ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΠΑΠΟΡΙΑ ΑΛΑΡΓΙΝΑ….
Kαμαροκοίλη, Γιώργο τση Μαρίας, ακουρμάσου το ρεπόρτο μας. Οι παπανούρες ανθίσανε πάλι στο χωριό, τριγύρωθε κι ολούθενε. Τ’ αμπέλια εκλαδευτήκανε κι’ εσκαφτήκανε δίχως εσένανε, το τσαπί σου, τη ψαλίδα σου και το σακκούλι σου. Τα χορτάρια χολομανάνε κι’ εθεριέψανε, τα λάχανα στη φιέρα τους, τα σμέρνα το καβελαρούδι κι’ ο αγριόβρομος μας επνίξανε στη γη μας που εφλόησε. Όμως εσέ, ούλα ευτά θλιβερό σου στήσανε καρτέρι, κι’ η μάνα γη η Ανωησάνα σε χώρεσε στη βλαστερή αγκαλιά της. Πόσο στ’ αλήθεια, αλάργα από σένα είναι οι κήποι σου, ο ίσκιος τση ελιάς σου στη καμένη χώρα, τ’ αμπέλι σου, τ’ αγιοκλήματα, τ’ αγριολούλουδα κι’ οι κωσταντίνοι σου που μας έφερνες μποκέ πεσκέσι. Εξανοίχτηκες αλάργα απ’ το δάσος του Μπριζίκου Γιώργη, κι’ όταν σου πέσανε όσα δε σούχανε πέσει φύλλα, άνθισε ο δικός μας πόνος κι’ ο καημός των δικών σου ανθρώπωνε, ο καημός του φίλου σου του Βασίλη, κι’ οι καρδιές ουλουνώνε τω δικώνε σου εμείνανε σα ρόδα πατημένα χάμου στη δημοσά. Ούλοι εμείναμε με το πένθος, με τα λόγια σου, με τη στολή σου κρεμασμένη στο σκολειό, τα μπουκάλια με τη χαλκομανία, εσένα με το καφάσι στον ώμο, με το φάρο τση γαλανής ματιάς σου και πάνου απ’ ούλα ο καημός πούχει το σπίτι σου που στέκει δίχως εσένανε και δίχως ελπίδα άλλη.
Ήσουνα ένας καλός άνθρωπος, ψυχή για το χωριό, νια πραγματική κυψέλη με μέλι πολύ, πο μάζωνες σα μέλισσα τσι Θιακούς φίλους σου και φίλους τση Ανωής, στο σπίτι σου για τσίπουρο, για κρασί με μεζέ ή με βιδάνιο και παρέα με παβιόκες. Είχες πολλές παρέες για ζηαφέτια, αλλά και μπιστικούς για ξεμονάχιασμα και ξεμολόημα, και για δαύτο τόσοι σ’ αποχαιρετήσανε και σ’ αποχαιρετάνε ακόμα. Σ’ αποχαιρετήσανε τα κύματα τα γκρίζα, τα γαλάζα, τα πράσινα, αλλά και τ’ άσπρα τ’ αφρισμένα στο φαρδύ το πέλαο. Σ’ αποχαιρέτησε ο μαΐστρος, η τραμουντάνα, η όστρια, το σοροκολέβαντο, οι σβιλάδες που σου ζώνανε το σπίτι στου Μπριζίκου, αλλά και τ’ αγνά κυματάκια στον Άι Γιάννη, που μπατσίζουνε τ’ αγούλια και τσι βράχους, σιγόντο στο λυγμό τση θειάς σου τση Σπυρδούλας του Καρακούνη και του καλού μας Στέλιου.
Γιώργη αγαπημένε, δε ματαρώτησε για σένανε ούτε ο Νίκος, ούτε ο Πανογιάννης, ούτε η Τζοβάνα, ούτε η Παγώνα. Ήρτε η μέρα και η ώρα που και για σένα το φως έσβησε στο χιόνι τση καρδιάς. Οι πρώτες μαντήλες ενερώσανε το λάδι του λυχναριού σου, κι’ εσημαδέψανε τη καύτρα σου στο χαμό του αδερφού σου του Γιώργαρου. Εκείνη τη μέρα, ήσουνα μπροστά στη Σωτήρω το μάτι π’ ανοιοκλεί μπριτού δακρύσει. Τα τσίνορά σου και το πέτο σου ετρεμοχουχουλιάζανε. Έχασες το στύλο σου, π’ απάνου του ήτανε μπλεμένη η περικοκλάδα σου, κι εσύ ο κόκορος ο Ιβάν εχαμηλοφτερούγησες. Στου Δεκέβρη τσι δώδεκα στον Αϊ Σπυρίδωνα ήσουνα ξεπορτισμένος.
Γιώργηδες που είσαστε τώρα αντάμα, ματαφκιάστε τη παρέα και το πορδοράκι σας. Τώρα, ήρτε σιμά σας κι ο Θοδωρής ο Μπρίμπας για παρέα, για ν’ αητάρει στη φουντωσά του καρτέλου σας. Το καρτέλο σου ο Φρανσουά έμεινε στο κατώι, κι’ άλλο καρτέλο με τ’ όνομά σου πλέει στο πέλαο, πλάι πλάι μ’ εκειό του Γιώργαρου.
Καλό σας ταξίδι παπόρια αλαργινά, με τα χρυσά φώτα μέσ’ τση νυχτιάς την αγκαλιά. Τουλάχιστον δε θ’ απολάψητε τα δικά μας τα μπερκέτια, με τη πολεμο-αρρώστια που έλαχε στο κόσμο και τη βαριά μας καλογερική. Ούλα τα έργατα των ανθρώπωνε στήνουνται στον άμμο κι’ ο χάρος τα γκρεμίζει με νια δρασκελιά. Εγώ Γιώργη που σκαπετάρω ετούτες τσι αράδες, δεν ήμουνα παιδί σου. Ήμουνα όμως εκειός που κάθε Κυριακή μου σήμαινες τη καμπάνα τ’ Άϊ Σπυρίδωνα, κι’ ήμουνα και το παιδί τσ’ Ασημίνας που στα δύσκολα χρόνια σε ντάντεψε στη βέστα και στο γόνα της, και σου βάσταε το χέρι από τότενες που αρκούδισες, κι η μάνα σου η θειά η Μαρία την έμαθε να γαζώνει τη μπρατσαδούρα, και που μομέντα μπριτού χαθεί δέχτηκε στο τηλέφωνο μονάχα εσένανε για τσι λίγες τελευταίες κουβέντες της. Κι εσύ αντί για μένανε, έκατσες τελευταίος και την εσκέπασες καλά, στσι κάμπους στο τελευταίο της κονάνι. Γι’ αυτό σ’ ευχαριστώ.
Καλό σου ταξίδι, καλό σας ταξίδι.
Ο Ανωησάνος