ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΣΤΑ ΚΟΛΥΒΑ (Α ΜΕΡΟΣ)

Από ξαρχής της κατοχής, τα Εφτάνησα τάχανε προσαρτήσει οι Ιταλοί. Λε Ιζόλε Ιόνιο, λογάριαζαν να τα γράψουν στον καινούργιο γεωγραφικό χάρτη. Μπάγκα Μεντιτερράνια, λέγανε την αδειανή τράπεζα και τα πληθωριστικά λεφτά τους κάτι υπεμεγέθη μαρουλόφυλλα, πιο ευτελή από τα μαρούλια. Εμείς στο Θιάκι τότε, λέαμε τα μαρούλια ρουμάνες.

Εμείς στο Θιάκι τότε, λέαμε τους φασίστες του Μουσολίνι, λουμπίνες.

Τζινάζιο Ντε Μίστο Ίτακα Βατύ, έγραφε η ταμπέλα στο Γυμνάσιό μας. Διευθυντής του, ο Σινιόρε Πατριάρχα που μας δίδασκε τα Ιταλικά, πρωτεύον μάθημα.

Ντάντοοοοοο, φώναζε  η καινούργια μας γειτόνησα Σινιόρα Πατριάρχο τον μικρούλη Σινιόρε με την διαπεραστική της φωνή.

Ντάντοοοοοο, έφερνε η ηχώ από τα Μαντζαράτα, μπορεί και κοροϊδεύτρα φωνή.

“Κουάντο λ’ άλμπα σε αβιτσίνα κάντα ελ γκάλλο ε λα γκαλλίνα”, μας δίδασκε ο σινιόρε Πατριάρχα.

Η όμορφη γλώσσα της Αγάπης και του Ντάντε με τα καμπανιστά φωνήεντα να τρεμουλιάζουν στον διάφανο κι απαλόν αγέρα της Μεσόγειος, έμπαινε τα δειλινά με χαλκάδες στα νηστικά παραγώνια, με νεκροκεφαλές στον ύπνο του παιδιού. Και του στάθηκε με τη σκλαβιά, κόμπος και δεν πάει κάτου.

Την αρνηθήκαμε τη γλώσσα τους, κάνοντας την δικιά μας Αντίσταση.

Ελευθερία ή Θάνατος, μονάχα στα Ελληνικά μπορούσε να ειπωθεί.

Η δική τους Λιμπερτά, είτανε στα σίδερα με τους Κομμουνιστές.

“Παντιέρα ρόσσα λα τριομφερά”, τραγουδούσαν στα κάτεργα οι αντιφασίστες μα από το αναγνωσματάριο του Σινιόρε Πατριάρχα λείπανε τέτοιες ανεπίτρεπτες λέξεις και έννοιες.

Κι ο Σινιόρε γυμνασιάρχης μας έλεγε.

Δεν χρειάζεται να μάθετε απταίστως την γλώσσα μας. Μόνον, κάπως να την μιλάτε, διότι η Ιταλία σας προορίζει για καλούς Αλιείς και Αγρότας.

Θυμηθήκαμε τον σινιόρε Πατριάρχα μετά 40 χρόνια.

Κάπως έτσι μας θέλει και η ΕΟΚ.

Κάθε Παρασκευή, διάβαινε το καΐκι κι έσερνε νέους Έλληνες στα σίδερα.

Μια φορά πέρασε, έχοντας τρεις μαθητές Αργοστολιότικου Γυμνασίου.

Τσουρινάκης, Γοργορίνης, Κουνάδης. Έχουν μείνει στη θύμηση εκείνοι οι σύντροφοί μας στον αγώνα, γιατί είχαν εξακοντισθεί στο μέλλον.

Την βραδιά που το καΐκι διανυχτέρευε στο μώλο μας, εμείς από το Γυμνάσιο Θιακιού φέραμε βόλτα τις γειτονιές με την προστασία του σκοταδιού, και χτυπήσαμε τον μάνταλο από πολλές πόρτες. Κλείστα τα σκούρα μην βγαίνει το φως κι οι φαμελιές μαζωμένες στη ζεστασά του κούτσουρου και στο γλυκό φως του λυχναριού που μάκραινε τους ίσκιους. Τα σκυλιά δεν μας αλυχτούσαν, κειό τον καιρό μονάχα Ιταλούς και προδότες σαν και νάχαν κι εκείνα Εθνική Συνείδηση.

Πατριώτες και Πατριώτισσες, κα στο μώλο στ’ αμπάρι του καϊκιού τρία παιδιά νέα, τραβάνε για τα Ιταλικά στρατόπεδα.

Πρέπει να τα βοηθήσουμε, αφού δεν μπορούμε να τα λευτερώσουμε, λέαμε, μόλις διαβαίναμε το κατώφλι.

Μας δώσανε οι φτωχοί άνθρωποι, απ’ ό,τι είχανε. Όλοι οι Θιακοί μας δώσανε, σαν και ν’ ανάβανε κεράκι στην Παναγία Καθαριώτισσα. Ανακούρκουδα στη γωνιά, τινάζανε την ψυχή τους σα φλόγα, κι είτανε ωραίο να φέγγει το απλό καμαράκι κι από ένα άλλο φως.

Στερνότερα είναι, που η διχόνοια τους άλλαξε.

Στερνότερα είναι, που η ταξική συνείδηση συγκρούσθηκε με τον προαιώνιο κοτσαμπασισμό, κι οι άνθρωποι φορέσανε σιδερένια βραχιόλια.

Στα πολύ παλιά χρόνια, ο Κυρ – Χαραλάμπης είπε:

-Εκείνο που εμένα με φοβίζει, μετά από το διώξιμο του καταχτητή είναι, τι θα γίνει μ’ ετούτον που δεν ξέρει να πιάσει το περούνι.

Κι έδειξε έναν θεόρατο αγωνιστή, τον αδερφό του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Κάπως έτσι τα είπανε, στερνότερα κάποιοι άλλοι, για κειούς που λευτερώσανε τον Τόπο.

Κείνη λοιπόν την μακρινή βραδιά, ως κι η Κατερίνη Κουτσουβέλη Ματζαράκη είπε:

-Πάρτε παιδιά ετούτα τα λίγα πόχω. Μπορεί να βοηθήσει τον Τάτση μου κάποιος άλλος, εκεί που τον έχουνε.

Ο ωραίος Νίκος Μάντζαρης, που η συντρόφισσά του είχε το ασυνήθιστο όνομα, Γενεβιέβη, μας έκατσε στο σκαμνί και μας τρατάρησε καφέ κριθάρι με πικιμέζι. Από το γαληνό στόμα του κύλησαν αγκωνάρια, που θα χτίζαμε την καινούργια μας Λαϊκή Πατρίδα.

Από δίπλα ένα νήπιο, ο γιος του, άντρωνε το χεράκι του να πιάσει το σταθερό χέρι του πατέρα του, μαζύ να πάρουνε τους Ελεύθερους δρόμους του Μέλλοντος.

Μπορεί εκείνο το βράδι, νάμειναν νηστικοί.

Ως κι η Βανθία κι ο αδερφός της συνταξιούχος ναυτεργάτης Φραγκίσκος Πόρτολος, κάτι μας δώσανε, κι ας βράζανε τσουγνίδες να βελτιώσουν το τιποτένιο τους συσσίτιο.

Βγαίνανε φτωχονοικοκυρές από το σκοτεινό τους κατάπορο σαν φαντάσματα, κι αδειάζανε την διπλωμένη μπροστοποδιά τους στο καλάθι μας,

αντέστε, και καλή Λευτεριά, φκιόντανε.

Κι απέ τις χώνευε το σκλαβωμένο σκοτάδι.

Μας άκουγαν, βλέπεις οι άνθρωποι, έτσι που σκοντάφταμε στα χαλικερά μονοπάτια, σκουντουφλώντας στο πιχτό σκοτάδι.

– Δεν έχω να σας δώσω τίποτις, μια ζωή διακονεύω ξεροκόματα, μα δίνω την ευκή μου, είπε η Πατσάρω.

Ούτε ο Τάτσης Μαζαράκης, ούτε ο Νίκος Μάντζαρης, ούτε ο Νίκος Κόμητας, ούτε ο Στάθης Πατσαλιάς, Κουτσοπάνος Κείμης Πίτας, είδανε Λευτεριά. Ούτε κι ο νεαρός Πάνος Μάντζαρης, γνώρισε Πατέρα και Λευτεριά, σαν εκείνη που ιστόριζε ο Νίκος Μάντζαρης στις θαλασσοδαρμένες πλώρες.

Στις θαλασσοδαρμένες πλώρες, στα χρόνια του Μεταξά.

Καπετάνιος, ο τσάρος καπετάν Γιακουμής, υποπλοίαρχος ο καπετάν Γεράσιμος Μάντζαρης, λοστρόμος ο Νίκος Μάντζαρης, θερμαστής ο Δαγκαμένος, ναύτης ο Νιόνιος Αλημεριώτης.

Ταξιδεύανε τον ισημερινό. Οι θερμαστάδες, φκιαρίζανε το κάρβουνο μπροστά στον πυραχτωμένο φούρνο του καζανιού. Ποτάμι ο ιδρώτας, κόλαση η ζέστη, το νερό λίγο και ζεστό σαν κάτουρο.

Ανεβαίνει να φάει ο ταλαίπωρος Δαγκαμένος και βρίσκει… μπακαλάο σκορδαλιά σε Μηδέν Μοίρες Πλάτος.

Παίρνει την καραβάνα, και τραβάει για τη γέφυρα.

– Καπετάν Γιακουμή, είναι φαΐ ετούτο για τα τροπικά;

– Αυτό είναι, κι αν σ’ αρέσει.

– Οοοχι, δεν είν’ αυτό, είναι ετούτο, και του φέρνει καπέλο την καραβάνα, του τσάρου ο Δαγκαμένος.

– Πιάστε τον δέστε τον, δέστονε γραμματικέ, φώναζε ο Καπ. Γιακουμής.

– Να τονε δέσετε εσείς, αν είσαστε άντρες, αντιφώναζε ο λοστρόμος.

Μπορούσε ο αγωνιστής Νίκος Μάντζαρης, να δέσει ναυτεργάτη πούχε δίκιο, σ’ ένα καράβι με πειρατικούς νόμους;

Κάπως έτσι, η άρχουσα τάξη απόχτησε πλούτη, και δεν ντράπηκε ποτέ.

Όσα συγκεντρώσαμε κείνη την μακρινή βραδιά, τα βάλαμε σ’ ένα καλάθι.

Να τους τα πάει ανάλαβε, ο Πάνος Αρταβάνης Κωλοτρυπίδης.

Πως; Ακούστε.

Περίμενε να βαρέσει η σάλπιγγα την υποστολή της Ιταλικής σημαίας, που θα είτανε όλοι σε στάση προσοχής και στραμένοι κατά την πλατεία.

Ο δαιμόνιος Κωλοτρυπίδης – που αργότερα έγραψε λαμπρές σελίδες παλληκαριάς και πατριωτισμού στο ΕΛΑΝ – είχε πέσει στη θάλασσα με το καλάθι στο κεφάλι κατά τον τρόπο του κουλουριτζή. Τη στιγμή της υποστολής,το πίθωσε στην αφύλαχτη πλευρά του καϊκιού, κατά μεριά θάλασσας.

Εμείς, από μακρυά κάμαμε νόημα στα παιδιά, να τα ιδεάσουμε για το καλάθι. Κατάλαβαν, κι ευχαρίστησαν με κλίση του κεφαλιού.

Έλα όμως, που μας είδε κι ο Ιταλός καραμπινιέρος;

Εγώ κι ο Φρύδιας, απομακρυνόμαστε με γλύστρημα των ποδιών – μη φαίνεται η κίνηση. Από το στενό, τρέξαμε και χαθήκαμε.

Όταν, με το τέλος της υποστολής έφτασε στο τρίστρατο ο καραμπινιέρος, μπροστά στο φούρνο του Βαλάτου, κοντοστάθηκε. Προς τα που να πάει;

– Ο ένας πάει από δω, κι ο άλλος από κει, είπε, ο καταδότης Σπύρος Μ., μπροστά στα μάτια της Σώσως.

Τι έγινε μετά; Παράγοντας της Εθνικοφροσύνης ο Σπύρος Μ.

Εγώ κι ο Φρύδιας, πάλι τρώγαμε ξύλο.

Γενικός Αρμοστής Ιονίων Νήσων με έδρα την Κέρκυρα, είτανε ο Σιονιόρε Πιέρρο Παρίνι. Κάποτε αποφάσισε, να επισκευτεί και το Θιάκι.

Εμείς, στο Τζινάζιο ντε Μίστο, εχτός από τον σινιόρε Πατριάρχα είχαμε κι έναν άλλο σινιόρε. Ετούτος είτανε γυμναστής, κοσάχρονο φασιστόπαιδο της Μιλίτσια Νέρο – μαύρη νεολαίας – του Μουσολίνι.

Μας άρπαζε το πρωΐ, και μας άφινε το βράδι.

Ούνο ντούε, ούνο ντούε, και δως του ένα δύο εν δυο, και σαλούτα, ούνο ντούε και σαλούτα. Χαιρετούσαμε κατά το φανταστικό πρόσωπο, το επίσημο και τιμώμενο πρόσωπο, παρελαύνοντας στο προαύλιο του Ελληνικού σχολιού, με τελετάρχη ένα κωλόπαιδο του ντούτσε που γίνηκε ρεζίλι στην Αλβανία.

Κώστας Φρύδιας Στάθηδες Γιάννηδες Μήτσος Κοντονιός Τόφαλος Πάνος Τάκης Πανταζής Στέλιος Αρτελάρης Αργύρης Νίκος Τσόγκας Θάνος, κι άλλοι πολλοί, όλοι οι συμμαθητές σήμερα διασκορπισμένοι στα πέρατα της Γης κι άλλοι στον κάτου κόσμο, πήραμε απόφαση σαν ένας ηλεκτρικός παλμός, να μην πάρουμε μέρος στην υποδοχή του Αξιότιμου Σινιόρε Αρμοστή.

Κι ας ετιμάζανε τον μώλο δρόμους και την πλατεία γιορταστικά.

Μαζύ κι η Έρση, Κλεία: Νίνα, Γιούλια. Τ’ άλλα κορίτσια δεν μας ακλούθησαν. Ύστερα, από 42 χρόνια να διαβάσουνε ετούτες τις σελίδες, θα ντραπούν. Δεν φταίξανε, τους έλειψε η έξαρση.

Γενικό Στρατηγείο, η σοφίτα της Καπνικαρέας – το σημερινό ξενοδοχείο του Τζώρτζη Κουβαρά.

Εξωσχολικοί σύνδεσμοι, ο Πίπης, ο Νίκος, ο Πανάκης, ο Τάτσης, ο Διονυσάκης κι ο Παύλος.

Μια ομάδα, με αρχηγούς τον Μήτσο Βλησμά Αδάμη και τον Νιόνιο Κοντονιό, απά στο λόφο του Ηρώου.

Δεύτερη ομάδα, απά στο ξάγναντο του Γαρδελακιού.

Τρίτη ομάδα, στην περίβλεπτη Βλαχέραινα.

Στα ψηλώματα, λοιπόν, οι μαθητές της Λευτεριάς ζώσανε το Βαθύ Ιθάκης, κάνοντας την αντίστασή τους, 40 χρόνια πριν ζώσουνε οι Ειρηνιστές τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Από το καμπαναριό της Καθαριώτισσας, ο αναστημένος Γέρο – Οδυσσέας τέντωνε την χορδή του τόξου του.

Την άλλη μέρα: 15 μέρες αποβολή “οι άρρενες της μεγάλης τάξης”.

                           15 μέρες αποβολή η Γιουλία η Έρση η Κλεία.

                           15 μέρες αποβολή πολλά παιδιά των μικρότερων τάξεων.

Ο σινιόρε Πατριάρχα, τράβηξε πιστόλι μες στο γραφείο του Τζινάζιο ντε Μίστο, στον μαθητή Κώστα.

Πόσοι, στερνότερα τραβήξανε πιστόλι στον μαθητή Κώστα, πόσοι μαθητές κυνηγηθήκανε από Έλληνες – για λογαριασμό του καταχτητή που νικήθηκε.

“Σ’ αυτείνη την γης που ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακρυά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν τη ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν απ’ όνα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα. Και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι. Και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια”

Μακρυγιάννη απομνημονεύματα.

“Εκεί ήλθαν την νύχτα, εις τας 7 Σεπτεμβρίου, και με επήρε ο Κλεώπας μοίραρχος με 40 χωροφύλακας και με επήγε εις το Ιτζ Καλέ και μ’ επαρέδωσε εις τον φρούραρχον και μ’ έβαλαν 6 μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να ιδώ άνθρωπον… Μας κατέβασαν, μας εδιάβασαν την απόφασιν. Είδα τόσες φορές τον θάνατον και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε. Καλλίτερα είναι οπού σκοτώνομαι άδικα, παρά δίκαια”

Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη.

Δολοφόνησαν, τον Αντώνη Οικονόμου, Παναγιώτη Καρατζά, Παναγιώτη Κρεββατά, Μελέτη Βασιλείου, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.

“Μαυροκορδάτε, θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη. Που θα τον εύρισκε η Πατρίδα όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Κωλέτη, θα σκότωνες τον Δυσσέα. Που θα τον ευρίσκαμε να διώξει 12 χιλιάδες Τούρκους;”

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη.

Όλα τούτα που γίνανε τότε με τον Βαυαρό Όθωνα, ξανάγιναν με τον Δανό Γεώργιο και Παύλο. Οι ίδιοι, ντόπιοι νεκροθάφτες.

Ετούτες οι Ιστορίες, ποτέ δεν διδάχτηκαν στα Ελληνόπουλα.

Ας θυμηθούμε τώρα κι ένα παράξενο παιδί, έναν ιδιόρυθμον Ήρωα. Αλήθεια, τι να απόγινε ο Θοδωράκης Κώλος;

Έπεφτε στη θάλασσα, πριν χαράξει, κι ανάμεσ’ από τα καΐκια έφτανε το θεόρατο κοντάρι της κατοχικής σημαίας στην πλατεία.

Καρτερούσε, χανότανε στους ίσκοιους και στην άκρα σιγή. Κι απέ σαν αίλουρος, ξεκρεμούσε το παντιερόσκινο, το τύλιε ποδολόα στο κεφάλι του και κολυμπητά διάβαινε στην αντιπέρα μεριά του λιμανιού.

Το πρωΐ, λυσάζανε οι καταχτητές.

Το πρωΐ, η θειά του η Γρινιόλω ρωτούσε στη Πλατεία:

-Μην είδατε μωρέ, τον Κώλο τς αδερφής μου;

Κι απέ, ξαναβάναν οι Ιταλοί καινούργιο σκοινί, καμπόσο καιρό ανεβοκατέβαζαν την παντιέρα τους, το ξανάκλεφτε ο Θοδωράκης Κώλος.

Κλέφτης; Όχι. Αν είτανε κλέφτης, θάκλεφτε μπουγαδόσκινα.

Αντίσταση έκανε το παλληκάρι. Χρόοονια ξεφτέλιζε τον φαντασμένο Ντούτσε και το σύμβολο της σκλαβιάς μας.

Ετούτο, το κοντό και σβέλτο παλληκαράκι, είχε την πονηριά του Οδυσσέα Λαέρτιου και την παλληκαριά του Οδυσσέα Αντρούτσου.

Κάποιες 25 του Μάρτη, στα πικρά χρόνια της κατοχής, στα Ηρωϊκά χρόνια της κατοχής στο Θιάκι, ξημερωθήκανε δαφνοστεφανωμένα τα αγάλματα, με γαλάζιες κι άσπρες κορδέλες από κειές που κρατούσανε τα χρυσά και καστανά μαλλιά της Έρσης της Γιούλιας της Κλείας της Νίνας.

Στο Ηρώον

Ένα στεφάνι φέραμε μπροστά στο μαρμαρό σας,

Κι η νύχτα οπού θα διαβεί θε να σκορπίσει μάγια

σε κάθε μίσχο λουλουδιού, σε κάθε φύλλο δάφνης,

και μέσα κει θε να γραφτούν τα σύμβολά μας τ’ άγια,

μια Γαλανόλευκη κι η Λευτεριά.

Στο Μητροπολίτη Ευγένιο Καραβία

Το κάστρο των ονείρων μας ξεχάστηκε να κλείσει

ο δράκοντας, και γλύστρησαν αγάλια κατά δώθε.

Σκλαβιά, κακούργα μάγισσα σαν θέλεις τώρα κλώθε,

στ’ ανήλιαγ’ αργαστήρι σου τα μαγικά σκοινιά σου.

Στον Βύρωνα

Ένα φτωχό, απλοϊκό στεφάνι σου χαρίζει

η σκλάβα Γη. Ασκλάβωτη η σκέψη μας με τα ιδανικά σου

σιγανταμώνεται σε κάποιο Παρθενώνα.

Τη ζηλευτή Ελλάδα σου, αλυσόδετη στοχάσου.

Όλοι οι Θιακοί, με τα γιορτινά τους σιωπηρά κι αυθόρμητα παρέλασαν σε μια περήφανην αράδα.

Καμάρωνε κι ο Καπετάν Οδυσσέας – Λαός.

Αυτοί που γράψανε τ’ αφιερώματα, μετά από καιρούς διάβηκαν την πλατεία με σίδερα στα χέρια, σαν φονιάδες.

Κι οι άλλοι; ντραπήκανε για τα σίδερα.

Στην απάνου μεριά της πλατείας, πιάσανε οι φασίσες δυο χτίρια.

Στο ένα η Φινάντσα, στο άλλο η καραμπιναρία.

Στο ένα διερμνηνέας ο Καρόλης, στο άλλο ο Παπίας. Ναυτεργάτες και καλοί Πατριώτες.

Μπροστά σε κάθε πόρτα, κι ένα ξύλινο βάθρο. Απά στο βάθρο, σκοπός. Πρόβαιναν από πέρα, Βασίλης ο Σιμήρης ο Σπύρος ο Κώλος ο Άσυλος ο Αντίκας κι άλλα λιανόπαιδα. Μόλις έφταναν στο ύψος του σκοπού, καθένας χωριστά χαιρετούσε “ρομαναμέντε” – δεν είτανε δα και δύσκολο γιατί στο χαιρετισμό τον όμοιο μας είχε εκπαιδεύσει ο Έλληνας Μεταξάς.

Παρουσίαζε όπλο ο σκοπός και βροντούσε τα ποδάρια, χραπ – χρουπ σε κάθε χαιρετισμό ο φιναντσέρος, χραπ – χρουπ πιο πέρα ο καραμπινιέρος.

Σε λίγο πρόβαινε άλλη κομπανία, ο Σπύρος Ψίλλιας ο Πάνος Κωλοτρυπίδης ο Πόντικας ο Προίκας κι άλλοι πιτσιρίκοι, νηστικοί και ξυπόλυτοι. Χραπ – χρουπ και χραπ – χρουπ, ολημερίς χραπ – χρουπ. Κι ο κόσμος από τα καΐκια την πλατεία από το γιοφύρι γελούσε, ολόκαιρο το Θιάκι γελούσε, πεινούσε και γελούσε.

Κι οι πιτσιρίκοι συνέχιζαν την Αντίστασή τους.

Στις απάνου γειτονιές, κάτι σαν Ελεύτερη Ελλάδα που δινόταν η μάχη της επιβίωσης, από τα σκοτεινά ανηφορικά μονοπάτια με τα γαϊδουράκια, οι σκύλοι αναλάβαιναν την περιφρούρηση. Εκεί είναι που ο Γέρο – Άργος δασκάλεψε τ’ άλλα σκυλιά να γαβγίζουν μονάχα τους Ιταλούς. Ποτέ δεν μπερδέψανε τις άλλες αρβύλες με τις Ιταλικές.

Κι οι σκύλοι, Αντίσταση.

Φίλε εδώ βλέπεις, την αρχή μιας Αντίστασης σε κείνον τον καιρό που άλλοι δίναμε χώμα και νερό στον καταχτητή. Εδώ είχαμε κατ’ επανάληψη το εγχείρημα της Ακρόπολης, όμως εκεί εντοίχισαν πλάκα, εδώ στο ταπεινό ξωκλήσι αυτού του Λόγου φωτίζεται η Ηρωϊκή πράξη του αγοριού με τα 24 κεράκια του Αλφαβήτα μας, γιατί το φως δεν εντοιχίζεται.

Σε κείνον τον καιρό που άλλοι χέρι – χέρι οδεύαν με τον φονιά, που καθηγητής ανάλυε στον μαυροπίνακα την Ιταλική ρίζα του επωνύμου του, που και το στασίδι της εκκλησάς δεν είταν Τόπος Λεύτερος κι ο κύκλος είχε μικρύνει, βγήκα στ’ Αντάρτικο.

Μια βραδιά, αφού πήραμε την ευχή του Κομμουνιστή του Πρώτου Πατριώτη, με την βάρκα του Ντίνου της Λάμπρως περάσαμε στο Ξηρόμερο.

Ο Κώστας Αδελίνης Σταΐνος ο Χρήστος Μπαρκάς Κουτσούρης ο Μεμάς Κοκορέλης κι εγώ. Στην τσέπη μας είχαμε ένα μάτσο λεφτά δώρο του τίμιου άντρα Αριστείδη Πεταλά, αρχηγού … της ΕΟΝ του Μεταξά Θιακιού.

Βγήκαμε στο Βελά Αστακού. Συνοδοιπόρος ο Γιώργος Λίλας που μας έδειχνε τα κατατόπια, και μετά από 5 ώρες δρόμο φτάσαμε στην Αγιά Σοφιά Μύτικα.

Ανάριες ντουφεκιές πέφτανε στις πλαγιές.

Κονέψαμε στο σπιτάκι του μπάρμπα Πάνου Ζαβογιάννη και της Θειάς Σταυρούλας.

Είτανε μέρες του Φλεβαρη στα 1943. Ο αγέρας από τις πλαγιές του Μπούμιστου, ακόμα κατέβαινε παγωμένος, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές του Αντάρτη.

Κατά τα σουρουπώματα, βλέπουμε να περνάνε δυο οπλισμένοι άντρες.

Πεταχτήκαμε έξω από το σπιτάκι.

-Τι είσαστε Πατριώτες;

-Αντάρτες.

-Κι εμείς για Αντάρτες είρθαμε, λέμε.

-Να ρθείτε σε μας. Θα ντυθείτε αμέσως, θα οπλισθείτε, και θα παίρνετε δυο χρυσές λίρες τον μήνα. Απόψε πάμε στο χωριό μας Βασιλόπουλο κι αύριο να ανταμώσουμε.

-Καλά, αντέστε κι αύριο βλέπουμε, είπαμε.

Τότε είναι που είδαμε στα καπέλα τους, ΕΟΕ ΕΟΕΑ. Δεν είτανε το γνωστό ούτε το αγαπητό μας σινιάλο.

Μπήκαμε στο σπιτάκι με βαρειά συλλογή.

Απ’ ότι ξέραμε, οι μισθοφόροι είναι ανθρωπομαζώματα κι όχι αγωνιστές. Κι ύστερα ο Λαός είναι φτωχός σκλαβωμένος και ληστεμένος, τις δυο χρυσές λίρες κάποιος άλλος θα τις δίνει εξαγοράζοντας να κάμει την δουλειά του, που δεν έχει σχέση με την Λευτεριά. Εμείς θα πάμε στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, που καρδιά και φλόγα του είναι οι Κομμουνιστές οι Πρώτοι Πατριώτες. Σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι.

Το χάραμα διαβήκαμε στην απάνου Καντήλα με σύνδεσμο τον Μάχο, κι ας ολονυχτίς γονατιστή η θειά Σταυρούλα μπρος στο κρεββάτι μου βαστούσε το χέρι μου. Ξυπνούσα, κι εκεί την έβλεπα φλόγα να τρεμοσβύνει.

-Μην πας στο βουνό αφέντη και μου σε σκοτώσουνε, μέχρι το πρωΐ.

Το βραδάκι βρεθήκαμε στην Ζάβιτσα.

Μας δέχτηκε ο Στάθης Λιάκας καπετάν Φουρτούνας.

-Δεν μπορώ να σας κρατήσω Συναγωνιστές γιατί τα τμήματα θα πέσουνε στους Αγρινιώτικους κάμπους.

Εκεί πρωτακούσαμε την Άγια και μεγάλη Λέξη.

Νύχτα φύγαμε με σύνδεσμο τον Νώντα Μπανιά Πελεκούδα. Αλαφροπατώντας τα κακοτράχαλα μονοπάτια, χωρίς μιλιά, πιάσαμε τον Αητό. Μας φιλοξένησαν οι αδερφοί Κατσιγιανναίοι.

Το πρωΐ ο δάσκαλος μας έδειξε τον δρόμο, που φέρνει κατακαμπίς στο Μαχαλά. Και πήραμε, τέσσερα νέα παιδιά τον τόπο πλατύ σαν θάλασσα, ξέροντας πως κάθε πατημασιά του είναι κι ένα μνήμα Ηρωϊκό. Από ώρα, πέρα στο βάθος το χωριό με βιγλάτορα το ψηλό καμπαναριό του απά σ’ ένα ύψωμα, καθώς μεγάλωνε λέαμε κι ερχόνταν για συναπάντημα απαρατώντας την από αιώνες γεωγραφική  θέση του.

Στη μάντρα της εκκλησιάς, έπαιζαν με τις αχτίδες οι αρματωσές του αντάρτη Τζαβέλα. Στη μάχη της Μουστιάνου, στερνότερα, σκοτώθηκε κάνοντας γιουρούσι κατά την Ιταλική φρουρά.

Τι λες φίλε; Θα τον σκότωναν μεταπελευθερωτικά οι Έλληνες;

Θα τον σκότωναν, αλλά τους πρόλαβε ο καταχτητής.

Αυτό το πίστευε κι ο Τζαβέλας, το πίστευε κι ο Ευρυτάνας Πλάτανος. Δεν έχουνε μπέσα οι Χωροφυλάκοι. Αν ματάχουμε χωροφυλάκους και παλάτι, θα μας χαλάσουνε Ταΰγετε, μου λέγανε στα καραούλια.

Όταν ανεβήκαμε στο ύψωμα, μας δέχτηκε ετούτος ο Τζαβέλας που μολογάμε. Ευγενικά που μίλαγε ο βουνίσιος, παλιός φυγόδικος των αποσπασμάτων Μεταξά.

-Καλώς ορίσατε ορέ παλικάρια στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Κι ως καλωσόριζε πίσω από τα φουντωτά γένια του, έλεγες και βιγγλίζει πίσω από δύο τούφες πυκνά περνάρια.

Λίγες μέρες πριν, με το μαχαίρι στο στόμα γλύστρησε σαν ίσκιος κάτω από το Ιταλικό φορτηγό, κι έσφαξε τον πολυβολητή που καθήλωνε τους συντρόφους του. Άνιση η μάχη, οι Ιταλοί πάνοπλοι οι δικοί μας από δυο-τρεις σφαίρες για κάθε λογής παλιοτούφεκα από γκράδες μέχρι μαλιγχέρια του Αλβανικού.

Μας έστειλε στη διοίκηση του Υπαρχηγείου Βάλτου Ξηρομέρου.

Στρατιωτικός καθοδηγητής, ο Κουμπλίτσης Χελμός από το Μπαμπίνι.

Καπετάνιος ο Αποστόλης Βάκχος, από το Καρπενήσι.

Πολιτικός καθοδηγητής ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτης Θωμάς.

Τον Χέλμο τον χάλασαν Έλληνες, λίγο μετά το διώξιμο του καταχτητή.

Τον Βάκχο τον κρέμασαν στα καλύβια του Αγρινιού γερμανοράλληδες, μαζύ με τον πολεμάρχο γέρο – Δία κι άλλους. Λέγανε τότε, τον Δία τον σκότωσε επί της αγχόνης που έδειχνε πως θα ζήσει ο Έλληνας Ταγματάρχης Αρσένης που μετά πήρε βαθμούς και παράσημα.

Μας ρώτησε ο Θωμάς.

-Τι είσαστε εσείς παιδιά και τι θέλετε;

-Τέσσεροι Θιακοί που είρταμε να γίνουμε Αντάρτες.

-Βρίκατε άλλα τμήματα στο δρόμο σας;

-Βρίκαμε του Ζέρβα, καθώς μας μολογήσανε.

-Γιατί δεν καταταχτήκατε σ’ αυτούς;

-Μας υποσχέθηκαν δυο λίρες χρυσές μηνιάτικο, όπλο και ρούχα αμέσως. Καταλάβαμε πως κάτι άσχημο μας κρύβανε, γιατί ο Λαός είναι φτωχός και ληστεμένος. Κι ύστερα ο Αγώνας για την Ελευθερία δεν πληρώνεται. Δεν δεχτήκαμε να γίνουμε μισθοφόροι.

Αυτόνε τον θέλω εγώ, του ψιθυρίζει ο Χρήστος Καραγιάννης Διομήδης τότε διμοιρήτης. Είναι το κατοπινό λιοντάρι που μας παράγγειλε, πως πεθαίνει σαν άντρας, από ένα μπουντρούμι της Πάτρας.

Λέει ο Θωμάς.

-Εδώ όμως που είρθατε, θάσαστε γυμνοί και πεινασμένοι. Είμαστε φτωχοί δεν έχουμε σκουτιά και φαΐ. Όπλο θα πάρρετε στην πρώτη αρλαή. Κοιμόμαστε στους λόγγους και σε σπηλιές πιο πολύ, παρά κάτου από κεραμίδι. Κοντά σε τούτα οι ψείρες. Θάσαστε κυνηγημένοι από όλους, μέχρι να λευτερώσουμε κομμάτι της Πατρίδας, ψύχα ν’ απαγκιάσουμε. Δεν επιτρέπεται να γκίξετε ούτε σπιρί καλαμπόκι του Λαού, ούτε το θηλυκό του. Πρώτα κι απάνου – απάνου ο Αγώνας για την Ελευτεριά κι απέ τ’ άλλα. Θα τον σέβεστε το Λαό Πατέρας και Μάνα για σας. Βγήκαμε να τον υπερασπιστούμε και να τον αλαφρώσουμε κι όχι να κάμουμε βαρύτερη τη σκλαβιά του.

Σαράντα μέρες έχετε καιρό αφού γνωρίσετε την Αντάρτικη ζωή, ν’ αποφασίσετε αν θα μείνετε. Στις σαράντα μέρες θα δεθείτε με όρκο βαρύ και κάθε πράξη σας θα κρίνεται με τον Αντάρτικο Νόμο του ΕΛΑΣ, το Νόμο της Πατρίδας.

Μείναμε.

Στις σαράντα μέρες ορκιστήκαμε “στον Ελληνικό Λαό και στη Συνείδησή μας” ο Γίγας ο Οδυσσέας ο Ταΰγετος ο Τηλέμαχος.

Το Υπαρχηγείο του Βάλτου Ξηρομέρου, είναι το κατοπινό ΙΙΙ Τάγμα του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων. Αποδεκατίστηκε πολλές φορές στους πολύχρονους Αγώνες του. Στερνός διοικητής του, ο παρασημοφορημένος Ίλαρχος του Αλβανικού Βασίλης Σκιαδάς Επαμεινώντας. Τον σκοτώσανε σ’ ένα χωράφι εξω από το χωριό του Άη – Βλάση Αγρινιού, κι ο φονιάς του ξεπάτωσε με την ξιφολόγχη τα χρυσά του δόντια.

Στερνός του καπετάνιος ο Τάκης Καραβέλας. Εκτελέστηκε στο Αργοστόλι. Μάθαμε, στο δρόμο προς τον θάνατο τραγουδούσε τα Ηρωϊκά τραγούδια του ΕΛΑΣ.

Ο πρώτος στρατιωτικός του Υπαρχηγείου, δολοφονήθηκε από Έλληνες φασίστες.

Ο στερνός, πάλι από τους ίδιους.

Ο πρώτος καπετάνιος του υπαρχηγείου, κρεμάστηκε από γερμανοπροδότες.

Ο στερνός καπετάνιος, δολοφονήθηκε από το επίσημο κράτος.

Τότε που καταταχτήκαμε, είμαστε 53 όλοι κι όλοι στην περιοχή Βάλτου Ξηρομέρου.

Συνεχίζεται

Καπετάν ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΥΒΑΣ, Λεύκη Ιθάκης, 12-6-1982