ΤΑ ΘΟΛΩΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΨΑΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ – ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΟΥ ΚΑΡΔΟΥΛΗ
Το φθινόπωρο του 1950 ήταν χρονιά ψαρικής αφθονίας… Θάλεγε κανείς πως όσα ψάρια περνούσαν τα κανάλια της Λευκάδας και της Κεφαλλονιάς έπεφταν στα δίχτυα των ψαράδων ή πως τα δίχτυα έπεφταν στα περάσματα των ψαριών. Κάπως έτσι είχαν αποφανθεί οι ψαροπαρατηρητές, οι ψαρόβιοι και ψαροσχολιαστές της εποχής. Πέρασαν και πιάστηκαν ή “παραδόθηκαν” – όπως τόνιζαν οι μεμψιμοιρούντες κυνηγοί – ξεχασμένοι όψιμοι κολιοί, πρώιμα παλαμήδια, λαχταριστές και ευμεγέθεις συναγρίδες και φαγκριά και τέτοιο πλήθος παρακατιανών ψαριών που δύσκολα κατανάλωνε η ντόπια κοινωνία η οποία, καλώς εχόντων των κουρβανάδων τους, ψαρότρωγε Τετάρτες και Παρασκευές.
Οι ψαροκασέλες, οι γάιδαροι και τα ρούχα του μπάρμπα Νιόνιου του Μπρούφα που τροφοδοτούσε σπίτι – σπίτι με θαλασσινά και ψάρια τον Πλατρειθιά και την Εξωή κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά και του μπάρμπα – Χρήστου του Καρδούλη που περιοριζόταν κυριαρχικά και υπερήφανα στο τρίγωνο Φρίκες – Γεφύρι – Σταυρός και περιστασιακά Λεύκη, άστραφταν απ’ το λέπι και μύριζαν τέτοια και τόση ψαρίλα που απέτρεπε ακόμα και πειναλέες γάτες.
Εκείνο το απόγευμα στο γεφύρι είχαν μπλεχτεί οι μυρωδιές και ποιος θα’ δινε σημασία στις ψαροκασέλες του Καρδούλη, όταν οι μύτες και τα στομάχια των πενήντα μουστερήδων των καφενείων του Λάμπρου και του Κοντάτου και κυρίως της Καμζελαίικης “Κόλασης” απολάμβαναν τις μοσχοβολιές του κοκορετσιού και του σπληνάντερου του Καμζέλη (-“Η κοκορετσίλα είναι υπερτέρα πάσης ψαρίλας”, διακήρυτταν δια στόματος Καλφάκη και Μπόμπου οι παρέες εκείνου του καπηλιού και κανείς δεν διαφωνούσε δημοσίως).
Ο γάιδαρος του μπάρμπα – Χρήστου του Καρδούλη μάσαγε υπομονετικά γαϊδουράγκαθα στο χωράφι τση Διαμανώλος στο Γεφύρι και το φορτίο των ψαριών στις ψαροκασέλες παρέμενε αδιάθετο. Ο μπάρμπα – Χρήστος “είδε κι απόειδε”, κι έσβησε την ανυπομονησία του στο ούζο της παρέας του Καλφάκη στο βάθος των καλαμιών του κήπου της “Κόλασης”. Τα λαχταριστά ψάρια που κάπου – κάπου τα σκέπαζε με βρεγμένα τσουβάλια της ρίγας για να διατηρούν τη φρεσκάδα τους, μετά από δυο μέρες περιήγηση στο τρίγωνο και τις παρόδους των χωριών, άρχισαν να δείχνουν την κόπωσή τους με το χαρακτηριστικό θόλωμα στα μάτια.
Κάποιοι στέκονταν, παζάρευαν και απήρχοντο. Ένας, ο Μήτσος του Τσατσάρη, που από μικρός βίωνε τη ζωή και τι θάνατο των ψαριών στις τράτες, κοίταξε και μάλιστα απ’ το ύψος της στέρνας του Λάμπρου με προφανές για τον μπάρμπα – Χρήστο διεισδυτικό και ταυτόχρονα περιφρονητικό ύφος το θησαυρό των ψαριών στις ψαροκασέλες. Το εξασκημένο μάτι του Μήτσου συνέλαβε βεβαίως τη θολούρα τους ή έτσι τουλάχιστον πίστεψε ο μπάρμπα – Χρήστος, που με ετοιμότητα και χιούμορ έσπευσε να αποσείσει την επικρεμάμενη καταδικαστική “απειλή της θολούρας” με το παρακάτω αμίμητο και εις επήκοον πολλών:
“-Μην τα κοιτάς, γιε, έτσι… άγγελοι είναι! Είναι ταλαιπωρημένα απ’ τσι σαρανταμία οργιές βάθος π’ ανεβήκανε”…
Αφήγηση του Δημήτρη Πεταλά – Τσατσάρη στον ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΙΖΗ-ΔΑΝΙΑ
Φωτογραφία Σπύρου Μελετζή
ΦΡΙΚΙΩΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ (ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΚΑΡΔΟΥΛΗ)
Γ.Δ. (Με απορία) “Μωρέ μπράβο υπογεννητικότητα τσι Φρίκες!”
Χρήστος Καρδούλης: “Αργεί ν’ ανατείλει το χειμώνα ο ήλιος, κουμπάρε”.
***
Α.Γ. – “Είναι φρέσκα τα ψάρια, μωρ’ Χρήστο μου;” (ρωτά λευκησάνα νοικοκυρά τον Καρδούλη).
Χρήστος Καρδούλης: “Ολόφρεσκα, άγγελοι σου λέω, κυρά μου… στη ζωή τ’ Αντώνη μου που ‘ναι τση Φρίκες”. (Δεν εννοούσε ασφαλώς κανένα γιο του όπως θα νόμιζε η καημένη η λευκησάνα, αλλά το φρικιώτη έμπορο – φούρναρη τον Αντώνη το Βρεττό με τον οποίο δεν είχε τις καλύτερες των σχέσεων και βέβαια η ευχή ήταν ό,τι και τα ταλαίπωρα ψάρια!)
Του δάσκαλου ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ