ΜΑΤΙΕΣ Σ’ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

 

Απ’ όταν ο άνθρωπος άρχισε να σχηματίζει κοινωνίες, φόρεσε ταυτόχρονα και τη μάσκα της υποκρισίας. Όσο όμως προχωρούσε μέσα στο χρόνο, αυτή η μάσκα του γινόταν σιγά-σιγά αφόρητη. Αναγκάστηκε έτσι να γυρέψει έναν τρόπο λύτρωσης και φυγής, για να βγάλει έστω και για λίγο αυτή την αθέατη μάσκα, που τόσο τον βασάνιζε. Και τη λύση την έδωσε πάλι μια μάσκα, μόνο που ετούτη η δεύτερη ήταν θεατή! Φόρεσε, λοιπόν την τεχνητή, ποικιλόσχημη μάσκα ο άνθρωπος και κρύβοντας πίσω απ’ αυτήν το πρόσωπό του, άφησε ελεύθερο τον πραγματικό εαυτό του σ’ ένα τρελό ξεφάντωμα, σε μια – έστω και ολιγοήμερη –  δραπέτευση από την κόλαση της ζωής.

Έτσι, στον παράδεισο της ψευδαίσθησης που του χάρισε ένα ξέφρενο γλέντι, γεννήθηκε το Καρναβάλι! Πατρίδα του θεωρείται η Αίγυπτος, γιατί στη γιορτή της Ίσιδας συνήθιζαν να ξεφαντώνουν, φορώντας ανδρικά ρούχα οι γυναίκες και γυναικεία οι άνδρες. Οι αρχαίοι, λοιπόν, Αιγύπτιοι καθιέρωσαν τη γιορτή αυτή του Καρναβαλιού και την ονόμασαν «Γιορτή του Βοός του Χερούπ». Τις ημέρες αυτές, χρύσωναν τα κέρατα των πιο θρεμμένων βοδιών, τα στόλιζαν με λουλούδια και τα περιφέρανε στους δρόμους τιμητικά. Κατόπιν τα πρόσφεραν ολοζώντανα θυσία στο θεό Νείλο, ρίχνοντάς τα στα νερά του, για να τα παρασύρει εξευμενισμένος!

Από τους αρχαίους Αιγυπτίους, λοιπόν, πήρανε κι οι αρχαίοι Έλληνες το έθιμο, το τροποποίησαν και το προσάρμοσαν ανάλογα με τις θρησκευτικές δοξασίες τους και – με ελαφρές παραλλαγές δια μέσου των αιώνων – έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Όμως, το έθιμο του Καρναβαλιού απλώθηκε κι είναι παγκόσμιο. Κάθε λαός έχει και κάτι δικό του να παρουσιάσει στο ξεφάντωμα και στο μασκάρεμα. Για τούτο, μ’ όποιο όνομα κι αν τις βρούμε τις γιορτές αυτές, είτε σαν Διονύσια, είτε σαν Υσχοφόρια και Σατουρνάλια και ακόμα σαν Αποκριές και Καρναβάλια, το πνεύμα όλων αυτών των εκδηλώσεων παραμένει το ίδιο κι αυτό είναι η καλοφαγία – συγχρόνως και η πολυφαγία – το ξεφάντωμα, η κρασοκατάνυξη και – τις πιο πολλές φορές – η αποχαλίνωση από κάθε ευπρέπεια. Τα πάντα προσφορά στο Βάκχο!

Σ’ όσους λαούς, υπάρχει η κοινή προέλευση του Καρναβαλιού τους απ’ τις αιγυπτιακές γιορτές της Ίσιδας, συμμετέχουν απαραίτητα στα γλέντια τους και τα βόδια! Ίσως όμως να μην ήταν μόνο αυτή η αιτία, αλλά επειδή οι γιορτές του Καρναβαλιού γινόντουσαν την Άνοιξη να είχανε κι άμεση σχέση με την αναγέννηση της φύσης και φυσικά με τη γεωργία, για τούτο η χρησιμότητα των βοδιών σα βοηθών του αγρότη έπρεπε να τιμηθεί ανάλογα. Οι εθιμικές πράξεις είναι συμβολικές. Σε πολλά μέρη που υπάρχει το θάψιμο του Καρνάβαλου, η πράξη έχει το συμβολισμό της ταφής του σπόρου για τη βλάστηση και φυσικά την αναγέννηση. Η αντίληψη του ανθρώπου που καθιέρωσε αυτή τη συμβολική αναγκαιότητα, είχε και την πρόνοια να πεθαίνει πάντα τον καρνάβαλο με βίαιο θάνατο. Στη Γερμανία και στη Βαυαρία φκιάνουν ένα αχυρένιο ομοίωμα ανθρώπου και το πνίγουν στη λίμνη ή στο ποτάμι. Στην Ελλάδα ο Καρνάβαλος καίγεται ή θάβεται «ζωντανός» την Καθαρή Δευτέρα. Και τούτο, για να μη γεράσει και χάσει την ικμάδα και την ικανότητα να προσφέρει τη γονιμοποιό του δραστηριότητα στην εποχή που θ’ ακολουθήσει. Εκτός, λοιπόν, απ’ το συμβολισμό της πράξης αυτής είναι κι η μαγεία κι ο πρωτογονισμός που διαιωνίζονται μέσα στο έθιμο. Εξ άλλου, πέρα απ’ το κωμικό στοιχείο, υπάρχει έντονο και το δραματικό.

Όπως όμως έχουμε ξαναπεί, τα βόδια συμμετείχαν απαραιτήτως στις γιορτές του Καρναβαλιού, σε πολλούς λαούς. Στο Νοντελιμάρ της Γαλλίας, αντάμα με τα στολισμένα βόδια περιφέρουν και τους…. γαϊδάρους, με μουσικές, σημαίες και ξεφαντώματα. Αλλού, φορούν όσοι διασκεδάζουν δέρματα βοδιών και άλλων ζώων. Σ’ όλα τα χωριά της Γαλλίας φτιάχνουν τις Απόκριες τηγανίτες.

Αλλά ας αφήσουμε τους ξένους λαούς. Άλλωστε, δε χρειάζεται να παρουσιάσουμε εμείς έθιμα και αποκριάτικα γλέντια από ξένες χώρες, όταν μπορούν οι ίδιοι οι ναυτικοί μας αρχίζοντας απ’ το Καρναβάλι του Ρίο να μας πούνε τόσα πολλά. Θα περιοριστούμε λοιπόν, σε μια μικρή ανθολόγηση εθίμων της Αποκριάς απ’ την Ελλάδα.

Τα έθιμα είναι ποικιλότροπα και ποικιλόμορφα – αν και σε γενικές γραμμές όμοια – με κυριότερο γνώρισμα τη σάτιρα και πολλές αθυροστομίες. Μιμητικές κινήσεις τρέλες και πολλά άσεμνα κυριαρχούν. Ένα απ’ αυτά είναι κι η κολοκύθα! Κάποια γυναίκα – ηλικιωμένη συνήθως για να μην παρεξηγηθεί – ντύνεται άντρας κι έχει μέσα στα ρούχα της μια κολοκύθα γεμάτη νερό. Όταν μπει σε κανένα γνωστό της σπίτι, ξεβουλώνει κρυφά την κολοκύθα και καταβρέχει με… το γνωστό τρόπο. Άλλο, είναι η γέννα: Δυο άντρες ντύνονται γυναίκες κι ο ένας βάνει κάτω απ’ τα φουστάνια του ένα μαξιλάρι παριστάνοντας την έγκυο, ενώ ο άλλος κάνει τη μαμή. Στο κάθε σπίτι που θα επισκεφτούν, τεζαρώνει στο πάτωμα σκούζοντας η «εγκυμονούσα» δήθεν πως την πιάσανε οι πόνοι κι η «μαμή» τραβάει και…. ξεγεννάει το μαξιλάρι!!! Άλλες μασκαράτες είναι ο γάμος, η προξενήτρα, ο αρκουδιάρης, ο γιατρός, ο σατανάς, ο κουδουνάς και πολλές ακόμα, που από τόπο σε τόπο έχουν παραλλαγές. Παιγνίδια αποκριάτικα γίνονται  πολλά, όπως το μουτζούρωμα, ο μάγος, ακόμα κι ο χαιρετισμός του γείτονα με…. κουμπουριές!

Στην Κάρπαθο, την τελευταία μέρα της Αποκριάς, πρέπει να δειπνήσουν όλοι, για λόγους σεβασμού, στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου, του Προεστού.

Στα Βυζαντινά χρόνια το Καρναβάλι γνώρισε πραγματική άνθιση, εξυπηρετώντας μια βαθύτερη κοινωνική ανάγκη της εποχής. Η Δυτική εκκλησία το πολέμησε αμείλικτα, καθιερώνοντας παράλληλα ημέρες προσευχής και νηστείας, όμως ο γιορταστικός στρόβιλος του Καρναβαλιού, παρέσυρε πολλές φορές και τους ίδιους τους…. Πάπες, γιατί, όπως διαβάζουμε, ο Πάπας Ιούλιος ο Γ΄ το 16ο αιώνα, επιμελήθηκε κατά την περίοδο της Αποκριάς ιπποδρομίες, κωμωδίες, γεύματα λουκούλλεια και χορούς μεταμφιεσμένων!!!

Αντίθετα, τον ίδιον καιρό η Ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, προσπάθησε να περιορίσει – όσο γινόταν – τα ξεφαντώματα, για ν’ αποφύγει τους διονυσιασμούς. Έτσι, στην Ιταλία, το 16ο αιώνα τα Καρναβάλια γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή.

Ένα απ’ τα παιγνίδια του Καρναβαλιού αυτού ήταν και το «μοκολέττο», που όπως λένε κρατήθηκε μέχρι τις μέρες μας. Το παιγνίδι αυτό μοιάζει κάπως με το κάψιμο του δικού μας Καρνάβαλου, μόνο που στο «μοκολέτο» βάζουν φωτιά με κεράκια που κρατούν οι μασκαράδες, ενώ παράλληλα προσπαθούν να σβήσει ο ένας του άλλου το κερί. Από τη Βενετία, που είχε γνωρίσει στις μέρες της δόξας της το αποκορύφωμα της αποκριάτικης τρέλας, μεταλαμπαδεύτηκαν άπειρα έθιμα στα Επτάνησα, που πολλά διατηρούνται ακόμα, με μικρές παραλλαγές. Αν και σήμερα, το έθιμο του Καρναβαλιού παίρνει άλλες διαστάσεις και προσπαθεί να συντηρείται όχι τόσο για τη διέξοδο που προσφέρει με ψυχολογικά κίνητρα για ψυχαγωγία, αλλά για καθαρά τουριστικούς λόγους. Άλλωστε το «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος» του Δημόκριτου, δε μας αναγκάζει και τόσο να φιλοσοφήσουμε το ζήτημα, γιατί η διέξοδος κι η διασκέδαση υπάρχουν στο κάθε βήμα μας! Και ο διονυσιασμός εκπνέει, γιατί υπάρχει κορεσμός απ’ τα πάντα. Τα ταμπού κι οι απαγορεύσεις έχουν ατονήσει κι ο άνθρωπος δεν περιμένει να ξεφαντώσει στα πλαίσια ορισμένων ημερών. Σήμερα, εκτός από το καθιερωμένο Καρναβάλι της Πάτρας, το βλάχικο γάμο της Θήβας, το Καρναβάλι στο Ρέθυμνο κι ορισμένες αποκριάτικες εκδηλώσεις στη Θράκη, στ’ άλλα διαμερίσματα της χώρας άλλοτε κάτι πάει ν’ αναβιώσει κι άλλοτε ατονεί.

Για την Αποκριά και το Καρναβάλι – γενικότερα – έχουν  γράψει εκτός απ’ τους λαογράφους, οι περισσότεροι πεζογράφοι και ποιητές μας. Ο Τίμος Μωραϊτίνης, το ωδικό αυτό πτηνό της παλιάς καλής εποχής, που τραγούδησε ανέμελα ζωγραφίζοντας με το ραφινάτο χιούμορ του την Αθήνα του καιρού του, μας έχει αφήσει θαυμάσιους αποκριάτικους στίχους, που το πέρασμα των χρόνων δεν αφαίρεσε τίποτα απ’ τη δροσιά, το πνεύμα και τη ζωντάνια τους. Έτσι, στα σατιρικά ποιήματα «Φιλολογική  εσπερίς», «Δημόσιος χορός» και «Μπάλ ντε τετ» βρίσκουμε χαρακτηριστικούς στίχους, σαν αυτούς:

«…. Κι ο Νικολός που έπεσε εις το ταγκό ανάσκελα

και εγερθείς εντός λεφτού

είπε «φτου»

και έδωσε στη ντάμα του αμέσως δύο φάσκελα!»

Και στο τέλος της χοροεσπερίδας:

«… Κι αφού κεφάλια σπάσανε εν μέσω ύβρεων και κρότων,

έγιν’ αμέσως μπαλ ντε τετ…

μετ’ επιδέσμων και τσιρότων».

Για να γνωρίσουμε όμως σ’ όλο το μεγαλείο του το Καρναβάλι της παλιάς Αθήνας, δεν είν’ ανάγκη να ψάξουμε σε λαογραφικά κείμενα της εποχής. Αρκεί να διαβάσουμε στίχους του «Ρωμιού» για να βρούμε σ’ αυτούς, γεμάτους νεύρο, δύναμη και κίνηση, το αθάνατο πνεύμα του Σουρή, που άλλοτε με παραλληλισμούς για τις διάφορες πολιτικοκοινωνικές «μασκαράτες» του καιρού του κι άλλοτε για το πραγματικό αθηναϊκό Καρναβάλι, μας παρουσιάζει ανάγλυφο τον πίνακα. Έτσι θα διαβάσουμε «Το αποκριάτικο Κομιτάτο», «Σαρακοστή αγία», «Ο Καρνάβαλος στον Πειραιά», «Ανοίγει το Τριώδι», «Αποκριά στις κολώνες», «Μασκαράδες», «Χαλασμός κόσμου», κ.α. Καυστικότατη είναι πάλι, η σάτιρα του Σουρή «Μασκαρέματα», γραμμένη το Φλεβάρη του 1885, μετά απ’ τις διακοινώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για ματαίωση κάθε πολεμικής δράσης κατά της Τουρκίας. Όταν:

«… Τους αιμοβόρους σου εχθρούς λυπάσαι να σκοτώσεις

κι αρχίζεις την ρητορικήν και τις διακοινώσεις….».

Για να καταλήξει ανελέητα:

«… Και με τους μασκαράδες σου τους τόσον αναλάτους

Μήπως κι αυτή την Αποκριά δεν έχεις μασκαρέψει!».

Η Αποκριά, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, είχε γνωρίσει στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα, μια καταπληκτική άνθιση. Οι πιερότοι, οι κολομπίνες, οι αρλεκίνοι, τα ντόμινα, βρίσκονταν στον κολοφώνα τους και πολλά διηγούνται για τα διασκεδαστικά, αλλά και τα δυσάρεστα απρόοπτα εκείνου του καιρού. Γύρω απ’ το Καρναβάλι έχουν πλεχτεί ιστορίες κι έχουν γραφτεί για το θέατρο διάφορα οπερετικά, επιθεωρησιακά που τα τραγούδια τους ξεκινώντας απ’ το παλκοσένικο έκαναν από χείλη το γύρο της Ελλάδας. Μερικά, σαν το ακόλουθο, αναστάτωναν τους πουριτανούς:

«Πες μου, γιατί θυμώνεις της μάσκα δε σηκώνεις

Κι έχεις κρυμμένο ακόμα τ’ ολόγλυκό σου στόμα.

Τη μάσκα θα σηκώσω κι όλα θα σου τα δώσω

Κι όσα είναι κρυμμένα δικά σου θα γενούν».

Αλλά Καρναβάλι σημαίνει σάτιρα και η έμμετρη σάτιρα ευδοκιμεί πολύ στα Επτάνησα, ιδιαίτερα στις μέρες της Αποκριάς. Η Κεφαλονιά, έχει τα πρωτεία. Βρίσκουμε στο «Ζιζάνιο» – την έμμετρη εφημερίδα του Μολφέτα – στίχους απ’ τις αρχές ακόμα του αιώνα μας, για κάποιες Φαρακλάτικες μάσκαρες που αφήσανε εποχή:

«Είδα στον κόσμο μάσκαρες και μασκαράδων κάλλη

μα σαν τη Φαρακλάτικη στον κόσμο δεν ειδ’ άλλη.

Σαράντα πέντε άμαξες κατέβηκαν στην πόλη

κι ήτανε μέσα Φαρακλοί…. Κολατσισμένοι όλοι.

Εύγε! Τους εφωνάξανε της Χώρας οι τραμπούκοι

χαίρε που ξεμπουρίσατε παράδες του Μπουμπούκη.

Στην Κεφαλονιά, λένε συνήθως στον πρώτο μασκαρά που θα συναντήσουν: «Σίδερο το κεφάλι μου, κοφίνι το δικό σου….».

Στη Σάμη της Κεφαλονιάς, τα παλιά χρόνια ήταν καθιερωμένο να δίνουν τις Αποκριές παράσταση με τον «Ερωτόκριτο». Άλλωστε κι η μασκαράτα είχε σχέση πάντα με το θέατρο, γιατί μια μορφή θεάματος και μιμικής ήταν κι αυτή. Το γαϊτανάκι, ήταν σχεδόν πάντα στο αποκριάτικο πρόγραμμα, σ’ όλα τα χωριά της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης. Ο περίπατος των μασκαράδων δεν επαρουσίαζε από χρόνο σε χρόνο πρωτοτυπία καμιά ή αλλαγή, αλλά γινόταν κατά ζεύγη, άλλοτε με επίσημα ρούχα κι άλλοτε με δέρματα και κουδούνια και ανάλογα με την ενδυμασία έκαναν στις πλατείες και μπροστά στις εκκλησίες τους χορούς τους. Καντρίλιες ή συρτούς και τσάμικα. Στα Δαμουλιανάτα της Παλικής, δάνειζαν στις μασκαρίες – όπως τις λέγανε, τα χρυσαφικά τους οι νοικοκυρές κι ό,τι πιο φανταχτερό είχαν, για να τα φορέσουν. Το ίδιο γινόταν και στα Μαυράτα και σε αρκετά χωριά ακόμα που το αποκριάτικο ντύσιμο ήταν αστικό. Μεγάλη προσοχή και σημασία έδιναν στην κατασκευή κάθε καπέλου καβαλιέρου, που έπρεπε να είναι κάπως σαν τα καπέλα που φορούσαν οι τρεις σωματοφύλακες!

Στην Κέρκυρα, το Καρναβάλι ήταν αστικό. Σήμερα, οι Κερκυραίοι είναι νοσταλγοί των παλιών, καλών ημερών, γιατί τα κορφιάτικα έθιμα με τις ποικίλες εκδηλώσεις σβήνουν σιγά-σιγά. Ο αποκριάτικος γάμος, οι χοροί, τα διάφορα πιπεράτα αστεία, έχουν ατονήσει. Ένα απ’ τα χωριά της Κέρκυρας που κρατούν ακόμα κεφάτο και ζωντανό Καρναβάλι είναι η Άνω Κορακιάνα. Πέρυσι, ο Καρνάβαλος ο 13ος – όπως υπογραφόταν – της Άνω Κορακιάνας, έστειλε στους Κερκυραίους την εξής πικάντικη πρόσκληση:

«Στην Κορακιάνα κάνουμε κι εφέτος Καρναβάλι

και μασκαράδες θα ντυθούν οι φίλοι μου και πάλι.

Για τούτο αποφάσισα όλους να σας καλέσω

και την εβδόμη του Μαρτιού να σας παρακαλέσω

να φέρετε τα μούτρα σας να ιδούνε τα δικά μας

και….να γελάσουμε μαζί με όλη τη καρδιά μας.

Το γέλιο μέσα στη ζωή – καθένας ας το νιώσει –

πως πρέπει να το κυνηγά προτού τα κακαρώσει.

Τον καιρό της ελληνικής επανάστασης, πολλοί κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας για ν’ αποφύγουν τις τουρκικές ωμότητες κι αντεκδικήσεις, κατάφευγαν στον Κάλαμο της Ιθάκης, που βρισκόταν τότε σε αγγλική κατοχή. Το πώς περνούσαν εκεί που η ανάγκη τους έφερνε το εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά η παροιμία: «Αποκριές στον Κάλαμο και χωρίς ταμπάκο!».

Στη Λευκάδα, οι αφεντάδες ξεφάντωναν στις μέρες του Καρναβαλιού αντάμα με το λαό. Άνοιγαν τ’ αρχοντικά τους και δέχονταν σ’ αυτά όποιον πήγαινε μασκαρεμένος. Έτσι οι χωρικοί, κάτω απ’ τη μάσκα, μπορούσαν να θαυμάσουν τα πλούσια σπιτικά και να διηγούνται κατόπιν για καιρό τι είδανε τα μάτια τους εκεί που μπήκαν. Συνηθισμένη μασκαράτα ήταν η αλλαγή της ενδυμασίας. Οι άρχοντες ντυνόντουσαν σαν άνθρωποι του λαού κι οι δεύτεροι το αντίθετο. Έτσι έδιναν διέξοδο στ’ απωθημένα τους. Η κατάληξη του λευκαδίτικου Καρναβαλιού ήταν οι ελληνικοί χοροί και φυσικά η «Μηλιά», αυτό το γνήσιο λευκαδίτικο τραγούδι:

«Μηλίτσα που σαι στον γκρεμό τα μήλα φορτωμένη…»

Στη Ζάκυνθο, κάνει προσπάθειες για ν’ αναβιώσει και στις μέρες μας, το ωραίο, πολιτισμένο ζακυνθινό Καρναβάλι. Στα παλιά χρόνια είχε καθαρά ενετικό χαρακτήρα. Λίγα τα γνήσια τοπικά έθιμα των ημερών. Όλα ξενόφερτα, αλλά όμορφα. Ονομαστές έχουν μείνει οι θαυμάσια οργανωμένες παραστάσεις, αλλά και τα αγωνίσματα, που αποβλέπανε στην ανάπτυξη του ιπποτικού πνεύματος των ευγενών. Οι γιορτές αυτές του Καρναβαλιού, αρχίζανε από την άλλη μέρα των Φώτων και κρατούσαν μέχρι της Τυρινής. Στο διάστημα αυτό επιτρεπόταν η μάσκα, που παλιότερα τη φορούσαν σ’ όλο το χρόνο, επειδή όμως ευνοούσε σε πολλά το λαό και τις γυναίκες την κατάργησαν. Για τις γυναίκες είχαν και το ταπεινωτικό, περιοριστικό μέσον της Τζελουτζία, ένα είδος καφασωτού που κρατήθηκε ένα σχεδόν αιώνα και που το κατάργησε μ’ επαναστατικό τρόπο η Ελισσάβετ Μουτσάν-Μαρτινέγκου, η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος.

Η πιο  εντυπωσιακή κι επίσημη ενετική γιορτή του Καρναβαλιού, ήταν η GIOSTRA, αγώνες δηλαδή ιπποδρομικοί. Σ’ αυτούς λάβαιναν μέρος οι λιμπροντορίστες κι οι ποπολάροι, μόνο που έπρεπε ν’ αφαιρέσουν τη μάσκα και να δηλώσουν τα ονόματά τους, όλοι όσοι θ’ αγωνίζονταν. Οι αγώνες αυτοί είχαν έπαθλα, τα οποία ήταν για το τρίτο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Η GIOSTRA κράτησε 72 χρόνια και καταργήθηκε μετά το φόνο του Πέτρου Μακρή. Προσπάθησαν να την κάνουν ν’ αναβιώσει το 1754 – δεκαπέντε χρόνια μετά το σταμάτημά της – μα χωρίς αποτέλεσμα. Άλλο έθιμο στη Ζάκυνθο ήταν ο Βενετσιάνικος γάμος, οι ρίμνες και το MASCARON MORO το μαύρο, δηλαδή, ανδρείκελο. Σ’ όλο το διάστημα του Καρνάβαλου, που γινόταν με πολλή επισημότητα και την ακολουθούσαν όλοι με κεριά και φαναράκια φωνάζοντας λυπητερά: «ΡOVERO CARNEVALE».

Απ’ την απαγόρευση, όμως, της μάσκας και μετά, σιγά-σιγά σβήσανε τα έθιμα αυτά. Στη Ζάκυνθο αφθονούσαν εξ άλλου κι οι μενεξέδες, τα λουλούδια της Αποκριάς. Τους μενεξέδες, τους πουλούσαν οι ανθοπώλες σε ματσάκια, φωνάζοντας: «Γιούλια ολόμπλαβα….». Είναι, δε, γνωστό, πόσο ευαίσθητα είναι τα αυτιά των ζακυνθινών στη μουσική και στους αρμονικούς ήχους, τόσο, που και οι κωδωνοκρουσίες τους στις εκκλησίες ήταν μουσικά τονισμένες! Για τούτο, έχει διασωθεί και το λαϊκό τετράστιχο, με τη φινετσάτη εκφραστικότητα:

«Τση Κυριακής το ξύπνημα

με λειώνει με ζουρλαίνει

ν’ ακούω ‘γιούλια ολόμπλαβα’

κι ο Άγιος να σημαίνει».

Στη Ρούμελη, οι Κυριακές των Απόκρεω και τη Τυρινής, λέγονται αντίστοιχα: Κρεατινή και Τυρινή. Το αποκορύφωμα του γλεντιού τη νύχτα της Τυρινής έχει και τ’ ανάλογα τραγουδάκια του:

«Πέθαν’ ο Κρέος, πέθανε

ψυχομαχάει ο Τύρος

κι ακούσατε μωρ’ ούλες

για λάχανα και βρούβες!

Σηκώνει ο Πράσσος την ουρά

κι ο Κρόμμυδος τα γένεια….»

Περίεργο είναι, ότι μέσα σ’ όλο ετούτο το ξεφάντωμα κυριαρχούν τραγούδια που αναφέρονται διαρκώς – έστω και σατιρικά – γύρω από ένα θάνατο κι ένα θρήνο:

«Χαρείτε νιοι, χαρείτε νιες

εις τον απάνου κόσμο

γιατί οι μέρες μας περνούν

τα χρόνια μας διαβαίνουν

και η ζωή μας σώνεται

σαν το κρασί στον κάδο».

Ή ακόμα:

«Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες

Να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας…»

Στην Υπάτη ξεπροβοδίζουν το Καρναβάλι με τραγούδια οι γυναίκες. Στο Κατσιδόνι της Κρήτης, δεν κηδεύουν τον Καρνάβαλο, αλλά κρέας, τυρί, αυγά, με κωμικά κλάματα και μοιρολόγια, σαν αυτό:

«Ο Λαζανάς ψυχομαχεί κι ο Μακαρούνης κλαίει

κι ο Κρόμμυδος σουρσουραδεί απάνου στο τραπέζι…»

Στα Λευκόγεια της Κρήτης, ένας άντρας της νύχτα της Τυρινής παριστάνει το νεκρό Καρνάβαλο κι ένας άλλος την «Κυρά Σαρακοστή» που αναλαμβάνει να τον κηδέψει. Έτσι σχηματίζεται μια κωμική πομπή μασκαράδων, που ανάμεσα σε καμπανίσματα συνοδεύει τη «χήρα» με θρηνητικά μοιρολόγια:

«Εμείς ετούτον κλαίομεν

εμάς ποιος θα μας κλάψει

όπου το σκορδοκρέμμυδο

τ’ άντερα θα μας κάψει;»

Στην Κορώνη της Πελοποννήσου, την Καθαρή Δευτέρα μετά το γλέντι πέφτει κάποιος κάτω παριστάνοντας τον πεθαμένο, ενώ οι γύρω γλεντοκόποι θρηνολογούν. Κάτι παρόμοιο γίνεται και σε πολλά χωριά της Θράκης.

Όπως και παραπάνω είπαμε, η μασκαράτα είναι μια μορφή θεάματος πολύ ή αρκετά εκφραστική, κάτι που γέννησε πριν από πάμπολλους αιώνες η ψυχοκοινωνική ανάγκη του ανθρώπου. Μες απ’ τη μακραίωνη, λοιπόν, ιστορία του μασκαρέματος, αναπηδά και κάποια αλήθεια: ότι κάθε άνθρωπος – και ο πιο φυσιολογικός – είναι πάντα λιγάκι ηθοποιός του εαυτού του! Κι ότι τα έθιμα, ακατάλυτοι δεσμοί του χτες με το σήμερα, δε μένει παρά να τα ιδούν με συμπάθεια και να τα συντηρήσουν κι οι μελλούμενοι καιροί. Γιατί όσο κι αν είναι αλματώδης η εξέλιξη, ο άνθρωπος, μες απ’ την επιστημονική και τεχνική πρόοδο αντλεί δύναμη, άνεση και περηφάνια, μες απ’ το παρελθόν όμως και κάθε τι που πηγάζει απ’ αυτό, αντλεί το άρωμα και τ’ οξυγόνο της ζωής.

ΡΙΤΑ ΤΣΙΝΤΙΛΗ-ΒΛΗΣΜΑ

Από το βιβλίο της ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕΣ ΑΠ ΤΟ ΧΡΟΝΟ που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ωκύαλος»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.