ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ – ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ
Όπως είναι ευνόητο, φορτωμένες με όλες αυτές τις υποχρεώσεις όπως ήταν οι κοπέλες, είχαν ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο να αφιερώσουν στα παιχνίδια και στη διασκέδασή τους. Μια ηλικιωμένη κυρία από το Σταυρό θυμάται και παραπονιέται: Πηγαίναμε στο σχολείο αλλά με δυσκολίες, εμένα μ’ έβγαλε η μητέρα μου από την τρίτη τάξη, μ’ έβαλε να μάθω μοδίστρα, να μάθω κέντημα, δεν μ’ άφηνε ποτέ να παίξω έξω.
Φυσικά δεν έλειπαν και τα παιδικά παιχνίδια και “οι μικρές διασκεδάσεις, όσο φτωχικές, ταπεινές και σπάνιες κι αν ήταν αυτές. Ας θυμηθούμε μερικά από τα κοριτσίστικα παιχνίδια της προπολεμικής εποχής. Πρώτα – πρώτα οι κούκλες που σαν παιχνίδι δεν υπάρχει κορίτσι που να μην έπαιξε μαζί τους, αλλά που στην περίπτωσή μας έχουν το ενδιαφέρον οτι ήταν χειροποίητες φτιαγμένες από κουρέλια του σπιτιού που περίσσευαν. Πολλές φορές τα ίδια τα μικρά κορίτσια τις κατασκεύαζαν μόνα τους. Άλλοτε τις έφτιαχνε μια από τις μεγαλύτερες γυναίκες του σπιτιού η μητέρα, η γιαγιά ή μια μεγαλύτερη αδερφή. Αγορασμένες από το εμπόριο κούκλες δεν υπήρχαν στα αγροτικά σπίτια. Άλλο αυτοσχέδιο παιχνίδι ήταν το τόπι από φούσκα κατσικού ή αρνιού που τα παιδάκια έπαιρναν όταν έσφαζαν κανένα ζώο, τη φούσκωναν και την τύλιγαν απέξω με μάλλινες κάλτσες. Έφτιαχναν έτσι το τόπι τους. Η τσούρκα ήταν ένα άλλο αυτοσχέδιο παιχνίδι φτιαγμένο από ένα μυτερό ξύλο και μια τάβλα. Το παιχνίδι ήταν κοριτσίστικο αλλά και αγορίστικο. Τα αγόρια είχαν τα κυλιντόρια ως το αποκλειστικά δικό τους παιχνίδι. Τα κυλιντόρια ήταν μεγάλα στεφάνια από βαρέλια που με τη βοήθεια ενός σύρματος τα αγόρια συναγωνιζόνταν ποιο θα τρέξει σε μεγαλύτερη απόσταση. Άλλο κοινό και κλασικό πανελλήνιο παιχνίδι ήταν οι αμάδες. Για τα κορίτσια πάλι ήταν οι κουμπάρες. Στήνονταν ολόκληροι παιδικοί γάμοι. Ντύνανε νύφη και γαμπρό, πηγαίνανε παρανύφια και φτιάχνανε χαλβάδες και γλυκά.
Όσο τα παιδιά ήταν μικρά μέχρι 12 χρονών τα παιχνίδια ήταν κοινά και τα φύλα δεν ξεχώριζαν. Από’ κει και πέρα άρχιζε μια νέα περίοδος αυστηρότητας για τα κορίτσια που έληγε πια με το γάμο τους και την έξοδο από το πατρικό σπίτι.
Σιγά σιγά άρχιζε ο διαχωρισμός των φύλων. Τα κορίτσια είχαν ευθύνες στο σπίτι που τα αγόρια δεν είχαν: η μητέρα μου έλεγε ας πούμε αυτό καλύτερα να το κάνει η Βαρβάρα όχι ο Μάκης και ο Μιχάλης τα αδέρφια μου, ας πούμε, γιατί αυτοί είναι αγόρια, άντρες, δεν τα κάνουν οι άντρες, ας πούμε να σηκώσουν το φλιτζάνι, να το πάνε στο νεροχύτη κλπ.
Οι γονείς ξαφνικά γίνονταν πιο αυστηροί με τα κορίτσια τους όσο αυτά ετοιμάζονταν να μπουν στην εφηβεία. Μια άλλη αντίληψη για την αγωγή τους κυριαρχούσε: οι κοπέλες έπρεπε να είναι μαζεμένες, σεμνές και μετρημένες. Γύρω στα 14 με 15 η κοπέλα αισθανόταν έντονα πια τους περιορισμούς της ελευθερίας της. Όπως μας είπε μια κυρία από τις αρχοντικές οικογένειες: Όχι, δεν υπήρχε ελευθερία. Για να είναι καλή η κοπέλα έπρεπε να είναι σοβαρή και μαζεμένη, να μην έχει πολύ θάρρος. Οι κοπέλες όχι μόνον έπρεπε να είναι καλές αλλά και να φαίνονται, η κοινή γνώμη “τι θα πει ο κόσμος” ήταν κάτι που κάθε οικογένεια λάμβανε υπόψη της πολύ.
Μια κυρία θυμάται τα παράπονα που έκανε στον πατέρα της. Έλεγα του πατέρα μου: “Δε μου’ χεις εμπιστοσύνη;” μου λέει: “Δεν είναι αυτό οτι δε σου’ χω εσένα αλλά φοβάμαι τι θα πει ο κόσμος, μη βγει κανένα όνομα”.
Άλλη κυρία θυμάται με πίκρα. Ο πατέρας μου ήταν πάρα πολύ αυστηρός και δεν είχαμε καθόλου ελευθερία, δε με άφηνε δηλαδή ούτε μια βόλτα να πάω, η έξοδός μου ήταν για το σχολείο και πίσω σπίτι, βόλτα δηλαδή να πηγαίνω μια φορά το μήνα, καλοκαίρι, με συνοδεία πάντα των γονιών, όχι μόνη και όχι κάθε Κυριακή μήπως παρεξηγηθούμε.
Όπου και να πήγαινε η κοπέλα έπρεπε να συνοδεύεται από κάποιον πιο μεγάλο, έναν αδερφό, έναν ξάδερφο ή στις βόλτες να βγαίνουν πολλές κοπέλες μαζί. Όσες γυναίκες κι αν ρωτήσαμε θυμούνται τους κοριτσίστικους περιπάτους με νοσταλγία αλλά και φόβο. Οι περίπατοι έπρεπε να γίνονται με το φως της μέρας. Ο πατέρας μας δεν μας άφηνε, ήτανε αυστηρός ούτε να νυχτώσουμε, έπρεπε να μας πει οτι: “θα είναι ο ήλιος στον κάμπο που θα έρθετε σπίτι”. Δεν μας άφηνε, αυτό ξέρω, δεν μας άφηνε να νυχτώσουμε έξω, έπρεπε να μαζευτούμε σπίτι επειδή δεν είχαμε μητέρα και είχε εκείνος την ευθύνη. Ήταν πάρα πολύ καλός, μας αγαπούσε πολύ και εμείς τον σεβόμαστε πολύ και ό,τι μας έλεγε κάναμε.
Πολλές φορές η κοπέλα έμενε κλεισμένη στο σπίτι και δεν μπορούσε να βγει έξω με δική της πρωτοβουλία, έπρεπε να υπάρχει πρώτα η σχετική άδεια: Αν ήθελε μια κοπέλα να βγει απ’ το σπίτι δεν την αφήνανε. Και εμένα δηλ. δε με αφήνανε καθόλου να βγω έξω. Και τα αγόρια εκείνη την εποχή κοιτάζανε τις κοπέλες. Δεν με αφήνανε ούτε στο παράθυρο να βγω ούτε τίποτε. Ήμουνα κι εγώ και η αδερφή μου κλεισμένες μέσα. Όταν ερχότανε η θεία μου μόνο τότε άνοιγε η πόρτα. Κλειδωμένες μέσα ήμασταν.
Οι Βαθυσάνες θυμούνται την κλασσική βόλτα από το Μύλο μέχρι τον Κάβο (στα Δεντράκια) που είχε την ονομασία “Μύλο – Μπαράκα”. Στο Περαχώρι άλλος κλασικός κοριτσίστικος περίπατος ήταν μέχρι στο Ραγκαθιά.
Για τις Βαθυσάνες υπήρχε μια άλλη ιδιαίτερη απαγόρευση, οι κοπέλες έπρεπε να αποφεύγουν την πλατεία. Οι συστάσεις που δίδονταν ήταν οι ακόλουθες: Δεν πρέπει τα κορίτσια να κατεβαίνουν κάτω το καλοκαίρι, μόνο την Κυριακή, λοιπόν τις άλλες μέρες εκαθόμασταν στο μουράγιο τότε και είμαστε όλη η γειτονιά με όλα τα γειτονόπουλα που ζουν ακόμα. Μεγάλες γυναίκες σήμερα. Ο πατέρας μου έλεγε “Αν θέλετε να πάτε ίσαμε του Σφυρή ξέρετε έ! Εδώ στην προβλήτα παρακάτω και θα έρθετε αμέσως μην περάστε από την πλατεία και μου πει άνθρωπος ότι επήγατε!… Μας έλεγε ότι τα καλά κορίτσια δεν περνάνε ούτε από την πλατεία, πάνε στο θέλημα από τον αποπάνω δρόμο και κάτω τα μάτια σας όταν σας κοιτάνε άντρες και να τους προσέχετε… Μας είχανε κάμει μια φοβία με τους άντρες.
Μια άλλη κυρία θυμάται φίλη της 15-16 ετών που όταν έβγαιναν βόλτα πήγαιναν μέχρι του Δρακούλη και δεν προχωρούσαν στην πλατεία κι αυτό γιατί η φίλη της είχε μεγαλύτερη αδερφή που έπρεπε να αποκατασταθεί πρώτη.
Γενικά όμως όλες θυμούνται ότι οι ώρες της ελευθερίας του έληγαν με τη δύση του ηλίου. Οι γονείς απειλούσαν: Όταν πάει ο ήλιος στον κάμπο να έχετε γυρίσει γιατί διαφορετικά η πόρτα του σπιτιού θα’ ναι κλειστή και τότε να πάτε όπου θέλετε. Τι να κάνουμε κι εμείς πηγαίναμε νωρίς και μας κλειδώνανε μέσα.
Οι απαγορεύσεις ήταν σε ισχύ μέχρι και την ημέρα που η κοπέλα έβγαινε νύφη από το σπίτι. Μια κυρία θυμάται οτι ήταν αρραβωνιασμένη με τον μετέπειτα σύζυγό της όταν πήγαν με το φορτηγό του βόλτα στο Μοναστήρι στα Καθαρά. Στην επιστροφή έπαθαν λάστιχο. Ο τρόμος ήταν μεγάλος όσο έβλεπε η ώρα να περνά και κινδύνευε να πέσει ο ήλιος. Για να μη βρεθεί μακριά απ’ το σπίτι της μετά τη δύση του ήλιου ο αρραβωνιαστικός έσκισε κομμάτια από τα ρούχα του, παραγέμισε το σκασμένο λάστιχο και κακήν κακώς κατέβηκαν στο Βαθύ.
Οι συναναστροφές στα σπίτια ήταν μια άλλη μορφή διασκέδασης. Ιδιαίτερα τα αρχοντοκόριτσα είχαν μιαν ορισμένη ημέρα κάθε εβδομάδα που δέχονταν εκ περιτροπής τις φίλες τους. Προσέφεραν τσάι και γλυκά και χόρευαν με γραμμόφωνο (το ταγκό ήταν πολύ της μόδας). Ο κύκλος τους ήταν προσεκτικά σχηματισμένος από τον κύκλο των γονέων τους. Πολλές φορές διευρυνόταν από τα νεότερα μέλη μιας καινούργιας οικογένειας στο νησί, τα κορίτσια ενός γιατρού ή ενός δασκάλου, λόγου χάρη. Ταξικές διαφορές δεν υπήρχαν και κοπέλες από πιο φτωχά σπίτια έκαναν παρέα με τα πλουσιοκόριτσα. Όπως μας επισήμανε μια κυρία, καμιά φορά αυτές οι φιλίες ήταν πιο εύκολες γιατί ανάμεσα στις αρχοντοπούλες υπήρχαν ζήλιες και ανταγωνισμοί.
- Από την εργασία μαθητριών της 3ης τάξης του ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΙΘΑΚΗΣ το 1996-97 «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ» – Μαρτυρίες ζωής, που το συντονισμό και τη γενική επιμέλεια και συντονισμό είχαν ο φιλόλογος Κίμωνας Κολυβάς και η καθηγήτρια πληροφορικής Παναγιώτα Σκούρτη