ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΣΗ ΘΕΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ ΣΤΟ ΚΙΟΝΙ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ

Η ιστορία της θιακιάς ξενιτιάς δεν εξαντλήθηκε ποτέ στις “Οδυσσειακές” της περιπέτειες. Οι αληθινές ιστορίες των απλών ανθρώπων άγγιξαν κατά καιρούς αιχμές που ξεπερνούσαν τα όρια της πιο ευφάνταστης πλοκής, των πιο απίθανων προσδοκιών. Η αληθινή ιστορία, που με όλο το δέος και τον σεβασμό θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω, συνέβη στο Κιόνι, αλλά θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε στην Ιθάκη. Το ανθρώπινο δράμα και η μοίρα έχουν κοινά σημεία και επαναλαμβανόμενες εκφάνσεις.

Ο μπάρμπα – Ανδρέας ο Μπενίας είδε τον ήλιο των ανθρώπινων προσδοκιών του, τον ήλιο της άπειρης ευτυχίας ν’ ανατέλλει στα μάτια της Μαριάνθης. Οι ανατολές και τα δειλινά πούβλεπαν τα κενιώτικα τρατολόικα να γλιστρούν με τα γλαρόνια στ’ απόνερά τους, στην αναζήτηση της τύχης της καλής ψαριάς, έγιναν εμπνευστές και μάρτυρες εκείνης της αγάπης, που ποτίστηκε και βλάστησε με την αλμύρα της Ιόνιας θάλασσας και των ερωτικών δακρύων. Ούτε όμως κι οι πιο ευλογημένες καλάδες, κι οι πιο καλές σοδειές στάθηκαν αρκετές να θρέψουν τα όνειρα του ζευγαριού, που ξανοίγονταν σε καινούργια όρια και πλαίσια ζωής.

Οι δρόμοι απ’ το Θιάκι είχαν ήδη ξανοιχθεί απ’ τους ρηξικέλευθους Νέο – Οδυσσείς προς όλα τα σημεία των οριζόντων. Σαν παρένθεση θάλεγα πως ο  βούρκος, ο πάγος και το χρυσάφι του Δούναβη, ήταν η μαγιά που ζύμωσε και θέριεψε τη Θιακιά παρουσία στα προηγμένα, τότε, δρώμενα της ναυτιλίας κι ήταν το αποκορύφωμα της ναυτοσύνης και της επιχειρηματικότητας του Θιακού, όταν οι ελληνικές σημαίες αντικατόπτριζαν, χαρίζοντας το χρώμα τους, στο μήκος του μεγάλου ποταμού. Εκεί, πρώτοι, κάποιοι μεγαλόπνοοι Θιακοί που πέρασαν απ’ τα σλέπια και την περιώνυμη “Κομισιόνα” στη μεγάλη ατμηρή ναυτιλία, χάραξαν με τις προπέλες των καραβιών τους πρώτους σχεδιασμούς της κατάκτησης των περάτων της γης, κι έγιναν η αναστημένη έκφραση του δαιμονίου της Ναυτιλίας.

Οι Κενιώτες που συμμετείχαν στη νέο – αργοναυτική εκστρατεία της Ρουμανίας, συνδημιουργοί, σε κάποιο βαθμό, εκείνου του θαύματος, απογοητευμένοι ή ανικανοποίητοι, άρχισαν να εκτρέπονται προς άλλες κατευθύνσεις, μακρινότερους και πλουσιότερους ή πολλά υποσχόμενους στόχους, κι ο μπάρμπα – Ανδρέας έκανε την επιλογή του, στα πλαίσια των τότε δεδομένων. Η επιλογή ήταν να εγκαταλείψει τη Μαριάνθη και το Κιόνι για την Αμερική. Τον μάγεψαν οι δολαριοφόρες Κολομβιανές Σειρήνες, οι χρυσές καδένες και τα πούρα των “Μπρούκληδων” και πήρε τη δυτική ρότα του Κολόμβου για ν’ αντικρύσει το άγαλμα της Ελευθερίας, πούγινε και η απαρχή της δικής του σκλαβιάς. Ήταν μια συνειδητή και εκ των πραγμάτων αποδεκτή σκλαβιά, μια σκλαβιά που κράτησε περισσότερο από τριάντα τόσα χρόνια, η ιδιότυπη σκλαβιά της πλατυποδίας, απότοκη της ορθοστασίας, που επέβαλλε η δουλειά στις λεγόμενες “ντάινες”.(1)

Τα χρόνια περνούσαν κι η ζωή κινούσε τα νήματα στους δικούς της ρυθμούς. Οι φωτογραφίες τους, σιγά – σιγά, ξεθώριαζαν και γίνονταν τα είδωλα ενός μακρινού εαυτού στα εικονοστάσια της τραπεζαρίας, τα δάκρυα κύλησαν ως που να στερέψουν, χαμένα στον ωκεανό, η αγάπη κλεισμένη τυπικά στα σφραγισμένα φάκελα ασφυκτιούσε κι εξατμίζονταν με το πέρασμα των χρόνων, για να μετατραπεί σε ασυνείδητη αφοσίωση χωρίς παραλήπτη, σε πόνο και θυσία στα πιεστικά πλαίσια της καθημερινότητας.

Η θεια η Μαριάνθη δεν άντεξε στον ιδιότυπο μοναχισμό του Κιονιού, δεν μπόρεσε  την απέραντη βαρεμάρα της υποχρέωσης ενός ανούσιου καθήκοντος, και, δυνατότερη απ’ τη μοναξιά της, ξεπερνώντας τις ντόπιες προκαταλήψεις και υπερνικώντας τις γυναικείες αδυναμίες, ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα ανοίγοντας το Καφενείο του Μόλου. Η κατάληψη ενός ανδρικού οχυρού από τη γυναικεία θέληση κι αξιοπρέπεια δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, όπως εύχονταν μέσα τους κάποιες κλαψουρίζουσες Κασσάνδρες. Με την άοκνη προσπάθειά της το καφενείο γνώρισε μέρες καφενειακής δόξας σερβίροντας γλυκά, ποτά και καφέδες στους Κενιώτες του καθισιού, του καϊκιού, της τράτας και τους καϊκτζήδες και τρατολόους του Ιόνιου, με την λάμπα του νάναι ο φάρος του λιμανιού, για χρόνια. Κάθε μέρα δοκιμαζόταν, κάθε νύχτα κοσκίνιζε τις αδιακρισίες, κάθε τόσο τρυπούσε και γλιστρούσε απ’ τα δίχτυα της ανθρώπινης διαπλοκής και της κενιώτικης διαβολής. Ύφαινε και ξύφαινε μπροστά στα μπρίκια, ολόρθη, το υφάδι της ζωής της, στον βωμό της δουλειάς, της αφοσίωσης και της προσμονής.

Κάποια στιγμή, ο μπάρμπα – Ανδρέας, στην άλλη άκρη του κόσμου, ένιωσε να πνίγεται στο πέλαγος του νόστου, βίωσε τον εφιάλτη της μοναξιάς, μέτρησε τα καλούδια και τα κομποδέματα, ξανακοίταξε το άγαλμα της Ελευθερίας και τόδε να φυτρώνει στου Κατσικούλη, αληθινό, ζωντανό… Πυρσός του το καντήλι της Μαριάνθης του. Αγόρασε ό,τι μπορούσε και δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί το Κιόνι, ό,τι φαντάστηκε πως θα στόλιζε και θ’ αναδείκνυε τη Μαριάνθη του ονείρου του, και πήρε το ταξίδι του γυρισμού, κάνοντας το μεγάλο πήδημα απ’ τα ντοκς του Μανχάτταν, στο μόλο του Κιονιού. Η διαφορά είναι ιλιγγιώδης και μετριέται μόνο με την αγαλλίαση της επιστροφής στην εστία, στην αγκαλιά των δικών σου.

Κάποιο απογευματινό, γύρω στα 1936, με το τραμπάκουλο του καπιτάν – Πάνου του Μητσαλιά, έφθασε, με την καπελαδούρα να περισσεύει απ’ τα μπαούλα του, κι αποβιβάστηκε έξω απ’ το καφενείο, υποβασταζόμενος από μια ντουζίνα χέρια που προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Θαμώνες και περίεργοι, συγγενείς και φίλοι, όλοι άγνωστοι γι’ αυτόν, εξέφραζαν ο καθένας τη δική του χαρά και περιέργεια, κι ήρθαν να τον υποδεχθούν ή να τον αποδεχθούν. Ο μπάρμπα – Ανδρέας με το καστόρινο πλατύγυρο με το φαρδύ μπορ, τα χρυσά γυαλιά, την παρδαλή γραβάτα και το καρό σακάκι, πατώντας τον κενιώτικο μόλο, έπεσε στην αγκαλιά τεσσάρων γυναικών – αδελφών, που έσπευσαν να τον περιβάλουν από αγάπη και συγκεκριμένα της θειας της Μήλιας του Γεωργάκη, της θειας της Μάντης, της θειας της Ελεονόρας και της θειας της Ελένης στη Μηλιαρέσαινας. Σχεδόν σηκωτό τον ανέβασαν στο σπίτι, όπου τον περίμενε η θεια η Μαριάνθη κι άλλες συγγενείς και παρατρεχάμενες, μεταξύ αυτών και η πανταχού παρούσα Κράταινα, ανασκουμπωμένη στην κουζίνα, προσφορά της προσφοράς.

Από γυναικεία αγκαλιά σε αγκαλιά, μέσα στον καταιγισμό της αγάπης και το κράτος της εύλογης συγκίνησης, η επάλειψη της ανθρώπινης κι αμερικάνικης ψυχραιμίας κατέρρευσε κι ο μπάρμπα – Ανδρέας αμήχανος, συγκινημένος αναζήτησε, επεδίωξε να ξεχωρίσει τη γυναίκα του. Όλες εκείνες οι γυναικείες μορφές που τον κοιτούσαν κατάματα με αγάπη κι ενδιαφέρον ή περιέργεια, δεν τον άφηναν να διακρίνει τη δική του γυναίκα. Εκείνη, πάλι, πετρωμένη απ’ το χρόνο, τη συγκίνηση, την αναμονή, συγκρατημένη απ’ τη ζωή της μοναξιάς, δίσταζε να εκδηλωθεί περισσότερο απ’ τις άλλες. Ήταν μια συνειδητή συστολή, μια συνειδητη πράξη αντίδρασης μπροστά στο τόσο παλιό και καινούργιο της ζωής της. Ήταν ο φόβος κι ο πόνος της αλλαγής στο μοίρασμα τηςζωής, που ως τότε την διαφέντευε μόνη της.

‘Ώσπου ανάμεσα σε ακατάληπτα μουρμουρητά κι απορημένα ματοκοιτάγματα, ο μπάρμπα – Ανδρέας συγχυσμένος δεν άντεξε άλλο, κι αποκάλυψε φωναχτά το φοβερό, το δραματικό του δίλημμα. -“Και τώρα, κυράδες μου, ποια από σας είναι η Γυναίκα μου;”… ρώτησε… Η θεια η Μαριάνθη λύγισε τους δισταγμούς, γκρέμισε το τοίχος, δακτυλίδι του εαυτού της, που η ίδια έστησε, και μ’ ένα ζωηρό αναφυλητό έπεσε στην αγκαλιά του μπάρμπα – Ανδρέα για να κρύψει τα δάκρυά της. Οι άλλες, βουβές κι ανέκφραστες, τραβήχτηκαν στο παρασκήνιο της σάλας κι άφησαν τους αγκαλιασμένους “ξένους” να κουρμαστούν τις ψυχές τους, και ν’ αναγνωρίσουν τους κτύπους των πετρωμένων τους καρδιών. Η Κράταινα έκανε το σταυρό της, κατέβασε μια διπλή κούπα σκέτη μαυροδάφνη, και ξανα – ξυπολήθηκε για να σερβίρει πιο ελεύθερη.

Λίγες μέρες μετά, απ’ τις εκδόσεις “Σπυραντά” κυκλοφόρησε το παρακάτω (ανέλεγκτο για την αξιοπιστία του)…

Ο Ανδρέας ο Κουλός κι η παρέα του, παίζαν την καθιερωμένη τους παρτίδα της πρέφας, σε ελαφρά φθινοπωρινή προπόνηση εν όψει των άγριων αγώνων του χειμώνα, που κορυφώνονταν με τα πρωτοχρονιάτικα ξενύχτια και ξε-ήμερα! Τα αποτελέσματα καταγράφονταν, όπως τότε συνηθιζόταν, με κιμωλία στο τραπέζι και κάποια στιγμή πούχαν κατακλύσει το διαθέσιμο χώρο κι έκλεισε η παρτίδα, χρειάστηκε η συνήθης πατσαβούρα για το σβήσιμο… -“Μπάρμπα – Αντρέα μια πατσαβούρα”. Κι ο καημένος ο μπάρμπα – Ανδρέας, που μόλις προσγειωνόταν στην κενιώτικη καφενειακή πραγματικότητα, και καταλήφθηκε εκ απήνης από την απαίτηση, ρώτησε μ’ όλη την αυθεντική, αμερικάνικη αθωότητα. -“Και ποιο ποτό είναι η πατσαβούρα, γιε, για νάχω καλό ρώτημα;”

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΙΖΗΣ – ΔΑΝΙΑΣ

(Αφηγηματικός πυρήνας: Παναγιώτης Βεντούρας. Προσθήκη από Μπάμπη Ραυτόπουλο)

  1. Είχα την τύχη να επισκεφθώ, με παρότρυνση του πατέρα μου, μια κενιώτικη ντάινα, παιδικών του φίλων, το 1953, σαν πρωτοπήγα στη Νέα Υόρκη και θυμάμαι την απέραντή τους αγάπη, έτσι όπως έβραζε και ξεχύνονταν απ’ όλες τις χύτρες της, ανθρώπινες και κουζινικές, και κράτησα για πάντα τις δυο ιδιότυπες συμβουλές στο νεοφερμένο, άπειρο Κενιώτη… -“Πάρε, παιδί μου, μια μάπα (μαπ = χάρτης) να μάθεις τση δρόμους και πρόσεχε τα χολντάπια (= από την εντολή “χόλντ-απ = ψηλά τα χέρια”, για κλοπή).

Φωτογραφία: Κιόνι 1906, τα σπίτια του μόλου: «τση Λίζης», «τσή Λεκατσούς», «του Διγενή», «τση Μάντυς», «του Μητσαλιά», «του Βεντούρα», «τση Μαριάνθης», «τοΔιγεναίικο», «του Μπάζη και «του Μητσαλιά». Στο μέρος όπου βρίσκονται τα βαρέλια, κτίστηκε στη δεκαετία του 1930 το καφενείο τση Μαριάνθης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.