… ΚΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
-Κι ήτανε ένα ολάκερο τσούρμο παιδιά που τραγουδάανε το
Απόψε γάμος γίνεται
Με δυο μπράτσα κορδέλα
Φωτιά να κάψει το γαμπρό
Και κρίμας στη κοπέλα
Τρα-λα λα! αγκυνάρες και κουκιά
Κόκκινες καλές ντομάτες δυο δεκάρες η οκά.
που πήραμε χαμπάρι οτι κάποιος θα παντρευόντανε και γι’ αυτό βαράανε βουρλισμένα οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου (δε σας το λέω αν ήτανε του Χωραΐτη ή του Άϊ Νικολάου στα Παλιόρογκα). Τρέξαμε να προλάβουμε τα προικιά που τα πηγαίνανε στου γαμπρού το σπίτι απολείτουργα, Κυργιακάτικα. Και τα προλάβαμε. Μπροστά πηγαίνανε οι Σουρλαίοι και βαράανε ένα γρήγορο σκοπό που ύστερ’ από χρόνια ακούσαμε με τον ίδιο χαβά με λόγια να το τραγουδάνε κάτι Αρμενεοί αιχμάλωτοι που βρεθήκανε κι αυτοί με τση Τούρκους που πιάσανε οι στρατιώτες μας στο Μπιζάνι, και που τση φέρανε στο Λαζαρέτο στο Θιάκι. Πίσω ακολουθάανε τα κάρα του Σπύρου του Μπλάκη, του Κουτσάτου και του Κουγιανού φορτωμένα με ένανε κομό, μια ντουλάπα, μια κονσόλα με τον καθρέφτη ένα λαβομάνο όλα λέει φκιασμένα απ’ το χέρι του Καργιότη, ύστερα δυο στρώματα γιομάτα μαλλί στιγάη τση Βλαχιάς και ένα με ροκόφυλα, ύστερα κάτι κουβέρτες, κάτι σεντόνια κεντημένα,σε μια κόφα βενετσιάνικη ήτανε τα προσκέφαλα και όξου – όξου στο τελευταίο κάρο ο γυιός του Σμπερνή με τρία αρνηά σουβλισμένα και άψητα. Πετάανε οι Θιακοί ρύζι για να ριζώσουνε τα προικιά, κι απάνου από τα κάρα οι συγγενείς τση νύφης πετάανε ζαχαράτα που τάφκιανε ντόπια ο Στάθης ο Μελιδώνης, και τα βουτάανε οι λιμουραίοι που προτιμάανε όσα είχανε μέσα ροσόλι παρά αμύγδαλα.
Κι μεις που ακολουθάαμε από πίσω και καταργιόμαστε τη φοράδα του Κουγιανού που την είχε πιάσει τερεπεπίδι και μαγάριζε τα ζαχαράτα που πέφτανε απάνου στα τσιρλιά της ενώ όσα πέφτανε στο δρόμο ήτανε πεντακάθαρα γιατί τρεις – τέσσαρες φορές την ημέρα μάζωνε ο Χριστόφορος τση βουνιές και τσ’ επούλαε για κοπριά και δεν άφηνε το μαγκούφη τον Αγγελή πούτανε ο επίσημος σκουπιδιάρης του Δήμου να έχει και κειός πλάη στο μισθό του, άδηλους πόρους από τση κοπριές, φαινόμαστε οτι πιο πολύ μοιάζαμε για συγγενολόϊ που συνοδεύει τα προικιά παρά για λιμουραίοι, έπειτα εδωπά που τα λέμε μια και δεν είχαμε φτάσει στα δώδεκά μας που αρχινάαμε να ξέρουμε ούλες τση απαντήσεις, έπρεπε να μαθαίναμε τι σόϊ πράματα είτανε τα προικιά που όταν νανούριζανε η Μανάδες τση κόρες τους τση νανουρολογούσανε τη ρήμνα “Κοιμήσου και παράγγειλα στη Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου” και μονάχα από αφτό το νανούρισμα το ξέραμε πως κάτι θάταν μαζύ με τα διαμαντικά και τα σκουτιά.
-Ποιος παντρεύεται μωρέ γυιέ μου; τίνος είναι τα προικιά; Είναι του…
-Και ποια πέρνει, έτσι για νάχουμε καλό ρώτημα;
-Γιάτρα μωρέ ασπλαχνιά, η κόρη τση… ρίμαζε τση δόλιας το σπιτικό της, για να στήσει το δικό της, και τι ώρα θα γένει ο γάμος μωρές.
-Να κατά τση πέντε με έξη, και θα το ξενυχτήσουνε γιατί πήγανε πολλές κόφες με αρνηά δώρα στο σπίτι του γαμπρού.
Και με τση κουβέντες φτάσαμε στο σπίτι του γαμπρού, και αρχηνήσανε οι καμπάνες της Ενορίας του να χτυπάνε, σαν ξεκούραστες που ήτανε.
-Με το δεξί σας ποδάρι μωρέ να μπήτε μέσα στο σπίτι κι ο τελευταίος να πατήσει το ανοιχτό ψαλίδι πούναι πιο πέρα για να κοπούνε τα μάγια και τα κακά μάτια, τ’ ακούς μωρέ Γιάγκο που θα μπεις τελευταίος;
-Τα γροίκησα, κυρά θειά λες και πρώτη βολά κουβαλάω καλορίζικο σε σπίτια γαμπρώνε;
-Και πιστεύεις τα μάγια, και τα ματιάσματα μωρέ θειά; Είπαμε εμείς, μια και γενήκαμε του σπιτιού.
-Μωρέ τα πιστύω, που τα πιστεύω, αφού τα πιστεύει και η Εκκλησία.
Λίγα ξώρκια διαβάζει ο παπα – Κατσαμάς; Ύστερα δεν είδατε τι έπαθε ο Νιόνιος ο Μ… που παντρεύτηκε τη περασμένη Κυργιακή. Να σαν φύανε το συμπεθερολόϊ όταν σκάριζε ο ήλιος στο βουνό τσ’ Ανωής πήε ο γαμπρός για χρεία του στον αναγκαίο που τον είχανε κάτου στο κήπο τους, και μια μέλισσα από τα μελίσσια του. … τον έκρωξε απάνου στη… περιουσία του και τούγινε σα τση ματσόλας που καλαφάτιζε ο Γόφος τα καΐκια στο καρνάγιο, και τρέξανε ούλοι οι γιατροί του Θιακιού για να τόνε συνεφέρουνε το κουρλοκακομοίρη μου. Δυο μέρες στάθηκε ο άμοιρος αρόδου (στη ράδα φουνταρισμένος ανοιχτά από το λιμάνι).
-Μα κειός καλά να πάθει γιατί τραγουδάανε ούλη τη νύχτα
Φέρτε το γιατρό, φέρτε το γιατρό
Φέρτε το γιατρό, το βασιλικό
Το γιατρό και το σπετσέρη
Με τα φάρμακα στο χέρι
-Μωρέ, όπου φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά που λέει ο λόγος καλλίτερα να τα προσέχει κανείς ούλα, συνεπλήρωσε η Μάνα του γιατρού και μπήκε για να εξελέγξει ένα – ένα τα προικιά, μη τυχόν και με τση μαργιολιές της η νύφη της πλάνεψε τον κανακάρη της και του φουντώσανε όλο σκαρταδούρα και απολειφάδια τση μάνας της, για προικιό. Και κει που ξερογλειφώντανε για το γάμο έγινε κάτι στο Θιάκι που ανέβαλε το γάμο. Κείνη την ημέρα πέθανε ο συμβολαιογράφος ο Χρυσόστομος που καθόντανε πέρα στα Πεταλάτα και το προικοσύμφωνο έγινε σύμφωνα με τη συνήθεια την Πέφτη αλλά δεν θα το προλάβανε να το ετοιμάσει ο συμβολαιογράφος και να το πάρει ο γαμπρός στα χέρια του γιατί το χαρτί για να το στρέξει έπρεπε νάναι μέσα στο αριστερό συρτάρι του κομού τση προίκας. Την ετρώανε τα αίματά της, τη Μάνα του γαμπρού, μόλις έμαθε το θάνατο του Χρυσόστομου και δώστου μπαινόβγαινε και φώναζε, μωρέ δεν τόνε βγάνουνε τώρα το συγχωρεμένο να ξεμαγαριστεί ο τόπος για να ξένουνε τα στέφανα του γιού μου, και νάσου λες και την άκουσαν και αρχίσανε τση καμπάνες από τση δυο Άι – Σπυριδώνους κι από το Γαρδελάκι να κτυπάνε λυπητερά. Τα μοιρολόγια στου συμβολαιογράφου φουντώσανε “ωωχ που σούχα τέσσερα βρακιά και το παληό σου πέντε, ωωχ σου στέλνω χαιρετίσματα με το πουλί τ’ αηδόνι και με το πετροκότσιφα και με το χελιδόνι”, ως που βραχνιάσανε οι μοιρολογίστρες και ήρτανε οι αργολάβοι για να πάρουνε τον πεθαμένονε, τον κατεβάσανε στο δρόμο, και οι μοιρολογίστρες βγήκανε όξου στο μόντζο για τελευταία χαιρετούρα του μακαρίτη, και στριγκλιάζανε “ωω και που μας τόνε πάτε μωρές, που μας τόνε πέρνετε ανεσύφταιοι” και από το κόσμο το πολύ βάησε ο μότζος και νάσου κρακ και σκίστηκαν τα σανίδια του μόντζου στα δύο, και τα βελέσα από τση μοιρολογίστρες γενήκανε αλεξίπτωτα τύπου Γόφου και βρεθήκανε ούλες τους στο δρόμο αφού φωτογραφήσανε τους τεθλημένους πούτανε μαζωμένοι στο καντούνι. Μωρέ τι έγινε δεν λέγεται, τα καταφέρανε όμως οι παπάδες και πριν νυχτώσει θάψανε το Χρυσόστομο και οι γιάτρισες κολύσανε ενοικιαστήρια στους πισινούς των γυναικώνε, πούχανε τη τύχη να πέσουνε στα μαλακά, και δεν πέσανε μέσα στο χαντάκι. Το μεγάλο αυτό γεγονός έφτασε και στ’ αυτιά τση Μάνας του γαμπρού, ως που να πεις Αφέντη Χριστέ, και ξαφνιάστηκε η κακομοιρούλα μου.
-“Γιάκου μωρέ τύχη που την είχα η δόλια, σαν να μη έφτανε που το προικοσύμφωνο έμεινε ανυπόγραφο, αλλά κόντεψε ο γρουσούζης ο Χρυσόστομος να σκότωνε ούλες τση μοιρολογίστρες του Θιακιού”.
Που ματαγροικήθηκε τέτοια αναποδιά. -Πα-πα που θα γίνει γάμος σήμερα.
Ο Θεός να φυλάξει έτσι μαγαρισμένη μέρα σα τη σημερινή να κάτσει ο ήλιος και χτυπάνε λυπητερά οι καμπάνες και νάναι άταφος ο κουρλοκακομοίρης ακόμα. Όχι – όχι. Δεν θα γίνει γάμος σήμερα. -Βρε καλή, βρε κακή, πέσανε το συγγενολόϊ που βλέπανε τα σφακτά και λιγουρευόντανε, πάει να μη γίνει ο γάμος αφού είναι όλα έτοιμα, ο γαμπρός ξουρισμένος, η νύφη λουσμένη, όχι γυιέ μου ο γάμος θα γένει και καλή νάναι η ώρα… και με το πες, πες, καταφέρανε τη Μάνα του γαμπρού και έγινε ο γάμος τα μεσάνυχτα. Μόλις το ρολόι τση Σχολής βάρεσε δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα αρχίνησε το μυστήριο του γάμου στο σπίτι τση νύφης (δεν ξέρανε τότενες εκκλησίες. Γάμοι και βαφτίσα διαβαζόντανε στα σπίτια και έχει χάζει να το μυριστεί κανείς ρέκτης αρχιεπίσκοπος και να μας πει τώρα πίσω – πίσω πως είμαστε αβάφτιστοι αφού δεν βαφτιστήκαμε στην Εκκλησία) και την ώρα που διαβάζανε στον Απόστολο τη φράση “και η γυνή να φοβήται τον εαυτής άνδρα” φώναξε η Μάνα του γαμπρού, “Το νου σου γυιέ μου μη σε πατήσει η νύφη και σου πάρει τον αέρα” αλλά εκείνη τη στιγμή η τσίκνα από τα κοκορέτσα και τα ψητά αρνιά ξελυγούριασε τση καλεσμένους και δεν ακούσανε ούτε γλέπανε αλλά μυριζόντανε οι καψολίβελοι. Και έτσι έγινε ούλα μας ανάποδα κι ο γάμος τη Δευτέρα, ένεκα που ο μότζος του Χρυσόστομου βάεησε και βρεθήκανε στο δρόμο οι μοιρολογίστρες.
ΣΠΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΑΤΣΟΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ, Δεκέμβριος 1959