ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΒΟΥΝΗ
Λόχος ερυθροχιτώνων
“Όταν τα πρώτα σκότη της εσπέρας άρχισαν να κατεβαίνουν από τα καταπράσινα βουνά του Ζαγοριού και να σκεπάζουν την βαθειάν κοιλάδα που εβογγούσεν από τον αντίλαλον της μάχης, οι Τούρκοι ήρχισαν να υποχωρούν.
Ένας λόχος Ελλήνων ερυθροχιτώνων, πλησίον του οποίου ευρίσκετο ο Αρχηγός με το Επιτελείον του, εξακολουθούσε πυρ ταχύ κατά του κέντρου της εχθρικής παρατάξεως. Εβούϊζαν η σφαίρες και η οβίδες καθώς έσχιζαν τον ταραγμένον χειμωνιάτικον αέρα επάνω από την κοιλάδα και τα δύο ασθματικά πολυβόλα των Τούρκων εσάρωναν επίμονα τους θάμνους της κλιτύος, πίσω από την θέσιν των ερυθροχιτώνων εις μικρόν ύψος επάνω από τα κεφάλια των.
Επί τέλους, όταν το αριστερόν της παρατάξεως των ερυθροχιτώνων εισέβαλεν εις το Γρεβενίτι, που ελεύκαζε μέσα εις τα θάμβη του λυκόφωτος, μέσα εις χλιδήν σκοτεινής πλέον πρασινάδας, οι Τούρκοι έπαυσαν το πυρ, επήραν τα δύο των ορειβατικάν και τα πολυβόλα των και έφυγαν πίσω από το βουνό, προς το Δρεστενίκο.
Η νύχτα ήτο σκοτεινή. Βαρειά σύννεφα απλώνοντο βιαστικά εις τον ουρανόν και απότομα ουρλιάσματα του βορρά μέσα εις τα δένδρα τα πυκνά επροφύτευσαν τη χιονιά. Μεσ’ από το σκότος των στενών δρόμων του Γρεβενιτιού, γεφυρωμένων εδώ κι εκεί, διότι έτρεχαν ρυάκια από τον ανήφορο, εχαιρέτιζαν θερμές ζητωκραυγές την είσοδον των ερυθροχιτώνων. Μετά μίαν ώραν, αφού ετοποθέτησαν εις τα επίκαιρα σημεία αι προφυλακαί κ’ εβγήκαν αι περίπολοι, ο Αρχηγός κατέλυσε με τους αξιωματικούς του Επιτελείου του εις εν από τα μεγαλύτερα σπίτια του χωριού.
Τα φυσέκια
Ξαπλωμένος εις μίαν κουβέρταν, στο πλάγι ενός πενιχρού τζακιού, όπου έκαιαν χωρίς αναλαμπήν μερικά κούτσουρα, ο Αρχηγός ήκουε τας εκθέσεις των λοχαγών του, όταν ο οικοδεσπότης – γέρος διαβητικός, που είχε ζήσει χρόνια στο Βουκουρέστι και ωμιλούσε και τα Ρουμανικά επαρουσιάσθη με τες κάλτσες του μόνο στο δωμάτιον μαζί με δύο γυναίκες.
-Κύριε Αρχηγέ, αυτές η γυναίκες ξέρουν το μέρος όπου είνε θαμμένες δύο κάσσες φυσέκια. Της έκρυψαν εκεί οι Ιταλοί οι Γαριβαλδινοί όταν έφυγαν από’ δω για το Ντρίσκο. Είχαν χάσει τα μουλάρια και δεν μπορούσαν να της πάρουν μαζί τους.
Οι άνδρες είχαν εξαντλήσει τα φυσέκια των και δύο κάσσες ήσαν εύρημα, δια το οποίον άξιζε να ευγνωμονή κανείς τον Θεόν του πολέμου.
Ο Αρχηγός εσυλλογίσθη μια στιγμή, κ’ έπειτα διέταξε με την συνειθισμένην ήρεμον φωνήν του.
-Να πάρης μια αγγαρεία και να πάρετε της κάσσες. Τα φυσέκια να μοιρασθούν αμέσως στους στρατιώτες που έχουν την μεγαλειτέραν έλλειψιν. Θα μου αναφέρεης μόλις εκτελέσης τη διαταγή.
Το δαδί
Ετυλίχθηκα στον μανδύαν μου και ακολούθησα τον οικοδεσπότην και της δυο γυναίκες στο κάτω πάτωμα. Κανείς δεν ωμιλούσεν. Ο βορηάς μόνον ουρλίαζε δυνατώτερα τώρα μέσα στους σκολιούς δρόμους του χωριού. Η γυναίκες επήραν από την αυλή μια αξίνη κ’ ένα φτυάρι. Ο οικοδεσπότης μου έδωκεν ένα σωρό δαδιά λεπτοσχισμένα, τα οποία έβαλα στην τσέπη του μανδύου μου αφού εκράτησα εν απ’ αυτά, αναμμένο, στο χέρι. Η βαρειά ξύλινη εξώπορτα της αυλής έτριξε και ευρεθήκαμε στον δρόμο τον κατηφορικόν. Ο άνεμος εβασάνιε τη φλόγα του δαδιού. Η γυναίκες όμως ήξευραν καλά τον δρόμο και επεράσαμεν απ’ όλα τα καταλύματα των λόχων, απ’ όπου εδιάλεξα οκτώ άνδρας με δύο δεκανείς.
Καθώς αρχίσαμεν ν’ ανεβαίνουμε κατά τον ανήφορο, επάνω από το χωριό το δαδί έσβυσε. Να το ανάψω ήτο πολύ δύσκολον. Άλλως τε εσκέφθην οτι το προς βορράν αντικρυνό βουνό ήτο ύποπτον ακόμη και δεν ήτο συμφέρον μας να δείξουμε κινούμενον φως εις το εχθρόν, ο οποίος κατά πάσαν πιθανότητα θα είχεν αφήσει επάνω προφυλακάς.
Η διαδρομή
Εγλυστρούσαμεν εις τον γλοιώδη πηλόν της ανωφερείας και η ποδιές των γυναικών ανεμίζοντο με ηχηρά πλαταγίσματα. Οι άνδρες ήκουαν σιωπηλοί και ασθμαίνοντες από τον κόπον τον μεγαλόφωνον θρήνον του βορηά που εδέσποζε τώρα, νύκτιος κυρίαρχος τ’ ουρανού και των βουνών, κ’ επάγωνε τα δάκτυλα των χεριών και τα πρόσωπά μας.
-Είνε μακρυά ακόμα; – ερώτησε σιγανά ένας από τους δεκανείς μίαν από τας γυναίκας που επροχωρούσαν με την αξίνα και το φτυάρι στο δρόμο, σκιές δυσδιάκριτες, σκυφτές, σαν σκιές νεκροθαπτών μεσονυχτιάτικων που ετραβούσαν για κάποιαν άγνωστη ταφή.
-Εδώ για είν’ το φτάσαμαν… απήντησε σιγανώτερα η γυναίκα.
Πράγματι, ένας τοίχος ωρθώθη εμπρός μας μέσα στο σκότος. Μια γυναίκα έτρεξε και άνοιξε μιαν ξύλινην εξώθυρα και οι άνδρες επέρασαν ένας – ένας μέσα σε μια μάνδρα. Εδώ ο άνεμος εφυσούσε λιγώτερο. Επροχωρήσαμεν ολίγα βήματα προς δύο όγκους που εφαίνοντο σαν να εκινούντο μέσα στο παγερό σκοτάδι. Όταν επλησιάσαμεν, εμαντεύσαμεν οτι ήταν μία καλύβα και ένας σωρός αχύρου.
-Άναψε, καπετάνιο, το δαδί, να ιδούμε για τα φυσέκια – είπαν η γυναίκες, αφού ακούμβησαν τα συνέργά των εις το άχυρο”.
Ήνωσα δύο – τρία μικρά κομμάτια δαδιού και, προφυλακτικά, μισοκαθισμένος πίσω από τον αχυρώνα και με τον μανδύα ξεκουμπωμένον για να προφυλάττη την φλόγα από την μανία του ανέμου άναψα το φως. Έπειτα επροχώρησα, κρατών τα δαδιά κάτω από τον μανδύαν, προς το μέρος όπου εσταμάτησαν η γυναίκες, αφου εξαναπήραν την αξίναν και το φτυάρι. Οι άνδρες έκαμαν κύκλο τριγύρω μας, ακουμβώντας στα όπλα των στηριγμένα στη λάσπη που άρχιζε να σφίγγη από την παγωνιά. Στη φλόγα του δαδιού, που ανερριπίζετο από τον άνεμον, εφαίνοντο τριγύρω κάποια πρόσωπα φλογώδη με ασταθείς φυσιογνωμίας, από τους κυματισμούς του φωτός, φαντάσματα που σαν να είχαν βγη ξαφνικά από τα έγκατα της γης.
Η αξίνα και το φτυάρι των γυναικών εκτύπησαν την γη δοκιμαστικά εις δύο – τρία σημεία κοντά στ’ άχυρα. Στο τρίτο το κτύπημα ακούσθηκεν ένας ήχος υπόκωφος και βαθύς.
-Εδώ είν’ τα….
Εγονάτισα, με τη ράχι γυρισμένη προς το αντικρυνό το ύποπτο βουνό, που δεν εφαίνετο στο σκότος, αλλά του οποίου την τοποθεσίαν εγνωρίζαμεν όλοι καλά, και άπλωσα τον μανδύαν μου επάνω από το δαδί. Εγονάτισαν και η γυναίκες και με τα χέρια των εσκάλισαν ένα λεπτόν μίγμα από άχυρα, κοπριά και χώμα, που εσκέπαζε δύο πλατειές σανίδες. Μερικοί στρατιώται αφήκαν τα τουφέκια των κατά γης και ανεσήκωσαν τις σανίδες. Από κάτω εφάνησαν η δυο κάσες. Οι άνδρες της εσήκωσαν με κόπο, η γυναίκες εσκέπαζαν το κοίλωμα με άχυρα και όταν ετοιμάσθησαν όλοι για να κατέβουμε πίσω στο χωριό, εσταματήσαμε μια στιγμή έξω από την θύραν της μάνδρας.
Είχα ανάψει ένα νέο κομμάτι δαδί. Και καθώς είχε πάρει φλόγα, έλαμψε για μια στιγμή δυνατά ο τόπος τριγύρω.
-Έτοιμοι, παιδιά;
-Έτοιμοι!
-Η γυναίκες που ξέρετε το δρόμο, τραβάτε εμπρός! … μαρς!
Έξαφνα η μία από τις γυναίκες εσωριάσθη κατά γης. Η άλλη εσταυροκοπήθη τρομαγμένη και εκόλλησεν άφωνη στον τοίχο της μάνδρας.
Εγυρίσαμε μηχανικώς τα κεφάλια προς το μέρος του αντικρυνού του βουνού. Ένα φως σταθερόν, μετέωρον μέσα στο χάος το σκοτεινόν εκινείτο αργά – πολύ αργά.
-Μας είδαν οι Τούρκοι! Να πυροβολήσουμε, κυρ δεκανέα; ηρώτησεν ένας στρατιώτης προβάλλων ταυτυχρόνως το όπλον του.
Έσβυσα βιαστικά το δαδί και το επέταξα στη γη.
-Να μη πυροβολήση κανείς, ακόμα και αν μας πυροβολήσουν. Οι δεκανείς να προσέχετε τους άνδρες σας! διέταξα. Έπειτα καθησύχασα της γυναίκες, αι οποίαι επείσθησαν να προχωρήσουν εις την ουράν της μικράς συνοδείας, και ήρχισεν ο κατήφορος.
Εις ένα πλάτωμα της κρημνώδους κλιτύος εσταματήσαμεν. Με την αξίνα και της ξιφολόγχες ανοίξαμεν της κάσσες, που μας εστενοχωρούσαν με το βάρος των εις το κρημνόν που εγλιστρούσεν απελπιστικά, εσχίσαμεν το μετάλλινον επικάλυμμα του εσωτερικού των και τα φυσέκια εγέμισαν τις παλάσκες και της τσέπες των ανδρών. Μια γυναίκα έλυσε την ποδιά της, την έκαμε πρόχειρο σακκί για τα υπόλοιπα κουτιά των φυσεκιών, και την εφορτώθηκε στη ράχι της.
Το φως αντίκρυ, μέσα στο αδειανό σκοτεινό διάστημα, εξακολουθούσε να μετακινήται…
Επλησιάζαμεν τώρα προς τα πρώτα σπίτια του Γρεβενιτιού! το βαρύ βήμα της περιπόλου αντήχησε μέσα σε κάποιο σοκάκι και επνίγη μέσα σ’ ένα σφύριγμα του ανέμου. Πριν μπούμε στο χωριό, εσταματήσαμε σ’ ένα ύψωμα γεμάτο θάμνους και πουρνάρια. Ο άνεμος μας εκεντούσε με λεπτές βελονιές τα πρόσωπα.
-Χιονίζει… θα καλοπεράσουμε την αυγή…
-Να ιδήτε που θάχμου μάχη… από τα αριστερά μας δεν ακούστηκαν οι δικοί μας, του συνταγματάρχη, του κ. Μήτσα.
-Κ’ εκείνο το καταραμένο το φως… για κυττάχτε, βρε παιδιά, πως χορεύει!… βάζω στοίχημα πως αγρυπνάν’ οι Αρβανιτάδες…
Η συνομιλίες εξακολουθούσαν σιγανά καθώς εμβήκαμε στο χωριό. Πίσω από την προφυλακτικήν κατά του ανέμου προστασίαν ενός τοίχου ανάψαμε δυο-τρία δαδιά και επροχωρούσαμεν εις το κατάλυμα του Αρχηγού.
-Βρε παιδιά – είπεν έξαφνα ζωηρά ένας από τους ερυθροχίτωνας – ξημερώνει παραμονή του Χριστού. Ποιος να τώλεγε πέρσι τέτοια μέρα πως θα γυρνούσαμε με τα δαδιά για τα κάλανδα στο Γρεβενίτι!
Το βήμα των ανδρών έγεινε πλέον αργό, σαν να τους είχε βαρύνει κάποια ανάμνησις. Έπειτα ένας από τους δεκανείς άρχισε να τραγουδή “σόττο – βότσε”.
-Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει…
Δύο-τρεις φωνές τον ακολούθησαν. Η γυναίκες έσκυψαν τα κεφάλια των και η μικρά συνοδεία έφθασε με τον ρυθμόν των καλάνδων στην εξώθυρα του καταλύματος.
Εκεί οι δεκανείς επήραν τους άνδρας των, αφού εξοφόρτωσαν στο χαγιάτι της αυλής τα περισσά φυσέκια, κ’ εξεκίνησαν για τους λόχους των!
-Κι’ από χρόνου, παιδιά!
-Στα σπίτια μας, να δώση ο Θεός!
Τα βήματά των εχάθησαν στο σκότος και στο ούρλιασμα του βορηά.
Τα χαράματα άρχισεν η μάχη, άξαφνη και με λύσσα, μέσα στο χιονοστρόβιλο που ελεύκαινε τα βουνά, όπου τα έλατα της Πίνδου εφαίνοντο σαν τεράστια Χριστουγεννιάτικα δένδρα. Μερικοί από εκείνους που είχαν τραγουδήσει τη νύχτα τα κάλανδα, δεν θα ξανατραγουδήσουν, μήτε θα τα ξανακούσουν πια.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ
Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 26 Δεκεμβρίου 1913