ΟΙ ΣΑΝΙΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΘΙΑΚΙΟΥ

Μετά την πανούκλα του 14ου αιώνα, ξεκίνησαν να δημιουργούνται σε όλη την Ευρώπη υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Στα ιταλικά λιμάνια λειτουργούσε η υπηρεσία του υγειονομείου (Σανιτά), μια υπηρεσία σαν τον ΕΟΔΥ και το Λιμεναρχείο μαζί. Διέθετε γιατρούς, πληροφοριοδότες, ναυτικούς, ένοπλες φρουρές και κτίρια λοιμοκαθαρτηρίων, τα λεγόμενα Λαζαρέτα. Όποιο πλοίο έφτανε από περιοχή ύποπτη για πανούκλα το πλήρωμα ή παρέμενε στο πλοίο του φρουρούμενο με βάρκες της Σανιτάς για όσες μέρες αποφάσιζε η υπηρεσία, ή έμπαινε φρουρούμενο στο Λαζαρέτο για να περάσει το διάστημα που θεωρούνταν ικανό για έναν φορέα θανατηφόρου ιού να νοσήσει. Αν οι ύποπτοι δεν νοσούσαν τότε έπαιρναν τη βεβαίωση «ελευθεροκοινωνίας», το «πράτιγο», και μπορούσαν να έλθουν ελεύθερα σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Ένα τυπικό χρονικό διάστημα εγκλεισμού ήταν οι σαράντα μέρες, η Quarantena, η γνωστή μας «καραντίνα» (γι’ αυτό άλλωστε η εκκλησία καθιέρωσε 40 μέρες νηστεία πριν τη μετάληψη, γιατί αν κάποιος έχει φάει μυρμηγκοφάγο και είναι φορέας ιού να νοσήσει και να ληφθούν μέτρα να μην κολλήσουν όλοι και πεθάνουν). Κίτρινες σημαίες να κυματίζουν στο Λαζαρέτο και στο καράβι για να μην πλησιάζει κανείς. Συχνά οι συνθήκες διαβίωσης στα Λαζαρέτα ήταν τόσο άθλιες που είτε είχες είτε δεν είχες τον ιό μπορεί και να πέθαινες. Στα Βενετικά Επτάνησα λειτουργούσε η ίδια υπηρεσία κατ’ αντιστοιχία με τη μητρόπολη. Τα μικρά νησιά με μικρό πληθυσμό ήταν ιδιαίτερα ευάλωτα αφού αν το θανατικό ξέφευγε από τη Σανιτά οι ανθρώπινες απώλειες θα ήταν τέτοιες ώστε οι εναπομείναντες να μην μπορούν να αναπαράγουν τον πληθυσμό.

Πριν 300 χρόνια, στις αρχές του 1719, σερνόταν θανατικό στο Μοριά και στη Ρούμελη. Οι Σανιτάδες του Θιακιού είχαν λάβει τα μέτρα τους και έλεγχαν όλα τα πλεούμενα που έφταναν από εκείνα τα μέρη. Μετά τις ανακρίσεις, ο υπεύθυνος Σανιτάς κατέγραφε τις πληροφορίες στο κατάστιχο της υπηρεσίας. Ας δούμε ένα παράδειγμα:

«29 Μαρτίου 1719

Αριβάρησε εις το πόρτο του Βαθιού ο Νικολέτος Μουσούρης καρεβοκύρης με συντρόφους η ολότης τρεις τον οποίον καρεβοκύρη τόνε βγάλαμε όξου με τα ρεκουζιτά της Σανιτάς.

Ρωτηζάμενος πούθεν έρχεται και που επρατηγάρησε, αποκριζάμενος λέγει πως έρχεται από το σκάλωμα του Δραγαμέστου.

Ρωτηζάμενος αν ηξέρει να μας ειπεί διά το σοσπέτο του θανατικού, αποκριζάμενος λέγει πως αγροίκησε από τους Δραγαμεστίνους πως κοντινουάρει εις το Βραχώρι και εις το Μοριά.

Ρωτηζάμενος αν επρατιγάρησε αλλού ή αν έχει φόρτωμα, αποκριζάμενος λέγει πως αλλού από το Δραγαμέστο δεν επρατιγάρησε ούτε φόρτωμα έχει πάρεξ ένα πασιντζέρη που τον εμπαρκάρησε και τον ήφερε εδώ ονομαζόμενος Στάθης Γκίνης ο οποίος ήτανε από το ξύλο όπου εκόλλησε και έλαβε ιφερμάτζιο από τους γέροντες που τον έβαλαν και έκαμε τη γκουντουμάτζια του και έπειτα του έδωκε πράτιγο.

Πάραυτα εκράξαμε το Στάθη Γκίνη πασιντζέρη με ρεκουζιτά της Σανιτάς διά ναν τόνε κουστουτουήρουμε.

Ρωτηζάμενος πούθεν έρχεται και που επρατηγάρησε, αποκριζάμενος λέγει πως ήτανε σύντροφος εις το ξύλο του Στάθη Βεργωτή όπου επήγανε εις το Γκόρφο και φόρτωσε τυρί και εκεί κόλλησαν το κακό και επεθάνανε δύο από τους συντρόφους και έτσι το εγνώρισαν έφυγαν και επήγαν εις το πόρτο του Παντελεήμονα.

Ρωτηζάμενος τι καιρό αριβάρανε εις τον Μπαντελεήμονα αποκριζάμενος λέγει πως αριβάρανε εις τις δύο του Φρεβάρη του απερασμένου.

Ρωτηζάμενος αν ερεστάρησε εις τη βάρκα ή πούρι εμίσεψε, αποκριζάμενος λέγει πως πάραυτα όπου αριβάρανε δελέγκου εμίσεψε και επήγε εις το σκάλωμα του Δραγαμέστου και δελέγκου το εμολόγησε έτσι εδόθει η είδηση εις το χωριό και ήλθαν οι γέροντες και του είπανε και έβγαλε ότι εφόριε και τα έρριξε εις το πέλαγο, έτσι πάραυτα τον έβαλαν σε μια σπηλιά και εκεί τον άφησαν και έκαμε ημέρες σαράντα και φινίροντας ήλθαν πάλι οι γέροντες και τον έρριξαν εις το πέλαγο και έτζι τον επρατιγάρανε και του εκάμανε και μία φέντε την οποία την επρεζεντάρησε.

Ρωτηζάμενος αν ηξέρει άλλο να μας ειπεί, αποκριζάμενος λέγει απάνου εις την ψυχή του άλλο δεν ηξέρει τίποτις πάραυτα τους ερετεράρησε ο φάντες της Σανιτάς

[υπογραφή] Γιάννης Βλασσόπουλος, Σανιτάς»

Σε περιόδους χωρίς κινδύνους οι Σανιτάδες εξακολουθούσαν να ρωτούν τους νεοφερμένους αν είδαν ή άκουσαν κάτι για πανούκλα κι έπειτα έγραφαν στο κατάστιχο: «… δεν ηξεύρει τίποτις πάρεξ γεια και χαρά.» Η τελευταία έκφραση εμφανίζεται διαρκώς στα κατάστιχα της Σανιτάς, υγεία και χαρά.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

(Τα αποσπάσματα είναι παρμένα από το βιβλίο του Γιάννη Στ. Βλασσόπουλου με τίτλο «Ανεμοκάραβα», έκδοση Φήμιος / Ιθάκη 2006)

Φωτο, Βαθύ, Ιθάκη. Πρωτότυπος τίτλος 8. Town and harbour of Vathi, Ithaka. 1821 Έκδοση CARTWRIGHT, Joseph. [Δώδεκα έγχρωμες χαλκογραφίες από τα Ιόνια νησιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.