«ΤΡΟΙΑ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗ»
Μια πόλη κι ένα νησί. Μια κατάκτηση κι ένας προορισμός. Μια καταστροφή και μια επιστροφή. Μια εκδίκηση για την αρπαγή της «Ωραίας Ελένης» και ένας αργαλειός, που σε αυτόν μια πιστή Πηνελόπη υφαίνει και ξηλώνει σαν εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν σκοπό στη ζωή τους, που δεν φορούν ένα κουρέλι έστω για να κρύψουν τη γύμνια τους, σαν τις ζωές μας που πλέκονται και ξεπλέκονται στο βασίλειο της Ιθάκης. Σαν εκείνους τους άγρυπνους ανθρώπους που περιφέρονται στα κρύα σοκάκια των πόλεων αναζητώντας λίγο κρασί να ζεσταθούν, ψάχνουν να ρίξουν λίγο σπίρτο στο λαρύγγι τους για να πάψουν τα χέρια τους να τρέμουν, σαν αυτούς που ξηλώνουν το υφαντό της ζωής τους κρυφά μέσα στη νύχτα κι αφήνουν την κλωστή πίσω τους μπας και κάποιος τη δει και τους ακολουθήσει στη μοναξιά τους. Σαν εκείνα τα δώδεκα καράβια του Οδυσσέα που αναχωρούν από την Τροία δέκα χρόνια μετά την άφιξή τους. Και σαν τους συντρόφους του, που γεύονται τους λωτούς στη χώρα των Λωτοφάγων αναζητώντας τη λησμονιά.
Τροία και Ιθάκη. Δυο τόποι με διαφορετικά νοήματα και συμβολισμούς. Η Τροία ως στόχος ζωής, ως λόγος ύπαρξης, ως ακριβή εκ των έσω άλωση. Και η Ιθάκη ως αραξοβόλι, ως νοσταλγία, ως τελευταίος προορισμός. Μια Ιθάκη που ποτέ δεν είναι δεδομένη, ένα βασίλειο που γίνεται βορά στις ορέξεις των κάθε λογής αχόρταγων μνηστήρων, μια γυναίκα που -ακόμα κι αν θεωρείς πως είναι δική σου- πρέπει να την κατακτήσεις ξανά από την αρχή. Πρέπει να αγαπάς ότι σου λείπει και να ζεις με ότι έχεις. Να το αντέχεις, να το φροντίζεις, να το κατανοείς, να το διεκδικείς και να το αποθεώνεις. Και ναι, πολλές φορές το κόστος της επανάκτησης κάποιου πράγματος είναι πολλαπλάσιο της αρχικής του απόκτησης. Όμως πάντα χρειάζεται να δίνεις εκείνη την παραπάνω μάχη για να κερδίσεις, χωρίς ποτέ να ξέρεις αν είναι η τελευταία ή αν θα χρειαστεί να δώσεις μια ακόμη.
Και μετά πρέπει να τυφλώσεις εκείνο το μονόφθαλμο γίγαντα, τον Κύκλωπα χωρίς να σε νοιάζει η οργή του Ποσειδώνα. Να γευτείς αυτή την οργή ως εξιλέωση, να δεις τα έντεκα από τα δώδεκα πλοία σου να βυθίζονται και τα πληρώματά τους να κατασπαράζονται από τους Λαιστρυγόνες. Να γίνονται οι δικοί σου άνθρωποι κομμάτια στα κοφτερά δόντια του κάθε ανθρωποφάγου κτήνους που θέλει να χορτάσει με σάρκα και αίμα. Να αγνοείς τις φήμες που προέρχονται από εκείνες που δεν μπορούν να σε έχουν και από εκείνους που δεν μπορούν να σε συναγωνιστούν.
Κι ο αγώνας για το «νόστιμον ήμαρ» δεν τελειώνει εδώ. Πρέπει να νικήσεις τα μάγια της κάθε Κίρκης, να κατέβεις στον Κάτω Κόσμο για να βρεις το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα σου, να κλείσεις τα αυτιά σου και να περάσεις από τα στενά της Σκύλας και της Χάρυβδης. Να τιμωρηθείς για την ασέβεια των συντρόφων σου που έφαγαν τα βόδια του Ήλιου. Να ανεχτείς τη συντροφιά της Ναυσικάς και να δεχτείς τα δώρα των Φαιάκων. Κι όταν φτάσεις στο νησί σου, να μεταμφιεστείς σε ζητιάνο, να μείνεις τέσσερα βράδια στο καλύβι του χοιροβοσκού σου, του Εύμαιου, να πας την πέμπτη ημέρα στο παλάτι σου, να συναντήσεις το γιο σου τον Τηλέμαχο και να εξοντώσεις τους μνηστήρες με πρώτο τον θρασύτατο Αντίνοο. Κι όταν έχεις φτάσει στον προορισμό σου, όταν πλαγιάσεις στο κρεβάτι με την Πηνελόπη σου, να καταλάβεις πως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Να λογιάσεις πως ίσως να μην άξιζε τον κόπο αυτή η εικοσαετής εκστρατεία. Και να σκεφτείς ότι εσύ με το Δούρειο Ίππο σου, μπορεί να κατέκτησες την Τροία, αλλά έχασες την Ιθάκη σου.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΑΚΟΥΜΙΑΝΑΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ M.Sc.
E-mail: emmakoum@otenet.gr