Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ & ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΝΙΚΟΣ ΦΙΑΜΠΟΛΗΣ (1899 – 1963)
Γεννήθηκε το 1899 στο Βαθύ της Ιθάκης, όπου έβγαλε το Δημοτικό. Σπουδές δε συνέχισε γιατί από μικρό τον τράβηξε η θάλασσα. Στα καράβια δούλεψε μάγειρας και ταξίδεψε συνεχώς ως τα μέσα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οπότε, όταν το καράβι του έπιασε Μελβούρνη, αποφάσισε να ξεμπαρκάρει και να εγκατασταθεί εκεί.
Στη Μελβούρνη δούλεψε σε διάφορα ελληνικά εστιατόρια ως λαντζέρης και μάγειρας και μια περίοδο έκανε και τον ελαιοχρωματιστή. Στα 1954/55 μετακινήθηκε στο Newcastle της Πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του δουλεύοντας πάλι ως μάγειρας σε ελληνικά μαγαζιά.
Σαν τους πιο πολλούς εφτανήσιους, ο Φιαμπόλης διακρινόταν για το χιούμορ του και την ευκολία του να διηγείται εύθυμες ιστορίες και να αυτοσχεδιάζει σατιρικά ποιήματα διακωμωδώντας τύπους και καταστάσεις της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης και του Newcastle. Σαν πραγματικός λαϊκός ποιητής τα περισσότερα ποιήματά του τα αυτοσχεδίαζε και τα απήγγελλε στο καφενείο ή σε παροικιακές κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια, γιορτές κ.λπ.). Επίσης, συνέθεσε και απήγγειλλε σατιρικά και πατριωτικά του ποιήματα στις 15νθήμερες εκδηλώσεις του Συνδέσμου Ιθακησίων Μελβούρνης και στην αίθουσα Παλαιών Πολεμιστών. Πολλά από τα σατιρικά αυτοσχέδια ποιήματά του έχουν διατηρηθεί στη μνήμη παλαιών Ελλήνων της Μελβούρνης και του Newcastle μέχρι σήμερα, αρκετοί μάλιστα θυμούνται ακόμη το πνευματώδες σατιρικό και χιουμοριστικό ύφος του ως και την ικανότητά του να σκαρώνει παρλάτες, μερικές από τις οποίες παρουσίαζε από σκηνής, όπως την πατριωτικού περιεχομένου παρλάτα Ο Μουσολίνι μαθαίνει το ελληνικό αλφάβητο (παρουσιάστηκε στις 17/5/50 στα πλαίσια πατριωτικής εκδήλωσης Ερασιτεχνικού Ομίλου της Ηπειρωτικής Αδελφότητας Μελβούρνης). Την εποχή του πολέμου και τα πρώτα χρόνια μετά, οι πιο γνωστοί ριμαδόροι της Μελβούρνης ήταν ο Φιαμπόλης, ο Ραυτόπουλος (βλ. και σ. 194) και ο Νίκος Παΐζης (βλ. και σ. 65).
Ωστόσο, μερικά στιχουργήματά του είδαν το φως της δημοσιότητας ιδιαίτερα από τις σελίδες του περ. “Οικογένεια”. Επίσης, το 1954 έγραψε, σε συνεργασία, και δημοσίευσε στη Μελβούρνη, σατιρικό ημερολόγιο παροικιακής κίνησης με τίτλο Ημερολόγιον του 1954.
Εκτός από τη λαϊκή προφορική ποίηση, ασχολήθηκε και με το θέατρο, ως συγγραφέας και ηθοποιός. Το πιο γνωστό από τα θεατρικά του έργα υπήρξε η έμμετρη μονόπρακτη κωμωδία Τα χρέη του εμπορομεσίτη, με θέμα τη χρεοκοπία ενός Έλληνα εμπορομεσίτη της Μελβούρνης. Την έγραψε το 1948 και την ανέβασε, μαζί με το Ραυτόπουλο, στο New Theatre της Μελβούρνης με πολλή επιτυχία. Στο έργο αυτό υποδύθηκε το ρόλο του υπάλληλου Βασίλη. Τον ίδιο χρόνο υποδύθηκε με επιτυχία διάφορους ρόλους στις τέσσερις μονόπρακτες κωμωδίες που ανέβασε ο Ραυτόπουλος στο New Theatre. Στις αρχές της 10ετίας του 1950 οργάνωσε, μαζί με τον Πέτρο Σίμο, ερασιτεχνικό θεατρικό συγκρότημα, που παρουσίασε αρκετή δραστηριότητα στα πλαίσια παροικιακών εκδηλώσεων της Μελβούρνης, ενώ ο ίδιος πήρε μέρος σε αρκετές παραστάσεις ερμηνεύοντας ποικίλους ρόλους, όπως του δάσκαλου και του Χότζα στις μονόπρεκτες κωμωδίες Στο Σχολείο και Βόρειος Ήπειρος κι ο Χότζας αντίστοιχα (17/5/53), το ρόλο του πρωταγωνιστή στο Γλυκόπαιδο (9/8/53), το Διονύση στο δράμα Οι σεισμόπληκτοι (11/10/53) κ.ά.
Όταν πήγε κι εγκαταστάθηκε στο Newcastle, συνέχισε κι εκεί την ποιητική και θεατρική του δραστηριότητα. Ανέβασε τα λαϊκά έργα του Σπ. Περεσιάδη Γκόλφω, Εσμέ η Τουρκοπούλα κ.ά., ενώ στα διαλείμματα συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει και να απαγγέλλει ποιήματά του.
Πέθανε στο Newcastle στις 17 Μαΐου 1963, σε ηλικία 64 χρονών, αφήνοντας πίσω του δύο τετράδια αδημοσίευτων ποιημάτων και θεατρικών έργων του, που έκτοτε έχουν χαθεί.
Όταν ο θάνατός του έγινε γνωστός στη Μελβούρνη ο φίλος του Στάθης Ραυτόπουλος σύνθεσε το ποίημα “Στον αείμνηστον Νικόλαον Φιαμπόλη”, το οποίο δημοσίευσε στην εφ. “Τα Νέα” (20/5/63) και αργότερα το περιέλαβε, μαζί με ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα, στην ποιητική του συλλογή Καϋμοί της ξενητειάς (Μελβούρνη, 1971, σ. 250-251).
Σχόλιο για τη ζωή και το έργο του έχει δημοσιεύσει ο Γιώργος Καναράκης στο Bizantion – Nea Hellas, Επετηρίδα Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Χιλής (Σαντιάγκο), αρ. 5, 1981, σ. 82 [ισπανικά]
Στο γαμπρό
Εάν η προξενιά σου έχει, γαμπρέ μας, αποτυχία
στην πατρίδα στείλ’ αμέσως μια καλή φωτογραφία
και ας είναι αυτή βγαλμένη από το είκοσι τρία.
Γράψτους πως έχεις κατοχή τηγάνια, κατσαρόλες,
στις – μπίζνες – είσαι μέτοχος της Αυστραλίας όλες.
Γράψε πως ήσουνα και συ πρόεδρος στην Κοινότητα
η νύφη τότε θα πεισθή πως έχεις ικανότητα.
Πένες(1) αράδιαζε χρυσές, ντουζίνα εις τη τσέπη,
χρυσό ρολόϊ να κρεμάς, καθένας να το βλέπει.
Κράτα τη μπόζα, σοβαρός, μη λες οτι δεν ξέρεις…
να βάλης την υπογραφή, πες πως τα καταφέρεις!
Μη βγάζεις τη φανέλλα σου ποτέ τα καλοκαίρια
ρευματισμοί να μη σε βρουν στα πόδια και στα χέρια.
Κι αν οι δυνάμεις σ’ άφησαν, παρ’ ένα μπαστουνάκι
καμαρωτός, καμαρωτός, θα φαίνεσαι παιδάκι.
Κι αν η μέση σου πονεί, οχ! μη δίνεις σημασία
κράταγε πάντοτε σφιχτά τη γλυκιά… περιουσία.
Ας το νου σου να χαϊδεύη τ’ άψυχα κλειδιά του κάρου (2)
κι εμείς την απορρίπτομε την αίτηση του χάρου!
Έως ότου η ιδεώδης του ονείρου σου γυνή
με τα χέρια της σου δώσει, “το σαπούνι και σχοινί”.
(Ημερολόγιο του 1954, Μελβούρνη, 1954, σ. 21, με τα αρχικά Ν.Φ. Βλ. και άτιτλη παραλλαγή στο περ. «Οικογένεια», 30 Απρ.1952, σ.44)
- Pennies (παλαιό αγγλικό κέρμα, πληθ.).
- Αυτοκίνητο (car).