ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ – ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Αν μιλάμε όμως για δυσκολίες και βάσανα, το μεγαλύτερο ίσως πλήγμα που δέχτηκαν οι οικογένειες, άνδρες και γυναίκες ήταν η μετανάστευση. Η μετανάστευση χώρισε τα ανδρόγυνα και μερικές φορές για πάντα. Οι άνδρες αναγκάζονταν να φύγουν στο εξωτερικό για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Όλοι ονειρεύονταν να πετύχουν και να γυρίσουν πίσω γρήγορα. Μερικοί κατόρθωναν να γυρίσουν αλλά πολύ αργά, γέροι και ξένοι κι άλλοι δεν γύρισαν ποτέ. Οι γυναίκες έμεναν πίσω για ν’ αναθρέψουν τα παιδιά με χίλιες δυσκολίες περιμένοντας μια ταχυδρομική επιταγή (το περίφημο “τσέκι”) που αργούσε να φτάσει κι όταν έφτανε δεν επαρκούσε. Δούλευαν ακόμα σκληρά μέσα κι έξω από το σπίτι. Μόνες υπεράσπιζαν την τιμή του σπιτιού τους και τη δική τους χωρίς ποτέ κανείς να τους αναγνωρίσει τον αγώνα τους και την αξιοπρέπειά τους. Όλοι θεωρούσαν οτι κάτι τέτοιο ήταν αυτονόητο, λίγοι όμως σκέφτηκαν τις θυσίες, τη μοναξιά και την πίκρα που έκρυβε μια τέτοια ζωή. Δεν υπάρχει θιακό σπίτι που να μην έχει γνωρίσει τις πικρίες της μετανάστευσης. Οι ιστορίες είναι ατελείωτες. Εμείς θα σταθούμε σε δύο απ’ αυτές.
Μια κυρία από το Σταυρό θυμήθηκε για μας την ιστορία των γονιών της. Οι γονείς της παντρεύτηκαν αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το 1923. Απέκτησαν πέντε παιδιά, όλα κορίτσια. Η οικογένεια ήταν μεγάλη, οι ανάγκες πολλές και στην κατεστραμμένη Ελλάδα με το πλήθος των προσφύγων η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση. Μόνη διέξοδος για πολλές ελληνικές οικογένειες ήταν ο παράδεισος της Αυστραλίας. Έτσι ο πατέρας αποφάσισε να ξενιτευτεί. Η σκηνή του αποχαιρετισμού έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των παιδιών που το μεγαλύτερο δεν ήταν ακόμη δέκα χρονών. Μας έβαλε μπροστά σ’ ένα μπουφέ και μας αποχαιρέτησε. Μας έμεινε πάρα πολύ στιγματισμένο στην μνήμη μας. Τον αγαπούσαμε τον πατέρα μου που είχαμε κάρο και τρέχαμε κάτω στο στενό και περιμέναμε γιατί είχε στο κάρο ένα σίκλο που ήταν πάντα γεμάτος καραμέλες ή χαλβά. Αυτό όμως μετά μας στοίχησε πολύ που έφυγε.
Ο πατέρας έφυγε από το σπίτι και δεν γύρισε παρά μόνο μετά από 25 χρόνια, αλλά τότε πια τα παιδιά είχαν δικά τους παιδιά και ο πατέρας ήταν ένας άγνωστος. Βέβαια ποτέ δεν ξέχασε την οικογένειά του, δούλευε κι έστελνε λεφτά στο σπίτι αλλά τα λεφτά δεν επαρκούσαν, η μάνα και οι κόρες ζούσαν πάντα περιορισμένα. Η κατάσταση χειροτέρεψε με τον πόλεμο και την κατοχή. Με τον πόλεμο σταμάτησε κάθε αλληλογραφία και κάθε επαφή με τον πατέρα. Όλη η οικογένεια βγήκε στα χωράφια για να επιβιώσει. Ήρθε ο πόλεμος είχαμε τον παππού από τον πατέρα μου, εσκάψαμε, οι μικρότερες κάναμε πάρα πολλά γιατί ποιός θα μας δώσει εφόσον είμασταν πολλοί. Οργώσαμε χωράφια που είχαν να σπαρθούν χρόνια πολλά. Φύτεψαν τα χωράφια με σπόρο δανεικό κι έβγαζαν μπιζέλια και φακές. Από τη συγκομιδή τους επέστρεψαν στον δανειστή το μερίδιο που του αναλογούσε για το σπόρο που τους δάνεισε. Ό,τι χρυσαφικό υπήρχε στο σπίτι συγκεντρώθηκε και πουλήθηκε για ν’ αγοραστούν τρόφιμα. Μάνα και παιδιά δούλευαν σκληρά: Εβγήκαμε στα βουνά ψηλά επάνω στη βίγλα που δεν επήγαινε ζώο γιατί δεν μπορούσε να φέρει τις ελιές και είμαστε εμείς και τα κουβαλάγαμε και τα νεύρα από το λαιμό μας γίνονταν ξύλο από το βάρος. Πάλεψε η μάνα μου πάρα πολύ τρομερά.
Η πείνα ανάγκασε τη μάνα όπως τόσες Θιακές γυναίκες να περάσει κρυφά απέναντι στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα ή στην Αιτωλοακαρνανία για ν’ ανταλλάξει λάδι με στάρι κι άλλα τρόφιμα. Μια φορά τη συνέλαβε μια Ιταλική περίπολος που τη μετέφερε στη Κεφαλονιά για ανάκριση. Ευτυχώς για κείνην και τα παιδιά μεσολάβησε ένας Θιακός και την απελευθέρωσαν. Χάρη στη δύναμη της μάνας η οικογένεια επέζησε. Ο πόλεμος τέλειωσε. Οι γυναίκες επέστρεψαν σε ποιο μαλακές δουλειές. Με τον αργαλειό και τη μοδιστρική συμπλήρωναν το εισόδημά τους και στο μεταξύ ξανάρχισαν να φτάνουν τα εμβάσματα του πατέρα από την Αυστραλία.
Η μία μετά την άλλη οι κοπέλες έφταναν σε ηλικία γάμου. Με κάθε σεβασμό για την οικογενειακή ιεραρχία ζητούσαν την γραπτή έγκριση του πατέρα κάθε φορά που ένας νέος ζητούσε σε γάμο μια απ’ τις κοπέλες. Οι κοπέλες παντρεύτηκαν κι απέκτησαν δικά τους παιδιά.
Ώσπου, το 1959, ο χαμένος πατέρας από την Αυστραλία ανήγγειλε την επιστροφή του. Το αυτοκίνητο που τον έφερε από το Βαθύ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Όλη η οικογένεια, η μάνα, οι κόρες, οι γαμπροί και παιδιά τους είχαν παραταχθεί στα σκαλοπάτια. Η μάνα προχώρησε αγκάλιασε τον άντρα της και ύστερα ένα – ένα του σύστησε τα παιδιά και τα εγγόνια του. Σ’ όλους έχει μείνει η ανάμνηση μιας δύσκολης σκηνής. Η μάνα κι ο πατέρας ποτέ δεν κατόρθωσαν να γεφυρώσουν το χάσμα των 25 χρόνων της ξενιτειάς. Του παραχωρήθηκε η συζυγική κρεβατοκάμαρα κι η μάνα περιορίστηκε σ’ ένα καναπέ στο σαλόνι. Ο πατέρας ποτέ δεν ξανάδεσε με την οικογένειά του. Ήταν ένας καλός, σιωπηλός ξένος μέσα στη ζωή της οικογένειας. Όπως μας είπε η αφηγήτριά μας ήταν “σαν ένας νόμιμος επισκέπτης”. Δεν έζησε πολύ, πέθανε 4-5 χρόνια μετά…
Ας περάσουμε τώρα σε άλλη μια πικρή ιστορία της μετανάστευσης. Ο γάμος, όπως κατά κανόνα συνέβαινε, έγινε από προξενιό, το ζευγάρι έζησε μαζί τρία χρόνια κι απέκτησε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Για να θρέψει την οικογένεια ο άντρας μπαρκάρησε στην αρχή στα βαπόρια και μόλις βρήκε την ευκαιρία βγήκε, λαθραίος μετανάστης στη Νέα Υόρκη. Χωρίς άδεια παραμονής και εργασίας βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Οι δουλειές που του προσφέρονταν ήταν πρόχειρες και κακοπληρωμένες. Δούλευε όμως, ασταμάτητα και κάθε τόσο έστελνε χρήματα και δέματα στην οικογένειά του. Ταυτόχρονα, τ’ αδέρφια του που είχαν παραμείνει στο Θιάκι βοηθούσαν την οικογένειά του.
Είκοσι χρόνια πέρασαν δύσκολα. Τα παιδιά μεγάλωσαν χωρίς τον πατέρα. Τους έλειψε πολύ. Μάλιστα του γράφανε να έρθει πίσω για να τον δουν και να τον γνωρίσουν, κι εκείνος τους απαντούσε οτι θα έρθει. Ήταν τότε, δύσκολα χρόνια και ήθελε να μάσει κάποια λεφτά για να γυρίσει, όμως δεν τον αξίωσε η τύχη.
Πράγματι, μετά από 20 χρόνια ο πατέρας τους έγραψε οτι επιστρέφει. Όμως οι ταλαιπωρίες είχαν κλονίσει την υγεία του. Ποτέ δεν τους το αποκάλυψε, ποτέ δεν τους είπε για τα βάσανα και τις κακουχίες είκοσι χρόνων. Τους άφηνε να πιστεύουν πως είναι καλά. Τέλος τους έγραψε την ημερομηνία της αναχώρησής του. Υπολόγιζαν τις μέρες και τον περίμεναν. Ο γιος, μεγάλος πια, ξεκίνησε για τον Πειραιά, για να τον προϋπαντήσει. Φτάνοντας όμως το βαπόρι, ο πατέρας ήταν πολύ άρρωστος, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο κι εκεί ξεψύχησε. Στην Ιθάκη έφτασε μόνον νεκρός, για να τον θάψουν: Επερίμενα τον άντρα μου πως θα έρθει και μου είπε πως την τάδε ημερομηνία θα φύγω και υπολόγιζα πόσες μέρες θα έρθει στον Πειραιά. Έφτιαξα γλυκά, και τον περίμενα πως θα έρθει. Ήρθε τότε μια γυναίκα – γειτόνισσά μου – και μου λέει: “Έφτιαξες γλυκά αλλά δυστυχώς ο Γιώργης αρρώστησε και δεν θάρθει”. Δεν μου είπε πως πέθανε.
Όλες οι ιστορίες της ξενιτειάς είναι πικρές.
Πιο πικρός είναι ίσως ο ξενιτεμός των παιδιών. Να πως μια μάνα μας μίλησε για τα παιδιά της που λείπουν στα ξένα: Το βράδι κάθομαι και κοιτάω τις φωτογραφίες… και κουβεντιάζω μαζί τους και τους λέω καλή ώρα και περιμένω με λαχτάρα ένα τηλέφωνό τους… Αλληλογραφώ μαζί τους, φυλάω τα γράμματά τους και τα ξαναδιαβάζω… και κάθομαι και κοιτάω τις φωτογραφίες τους και μιλάω μαζί τους. Είμαι όμως περήφανη γιατί έβγαλα καλά παιδιά.
Ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας της Ιθάκης είναι η μοναξιά. Και επειδή δύσκολα σηκώνει κανείς το βάρος της μοναξιάς οι Θιακές συχνά – πυκνά κατέφευγαν στην Καθαριώτισσα για να παρηγορηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγία για τους ναυτικούς ή τους μετανάστες τους. Τακτικά, κάθε βδομάδα ανέβαιναν στο μοναστήρι για να το συγυρίσουν. Πολλές πήγαιναν εκεί πεζοπορώντας γιατί είχαν τάμα. Μερικές μάλιστα περπατούσαν ξυπόλητες.
- Από την εργασία μαθητριών της 3ης τάξης του ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΙΘΑΚΗΣ το 1996-97 «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ» – Μαρτυρίες ζωής, που το συντονισμό και τη γενική επιμέλεια και συντονισμό είχαν ο φιλόλογος Κίμωνας Κολυβάς και η καθηγήτρια πληροφορικής Παναγιώτα Σκούρτη
- Φωτο: Ο Bill Florence (Βασίλης Φλωριάς) Έλληνας μετανάστης στην Αυστραλία το 1922