ΘΕΡΟΣ – ΤΡΥΓΟΣ – ΠΟΛΕΜΟΣ
Λένε ότι οι αρχαίοι άμα θερίζαν και τρυγούσανε, βγαίναν στους πολέμους τους. Ωστόσο, αυτές οι αγροτικές εργασίες δεν είναι παρά χρονιάρης πόλεμος, οι τελευταίες μάχες της χρονιάς για την εξασφάλιση του επιούσιου. Και ακολουθούσε ο συναγερμός στα αλώνια, κουραστική κι αυτή, μα χαρούμενη δουλειά. Καθώς τα άλογα, δεμένα στο ίδιο σχοινί του πασάλου, τρέχανε πάνω στα λυμένα δεμάτια των σταχυών, που οι αγρότες σύγχρονα τα μπατάριζαν με τα δικριάνια για να πατηθούν τέλεια και ξεχωρίσει ο καρπός. Τα κουδουνάκια των αλόγων δίνανε χαρούμενο τόνο στην κουραστική αυτή δουλειά και φωνές των παιδιών, άλλη χαρούμενη μουσική, συνόδευαν τις προσταγές των μεγάλων προς τα άλογα που έτρεχαν ιδρωμένα και λαχανιασμένα έσκυφταν στα πεταχτά και άρπαζαν ολόκληρο χειρόβολο για να φάνε. Βιβλική η απαγόρεψη να εμποδιστή το ζώο σ’ αυτή του την κίνηση: “Ουκ εμφράξεις το στόμα βοός αλοώντος”. Αυτή η δουλειά γινότανε μεσημεριάτικη, στο κάμα του ήλιου, για να κρατιώνται όσο πιο πολύ ξερά τα δεμάτια και να είναι γρηγορώτερος ο διαχωρισμός του καρπού από το στάχι. Οι γυναίκες στο μεταξύ ετοίμαζαν το φαγητό, ψάρια ή μπακαλάο το τηγάνι και σαλάτα της εποχής και οι αλωνιστάδες με το τέλος της δουλειάς αμολούσανε τ’ άλογα, καθότανε κατάχαμα στον ίσκιο της κοντινότερης εληάς να φάνε και να πιούνε το ντόπιο ξεγαλασούδικο από το κολοκύθι του ο καθένας.
Ο μπάτης σύγκαιρα άρχιζε να φυσά και μ’ αυτόν άρχιζε ρυθμικά το ανέμισμα. Το άχυρο παρασύρεται σε σωρό έξω από τ’ αλώνι και ο χρυσός καρπός πέφτει βαρύς κάτω στο πέτρινο δάπεδο. Σύγκαιρα το κοσκίνισμα με τον αρίλογο και το μέτρημα με το μισοκίλι. Το ανέμισμα πολλές φορές γινότανε το βράδυ με το νυχτόμπασμα τ’ αγέρα σαν ο μπάτης δεν ήτανε αρκετά δυνατός. Έτσι με τη βοήθεια του Θεού ο αγρότης έμπαζε στο σπίτι του το ψωμί της χρονιάς για την οικογένεια. Στο Θιάκι γινότανε πολύ και καλό κριθάρι και ο αγρότης το ανακάτωνε με το σιτάρι, κάνοντας ψωμί “σόσμιγο” για τη φαμελιά του.
Η ζέστη του καλοκαιριού προετοίμαζε και το άλλο δώρο του Θεού, “των πόνων μας τη λήθη”, ωριμάζοντας το σταφύλι που σε μορφή κεχριμπαρένιας ή μαυρογάλαζης ρώγας είχε πια γεμίσει ζουμί και έβραζε το φυσικό του ζάχαρο. Και ο τρύγος άρχιζε. Πριν φέξει ξεκινούσαν οι τρυγητές κατά κάθε σημείο των αμπελιών άντρες, γυναίκες, παιδιά, κορίτσια, με τα καλάθια τους, για να φτάσουνε πριν σηκωθεί ο ήλιος και ν’ αρχίσουν με άλλες χαρούμενες διαθέσεις το κόψιμο του σταφυλιού. Άλλοι κόβουν και καθαρίζοντας το τσαμπί γέμιζαν τα καλάθια τους, οι γυναίκες, μερικές να κουβαλάνε τις γεμάτες κανίστρες στο σημείο της συγκεντρώσεως όπου οι άντρες γέμιζαν τα κοφίνια και τα φόρτωναν στα βασταερά. Ολόκληρο κονβόϋ, υπομονετικών τετραπόδων εξεκινούσε – θάπρεπε να πούμε “ονοπομπή” κατά το “νηοπομπή”, για τη Χώρα, όπου στα κατώγια του νοικοκύρη περίμεναν έτοιμοι οι ληνοί να δεχτούν τον πολύτιμο καρπό. Ληνοί και “ποδόχια” έτοιμα, ασβεστοχρισμένα για την ιεροτελεστία. Όλοι οι δρόμοι του Θιακιού, από τις εξοχές προς τα χωριά, αντηχούσαν από τα κουδουνίσματα των τετραπόδων και τις προτρεπτικές φωνές των αγωγιατών για γρήγορες διαδρομές. Τα παιδιά ζητούσαν σταφύλια που τους δινότανε άφθονα και το φυσικό αυτό ENO’S φαινότανε πως ενεργούσε στα απόμερα χαντάκια των δρόμων και στα καντούνια.
Στο μεταξύ άρχιζαν και τα πατήματα μέρα ή νύχτα. Άλλη τελετουργία αυτή που την συνόδευε η χρήση του “τρόκολου”, του κινητού αυτού μηχανήματος χειροκίνητης βίδας πιεστικής, που τόσερνε στις ρόδες του ένας κυρ – Μέντιος. Το τρόκολο έφτανε στην ώρα για να σφίξη τα τσίπουρα και να βγάλει μέχρι την τελευταία σταγόνα το ζουμί, τον “τσιπορίτη”, που τον εμοίραζαν οι νοικοκυραίοι σ’ όλα τα βαρέλια με αναλογία για να νοστιμίση το κρασί. Ο τσιπουρίτης ήτανε είδος καρύκευμα του κρασιού μαζί με το ζουμί λίγων “φαουλάρικων” σταφυλιών που μ’ αυτά χαρμάνιζαν τη σοδειά του καρπού στο ληνό. Μερικοί νοικοκυραίοι είχαν δική τους βίδα στο κατώι τους δίπλα στο ληνό, οι περισσότεροι όμως χρησιμοποιούσαν τα κινητά τρόκολα (δεν ξέρω την ετυμολογία της λέξης) που τότες ήτανε πολλά στο Θιάκι. Θυμώμαστε τρία που είχε ο Γόφος (Κ. Ξανθόπουλος), ένα είχε ο Αντώνης ο Κόμητας και τόσερνε ένα πειθήνιο μικρόσωμο μουλαράκι, που ο Βασίλας εκουβέντιαζε με δαύτο. Άλλο τρόκολο είχε ο Θρασύβουλος ο Τσόκανης και άλλο ο Φλωριάς ο Κολοβός. Τούτο που υπάρχει τώρα το είχε ο Σοφοκλής που γέρασε κι αυτό και κείνος πια. Τα τρόκαλα, για την υπηρεσία που προσέφεραν, πληρωνότανε εις είδος, δηλαδή, αποδεκάτιζαν την ποσότητα κρασιού που έζουφταν, τα “ξάγιαζαν”, πέρνοντας ένα κανάτι στα δέκα, ενηά κι ένα δέκα, όπως τόλεγαν. Και ο μούστος έμπαινε στα βαρέλια να βράση και να γίνη κρασί. Τα βαρέλια δεν τα τάπωναν ερμητικά, αλλά τα βούλωναν με κλαδίσκους από κυδωνιά, φούντες, για να ξεθυμαίνη ο ατμός της βράσης του μούστου, που αλλιώτικα μπορούσε να πάθη ζημιά το βαρέλι και να χυθεί το κρασί. Ήτανε αστείο όταν τα τρόκολα σταματισμένα κάτου στη “μυρουδιάνα” περιμένοντας κλήση, με τα βαρελάκια τους που είχαν τα ξαγιάσματα ταπωμένα, άρχιζαν τους πυροβολισμούς. Δηλαδή, σαν οι τάπες των βαρελιών ήτανε σφιχτές και το ζουμί μέσα έβρασε περισσότερο με την επίδραση της φλόγας του καλοκαιριάτικου ήλιου, πετούσαν τις τάπες τους στον αέρα με κρότο πυροβόλου. Πρέπει να σημειώσω οτι καθώς τα σταφύλια ήταν ακόμη στον ληνό πριν πατηθούν, άρχιζαν να στάζουνε ζουμί, το “στάλαμα”. Αυτό οι νοικοκυράδες το κάνανε πεκιμέζι, το ωραίο εκείνο γλυκό υγρό που τόσο άρεσε στα παιδιά να το αλοίφουν στο ψωμί τους (τώρα βάνουνε μαρμελάδες). Το χάριζαν και στις γειτόνισσες που δεν είχαν τέτοιο ή αντίθετα το κάνανε ξύδι για τη σαλάτα της χρονιάς. Όλοι οι δρόμοι του Θιακιού τότες εμυρίζανε μούστο και τσίπουρα, που υποβοηθούσαν τον πολλαπλασιασμό της μύγας και των άλλων ενοχλητικών εντόμων, πριν βρεθούν τα εντομοκτόνα.
Τέλος, Σεπτέμβρη πια, ετελείωναν (αυτές οι καλοκαιρινές δουλειές), τελευταία ετρυγούσαν τα αμπέλια στο Βουνί και στα ψηλά του Νηρίτου και ο γεωργός αναπαυόταν, περιμένοντας μετά του Σταυρού που “κάθε εληά έχει το λάδι της και κάθε λίμπα το νερό της”, και προετοιμάζοντας την εργασία του ληομαζώματος, φθινοπωριάτικη και χειμωνιάτικη επίδοση της θιακιάς γεωργικής, παράλληλα με τη σπορά, της Μισοσπορίτισσας. Τότε ο αγρότης “μισόσπερνε, μισόφαγε, μισόχε να περάσει”.
Στην εποχή των καραβιών και της Ρουμανίας, ερχόντανε τα καράβια, που μαζί με τα καράβια ερχόντανε και “τ’ αηδόνια της Βλαχιάς” και πέρνανε μέρος στις τελευταίες αυτές γεωργικές εργασίες και εσοδειακές απασχολήσεις που μαζί η περίοδο του χειμώνα περνούσε πολλαπλά ευχάριστη με κάθε λογής κοινωνικές εκδηλώσεις. Γιατί όλοι αυτοί οι συναγερμοί είχανε και ευχάριστα αποτελέσματα, τελειώματα γάμων, αρραβώνες, στεφανώματα, πανηγύρια κ.ά.
Τώρα, όλα σχεδόν πάνε. Τόσο ελαττώθηκε η κρασοπαραγωγή που μόνο ένα τρόκολο λειτουργεί και αυτό σαραβαλιασμένο μαζί με το προσωπικό του! Όσο για το λάδι, έτσι που άλλαξε η ζωή στον τόπο, μαζί με την ελάττωση του πληθυσμού, που οι εληές μένουν αμάζωχτες και ενώ άλλοτε κάθε γειτονιά είχε το λητρουβιό της, χώρια οι τέσσαρες ατμομηχανές, τώρα κάτω στη Χώρα ένα μόνο μηχανοκίνητο υπάρχει και λειτουργεί και κανένα από τα παλιά αλογοκίνητα και χειροκίνητα.
Έτσι, άλλαξε η ζωή του τόπου από την εισροή του δολλαρίου, της λίρας και του διαμερίσματος. Καλά ή κακά δεν μπορούμε να το βεβαιώσουμε, μολοτούτο έγινε ανετότερη και με υψηλότερο επίπεδο.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κ. ΚΟΛΑΪΤΗΣ
Εφημερίδα «Τα Νέα της Ιθάκης», Αριθ. 275, Οκτώβριος 1973
Φωτογραφία: Τρύγος στον αμπελώνα Συρμή το Ι963 (Αρχείο Δημοσθένη Συρμή)