ΕΣΤΑ ΡΑΖΟΥ, ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΑ
Η παρουσίαση που έγινε στο βιβλιοπωλείο Σπόρος, Δροσίνη 7 στην Κηφισιά, στις 9-4-2016Έχω ξαναγράψει ότι μου αρέσουν πολύ τα ολιγόστιχα ποιήματα. Αποτελούν μια εντυπωσιακή έκρηξη της έμπνευσης σε αντίθεση με τα πολύστιχα, τα οποία κάνουν αναπόφευκτα «κοιλιές». Έτσι θα ξεκινήσω πάλι ανορθόδοξα λέγοντας ότι πολύ μου άρεσαν τα ολιγόστιχα ποιήματα της Έστας Ράζου, τα οποία περιέχονται σ’ αυτή την πρώτη της ποιητική συλλογή.
Διαβάζοντάς τα έκανα μια σκέψη, για την ακρίβεια συνειδητοποίησα μιαν αντίθεση. Τα διηγήματα, σε σχέση με τα μυθιστορήματα, μου αρέσουν λιγότερο. Ένας βασικός λόγος είναι ότι όταν ξεκινάω να διαβάζω ένα πεζογράφημα, θέλω κάποιο χρόνο για να συγκεντρωθώ σ’ αυτό και να μου αποσπάσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Το διήγημα, πριν καλά καλά συμβεί αυτό, τελειώνει, και φτου κι απ’ την αρχή, για το επόμενο. Είναι γνωστό ότι το διήγημα «πουλάει» λιγότερο από το μυθιστόρημα. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λόγος για τους άλλους αναγνώστες που δεν το προτιμούν, όμως ο δικός μου είναι αυτός που ανέφερα.
Συνοψίζουμε λοιπόν: ενώ μου αρέσει το μικρό στην ποίηση, στην αφηγηματική πεζογραφία μου αρέσει το μεγάλο.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα ποιήματα της Ράζου.
Η έμπνευση πυροδοτείται από διάφορα πράγματα. Τις περισσότερες φορές είναι μια εικόνα ή ένα επεισόδιο, που η ποιητική ματιά το «φωτογραφίζει» με το δικό της τρόπο. Ο Κώστας Μαυρουδής που εμπνέεται ανάλογα γράφει σύντομα πεζά. «Στενογραφίες» τα ονομάζει σε κάποιο βιβλίο του. Η Ράζου γράφει ολιγόστιχα ποιήματα.
Να δώσουμε ένα δείγμα. Έχει τον τίτλο «Πριονίδια».
Χαρακτική σε ξύλο,
Χαρακτική στην καρδιά.
Τι πονάει περισσότερο; (σελ. 30).
Ο συνειρμός με τη μεταφορική χρήση της λέξης «χαρακτική» καταλήγει στο ερώτημα «τι πονάει περισσότερο».
Και ένα ακόμη, επίσης συνειρμικό, με μεταφορική σημασία της λέξης «άβολα». Έχει τίτλο «Πνοές».
Σε ξύλινο σκαμπό
άβολα
κάθομαι
Ακόμη
πιο άβολες
οι σκέψεις μου (σελ. 17).
Κάνω κι εγώ τους δικούς μου συνειρμούς διαβάζοντας. Παραθέτω τον «Τρύγο».
Μάτια από σταφύλι
κι όμως
ακόμη είναι Δεκέμβρης (σελ. 16).
Το «Μάτια από σταφύλι» μου θύμισε το βιβλίο της φίλης μου της Σταυρούλας Σκαλίδη, «Κρέας από σταφύλι».
Η «Μύησις…» ανακαλεί διακειμενικά τον Καββαδία.
Ο ήλιος
πέφτει πίσω απ’ τη Βαρδιόλα
σα χαρμάνι καφέ.
Εκεί σε συναντώ.
Ανάμεσα από αναθυμιάσεις αλκοόλ..
Όλα
τις νύχτες συμβαίνουν… (σελ. 26)
Τον θυμήθηκα εγώ, να θυμίσω κι εσάς τον Καββαδία παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα από το ποίημα «Στην βάρδια τα όνειρα σμίγουνε με τ’ αστέρια».
Παρέα την ανάγκη σου στο πέλαγος
ντυμένος την σκουριά της λαμαρίνας
ο νόστος πλημμυρίζει μες στα μάτια σου
στο ημερολόγιο σημαδεύεται ο μήνας.
Στην βαρδιόλα τα όνειρα αλλόκοτα
μπερδεύονται στην νύκτα και σκοντάφτουν
τα πρόσωπα που προσπαθείς να θυμηθείς
ίσως να μην υπάρχουν
Συναντάμε πάλι τις λέξεις «βαρδιόλα» και «νύχτα», ενώ το «προσπαθείς να θυμηθείς» γίνεται «συναντώ» στο ποίημα της Ράζου, με μια μεταφορική σημασία. Βαρδιόλα είναι, διαβάζω στη Βικιπαίδεια, σκοπιά από συρραμμένο πανί ή ξυλοκατασκευή για την προφύλαξη από τις κακές καιρικές συνθήκες.
Και μια εικόνα, τα «Μονοπάτια».
Σταγόνα,
ποια διέξοδο
ψάχνεις
να βρεις πάνω στο τζάμι; (σελ. 34).
Εδώ συναντούμε το εφέ της αποστροφής και την προσωποποίηση.
Το «Επιτύμβιο» είναι αποφθεγματικό.
Πάντα
είμαστε πιο κοντά στον προορισμό μας
αν είμαστε
μόνοι (σελ. 31).
Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο «Χαϊκού».
Δεν θα εκπλαγώ που η ποιήτρια του ολιγόστιχου Έστα Ράζου ελκύστηκε από τη μικρή αυτή γιαπωνέζικη ποιητική φόρμα, αφού και αρκετοί άλλοι έλληνες ποιητές έχουν γράψει σ’ αυτήν.
Και, θα εκφραστώ αποφθεγματικά κι εγώ, ποτέ μη γενικεύεις. Μου αρέσουν τα ολιγόστιχα ποιήματα αλλά πάντα αντιμετώπιζα τα χαϊκού με δυσπιστία. Δεν είναι μόνο το ότι ως φόρμα περιορίζει την έμπνευση, πράγμα που αποτελεί ίσως τον κύριο λόγο που οι σύγχρονοι ποιητές κατέφυγαν στον ελεύθερο στίχο, αλλά και το ότι είναι κάτι ξένο. Προτιμώ χίλιες φορές τη μαντινάδα που είναι εγχώρια, και όχι μόνο γιατί είμαι κρητικός. Καλά τα χαϊκού της Ράζου, αλλά τα πρώτα ποιήματα της συλλογής μου άρεσαν περισσότερο. Θα παραθέσω όμως δύο, απ’ αυτά που μου άρεσαν πιο πολύ.
Άγκυρα πέφτεις
ταράζοντας την ψυχή.
Πάλι μου λείπεις (σελ. 47).
Φάρος στ’ αγνάντι!
Έι, γλάρε! Και σε σένα
δείχνει το δρόμο; (σελ. 51).
Έχω μανία είπαμε να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που παρεισφρέουν ασυνείδητα, τόσο σε ποιήματα όσο και σε πεζά. Στο ποίημα «Στάχτη κι ανάσα…» αναδιατάσσω τις λέξεις της πρώτης στροφής:
Οι σκέψεις μου φλογίζονται πιότερο στο σκοτάδι
Σαν πεινασμένος
αλιγάτορας
έρποντας,
που τροφή
ψάχνει (σελ. 23).
Και ένας παρά τρίχα, ή μάλλον παραλίγο, γιατί ξεχειλίζει το δεύτερο ημιστίχιο με μια ακόμη συλλαβή: «Τίμιο ξύλο προσκυνώ/ και σιωπηλά προσεύχομαι» (σελ. 25).
Πολύ μου άρεσαν τα ποιήματα της Έστας Ράζου, και είμαι σίγουρος ότι θα αρέσουν και σε σας.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ