ΟΜΙΛΙΑ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ Σ. ΚΑΡΑΒΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ ΤΟ 1933
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1932, η ιαπωνική πρεσβεία στην Αθήνα με ρηματική της διακοίνωση ανακοίνωνε στο ελληνικό ΥΠΕΞ την πρόθεσή της, όπως και του Ελληνοϊαπωνικού Συλλόγου, να εγείρει με δαπάνες της μια αναθηματική στήλη για τον Χερν στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας και μια δεύτερη, δαπάναις της Ιαπωνοελληνικής Εταιρείας και του Συνδέσμου Χερν, στο Τόκιο.
Στη βάση της στήλης που κατέπεσε στον σεισμό του 1952, αλλ΄ ανηγέρθη εκ νέου το 1984 και το 1987 συμπληρώθηκε με μια προτομή του Χερν, έργο του γλύπτη Σπύρου Κατοπόδη, δίπλα στις δαφνοστεφανωμένες προτομές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού, υπήρχε η επιγραφή: «Λευκαδίω Χερν (Κοϊζούμι Ιακούμω), μεγάλω συγγραφεί, το των Ιαπώνων αληθές πνεύμα παγκοσμίως και λαμπρώς εμφανίσαντι, σήμα ευγνωμοσύνης ιαπωνικού έθνους, μηνί Οκτωβρίω 1932, έτους 259200 Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας»(1).
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1933 έγιναν τα αποκαλυπτήρια και στην εκδήλωση αυτή το λόγο εκφώνησε ο τότε Πρόεδρος του εν Αθήναις Ελληνοϊαπωνικού Συλλόγου ο διαπρεπής Ιθακήσιος Ιπποκράτης Σ. Καραβίας και τον οποίον σας τον παραθέτουμε αυτούσιο(2).
«Κύριε Υπουργέ,
Κύριε Πρεσβευτά της Ιαπωνίας,
Κυρίαι και Κύριοι,
Ευγενές και γενναίον και πατροπαράδοτον είναι να τιμάται η μνήμη των μεγάλων εκείνων ανδρών, οι οποίοι αγωνισθέντες εν τη ζωή και διαπρέψαντες δια των συγγραμμάτων των έθελξαν και εδίδαξαν και παγκόσμιον απέκτησαν φήμην.
Και εις εξ αυτών είναι ο Λευκάδιος Χερν, όστις άγνωστος και αφανής κατ’ αρχάς, εγένετο δια της αφθάστου φιλολογικής του ιδιοφυΐας και απαραμίλλου εμπνεύσεως πασίγνωστος και διαπρεπέστατος.
Και δικαίως και ευλόγως σήμερον και η Ελλάς σύμπασα, της οποίας τέκνον εκ μητρός υπήρξεν ο υπέροχος συγγραφεύς, και ιδιαιτέρως η γραφική και ποιητική αύτη νήσος, της οποίας φέρει το όνομα και εις την οποίαν το πρώτον είδε το φως ημέρας, σεμνύνεται και αγάλλεται και διαιωνίζει την μνήμη του εις τον ανθόσπαρτον τούτον χώρον πλησίον του άλλου μεγάλου τέκνου της του Εθνικού ποιητού Αριστοτέλους Βαλαωρίτου.
Εκ πατρός Ιρλανδού του Καρόλου Χερν, αρχιάτρου της Αγγλικής φρουράς και εκ μητρός ωραιοτάτης Ελληνίδος της αρχοντικής οικογενείας Κασσιμάτη εκ της νήσου των Κυθήρων, εγεννήθη εν τη πόλει ταύτη το 1850 πρωτότοκος υιός και έλαβε το όνομα Λευκάδιος. Ασφαλώς η αύρα της Ελληνικής θαλάσσης και το άρωμα των βουνών της γενετείρας θα αφήκαν ανεξαλείπτους αναμνήσεις εις την παιδικήν ψυχήν του Λευκαδίου.
Μικρός ακόμη την ηλικίαν μετέβη μετά των γονέων του εις την Ιρλανδία, αλλά ένεκα της επελθούσης διαστάσεως και του επακολουθήσαντος διαζυγίου, εστερήθη ενωρίς και των θωπειών της μητρικής στοργής και της πατρικής επιβλέψεως και μερίμνης, και παρεδόθη εις την φροντίδα μιας γραίας και ιδιοτρόπου θείας του, η οποία επεμελείτο της ανατροφής του. Δια τούτο τα πρώτα έτη της ζωής του υπήρξαν θλιβερά και χωρίς καμμίαν απόλαυσιν. Εις το καθολικόν Κολλέγιον του Ουσχάβ (Ushaw), εις το οποίον εφοίτησεν επί τινα χρόνον δεν κατενοήθη η πνευματική του υπεροχή, και αντί ωφελείας απεκόμισεν εν σοβαρόν ατύχημα, μίαν δυσάρεστον εις όλην του την ζωήν ανάμνησιν, την απώλεια του αριστερού του οφθαλμού, προελθούσαν εξ αδεξιότητος συμμαθητού του εν τινι παιγνιδίω.
Βαρυνθείς τον ζυγόν της ανυποφόρου θείας, δεκαοκταετής μετέβη εις Λονδίνον όπου λόγω της ανεχείας και ελλείψεως εργασίας υπέστη οδυνηράς δοκιμασίας, και απεφάσισε να υπάγη εις Νέαν Υόρκην, όπου έφθασε το 1869 χωρίς χρήματα, ασθενής, ημίτυφλος, δειλός ιδεολόγος και χωρίς κανένα φίλον και η ζωή του κατέστη αφόρητος εις την ανοικτίρμονα αυτήν πόλιν, εις την οποίαν δια να επιτύχη κανείς πρέπει να είναι δυνατός, τολμηρός και πρακτικός. Μετήλθε παντός είδους εργασίαν χειρονακτικήν και υπηρέτης καφενείου ακόμη έγινεν, αλλ’ εις μάτην ηγωνίζετο. Τέλος απελπισθείς μετέβη το 1872 εις Cincinati, όπου είχε μερικούς γνωρίμους και εννοήσας οτι ο προορισμός του δεν ήτο δια χειρονακτικάς εργασίας και οτι μόνη η Φιλολογία θα του έδιδε τα μέσα να ζήση και να κάμη τον δρόμον του, απεζήτησε τοιαύτην ενασχόλησιν και επέτυχε να προσληφθή ως διορθωτής δοκιμίων εις τον οίκων Roberts and Clarsks. Μετά τόσης ακριβείας επιμελείας και μεθοδικότητος εξετέλει το έργον του ώστε τον ωνόμασαν “τελεία και παύλα”. Κατόπιν έγινε γραμματεύς βιβλιοπώλου και έχων κάποιαν άνεσιν ήρχισε να γράφη άρθρα και διηγήματα, τα οποία κατόπιν έμελλον να δημοσιευθούν εις τας σπουδαιοτέρας Αμερικανικάς εφημερίδας. Ο Διευθυντής του “Εξεταστού” (Enquirer) αναγνώσας εν χειρογραφόν του τον προσέλαβεν ως τακτικόν συντάκτην και αι περιγραφαί του τέλειαι υπό πάσαν έποψιν έκαμαν καταπληκτικήν εντύπωσιν εις τους αναγνώστας.
Απεπειράθη κατόπιν να εκδώση ιδικήν του εφημερίδα αλλά δι’ ελάχιστον χρόνον, καθόσον ήτο μεν υπέροχος και άφθαστος εις το γράφειν και περιγράφειν, αλλ’ αδαής και ανίκανος εις το διευθύνειν επιχειρήσιν. Εν τούτοις η ποιητική και γόνιμος φαντασία του Λευκαδίου Χερν εστρέφετο πάντοτε προς ανατολάς, προς τας εξωτικάς χώρας και αυτάς επεθύμει να επισκεφθή και απεφάσισε να μεταβή πρώτον εις τας Αντίλλας, αλλ’ εστεμάτησεν εις την Νέαν Ορλεάνην. Εις την ημιλατινικήν και ημικρεολικήν αυτήν πόλιν ευρέθη εν μέσω συμπαθητικής ατμόσφαιρας και ανθρώπων δυναμένων να εκτιμήσωσι τα υπέροχα συγγραφικά προσόντα του και αμέσως προσελήφθη ως συνεργάτης του Δημοκρατικού χρόνου (Times Democrat), του οποίου ο Διευθυντής Baker έγινε προσωπικός του φίλος. Τα έτη, τα οποία διήλθεν εκεί ήσαν από τα ευτυχέστερα και ανετώτερα της ζωής του, διότι εκτός της τακτικής εργασίας είχεν όλον τον καιρόν να καταγίνεται εις μελέτας και να συγγράφη και να μεταφράζη, διότι ήτο αληθώς άριστος και αξιοσημείωτος μεταφραστής καθόσον εγνώριζε να εισδύη εις την πλέον ενδόμυχον σκέψιν του πρωτοτύπου και συγχρόνως με την απαράμιλλον ευχέρειαν, την οποίαν είχε να χρωματίζη με ένα θαυμάσιον προσωπικόν χαρακτήρα και με άφθαστον καλλιέπειαν, καθίστα την μετάφρασιν αληθώς αριστουργικήν. Κατά την εν Νέα Ορλεάνη διαμονήν του συνέγραψε τρία εκ των ωραιοτέρων έργων του: “Τα σκόρπια φύλλα των ξένων φιλολογιών”, “Μερικά Φαντάσματα Κινεζικά” και την Τζίτα (Chita). Το πρώτον περιέχει ιστορίας και διηγήματα παρμένα από Ινδικάς, Αιγυπτιακάς, Ιουδαϊκάς, και Φιλανδικάς παραδόσεις και θρύλλους. Εις τα Κινεζικά Φαντάσματα ο συγγραφεύς ηθέλησε να αισθανθώσιν οι αναγνώσται του ένα ρίγος και να τους κάμη να εννοήσωσιν οτι το άγνωστον, το αόρατον είναι πολύ πλησίον μας. Η Τζίτα είναι τέλος το αριστούργημά του και δι’ αυτού του βιβλίου ανεγνωρίσθη οριστικώς ως “μέγας συγγραφεύς”. Οι κριτικοί ομοφώνως εξεδήλωσαν τον θαυμασμόν των και απένειμαν εις τον Λευκάδιον Χερν την προσωνυμίαν του “Αμερικανού Βίκτωρος Ουγκώ”.
Η Τζίτα είναι το μυθιστόρημα της θαλάσσης, αυτή είναι η αληθινή ηρωίς του. Ο Λευκάδιος ηγάπα μετά πόθου την θάλασσαν, ίσως και από ατταβισμόν, διότι και οι γονείς του ήσαν νησιώται και αυτός εγεννήθη πλησίον της θαλάσσης και την περιγράφει αριστοτεχνικώς υπό διαφόρους απόψεις. Μας την παρουσιάζει πότε ήρεμον, γαλήνιον, θωπευτικήν με το παραπονετικόν της φλοίσβον, και πότε εξ άλλου μανιώδη, θηρίον ανήμερον, προσπαθούσιν να καταβροχθίση και την γην αυτήν, ήτις την εμποδίζει να επεκταθή και την αναγκάζη να αποσυρθή πλήρης υποκώφου οργής και απειλητικής.
Η περιγραφή μιας μεγάλης τρικυμίας είναι κάτι τι το αφαντάστως υπέροχον και ανυπέρβλητον. Τον Ιούλιον του 1887 αναχωρεί εκ νέας Ορλεάνης και φθάνει εις Άγιον Πέτρον της Μαρτινίκας, μίαν των ωραιοτέρων πόλεων των Αντιλλών, και εκεί ενθουσιασμένος από τη γραφικότητα της νήσου παραμένει επί δύο έτη. Και δημοσιεύει το θαυμάσιον βιβλίον του “Δύο έτη εις τας Γαλλικάς Αντίλλας”, εν τω οποίω περιγράφει την άφθαστον μαεστρίαν τα ήθη, τα έθιμα, τον χαρακτήρα και τας παραδόσεις των ιθαγενών του επιγείου αυτού παραδείσου. Αλλά και εκεί ήρχισε να βαρύνεται, και από τας γοητευτικάς εκείνας χώρας, επιστρέφει εις την πεζότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και μένει ολίγον χρόνον εις Φιλαδέλφειαν, όπου έγραψε την Κάρμα (Karma) φιλολογικόν μυθιστόρημα, εις το οποίον περιγράφει την ηθικήν αγωνίαν μιας ψυχής ήτις αγωνίζεται απαύστως κα ι τέλος θριαμβεύει επί του κακού. Κατόπιν επισκέπτεται πάλιν την Νέαν Υόρκην γνωστός ήδη και επιφανής συγγραφεύς, εκεί όπου την πρώτην φοράν απεβιβάσθη άγνωστος, άσημος και εγκαταλελειμμένος.
Η άσβεστος όμως αγάπη του προς τα ταξείδια και ο πόθος του να επισκευθή την Άπω Ανατολήν την πλήρη μυστηρίων και να ζήση εις την θαυμασίαν εκείνην χώραν του Ανατέλλοντος Ηλίου επί τέλους εκπληρούται και το 1890 φθάνει εις Ιαπωνίαν, εγκαθίσταται εκεί, νυμφεύεται, πολιτογραφείται, λαμβάνει το όνομα Κοϊζούμι Γιακούμο και αναδεικνύεται εις των διαπρεπεστέρων συγγραφέων της Ιαπωνίας, εξόχως τιμώμενος εν αυτή.
Αλλά εδώ σταματώ, διότι περί της εν Ιαπωνία δράσεως του θα ομιλήση δι’ ολίγων ο αξιότιμος φίλος μου κ. Κάνο, ο τόσον επαξίως αντιπροσωπεύων το ευγενές και ένδοξον Ιαπωνικόν έθνος εν Ελλάδι.
Πριν τελειώσω τον δίκαιον και οφειλόμενον τούτον ύμνον εις την μνήμην του μεγάλου συγγραφέως οφείλω να μη παραλείψω όσα έγραψεν ο περίφημος Γάλλος μεταφραστής των έργων του κ. Marce Lorge, τουτέστιν οτι ο Λευκάδιος Χερν ήτο Έλλην την ψυχήν, και οτι εις την καταγωγήν του αυτήν οφείλει κατά πολύ την καλλιέπειαν του ύφους του, την απαράμιλλον έμπνευσίν του και την εξαίρετον διαισθητικότητά του, άλλως τε και ο ίδιος πολλάκις κάμνει λόγον μετά πολλής συμπαθείας περί της μητρός του και περί της Ελληνικής καταγωγής.
Ο εν Αθήναις Ελληνοϊαπωνικός Σύλλογος, του οποίου έχω την τιμήν να προεδρεύω, είναι ευτυχής, διότι συνέλαβε την ιδέαν, την οποίαν εκθύμως συνεμερίσθησαν η Α.Ε. ο Πρεσβευτής κ. Καβασίμα και οι εν Ιαπωνία απειροπληθείς θαυμασταί του Λευκαδίου Χερν, και είχε την αξιέπαινον πρωτοβουλίαν του σημερινού εορτασμού, τον οποίον μετά τόσης δεξιότητος διωργανώσεων η υπό την προεδρίαν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης Επιτόπιος Επιτροπή, και τον οποίον ετίμησαν δια της παρουσίας των αντιπρόσωποι της Ιαπωνικής και Ελληνικής Κυβερνήσεως, ανωτάτων πνευματικών ιδρυμάτων και οργανισμών και περιέλαβε δια της στοργής του ο ευγενικός λαός της Λευκάδος.
Η μνήμη του αλησμονήτου συγγραφέως διατηρείται μετά σεβασμού και ευλαβείας εις την μεγάλην και ένδοξον Ιαπωνικήν Αυτοκρατορίαν και τοιαύτη βεβαίως θα διατηρηθή και εις την γενέτειραν αγήρως και αθάνατος».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ηλία Γεωργάκη, Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
2. Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία
Η προτομή του Λευκάδιου Χερν (Koizumi Yakumo) στη Λευκάδα (Φωτογραφία απο ανάρτηση στα Λευκαδίτικα Νέα)