ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΕΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ (1953)*
Στο βιβλίο του Λίγο μετά το σεισμό (1), ο Έβαν Τζων (πρόκειται για ψευδώνυμο, το πραγματικό του όνομα ήταν Σίμψον), αρκετά γνωστός στο βρεταννικό κοινό από μια δωδεκάδα προγενέστερα έργα του – δυο θεατρικά, έξι ιστορικού, πολεμικού και πολιτικού περιεχομένου και τέσσερα μυθιστορήματα -, μας περιγράφει τις περιπέτειές του στα νησιά του Ιονίου μετά τη θεομηνία της ένατης, δωδέκατης και δέκατης τρίτης Αυγούστου του 1953.
Ο Τζων σπούδασε στο Ουΐντσεστερ και την Οξφόρδη, όπου και κατέγινε στη μελέτη του Σαίξπηρ. Ένα του μυθιστόρημα έχει για θέμα τον Ιάκωβο Α’ της Σκωτίας. Προς τη Σκωτία τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια ο Τζων, αφού τη θεωρεί ως την “κατ’ εξοχήν” πατρίδα του. Με το κάπως δηκτικό κέλτικο χιούμορ που τον χαρακτηρίζει, τονίζει κάπου πως στις φλέβες του τρέχει σκωτικό, ουαλλικό και ιρλανδικό αίμα και ούτε σταγόνα αγγλικού. Από το τελευταίο του όμως βιβλίο, μαθαίνουμε πως με τα κέλτικα του αίματα έχει ανακατευτεί και λίγο αίμα ελληνικό ή ελληνοβενετσιάνικο. Με τον πόλεμο ο Τζων υπηρέτησε ως αξιωματικός του βρεταννικού στρατού και γνώρισε τι θα πει περιπέτεια στη “Μέση” (2) Ανατολή – Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη και Περσία. Το έγραφε η μοίρα του, η περιπέτειά του στα Ιόνια νησιά να είναι και η τελευταία της ζωής του. Κι έτσι το βιβλίο που δίνει αφορμή σ’ αυτό το σημείωμα στάθηκε και το κύκνειο άσμα του – ένας ύμνος, όπως θα δούμε, στην Ιθάκη. Κουρασμένος, απογοητευμένος, γιατί δεν μπόρεσε να βοηθήσει όσο η καρδιά του επιθυμούσε, γύρισε από τα Επτάνησα στο μοναχικό αγρόκτημά του στην Οξφορντσάιαρ, έγραψε το βιβλίο του και, πριν καλά καλά το δει τυπωμένο, έφυγε από τον κόσμο τούτο.
Το διάβασμα του βιβλίου του Τζων μας αφήνει την υποψία κάποιου εσωτερικού δράματος… Τι τον έσπρωξε τον άνθρωπο αυτό, μόλις άκουσε στο ραδιόφωνο για τους καταστρεπτικούς σεισμούς, να παρατήσει τη δουλειά του και να τρέξει στον τόπο του ολέθρου; Ποιο το πραγματικό πρόβλημα που τον βασάνιζε; Αχνά κάπως η ιστορία αυτή μας θυμίζει την κάθοδο ενός άλλου Βρεταννού στην Ελλάδα, του Μπάυρον στο Μεσολόγγι. Το βιβλίο του δε μας δίνει την απάντηση. Υποβάλλει μόνο, ανάμεσα από τις γραμμές, το ερώτημα. Ο ίδιος ο Τζων παραθέτει, ενώ αφηγείται τις περιπέτειές του, διάφορους λόγους. Κανένας τους όμως δε μας πείθει εντελώς.
Άνισες είναι και ως έκφραση και ως περιεχόμενο οι σελίδες του τελευταίου βιβλίου του Έβαν Τζων. Λέτε και δεν πρόλαβε ο συγγραφέας να επεξεργαστεί, να χτενίσει το έργο του, να διορθώσει αβλεψίες, να σταθμίσει αντικειμενικότερα τα πράγματα. Ορισμένες κρίσεις του μας φαίνονται βιαστικές και μερικά του λογοπαίγνια φτηνά. Στις πιο ευτυχισμένες όμως στιγμές του, ο λόγος του κυλάει σφιχτός, αλλά και γεμάτος πλαστικότητα και ζωντάνια. Ο αυθορμητισμός, στον οποίο κυρίως οφείλεται η ζωντάνια του ύφους του, είναι ταυτόχρονα και ο μεγαλύτερος του ύφους του εχθρός. Ίσως, όμως, όπως είπαμε, τα ελαττώματα αυτά να μην πρόλαβε ο Τζων να τα εξαλείψει. Το περίεργο είναι πως οι θυμοί και οι παραξενιές του σπάνια μας προδιαθέτουν εναντίον του. “Κατά βάθος”, γράφει, “δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους ένας τόπος μας αρέσει ή δε μας αρέσει”. Το ίδιο ίσως συμβαίνει και για τη στάση μας απέναντι των ανθρώπων, για την πρώτη εντύπωση πάντως που μας κάνουν.
Δεν τολμούμε να αμφισβητήσουμε την ευγένεια των προθέσεών του. Κατέβηκε στα σεισμόπληκτα νησιά για να βοηθήσει. Ένα πρωί, βαθιά χαράματα, ενώ βρισκόταν ακόμα στο προαύλιο της Μονής των Καθαρών, σ’ ένα ίσιωμα του Νήριτου της Ιθάκης, του βουνού του τραγουδημένου από τον Όμηρο, απ’ όπου η θέα προς το λιμάνι του Βαθιού, προς τις Εχινάδες και τον Πατραϊκό, προς τα βουνά της Λευκάδας και της Ρούμελης, έχει γοητεύσει χιλιάδες επισκέπτες, από τον Μπάυρον ως την ταπεινότητά μου, (καημένε παπα – Γιάννη (3), πόσο σε ζηλεύω καμμιά φορά και πόσο σε σκέφτομαι τώρα στη συφορά σου!), έγραφε στο σημειωματάριό του: “Είμαι βέβαιος πως δε θα μετανιώσω ποτέ για την ενστικτώδη απόφαση που πήρα εδώ και δώδεκα μέρες, απόφαση που μ’ εκσφενδόνισε σ’ αυτή την ανεμόδαρτη κορυφή ενός βουνού της Ιθάκης. Ελπίζω να κάμω κάτι το χρήσιμο εδώ. Πάντως θα προσπαθήσω”.
Τα νησιά του Ιονίου, άλλωστε, δεν του ήταν ολότελα άγνωστα. Την Ιθάκη την είχε επισκεφτεί πέντε χρόνια πριν, με το γιο του τον Ντέιβιντ, μαθητή ακόμα. Με την Κέρκυρα είχε παλιό προγονικό δεσμό – η γιαγιά του ήταν Κερκυραία, το γένος Τζαγκαρόλου (4). Ήξερε λίγα ελληνικά, θαύμαζε των Ελλήνων την εξυπνάδα και την τόλμη, είχε σε παλιότερα χρόνια ενδιαφερθεί για την ένωση των εκκλησιών και σε μεταγενέστερα συνδεθεί μ’ ένα αγγλικό Σωματείο για την προαγωγή των φιλικών σχέσεων με την Ελλάδα, την “British Friendship to Greece Sosiety”.
Στα νησιά θέλησε να κατεβεί ως εκπρόσωπος του Σωματείου αυτού. Θα μελετούσε επί τόπου την κατάσταση, θα έστελνε τις εκθέσεις του στο κέντρο, θα οργάνωνε, με τα πενιχρά μέσα που διέθετε το μικρό φιλελληνικό του Σωματείο, την περίθαλψη κάποιου σεισμόπληκτου νησιού.
Μόνο που λογάριαζε χωρίς το νοικοκύρη. Πρώτα – πρώτα το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο που, κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι διάφοροι εκνευριστικοί περιορισμοί, που του έφραξαν το δρόμο απ’ την πρώτη στιγμή, περιορισμοί συναλλαγματικοί, συγκοινωνιακοί και στατιωτικοί, η βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει θα ισοδυναμούσε με σταγόνα στον ωκεανό.
Ξεκίνησε, λοιπόν, με το σακίδιό του, με μολύβια και χαρτιά, μ’ έναν ταξιδιωτικό οδηγό, που είχε χρησιμοποιήσει πριν απ’ αυτόν ο πατέρας του, εδώ κι εβομήντα χρόνια, με το γλίσχρο ποσό που του επέτρεψε η Τράπεζα της Αγγλίας να πάρει μαζί του, και κατέβηκε στην αγαπημένη του Αθήνα. Απ’ εκεί πέρασε, μέσω Πάτρας, πρώτα στην Κεφαλονιά, έπειτα στη Ζάκυνθο, έπειτα πάλι στην Κεφαλονιά και τέλος στην Ιθάκη. “Δεν άργησα ν’ αντιληφθώ πως η μικρή οργάνωση, που ως αντιπρόσωπός της κατέβηκα στα νησιά, δε θα μπορούσε να παίξει αξιόλογο ρόλο στην αφάνταστα μεγάλη τραγωδία κατερειπωμένων πόλεων, όπως το Αργοστόλι, το Ληξούρι, η Ζάκυνθος και το Βαθύ”. Στα αστικά κέντρα, άλλωστε, η περίθαλψη είχε αρχίσει να οργανώνεται σε μεγάλη μάλιστα κλίμακα, από τις ελληνικές αρχές και τους συμμαχικούς στόλους. Έπρεπε να καταπιαστεί με κάτι που θα μπορούσε να φέρει σε πέρας. Με τα κοντά του παντελόνια, με τη γενειάδα του, με τα γυαλιά του, δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους επισήμους. Ένας συμπατριώτης του Σκωτσέζος, αξιωματικός του Ναυτικού, του το δήλωσε ορθά – κοφτά: “Για φασαρία ήρθες εδώ;” του είπε μια μέρα στο Βαθύ. “Η καλύτερη δουλειά που μπορείς να κάμεις είναι να γυρίσεις αμέσως στην Αγγλία!”
Αφού είδε και αποείδε στο Αργοστόλι, το παραζαλισμένο ακόμα από τη συφορά του σεισμού, σκέφτηκε να περάσει στη Ζάκυνθο. Αλλά πως; Επιτέλους τα κατάφερε με κάποιο πολεμικό. Εκεί όμως τον περίμενε μεγαλύτερη απογοήτευση. Αμερικανός αξιωματικός, που είχε δει την καταστροφή στο Ναγκασάκι, τον βεβαίωσε πως η Ζάκυνθος, η ωραιότερη χωροπούλα της Ελλάδας, έπαθε μεγαλύτερο κακό. Στη Ζάκυνθο ό,τι άφησε ο σεισμός το πήρε δυστυχώς η φωτιά. Αλλά, παρά το μέγεθος της καταστροφής, το ηθικό του κόσμου έμενε ακμαίο. Λίγο – λίγο ωρίμασε μέσα του η ιδέα να περάσει στην Ιθάκη, την Ιθάκη που την ήξερε καλά από την παλιότερη επίσκεψή του. Αλλά πως να πάει, με τους αυστηρούς περιορισμούς που είχαν επιβληθεί τότε στην κυκλοφορία, από το νησί του Σολωμού στο νησί του Οδυσσέα; Έτσι ξαναβρέθηκε στο Αργοστόλι, απ’ όπου τελικά έφθασε στο Βαθύ της Ιθάκης με το ελληνικό αποβατικό “Ανάφη 258”.
Την Ιθάκη την έφερε βόλτα με τα πόδια, ιδίως το βόρειο τμήμα του νησιού, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις ζημιές και στέλνοντας εκθέσεις στο σωματείο του για τις ανάγκες του κάθε νησιού. Από τη Μονή των Καθαρών, που δεν είχε καταστραφεί εντελώς, πέρασε στην Ανωγή. Για την Ανωγή γράφει σε μια του έκθεση: “Πληθυσμός διακόσιοι πενήντα, σπίτια εκατόν είκοσι (πολλά άδεια λόγω μεταναστεύσεως), εντελώς κατεστραμμένα ογδόντα πέντε, επισκευάσιμα είκοσι, θύματα κανένα, ελαιοτριβεία δύο, μπορούν και τα δυο να λειτουργήσουν. Εκκλησιά: μικρές ζημιές, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, ίσως η παλιότερη της Ιθάκης, χωριστό καμπαναριό, με πολύ σοβαρές ζημιές”. Ο Σταυρός, ένα είδος νησιώτικου Ψυχικού, που σχετικά είχε πάθει μικρές ζημιές, δεν τον ενθουσιάζει και τόσο. Είναι, βλέπετε, το γραφειοκρατικό κέντρο της Βορείου Ιθάκης, και ο Τζων τη γραφειοκρατία τη μάχεται. Η Λεύκη, όπου μόνο ένα σπίτι έμεινε όρθιο, τον συγκινεί. Θαυμάζει την υπομονή και τη δραστηριότητα των κατοίκων της. Στην μακρινή αϊτοφωλιά της Εξωγής δεν μπόρεσε να σκαρφαλώσει. Το λιμανάκι των Φρικών, επίνειο του Σταυρού, δεν τον ενθουσιάζει και τόσο. Το Κιόνι όμως τον θέλγει. Όλα εκεί του φαίνονται ωραία, έτσι ωραίο που μπορεί να είναι το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός όταν αρχίζει να γεμίζει άνθη. Και το ηθικό όλων των Θιακών πραγματικά υπέροχο.
Απ’ την Ιθάκη περνά στην Κέρκυρα, την πατρίδα της γιαγιάς του. Απ’ εκεί στην Αθήνα κι από την Αθήνα γυρίζει στην Αγγλία, ενώ ο γιος του κατεβαίνει μ’ ένα μικρό κομπόδεμα, εκατόν είκοσι λίρες, όσες δηλαδή κατόρθωσε να πείσει τις αρχές να του επιτρέψουν να πάρει μαζί του. Οι εκατόν είκοσι λίρες έγιναν δέκα εκατομμύρια πληθωρικές δραχμές. Αυτές πάλι έγιναν καρφιά και βίδες, σανίδια και πριόνια, τσιμέντο και πισόχαρτο και κρεβάτια εκστρατείας, που φορτώθηκαν σ’ ένα καϊκάκι στην Κέρκυρα με προορισμό τη Βόρεια Ιθάκη και πρώτο λιμάνι προσεγγίσεως το συμπαθητικό ημιερειπωμένο Κιόνι. Δε λείπουν από το βιβλίο του Τζων και οι παρενθετικές ιστορικές αναδρομές – Αμερικανική Επανάσταση, Αγγλική Προστασία της Επτανήσου, Σούλεμπουργκ, πολιορκία της Κέρκυρας κλπ. Για να είμαστε όμως ειλικρινείς, τα παραγεμίσματα αυτά θα μπορούσαν και να λείψουν. Το μέτρο της αξίας του τελευταίου βιβλίου του Τζων έγκειται στη βαθειά ανθρωπιά του συγγραφέα και στην αγάπη του προς τα νησιά του Ιονίου.
Π.Γ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
Λονδίνο, Μάιος 1954
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Time After Earthquake, by Evan John.
2. Έτσι που κατάντησε να συμπεριλαμβάνεται στη Μέση Ανατολή καμιά φορά και η Ελλάδα και η Σικελία ακόμα (προφανώς γιατί έγιναν επιχειρήσεις εκεί κατευθυνόμενες από το Βρεταννικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής), διερωτιόμαστε που βρίσκεται η Εγγύς Ανατολή, εκτός αν αρχίζει από το Καλαί! Οι Γάλλοι τις χώρες Τουρκία, Συρία, Λίβανο, Ισραήλ και Αίγυπτο τις τοποθετούν στην Εγγύς Ανατολή, αλλά οι Γάλλοι είναι πιο λογικοί.
3. Ο Ηγούμενος της Μονής Ιερόθεος (Γιάννης κατά κόσμο) Καλλίνικος.
4. Zancarolo.
* Πρόκειται για ομιλία του Π.Γ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ που μεταδόθηκε στη βραδινή εκπομπή της Ελληνικής Υπηρεσίας του B.B.C. την 1η Ιουνίου 1954 και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 27 Αυγούστου 1954 και στα ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΝΕΑ στις 16 Αυγούστου 1954.
Φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο: Σεισμός του 1953 – Βαθύ Ιθάκης, Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία.