ΙΘΑΚΗ: ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1953
Βρήκα τελευταία μέσα στα χαρτιά μου ένα γράμμα του αλησμόνητου φίλου μου καπετάν – Φλωριά Μαρούδα. Το έγραψε στο Σταυρό (1), την 1η Σεπτεμβρίου του 1953 και μου το έστειλε στο Λονδίνο, όπου κατοικούσε τότε η οικογένειά μου. Στο γράμμα του ο Φλωριάς αναφέρεται πρώτα σε προσωπικά θέματα κι έπειτα μου κάνει μια ζωντανή και παραστατική ενημέρωση σχετικά με τους σεισμούς που λίγο πριν είχαν πλήξει το νησί μας.
Έχουν περάσει έκτοτε είκοσι έξη ολόκληρα χρόνια από την τρομερή εκείνη συφορά. Θ’ άξιζε ίσως να την ξαναθυμηθούμε, παραθέτοντας εδώ μερικές παραγράφους του γράμματος – χρονικού του Φλωριά Μαρούδα:
“Ήταν Κυριακή πρωί, ύστερ’ από μια ζεστή βδομάδα, που είχαμε περάσει. Έκανε αρκετή δροσιά και καθόμαστε, καμμιά εικοσαριά, έξω από το καφενείο του ξενοδοχείου του Σταυρού, στη δεξιά πλευρά, απ’ όπου θαυμάζαμε τ’ αγόρια και τα κορίτσια με τα μπάνια και τις βαρκάδες τους κάτω στην Πόλη. Συζητούσαμε για ψαρική. Ξαφνικά έρχεται μια βοή και φωνάζω: “Ακούτε, μπουρλοτιά!”. Σαν να την έφερνε ο αέρας από το Κιόνι… Επειδή όμως κράτησε κάμποσο, μπόρεσαν και πετάχτηκαν πολλοί από τα καθίσματά τους και βρέθηκαν κάπως ξέμακρα από το ξενοδοχείο τη στιγμή που άρχιζε ο σεισμός. Κάτι το αφάνταστο. Εγώ είχα μείνει στη θέση μου και είδα το ξενοδοχείο δέκα πόδια από την επιφάνεια του εδάφους να σχίζεται και το άνοιγμα να φτάνει για μια στιγμή δυο περίπου ίντσες (3).
Με την παύση όμως του σεισμού, δηλαδή μέσα σε 22 δευτερόλεπτα, ξανάκλεισε, έτσι που το σπίτι να φαίνεται τώρα μόλις ραγισμένο. Βράχοι κατρακυλούσαν από τα βουνά προς τις παρυφές του χωριού και σπίτια κατέρρεαν στα Καλύβια, τα Πηλικάτα και τα Σκαλτσάτα. Ο πανικός και οι φωνές δεν περιγράφονται. Σκορπίσαμε αμέσως όλοι για να δούμε μήπως υπήρχαν θύματα. Ευτυχώς από την άποψη αυτή σταθήκαμε τυχεροί. Η σκόνη από την Εξωγή, τις Αφάλες και το στενό της Κεφαλονιάς ήταν τέτοια που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτε. Όταν κατάκατσε κάπως, διαπιστώσαμε πως δυο χωριά της Κεφαλονιάς, το Νιοχώρι και τα Κομητάτα δεν υπήρχαν πια. Στην Εξωγή τα σπίτια φαίνονταν και φαίνονται ακόμα από μακριά σώα, αλλά όταν τα πλησιάσεις βλέπεις πως είναι φάτσες μόνο. Οι τηλεφωνικές συγκοινωνίες διακόπηκαν όλες και ο διευθυντής του Ταχυδρομείου Σταυρού Αντώνης Γεωργαλάς έτρεχε απ’ εδώ και απ’ εκεί να τις διορθώσει. Τότε έφθασε ένας πατέρας από τη Λεύκη με το παιδί του στην πλάτη, τραυματισμένο στο κεφάλι και το κορμί. Το έφερε για να το δει ο γιατρός και μας είπε πως στη Λεύκη είχε γίνει καταστροφή και πως ο δρόμος ήταν αδιάβατος σε πολλά σημεία από τους βράχους και τις κατολισθήσεις χωμάτων, και πρόσθεσε πως φοβόταν οτι υπήρχαν και θύματα. Ειδοποιήσαμε αμέσως το γιατρό και ξεκινήσαμε να δώσουμε βοήθεια στη Λεύκη. Σκέφτηκα τότε πως το καλύτερο που θα μπορούσα να κάμω θα ήταν να πεταχτώ στο Φισκάρδο και να ειδοποιήσω απ’ εκεί τη Νομαρχία στο Αργοστόλι, αφού οι τηλεπικοινωνίες του Θιακιού είχαν κοπεί. Οι άλλοι επικρότησαν. Αυτοί προχώρησαν για τη Λεύκη κι εγώ κατέβηκα στην Πόλη, πήρα τη βάρκα και πέρασα στο Φισκάρδο. Στη διαδρομή συνάντησα μια νάρκη που είχε εκβραστεί από το σεισμό. Ειδοποίησα τη Νομαρχία στο Αργοστόλι, όπου το σεισμό τον είχαν μόλις αισθανθεί και αμέσως έστειλαν χειρούργο και βοηθούς και είδη πρώτης ανάγκης στην Ιθάκη. Με ρώτησαν για το Βαθύ και δεν ήξερα τι να τους πω, γιατί στη Βόρειο Ιθάκη δεν ξέραμε τι είχε γίνει στη Νότιο. Μου είπαν πως η βοήθεια θα πήγαινε μέσω Σάμης κατευθείαν στο Βαθύ και απ’ εκεί θα την προωθούσαν στη Βόρειο Ιθάκη, αν το καλούσε η ανάγκη. Όταν βεβαιώθηκα οτι είχαν περάσει στην Ιθάκη από τη Σάμη, επέστρεψα στο Σταυρό, όπου έμαθα για την καταστροφή του Βαθιού, του Κιονιού, της Κολλιερής, της Ανωγής, της Λεύκης και του Περαχωριού. Μόνο που τα θύματα ήταν ευτυχώς λίγα – μια γυναίκα από τη Λεύκη, που τη σκότωσε βράχος που κύλησε από το βουνό, όταν αυτή επέστρεφε από τον Άη – Γιώργη στον Κάβο, όπου είχε πάει να προσκυνήσει. Στη Λεύκη επίσης τραυματίστηκαν τέσσερις άλλες γυναίκες, η μία σοβαρά. Στο Βαθύ τραυματίστηκε σοβαρά η Δώρα Δρακάτου, αδελφή του Αλέκου Αντίππα, λιγότερο σοβαρά δυο άλλα πρόσωπα και ελαφρά καμμιά εικοσαριά. Στην Ανωγή δεν είχε καθόλου θύματα. Στο Κιόνι μια γυναίκα είχε τραυματιστεί γερά και είχε ήδη μεταφερθεί στο Βαθύ για περίθαλψη, και δυο άλλοι ελαφρά. Πήγαμε στη Λεύκη και προσπαθήσαμε να περισώσουμε ό,τι μπορούσαμε κάτω από τα μπάζα των γκρεμισμένων σπιτιών. Μεταξύ των χειρότερων είναι το σπίτι της αδελφής μου Αιμιλίας και του θείου μου Δημήτρη Κολυβά, ο οποίος, κατάκοιτος τώρα από πέντε χρόνια, βρέθηκε με το κρεβάτι του κρεμασμένος σ’ ένα πατερό χωρίς να πάθει τίποτε. Προσπαθήσαμε να πείσουμε τους Λευκιανούς να μεταφερθούν στο Σταυρό, για ν’ αποφύγουν έτσι τον κίνδυνο των βράχων που κατρακυλούσαν από το βουνό, αλλά στάθηκε αδύνατο.
” Την επομένη ασχολήθηκα και πάλι με τη Λεύκη. Τα νέα από παντού ήταν δυσάρεστα με τις καταρρεύσεις και ζημιές των σπιτιών.
” Την Τρίτη το πρωί, στις 5.20, νέος σεισμός (3) (εννοώ ισχυρός, γιατί οι μικροί δεν έπαψαν όλο αυτό το διάστημα). Ο σεισμός αυτός κράτησε περισσότερο από το σεισμό της Κυριακής, ήταν όμως ελαφρύτερος. Τα σπίτια, ωστόσο, που είχαν κλονιστεί με τον πρώτο μεγάλο σεισμό (της Κυριακής), έπαθαν ακόμα μεγαλύτερες ζημιές… Επιτέλους κατορθώσαμε να πείσουμε τους Λευκησάνους να έρθουν στο Σταυρό και ως τις 10 το βράδυ κουβαλούσαμε σε πρόχειρα φορεία τους ασθενείς και τους γέρους από δρόμο αδιάβατο.
” Το Σάββατο το απόγιομα, παραμονή του πρώτου σεισμού, η γυναίκα μου είχε πάει στην Αθήνα για μια βδομάδα. Μόλις όμως έμαθε πως έγινε σεισμός στην Ιθάκη, πήρε το πρώτο βαπόρι και γύρισε και την Τετάρτη το πρωί μου τηλεφώνησαν από το Βαθύ (τα τηλέφωνα είχαν στο μεταξύ διορθωθεί) οτι ήρθε και είχε ήδη πάρει μια βενζινάκατο για ν΄ ανεβεί στις Φρίκες. Μπήκα τότε στο αυτοκίνητο και κατέβηκα στις Φρίκες για να την παραλάβω. Σημείωσε πως ο μόνος δρόμος όπου μπορούσε να κυκλοφορήσει αυτοκίνητο ήταν ο δρόμος Σταυρού – Φρίκες. Πράγματι έφτασε η Ασπασία [η γυναίκα του Φλωριά] στο μώλο με μια βενζίνα κιονιώτικη. Την πήρα μόλις βγήκε έξω και τρέξαμε στην παραλία, ευτυχώς δε χωρίς καθυστέρηση έφυγε και η βενζίνα. Θα δεις γιατί λέω “ευτυχώς”. Βάλαμε τα πραγματα στο αυτοκίνητο και είμαστε έτοιμοι να μπούμε μέσα, όταν ξαφνικά αρχίζει ο τρίτος και ισχυρότερος απ’ όλους σεισμός (4), μ’ όλο που κράτησε δέκα δευτερόλεπτα λιγότερος από τον πρώτο. Βράχος, τουλάχιστον 15 τόνων, έπεσε πάνω στο μώλο στο σημείο ακριβώς που είχε αποβιβαστεί η Ασπασία. Κατρακύλησε από το βουνό με φοβερό πάταγο και γκρεμίστηκε τελικά από το μώλο στη θάλασσα. Στις Φρίκες σπίτια έπεφταν, βράχοι ξεκολλούσαν από τις δυο απότομες βουνοπλαγιές, η παραλία σκίστηκε από την μίαν άκρη ως την άλλη, με αρχικό άνοιγμα δέκα ιντσών, το δε αυτοκίνητο μόλις και γλύτωσε και δεν καταπλακώθηκε από τις πέτρες και τα χώματα. Ευτυχώς θύματα δεν είχαμε και πάλι στο Θιάκι. Που να ξέραμε εκείνη τη στιγμή τι κακό συνέβαινε την ίδια ώρα στο Αργοστόλι, το Ληξούρι, τη Σάμη και τη Ζάκυνθο. Η Σάμη, εννοείται, είχε καταστραφεί με το δεύτερο σεισμό. Όλοι οι δρόμοι στις Φρίκες φράχτηκαν από τα μπάζα και ήταν αδύνατο να περάσει το αυτοκίνητό μας. Αφού ηρεμήσαμε κάπως, σκεφτήκαμε για μια στιγμή να συνεχίσουμε με τα πόδια. Όταν όμως φτάσαμε στο σημείο των πολλών ερειπίων είπα οτι, αν μετατοπίζαμε μερικές μεγάλες πέτρες, θα μπορούσε το αυτοκίνητο να διαβεί, όχι τόσο για να μην αναγκαστούμε να πάμε στο Σταυρό με τα πόδια, αλλά για να μην αποκλειστεί το αυτοκίνητο, που την ευθύνη του την είχα εγώ. Πιάσαμε, λοιπόν, από τη μια μεριά εγώ κι από την άλλη η Ασπασία (που ευτυχώς είναι πολύ γερή και έχει άφθονο θάρρος), και όταν οι υπόλοιποι μας είδαν να παραμερίζουμε τις πέτρες, πήραν κι αυτοί το θάρρος κι έτρεξαν να μας βοηθήσουν και μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας ανοίξαμε το δρόμο. Έτσι πέρασε το αυτοκίνητο και γυρίσαμε σπίτι στο Σταυρό. Όταν ξεκουράστηκε η Ασπασία, είδα να κυλά στο μάγουλό της ένα δάκρυ. Τη ρώτησα γιατί και μου απάντησε: “Βαθύ, όπως ήταν, δεν ξαναγίνεται πια, αλλά και το Κιόνι δύσκολα”. Φυσικά, δεν ήξερε ακόμα και της Λεύκης την καταστροφή…
” Την επομένη πέρασ’ απ’ το Κιόνι, κατεβαίνοντας στο Βαθύ. Το δράμα είναι μεγάλο. Ζήτημα αν απομένουν στο Κιόνι τριάντα σπίτια κατοικήσιμα. Στο Βαθύ μόνο στην πλευρά του Μύλου (Καραβάτα) γλύτωσαν καμμιά εικοσαριά σπίτια, καθώς κι εκείνα που απλώνονται από τη Μητρόπολη προς τα Κανελλάτα. Όλα τ’ άλλα έχουν σωριαστεί κάτω. Η παραλία, από το καφενείο της εξέδρας ως τη Σχολή, έχει καθίσει σχεδόν διόμισυ πόδια! (5) Τα νερά της θάλασσας σκεπάζουν το δρόμο και με τις πλημμύρες φτάνουν το μέτρο. Επίσης η πλατεία έχει πάθει καθίζηση ως το σπίτι του Δρακούλη. Όλα τα σπίτια έχουν μεταβληθεί σε ερείπια. Η Ανωγή είναι κατά 70% κάτω. Τεράστια τραγωδία για το Θιάκι. Τι να σου πω για την Κεφαλονιά με τους 380 νεκρούς (110 στη Σάμη) και για τη Ζάκυνθο, όπου η συφορά δεν περιγράφεται. Εμείς εδώ παρηγοριόμαστε πως μας λυπήθηκε τουλάχιστον ο Θεός και δε θρηνήσαμε θύματα.
” Οι βοήθειες έφτασαν στο Βαθύ την επομένη το βράδυ, αλλά το πρωί αναγκάστηκαν να τις πάρουν πίσω για τα μεγαλύτερα κέντρα της Κεφαλονιάς, τη Σάμη, το Αργοστόλι και το Ληξούρι, όπου δεν έχουν μείνει όρθια τρία σπίτια και όπου πολλά χωριά έχουν εντελώς ισοπεδωθεί.
” Προχτές πήγε η Ασπασία στο Κιόνι. Τα δικά σας σπίτια έχουν όλα καταστραφεί. Ο θείος και η θεία σου όμως είναι καλά και μένουν προσωρινά σε μια σκηνή”.
Αυτά, περίπου, γράφει στο γράμμα του ο Φλωριάς Μαρούδας. Το Θιάκι μας έκτοτε ξαναχτίστηκε. Τα σπίτια έχουν ίσως τώρα λιγότερη γραφικότητα, αλλά πάντως περισσότερες ανέσεις. Μεσ’ από τις ανέσεις μας αυτές δε βλάπτει ν’ αναπολήσουμε για λίγο τη θεομηνία του 1953.
1. Ο Σταυρός έπαθε σχετικά μικρές ζημιές από το σεσμό της Κυριακής, 9ης Αυγούστου 1953.
2. Πέντε εκατοστόμετρα περίπου.
3. Πρόκειται για το σεισμό που ξεθεμέλιωσε την Κεφαλονιά.
4. Αυτός κατέστρεψε τη Ζάκυνθο και αποτέλειωσε, βέβαια, Κεφαλονιά και Θιάκι.
5. Τρία τέταρτα του μέτρου περίπου.
Π.Γ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νόστος», τεύχος 53, καλοκαίρι 1980.
Φωτογραφία: Σεισμός του 1953 – Κιόνι