίρνει η φύση και το περιβάλλον που κληρονόμησε.

Πηγή: «ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ» του ΚΩΣΤΑ ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ

Φωτογραφία: Ιθάκη, 1927 Σφαγεία. Αρχείο Τασού Παϊζη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.