Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ
Ο Τηλέμαχος επλησίαζεν εις το 20όν έτος της ηλικίας του, οι δε γονείς του εσκέπτοντο να τον νυμφεύσουν αλλά δεν ήτο εύκολον να τω εύρωσι σύζυγον. Όλαι αι νεαραί πριγκήπισσαι της Ζακύνθου και του Δολιχίου ήσαν αδελφαί ή εξαδέλφαι των υπό του μεγαθύμου Οδυσσέως φονευθέντων μνηστήρων και δεν ήθελον να τας εισαγάγωσιν εις την οικογένειάν των. Τότε ο Οδυσσεύς ανεμνήσθη της Ναυσικάας, της χάριτος και του καλού χαρακτήρος της, εις τους γονείς της οποίας ώφειλε την εις την πατρίδα επιστροφήν του.
-Ενθυμούμαι, έλεγεν, οτι ο βασιλεύς Αλκίνοος, νομίζων με άγαμον, επεθύμει να γείνω γαμβρός του. Ήμην ολίγον ώριμος δια τη θυγατέρα τουν και μ’ όλα ταύτα είμαι πεπεισμένος οτι η Ναυσικά θα με εδέχετο ως σύζυγον. Επομένως θα εδέχετο σε ως άλλον Οδυσσέα, νεώτερον, με καλιτέραν και πολύ θελκτικωτέραν κόμην και γενειάδα. Ίσως δεν ενυμφεύθη εισέτι, μόλις δε πνεύσωσιν ούριοι άνεμοι εφόπλισον εν πλοίον και πήγαινε προς επίσκεψιν του βασιλέως Αλκινόου εις την νήσον των Φαιάκων.
-Ευχαρίστως, απήντησεν ο Τηλέμαχος.
Την αυτήν ημέραν άγγελος του βασιλέως της Σπάρτης Μενελάου αποβιβασθείς εις τον λιμένα της Ιθάκης, ήλθε μετά δώρων εις συνάντησιν του Οδυσσέως και τω είπεν.
-Ο υιός σου Τηλέμαχος αφήκε τας καλλιτέρας εντυπώσεις εις τον βασιλέα Μενέλαον και την σύζυγόν του Ελένην. Προσεχώς πρόκειται να υποδεχθούν εις τα ανάκτορα των τον βασιλέα και την βασίλισσαν των Φαιάκων και την θυγατέρα των Ναυσικάαν. Εάν λοιπόν ο υιός σου επανέλθη εις την Σπάρτην θα συναντήση αυτήν την αξιέραστον κορασίδα. Ο βασιλεύς Μενέλαος δεν μοι είπε περισσότερα, αλλ’ εάν ο Τηλέμαχος δέχεται αυτήν την πρόσκλησίν του, δύναμαι να τον οδηγήσω με το πλοίον, το οποίον μέ έφερεν εδώ.
-Καλά εσκέφθη όλα αυτά, απήντησεν ο Οδυσσεύς και αναγνωρίζω την φρόνησιν και την καλήν θέλησιν του ενδόξου βασιλέως Μενελάου.
-Πατέρα, θα αναχωρήσω αύριον το πρωΐ, είπεν ο Τηλέμαχος.
Εγενετο εγκαρδίως δεκτός υπό του βασιλέως Μενελάου και της θείας Ελένης, αφού δε θεράπαινά τις τον έλουσε και τον εμύρωσε, και αφού έφαγε και έπιε καλώς ηρώτησε.
-Που είνε η πριγκίπισσα Ναυσικάα;
-Δεν ήλθεν ακόμη, απήντησεν η Ελένη, αλλά την περιμένομεν μετ’ ολίγον μετά των ευγενών γονέων της.
Ο Τηλέμαχος δεν ηδυνήθη ν’ αποκρύψη την διάψευσιν των ελπίδων του και την θλίψιν του, η δε Ελένη προσεπάθησε να τον παρηγορήση και να τον διασκεδάση. Εις την τράπεζαν, εις τον κήπον, όπου ανέπνεον την δροσεράν αύραν είχε τον Τηλέμαχον πλησίον της. Είχεν επίσης διατάξει τον αοιδόν Δημόδοκον να ψάλλη κατά το γεύμα μόνον τους άθλους του Οδυσσέως, και ατενίζουσα τον Τηλέμαχον τω υπεμειδία κατά τα εκλεκτά τεμάχια της ραψωδίας. Συχνάκις εξέφραζε τον άπειρον θαυμασμόν της δια την άμεμπτον Πηνελόπην, καθημένη δε παρά τη εστία και νήθουσα το πορφυρούν έριον, διηγείτο εις τον Τηλέμαχον μετ’ ευχαριστήσεως τα σπουδαιότερα επεισόδια της πολιορκίας της Τροίας, χωρίς ν’ αναφέρη τι δια τον Πάριν.
Η Ελένη ήτο 35 ετών η δε καλλονή της ήτο πάντοτε εξαίσια. Τα βλέμματά της εφαίνοντο βαθύτερα από τα των λοιπών γυναικών, η φωνή της διαπεραστικωτέρα και με ευστροφοτέραν λιγυρότητα, ήτο δε κατά το σύνηθες σοβαρά. Μίαν εσπέραν είπεν εις τον Τηλέμαχον.
-Το πλοίον το φέρον τους άνακτας των Φαιάκων και την θυγατέρα των εφάνη ερχόμενον από την Πύλον, εν άρμα δε τους αναμένει πλησίον του λιμένος. Αύριον θα είνε εδώ.
… Η Ναυσικάα είχεν όλην την δροσερότερα της πρώτης νεότητος, αλλ’ αυτό το προτέρημα εκτιμάται ολιγώτερον υπό των νέων ή υπό των ωρίμων και πεπειραμένων ανδρών. Ο Τηλέμαχος απέδωκεν ολίγην προσοχήν εις την μικράν πριγκίπισσα, την ηυχαρίστησε με ωραίους λόγους δι’ ό,τι έκαμε δια τον πατέρα του, αλλά δεν εύρε τίποτε περισσότερον να τη είπη. Εσκέπτετο μόνον την Ελένην, η εικών της οποίας ετάρασσε τας νύκτας του. Κατόπιν του Μενελάου, του Έκτορος και τοσούτων άλλων ηρώων υφίστατο την γοητείαν αυτής. Η προς την Ναυσικάαν ψυχρότης του παρετηρήθη επί τέλους υπό του βασιλέως Αλκινόου και της συζύγου του, και εσκέπτοντο οτι ο υιός του Οδυσσέως ηργοπόρει πολύ να εξηγηθή, Ο Μενέλαος απέδιδε την βραδύτητα ταύτην εις την δειλίαν των δύο νέων και έλεγεν.
-Υπομονή! Ο χρόνος φέρει το παν! Ο χρόνος μοι απέδωκε την σύζυγόν μου.
Αλλ’ η Ελένη, μαντεύσασα το μυστικόν του Τηλεμάχου τον παρέλαβεν ιδιαιτέρως και τω είπεν.
-Αγαπητόν μου παιδί, δεν σε καταλαβαίνω. Η Ναυσικάα είνε θυγάτηρ βασιλέως ισχυρού και πλουσίου, εις τον οποίον ο πατήρ σου οφείλει μεγάλας υποχρεώσεις. Είνε νέα, ωραία, συνετή, ενάρετος και θα διοικήση θαυμάσια τον οίκον της. Ο πατήρ σου το παρετήρησε. Πλύνει μόνη της τα οθώνιά της, πράγμα το οποίον αι θυγατέρες των βασιλέων δεν θέλουν να κάμουν πλέον, τόσο διεφθάρη ο αιών μας. Σε αγαπά επί τέλους και ειξεύρω οτι, μη θέλουσα να εκμυστηρευθή εξ υπερηφανείας εις την μητέρα της, κλαίει συχνά εξ αιτίας σου εις τας αγκάλας της καλής τροφού αυτής Ευρυμεδούσης. Διατί καταβλίθεις με την ψυχρότητά σου μίαν τόσον αξιέραστον νεανίδα; Και διατί αρνείσαι την ευτυχίαν, την οποίαν σου προητοίμασαν οι Θεοί;
-Θα σου το είπω, απήντησεν ο Τηλέμαχος, αφού επιθυμείς να το μάθης. Εκείνη που αγαπώ…
-Σιώπα, αγαπητόν μου παιδί, υπέλαβεν η Ελένη. Ειξεύρω οτι είσαι και συ, όπως και τόσοι άλλοι, θύμα μιας κακής γοητείας, η οποία απορρέει απ’ εμού, χωρίς να το θέλω. Η θλιβερά δόξα μου ανησύχησε το πνεύμα σου. Ναι, είμαι εκείνη δια την οποίαν χιλιάδες ανθρώπων ηυτοκτόνησαν, και δια τους οποίους τόσαι μητέρες, σύζυγοι και μνησταί έχυσαν κύματα δακρύων. Το τοιούτον βεβαίως περιέχει κάτι τι το κολακευτικόν, αλλά προ πολλού δεν είμαι πλέον αλαζών. Δεν θέλω εις κανένα πλέον να προξενήσω δυστυχίαν. Εχόρτασα από περιπετείας. Η μόνη μου επιθυμία είνε να μείνω ήρεμος και τακτική πλησίον του Μενελάου μου, εις ον οφείλω μεγάλας αμοιβάς. Τη αληθεία ο κόσμος έχει αρκετά ομιλήσει περί εμού. Άλλως, είμαι πλέον γραία!…
-Αυτό δεν είνε αληθές!
-Μα επί τέλους, τι θέλεις;
-Να σε απαγάγω.
-Με απήγαγον ήδη πολλάς φοράς. Αυτή η ιδέα, αγαπητόν μου παιδί, δεν σε ψυχραίνει;
-Απ’ εναντίας.
-Αχ! δυστυχή! δυστυχή! Αλλ’ ειπέ μου, που θα με οδηγήσης;
-Φέρω μαζή μου χρήματα και έχω εκ μητρός εν ανάκτορον εις Ζάκυνθον.
-Και δεν εντρέπεσαι να απαγάγης την γυναίκα του φιλοξενήσαντός σε;
-Δεν θα το κάμω εξ έχθρας προς αυτόν. Αφ’ ετέρου και άλλοι το έκαμαν προ εμού. Υπακούω εις θεόν ισχυρότερον της αρετής μου.
-Αλλ’ αν ο σύζυγός σου εξοπλίση πλοία δια να με επανακτήση;
-Κανείς δεν επαναρχίζει τον πόλεμον της Τροίας. Και έπειτα τι μας ενδιαφέρει;
-Εμέ όμως με ενδιαφέρει, διότι θέλω να αποθάνω ήσυχος. Άφες εκείνην που εταξείδευσε πάρα πολύ. Η Ναυσικάα είνε ακηλίδωτος.
-Δεν μου αρέσει.
-Κατατήκεται από την λύπην της.
-Είνε ανόητη.
-Αγαπητό μου παιδί, βλέπω οτι ο σκληρός έρως, ο απαίσιος θεός σε έχει κυριεύσει, διότι γίνεσαι σκληρός. Φύγε, φύγε. Εβαρύνθην πλέον να γίνωμαι αιτία της ανθήσεως κακουργήματος εν τη καρδία των ανθρώπων.
Η Ελένη τον αφήκε μετ’ αυτούς τους λόγους και μετέβη εις τους αχανείς κήπους του βασιλέως Μενελάου, όπως σκεφθή. Εκεί συνήντησεν εντός μεμονωμένου άλσους την Ναυσικάαν κλαίουσαν, ήτις ριφθείσα εις τας αγκάλας της τη εψιθύρισε.
-Βασίλισσα, εξ αιτίας σου πάσχω και δια τούτο προστρέχω εις σε, διότι είσαι καλή και σώφρων.
Και τη διηγήθη με διακεκομμένας λέξεις τον έρωτά της δια τον Τηλέμαχον, όστις τη εφαίνετο θελκτικός παρά την ψυχρότητά του, και οτι ωνειροπολεί ζωήν ευτυχή και ωραίαν μετ’ αυτού εις την ήρεμον νήσον των Φαιάκων. Και αι δύο περιεπάτησαν επί αρκετόν εις τον κήπον, ομιλούσης νυν της Ελένης, το δε εσπέρας ευρεθείσα αύτη μετά του Τηλεμάχου εις την γωνίαν της στοάς τω είπε χαμηλή τη φωνή.
-Σου είπα ψεύματα. Σε αγαπώ. Έλα να φύγωμεν.
-Ήμην βέβαιος περί τούτου, απήντησεν απλώς ο Τηλέμαχος και προητοίμασα τα πάντα δια την φυγήν μας. Εις την Πύλον έχω εν πλοίον έτοιμον δια την αναχώρησίν μας. Θα σε περιμένω αύριον εις τον λιμένα την ώραν του λυκόφωτος.
-Θα έλθω, ανταπήντησεν η Ελένη, με μίαν από τας θεραπαινίδας μου.
… Η νυξ επήρχετο. Ο Τηλέμαχος όρθιος επί της παραλίας είδε πλησιαζούσας δύο γυναίκας πεπλοφόρους, εξ ων η μία αφαίνετο νέα, ευλύγιστος και εβάδιζε με ελαφριά βήματα.
-Αχ! είπε καθ’ εαυτόν, τι νεανικόν βάδισμα! Εξ όλων των θνητών μόνη η Ελένη έχει παράστημα θεάς.
Την επλησίασεν. Αύτη άνωθεν της καλύπτρας της έθεσε τον δάκτυλόν της εις το στόμα του. Την εβοήθησε να επιβή του πλοίου μετά της θεραπαινίδος της και την ωδήγησεν επί της γεφύρας, όπου είχε προτοιμασθή μεγαλοπρεπής κλίνη.
Το πλοίον απεμακρύνθη της παραλίας, ο δε Τηλέμαχος ηθέλησε να εγείρη τον πέπλον της ταξειδιωτρίας, αλλ’ αύτη τον απώθησεν ελαφρώς ψιθυρίσασα.
-Αύριον.
Ηννόησε την αιδώ της και μετέβη να εξαπλωθή εις την πρύμνην, όπου κακοεκοιμήθη, την δε αυγήν επανήλθεν εις την γέφυραν δια να κατασκοπεύση την αφύπνισιν της Ελένης, πλην αντ’ αυτής ανεγνώρισε την Ναυσικάαν και την τροφόν αυτής. Η νέα, καθημένη επί της στρωμνής αυτής τον παρετήρει με κάποιον τρόμον, προσπαθούσα να υπομειδιάση και καθικετεύουσα αυτόν με δακρυβρέκτους οφθαλμούς, αλλ’ ο Τηλέμαχος καταληφθείς υπό σφοδράς οργής ανέκραξεν.
-Α! αυτό το παίγνιον αρμόζει δι’ ευήθη. Δεν είξευρα οτι εις την χώραν σου αι τίμιαι κόραι συνηθίζουν να τρέχουν όπισθεν των ανδρών και να τους υπανδρεύονται με δόλον. Δεν σε αγαπώ, Ναυσικάα, αλλά τώρα οποία αισθήματα δύναμαι να τρέφω δια σε.
Η Ναυσικάα ανελύθη εις δάκρυα και εψιθύρισε.
-Δεν το ηθέλησα εγώ αλλ’ η Ελένη. Εκείνη με εβεβαίωσεν οτι έπρεπε να γείνη αυτό και οτι τότε όλα θα ετελείωναν καλώς. Πριν την υπακούσω απεποιήθην επί πολύ.
-Η Ελένη; η Ελένη είπες; Αλλά τότε…
Η οργή του Τηλεμάχου εστράφη τότε κατά της Ελένης, αλλ’ επειδή αύτη ήτο μακράν και δεν ηδύνατο να την κτυπήση είπεν πάλι προς την Ναυσικάαν.
-Αυτό είνε βλακώδες. Διότι, επί τέλους, τι θα σε κάμω;
-Δεν ηξεύρω.
-Εάν σε μεταχειριζόμην ως δούλην, αφού συ μόνη παρεδόθης;
-Δεν θα το κάμης, διότι δεν είσαι άθλιος. Άλλως η θεράπαινά μου θα με υπερήσπιζε.
-Και αν επανηρχόμην εις την πόλιν και σε εξέθετα επί της παραλίας ως αντικείμενον χλευασμού των διαβατών;
Η Ναυσικάα έφερε την χείρα επί της καρδίας, εφώναξεν “Ευρυμέδουσα…” και ελιποθύμησεν. Ενώ η τροφός της τη επεδαψίλευε τας πρώτας περιποιήσεις ο Τηλέμαχος εξήταζε την νεάνιδα. Δια πρώτην φοράν παρετήρησεν οτι αν δεν ήτο τόσον ωραία όσον η Ελένη, ήτο όμως δροσερωτέρα και χαριεστέρα. Εξ άλλου τόση αδυναμία και συνάμα τόσον άδολον θράσος και τόσον ατρόμητος αγάπη, όλα αυτά τον συνεκίνησαν μέχρι μυχών της καρδίας. Όταν η Ναυσικάα ανέλαβε και είδε τους οφθαλμούς του Τηλεμάχου, ηννόησεν οτι δεν ήθελε πλέον το κακόν της και ημιεγερθείσα έπεσεν επί του στήθους του υιού του Οδυσσέως λέγουσα.
-Σώσε με, φίλε μου. Κάμε με σύζυγόν σου αφού δεν έχεις άλλο μέσον να με σώσης.
Και ο Τηλέμαχος περιστοιχούμενος από τους δροσερούς βραχίονάς της και αισθανόμενος πλησίον του το ικετευτικόν εκείνο νεανικόν σώμα, ωμολόγησεν οτι ηττήθη και είπε.
-Θα υπάγωμεν εις Ιθάκην και θα σε παρουσιάσω εις τους ευγενείς γονείς μου. Αλλ’ η θεία Ελένη με περιεγέλασε αναξίως.
-Συγχώρεσέ την, είπεν η Ναυσικάα γελώσα δια μέσου των δακρύων της.
(Υπό του Jules Lemaitre. Μετάφρ. Χρ. Χατζηϊωάννου).
΄Πηγή: Ι.Α. ΒΡΕΤΟΥ «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ» 1915