ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΞΥΛΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΖΑΡΟΓΙΑΝΝΗ!!!
Τόθελε φαίνεται ο Θεός, και το Ξυλουργείο του Ζαρόγιαννη, από κακή του φύλαξη, έπιασε φωτιά κι αποτεφρώθηκε μέρος του χώρου του μαζί με τις 4 κάσες, που είχε πάντα ρεσπέτο το μαγαζί για κάθε πεθαμενίστικο γούστο και βαλάντιο. Ειπώθηκε, τότε, πως οι δυο πρώτοι υποψήφιοι για πεθαμό ανήκαν στους εν ζωή κολασμένους και πως οι κάσες τους κάηκαν προκαταβολικά και σημαδιακά στην πυρά μιας επίγειας κόλασης. Για τις άλλες δυο δεν δόθηκε ερμηνεία, αλλά παρέμεινε ισχυρό το ενδεχόμενο της τιμωρίας της κολασμένης ζωής του ίδιου του Ζαρόγιαννη και της παρέας του. Ερμηνείες της αιτίας φωτιάς δεν δόθηκαν πολλές, γιατί υπερίσχυσε εκείνη της περίεργης ευαισθησίας του πριονιδιού ν’ αρπάζει αστραπιαία από το αποτσίγαρο και πάντως οι κανονισμοί ασφαλείας στο Θιάκι της εποχής ήταν, ακόμα, μια αδιάδοτη και ανεφάρμοστη συνταγή πολυτελείας!
Άς είναι… Τα εργαλεία του, τα μαγκούφια, δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο, και δυο απ’ τις πλάνιες του πούγιναν αποκαΐδια θέλανε ανανέωση. Τα πριόνια στραβώσανε και γίνανε σαν ανάποδα δρεπάνια, κι εδεκεί ο Ζαρόγιαννης βρήκε την ευκαιρία να πιθώσει πάνω σ’ ένα, έτσι τυχαία το άκαυτο σφυρί και να φκιάσει μεσ’ τη συμφορά το σφυροδρέπανο! Κάποιος θυμήθηκε πως περιμένανε την αστυνομία κι έσπευσε να διαλύσει το σύμπλεγμα μπας κι επιβαρύνει τις ευθύνες – λίγο ήθελε εδώ που τα λέμε – του μεγάλου Μαραγκού!
Έτσι κι αλλιώς η εντιμότητα και η επαγγελματική φερεγγυότητα του παθόντος παρέμεναν ανέπαφες, κι αυτές θα εξασφάλιζαν τα βερεσέδια ή τα δάνεια από τους Μπαρουναίους, άς πούμε, που τους απέφευγε όπως ο διάουλος το λιβάνι ή όπως λέγανε από πεποίθηση.
Κάποια στιγμή κατέφθασε ασθμαίνον, και τόσο αργά όσο να καεί καλά το μαγαζί, ένα Μηλιοριναίικο φορτηγό μ’ ένα βυτίο στην πλάτη και μια τρύπια μανικούλα (στο μεταξύ κουβαλήθηκαν καμιά δεκαπενταριά συφοριασμένοι σίκλοι απ’ τη θάλασσα), αλλά έτσι κι αλλιώς η φωτιά έσβησε όπως άναψε!
Κατέφθασαν και οι αρχές με επικεφαλής τον Αστυνόμο, που βάλθηκε πιο πολύ να παρηγορήσει τον Ζαρόγιαννη, παρά να εποπτεύσει τις έρευνες της διερεύνησης των συνθηκών κάτω απ’ τις οποίες εφλέγη η περιουσία. Κι εκεί, στο αμόνι της φωτιάς καταγράφηκε από τους περίεργους ο παρακάτω διάλογος:
– Μη στενοχωριέσαι μάστορα, κι όλα γίνονται και καλύτερα μάλιστα… είπε με ψευτόπονο ο αστυνόμος.
– Για τα γυαλιά μου στενοχωριέμαι κυρ – Διοικητή μου, κι απέ το κωλομάγαζο… εχέστηκα με το συμπάθειο!
Αφηγματικός πυρήνας Λεωνίδας Διγαλέτος στο ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΙΖΗ – ΔΑΝΙΑ
Φωτο: Λευτέρης Παξινός και Γιάννης Γιαννούτσος – Ζαρόγιαννης