ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΟΝΙ ΣΤΟ ΒΑΘΥ ΙΘΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΪΚΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1960

Εντεκάχρονα παιδιά τότε και ως απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου έπρεπε να «ξενιτευτούμε», να πάμε δηλαδή στο Βαθύ, στην πρωτεύουσα της Ιθάκης, να μείνουμε οικότροφοι στο εκεί οικοτροφείο ή σε σπίτια για να φοιτήσουμε στο εξατάξιο Γυμνάσιο.

Ο τρόπος μετάβασης τότε από το Κιόνι στο Βαθύ γινόταν με τα τρία καΐκια. Την «Καθαριώτισσα» του Γεράσιμου Γαλάτη, τον «Νήριτο» του Διονύση Γαλάτη και αργότερα τον «Άγιο Γεράσιμο» του Κώστα Δευτεραίου και του Σάββα Καλλίνικου.

Κατά τις 7 το πρωί ο ήχος που έβγαινε από την μπουρού του καϊκιού καλούσε τους επιβάτες να επιβιβαστούν. Σε μια περίπου ώρα το καΐκι έδενε στον προβλήτα του Βαθιού. Οι επιβάτες εκτελούσαν τις εργασίες τους και κατά τις 12 το μεσημέρι έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.

Εμείς τα σχολιταρούδια από το Κιόνι δεν επιχειρούσαμε να έρθουμε στο σπίτι μας το Σαββατοκύριακο, γιατί δεν ξέραμε τι καιρό θα κάνει τη Δευτέρα το πρωί. Όσες φορές το αποτολμούσαμε, τις περισσότερες φορές πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι το Σταυρό για να μας πάρει το μικρό λεωφορείο του Σταμελάτου για το βαθύ. Φυσικά, σε αυτή την περίπτωση χάναμε τις δύο πρώτες ώρες των μαθημάτων.

Ελάχιστες φορές φεύγαμε με τα καΐκια παρόλο τη θαλασσοταραχή που μπορούσε να έχει. Σε αυτή την περίπτωση η διαδρομή Κιόνι – Βαθύ στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε με Οδύσσεια. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής κλεισμένος στο αμπάρι του καϊκιού περίμενα με αγωνία τον καπετάνιο να ενημερώσει για το πού βρισκόμαστε. «Περάσαμε την «τρύπα του Γώγου», «καβετζάραμε τον κάβο του Αη-Λια», «φθάσαμε στου Χονδριπούντα», «κουράγιο, περνάμε τον Άγιο Ανδρέα και μπαίνουμε στο λιμάνι του Βαθιού». Τότε το μαρτύριο τελείωνε και έπρεπε με καθαρό μυαλό να παρακολουθήσω τα αρχαία ελληνικά την πρώτη κιόλας διδακτική ώρα.

Έτσι, το Κιόνι το βλέπαμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και εξαιτίας αυτού του γεγονότος εμείς τα Κιονιωτάκια «ζηλεύσαμε» τους συμμαθητές μας από το Σταυρό, τον Πλατρειθιά και τη Λεύκη που κάθε 15 ημέρες πήγαιναν στο πατρικό τους με τα ταξί ή το μικρό λεωφορείο. Αυτό το προνόμιο ήταν σημαντικό, γιατί αυτοί απολάμβαναν το μεσημέρι της Κυριακής τη σούπα από τον Κόκορα που θυσιαζόταν από τη μάνα για να πάρουν τις βιταμίνες τα παιδιά τους.

Δύσκολα χρόνια αυτά και το χειρότερο η «ξενιτιά» που γευόμαστε από την ηλικία των έντεκα ετών. Όμως όλα τούτα τα αντιμετωπίσαμε με επιτυχία και ο καθένας από εμάς τράβηξε το ταξίδι της ζωής του.

Όλα τούτα μου ήρθαν στο νου καθώς πίνοντας τον απογευματινό καφέ μου αγνάντευα από τη βεράντα μου τον Μόλο του Κιονιού. Μπορεί εκεί να ήταν αραγμένα στη σειρά τα κότερα της καλοκαιρινής περιόδου, όμως εγώ έβλεπα με τη φαντασία μου μόνο τα καΐκια της γραμμής (τα περάματα) που καρτερικά περίμεναν την επιβίβαση των επιβατών και έτσι χωρίς να το καταλάβω η πένα μου συλλάβισε αυτές τις λίγες γραμμές.

Καλό υπόλοιπο Καλοκαιριού και μακριά από τον κορωνοϊό.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΝΤΖΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.