ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΑΞΕΧΑΣΤΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΑΛΕΚΑΣ ΠΑ’Ι’ΖΗ
Ξαφνικά όλα ΜΜΕ, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, την θυμήθηκαν με το θάνατό της…. (απεβίωσε στις 4 Φεβρουαρίου 2009) και φυσικά μιλάω για την αξέχαστη ηθοποιό Αλέκα Παΐζη που σε όλες τις φάσεις της προσωπικής και καλλιτεχνικής της ζωής, από όσο λίγο τυγχάνει να τη γνωρίζω, αλλά πάντα τη παρακολουθούσα, έλαμπε με την ομορφιά, το ήθος και την απλότητά της. Ακόμα ελάχιστα ήταν και εκείνα τα μέσα που τη θυμόταν όταν με τη δουλειά της στο θέατρο η σε άλλες μορφές της τέχνης,…. «μεγαλουργούσε».
Όπως είχε πει στη τελευταία της συνέντευξη στη Κατερίνα Κόμητα τον Ιούνιο του 2008, «Η ζωή με απορρόφησε, όπως όλους τους ανθρώπους. Ο δρόμος, για να το πω διαφορετικά. Μωρό ακόμα, έβλεπα ότι υπήρχε μια πόρτα, κι από κει μπαινόβγαιναν πολλοί. Έτσι μια μέρα την πέρασα κι εγώ αυτή την πόρτα, και ξέρεις πού έφτασα; Στα τείχη της πόλεως· εκεί όπου τελειώνει το Ηράκλειο… Οι γονείς μου είχαν βέβαια πεθάνει από την αγωνία τους, μ’ έψαχναν σαν τρελοί, μέχρι που βάλανε έναν ντελάλη να φωνάζει με την ντουντούκα: «Χάσαμε ένα παιδί! Χάσαμε ένα παιδί!». Όταν με βρήκαν, κρατούσα το ένα μου παπούτσι στο χέρι. Φαίνεται πως με είχε πονέσει και γι’ αυτό το είχα βγάλει. Πού πήγαινα, ποιος ξέρει… Απλώς περπατούσα. Από τότε, λοιπόν, φαινόταν πως θα περπατήσω πολύ στη ζωή μου…».
Και πραγματικά περπάτησε πολύ και στη ζωή και στο θέατρο – η πρώτη τη πίκρανε, το δεύτερο την «συμπλήρωσε» σε αυτά που της στέρησε η ίδια η ζωή. Ανήκε απλά στην αριστερά «… η ζωή μου κι εμένα υπογραμμίστηκε από την ιστορία του τόπου μας, μια που έτυχε νάμαι μαθήτρια στη κατοχή με την εξορία μου και λοιπά…… αργότερα αναγκάστηκα να φύγω, με τη εφταετία, έχω πολλά κενά στη καριέρα μου. Ένα πράγμα που με βοήθησε πολύ-ίσως επειδή ζήσαμε με ελπίδες εμείς, εγώ ανήκω στη γενιά της ελπίδας – εμείς όλο κάτι περιμέναμε… περιμέναμε κάτι το εκπληκτικό!» έλεγε στη Ρίτα Τσιντήλη-Βλησμά σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης το Σεπτέμβρη του 1988. (Η ίδια συμμετείχε στην Ελληνική Αντίσταση κατά την Κατοχή, μέσα από το ΕΑΜ, πέρασε από τη Μακρόνησο, το Τρίκερι (μαζί με την αξέχαστη Θιακιά Ηλέκτρα Καραβία), ενώ συνελήφθη αρκετές φορές. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967, έφυγε στο εξωτερικό).
Τότε είχαμε δώσει ένα απόσπασμα αυτής τη συνέντευξης, μιας συνέντευξης που πήρε για το περιοδικό «το μώλυ» μια δίμηνη έκδοση Λόγου-Τέχνης-Επιστήμης, Κεφαλονιάς και Ιθάκης – που βγάζαμε μαζί με το Σπύρο Αλεβιζόπουλο – η φίλη Ρίτα Τσιντήλη-Βλησμά που ήταν και η Διευθύντρια του περιοδικού. Είχαμε υποσχεθεί τότε ότι εν καιρώ θα αναρτήσουμε ολόκληρη τη συνέντευξη, γιατί περιέχει σημαντικά στοιχεία για τη ζωή της αξέχαστης ηθοποιού που παρά τα 90 της χρόνια προσέφερε με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο, πολλά στο θέατρο και στη ζωή όλων μας, απλόχερα. «Ούτε για το θάνατο ανησυχώ. Κι επειδή δεν έχει πεθάνει μέσα μου το παιδί, μπορώ να απολαμβάνω τις μικροχαρές της ζωής». Και σήμερα αυτό κάνουμε γιατί πάνω από όλα το χρωστάμε στη ίδια και στις προπάντων στις αξίες που έκρυβε μέσα της!!!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ
Η ΑΛΕΚΑ ΠΑ’Ι’ΖΗ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ
Συνέντευξη στη Ρίτα Τσιντίλη – Βλησμά
– Κυρία Αλέκα Παΐζη, θα ήθελα να σας ρωτήσω ορισμένα σ’ ένα τρίπτυχο. Δηλαδή, γύρω απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα, την Ιθάκη, το Θέατρο και τους αγώνες σας σε σχέση με το πολιτικό σας “πιστεύω”. Με τι θα προτιμούσατε ν’ αρχίσουμε, θα θέλατε απ’ την Ιθάκη;
– Να πούμε απ’ την Ιθάκη;
– Είναι αλήθεια ότι γεννηθήκατε, στην Ανωγή της Ιθάκης ή μόνο κατάγεσθε από εκεί;
-Στην Ανωγή γεννήθηκε ο πατέρας μου, εγώ κατάγομαι από εκεί. Γεννήθηκα στην Κρήτη, γιατί ήταν η μητέρα μου Κρητικιά. Γεννήθηκα στο Ηράκλειο.
– Εκεί μεγαλώσατε ή ήρθατε μικρή στην Αθήνα;
– Εκεί μεγάλωσε αλλά ήρθα και αρκετά νωρίς στην Αθήνα.
– Διατηρείτε κάποιες αναμνήσεις από την Κρήτη;
-Βεβαίως, πολλές και δυνατές. Είχα πάει και τελευταία, δηλαδή μετά τη μεταπολίτευση, με το Μίκη το Θεοδωράκη, έτυχε να πάω και με τον Κατράκη…
– Και ξαναδέσατε ‘κείνες τις μνήμες…
– Ναι, ναι, βέβαια. Με την Ιθάκη -θα το πω και δεν είναι βέβαια προς τιμήν μου- στην Ιθάκη πήγα τα τελευταία χρόνια. Στην Ιθάκη πήγα για πρώτη φορά -επειδή η οικογένεια του πατέρα μου είχε κατά κάποιον τρόπο ξεριζωθεί- πριν μερικά χρόνια στο Φεστιβάλ, μαζί με τη Βέρα τη Ζαβιτσάνου, που μας είχαν εκεί…
– Σαν τιμώμενα πρόσωπα..
– Ναι, τότε ήτανε που πήγα. Γιατί εμείς με το Θέατρο… Λέω πως όταν πάρω τη σύνταξή μου θα γνωρίσω την Ελλάδα, γιατί εμείς με το Θέατρο το ξενοδοχείο ξέρουμε – όπου πάμε- και το Θέατρο, δε μας μένει καιρός καθόλου να ιδούμε τίποτε. Στην Ανωγή πήγαμε με την αδερφή μου, όπου εκεί υπάρχει κάποιο προγονικό σπίτι, ερείπιο, και μια εκκλησούλα που ήταν της οικογένειας.
– Ποιά είναι η εκκλησία αυτή;
– Ο άγιος Σπυρίδωνας. Την επισκέφθηκα μάλιστα, ήταν εκεί κι ο συγγενής μας αυτός ένας πολυταξεδεμένος άνθρωπος που πήγε παντού και τώρα, στη μεγάλη ηλικία κατέληξε εκεί πέρα κι όπως κατάλαβα εκείνος φροντίζει και το εκκλησάκι. Αυτό υπάρχει από μας εκεί πέρα. Είναι ωραίο. Μούκαμε εξάλλου εντύπωση που η Ανωγή είναι όλο βράχια, αλλά όχι βράχια συνηθισμένα. Σα νάτανε έκθεση γλυπτικής.
– Είναι, βλέπετε και τα μεγαλιθικά μνημεία…
– Ναι, όπως σας είπα μου φάνηκε ο χώρος σαν έκθεση γλυπτικής. Ήταν ωραία. Το εκκλησάκι μας είναι μικρό, υπάρχει όμως στο χωριό και μια μεγάλη, παλιά αξιόλογη εκκλησία, η Παναγία. Η Ιθάκη μου φάνηκε σαν κουκλάκι όμορφη, ήταν τότε που είχαν βάλει φωτιές και λυπήθηκα πολύ. Ο πατέρας μου και οι θείοι μου είχαν πάει στην Κίνα τα παλιά χρόνια εκείνα, μα ο ένας απ’ αυτούς είχε έρθει στο Ηράκλειο όταν εγώ ήμουν 12 χρονών, από τις διηγήσεις του κάτι έμεινε μέσα μου για την Ιθάκη, κάτι σα νοσταλγία, πως να το πω…
– Θα θέλατε αργότερα να κάνετε κάποιο σπίτι εκεί για τις διακοπές σας;
– Ω, βέβαια. Και χώρια απ’ τις διακοπές, θα το ήθελα πάρα πολύ, γιατί -γενικά- μας έχουν κουράσει οι πόλεις. Και μια γωνιά να είχα σε ένα μικρό μέρος, τι θάτανε… Στα Σφακιά υπάρχει της μάνας μου, ερειπωμένο το σπίτι. (Από την οικογένεια της μάνας μου κατάγομαι από αγωνιστές, δηλαδή με τους Τούρκους… Ο αδερφός της ήτανε Μακεδονομάχος, πήγε 18 χρονών και σκοτώθηκε στον πόλεμο…). Υπάρχει ο χώρος δηλαδή με τις καμάρες, είμαστε όμως πολλοί συγγενείς που διεκδικούμε.
– Η Ιθάκη γίνεται σε σας ελκυστική σαν τόπος καταγωγής, σαν όμορφο νησί ή μήπως για την ομηρική γοητεία της;
-Μα… για όλα μαζί. Η Ιθάκη είναι ένα μέρος – μια πατρίδα – για όλους. Δενόμαστε με το χώρο της.
– Στην οικογένειά σας – απ’ ότι βλέπουμε- εσείς δεθήκατε με το θέατρο, η αδερφή σας η κ. Κατίνα Παΐζη με την ποίηση… Από που κληρονομήσατε τα ταλέντα;
– Νομίζω οτι όλα τα παιδιά θέλουν να κάνουν κάποιο θέατρο. Αργότερα κάτι ξεχωρίζεις, κάτι αποφασίζεις… Γιατί, όλοι κάνουμε θέατρο, ιδίως όταν είμαστε παιδιά. Ίσως όμως, θα πρέπει να πω, πως ο ένας απ’ τους θείους μου που είχε πάει στην Κίνα, ο Γιώργης ο Παΐζης, είχε μία επαφή με το θέατρο, είχε κάμει μία “απόπειρα” ήταν μάλιστα ερωτευμένος με μια ηθοποιό εκείνου του καιρού, η οποία πέθανε και στη μνήμη της έμεινε πιστός. Εκείνος είχε ένα δεσμό με το θέατρο κι όπως σας λέω είχε κάμει και μια απόπειρα, κατόπιν έφυγε για την Κίνα, αλλά δεν μπορώ να πω απόλυτα πως έμοιασα εκεί. Παρακολουθούσα βέβαια ό,τι γινόταν και θυμάμαι κάποτε στην Κρήτη -ήμουν παιδί- που είχαν φέρει απ’ αυτά που βάνουν στους δρόμους έναν μπερντέ και λένε “η γυναίκα – λιοντάρι” Δεν ξέρω πως έβρισκα τον τρόπο και τρύπωνα. Και κει λοιπόν, έχω τρυπώσει! Κάποτε πάλι κάποιοι παίζανε τη Γενοβέφα! Και λέω σε μια συμμαθήτριά μου που είχε πιάνο “Ρένα, παίζε εσύ τώρα…” Κι έκανα εγώ το Θάνατο… Αλλά πιστεύω πως αυτό συμβαίνει με όλα τα παιδιά.
– Εκτός από εσάς τις δυο αδερφές – τις γνωστές – άλλα αδέρφια υπάρχουν στην οικογένειά σας;
– Ναι… Ο ένας μου αδερφός που πέθανε τώρα, μετά τη χούντα, είχε τελειώσει δικηγόρος, δούλευε σαν υπάλληλος. Κι είναι ακόμα ένας μεγαλύτερος αδερφός, που έχει τελειώσει δικηγόρος κι έχει “υπάρξει” αστυνομικός.
– Για το θεατρικό Φεστιβάλ Ιθάκης ποιά είναι η γνώμη σας, τι καλό έγινε μέχρι εδώ και τι θα μπορούσε ακόμα να γίνει;
– Κοιτάξτε να ιδήτε. Εγώ πιστεύω ότι η όλη προσπάθεια είναι ενδιαφέρουσα. Είναι μία παρακίνηση, μα ξέρετε όλα αυτά θέλουν λεφτά. Είναι βασικό να μπορείς να κινηθείς, για να βελτιώσεις – ας πούμε – τα πράγματα. Αλλά για την ώρα εγώ το βρίσκω αρκετά ηρωικό. Εκείνο που μου φαίνεται κάπως προβληματικό – δεν ξέρω, ίσως έχω πέσει έξω – είναι που δεν ξέρω κατά πόσο ξεσηκώνεται ο ίδιος ο κόσμος, της Ιθάκης.
– Γενικά, το θέατρο πως το βλέπετε σήμερα, είναι σωστό στην αποστολή του, τι λέει η πείρα κι η αγάπη σας γι’ αυτό;
– Νομίζω – γενικά – πως περνούμε μια ανησυχία περνούμε μια έρευνα, περνούμε “να τολμήσουμε” βέβαια κάτω από φοβερή δουλειά και τα λοιπά. Αυτό ισχύει και για τον τόπο μας δεν ξέρω τι γίνεται αλλού, εδώ είναι ένα πολύ “φοβισμένο” επάγγελμα του ηθοποιού. Υπάρχει πάντα ένα μεγάλο ποσοστό ανεργίας και αυτό παρ’ όλο που οι άνθρωποι είναι προικισμένοι τους κάνει να μην τολμούν πολλές φορές. Δηλαδή, βρήκες κάτι και έχεις απήχηση στο κοινό. Δεν τολμάς να το εγκαταλείψεις. Να τολμήσεις δηλαδή να μην αρέσεις… Να υποσκελίσεις δηλαδή αυτό, που έχουν παραδεχτεί. Έπειτα δεν είναι τίποτε εξασφαλισμένο στο θέατρο, οι συνθήκες είναι πολύ ρευστές. Ακόμα και το ελεύθερο θέατρο. Δεν έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το να μην πιάσει ένα έργο είναι πάρα πολύ σοβαρό. Από την άλλη μεριά, τα κρατικά θέατρα που δίνουνε μια εξασφάλιση του να ετοιμάσεις το έργο και λοιπά, αυτά πάλι είναι παγιδευμένα χρόνια τώρα καθώς εξαρτώνται από το κράτος. Κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί έναν αριθμό ανθρώπων, που δεν σκέφτονται τουλάχιστον να βάλουν τους πιο καλούς τους. Είσαι δεξιός, είσαι αριστερός, είσαι κέντρο, βάλε τους πολύ καλούς σου. Βάνουν όμως και κόσμο για ρουσφέτια. Κι αυτό γίνεται μια μαγιά που δεν κουνιέται ποτέ. Λεφτά παίρνουν πάρα πολύ λίγα τώρα, είναι εξευτελιστικά λίγα. Η αναλογία, σε παλιότερα χρόνια, ο μισθός του πρωταγωνιστή αντιστοιχούσε σχεδόν με ενός υπουργού. Τώρα είναι εντελώς διαφορετικά, αλλά υπάρχει αυτή η εξασφάλιση του ότι πας και παίρνεις το μισθό σου. Αυτό είναι και παγίδα… στο να συμβιβαστείς. Οι άνθρωποι οι ανήσυχοι θα δείξουν πυγμή, θα το προσπαθήσουν, παρ’ όλο που είναι πολύ δύσκολο να στήνεις το πρωί μια μπουγάδα και να πηγαίνεις στο θέατρο… Τα χρήματα που δίνουν για το θέατρο -γενικά, για τον πολιτισμό- είναι λίγα, ενώ ζητάει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Τυχαίνει να ιδείς και μερικά καλά πράγματα, ο σκοπός είναι πόσο αντέχεις, αλλιώς μένεις στη συνταγή που έμαθες. Αφήνω δε, που υπάρχει εδώ και από τους κριτικούς – που δύσκολα κι αυτοί – κούνιονται γιατί συνηθίζουν σε μια άποψη. Δηλαδή εγώ καμιά φορά απορώ “πως μπορεί να είσαι τόσο βέβαιος”. Δηλαδή του κριτικού το επάγγελμα είναι λίγο άχαρο. Οφείλει να είναι βέβαιος, πρέπει να παρουσιάζεται κατασταλαγμένος, ενώ δεν είναι τίποτα κατασταλαγμένο. Στον τόπο μας, σας λέω, το επάγγελμα του ηθοποιού είναι σε δύσκολη θέση. Αν δεν έχει δηλαδή ν’ ακουμπήσεις κάπου και περιμένεις απ’ το μισθό σου – και ήμουν απ’ αυτούς – περνάς πάρα πολύ δύσκολα, κατ’ αρχήν οικονομικά, που έχει επιπτώσεις στην απόδοσή σου. Ο φόβος ότι θα μείνεις χωρίς δουλειά… Γίνεται και έξω – δε μιλώ για τις σοσιαλιστικές χώρες – μιλώ για τ’ άλλα μέρη που κι εκεί υπάρχει θέμα ανεργίας. Μόνο που εκεί όταν πληρωθείς παίρνεις πολλά. Αφήνω δε στον κινηματογράφο… Εκεί ο πιο ριγμένος είναι ο ηθοποιός, απ’ όλους… Γιατί απ’ τη μια μεριά πρέπει να φανεί κι απ’ την άλλη να ζήσει. Να, κάπως έτσι είναι τα πράγματα.
– Υπάρχει κάποιο έργο, κάποιος ρόλος, που αγαπήσατε ιδιαίτερα ή που θα θέλατε να παίξετε;
– Κοιτάξτε να δείτε… Έχω παίξει έργα που μ’ αρέσουν, θάθελα πάλι να τα παίξω καλύτερα και φυσικά υπάρχουν πράγματα που πάντα θα ήθελε ένας ηθοποιός, ας μην τα κατανομάζουμε, γιατί όταν παίζει κανείς ένα ρόλο τον αγαπάει, αλλιώς είναι μια – πως να το πούμε; προδοσία. Βέβαια, συμβαίνει καμιά φορά, επειδή δεν έχουμε τη δυνατότητα να διαλέγουμε και νοιώθεις πως στο ρόλο σου είσαι αντίθετο πράγμα, εντελώς. Και τότε είναι κάποια δυσκολία, αν είσαι εντελώς παραβιασμένος. Πάντως δυο ρόλους που είχα τελευταία μ’ άρεσαν πολύ και η Εκάβη που έκαμα μου άρεσε και ο ρόλος στο έργο του Πιραντέλο. Ήταν κάτι που δούλεψα με ιδιαίτερη αγάπη.
– Αναμφίβολα, το θέατρο είναι ένα μεγάλο σχολείο. Οι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς ανταποκρίνονται στην αποστολή τους αυτή, κατά τη γνώμη σας;
-Υπάρχουν συγγραφείς που είναι αξιόλογοι. Αυτά τα τελευταία χρόνια απ’ ότι είδα το βλέμμα τους είναι σε μία πραγματικότητα, στην κοινωνία, με μια ζωντάνια, μια αμεσότητα πολλές φορές. Νομίζω οτι πράγματι είναι η δουλειά τους σωστή κι ενδιαφέρουσα. Εμένα μ’ αρέσουν οι Έλληνες συγγραφείς.
– Για τους ξένους συγγραφείς, που έχουν παιχτεί εδώ στην Ελλάδα έργα τους τι νομίζετε;
– Ένας δημιουργός δε μένει ποτέ αποξενωμένος απ’ τους καιρούς του. Κι αυτοί που μοιάζουν να γράφουν “υπαρξιακά” κι αυτό είναι στην εποχή τους, μέσα σε περιόδους γνωστές, που επηρεάζονται ανάλογα, όλοι ζούμε σε δύσκολους καιρούς, με την απειλή πολέμου, με την αποξένωση στους ανθρώπους, μ’ αυτή τη βιασύνη που τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, με τα καυσαέρια, με τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και αν δεν τα λες έτσι ακριβώς, σ’ επηρεάζουν πάντως στη γραφή σου, στην ερμηνεία σου…
– Αν δεν φαίνονται άμεσα, διαφαίνονται… Έστω κι αυτά που μπορεί να συλλάβουν οι κεραίες ενός πνευματικού ανθρώπου, κάτι στο κοντινό ή στο μακρινό μέλλον…
– Και τα έργα τα μεγάλα, που λέμε τραγωδίες και λοιπά, που ασχολούνται ας πούμε με την εξουσία, με την εκμετάλλευση, με το αδίστακτο, με τόσα εκτός απ’ την ποίηση… Ο πόλεμος, η φρίκη του πολέμου που είναι ουσιαστικά μια βλακεία, δεν υπάρχει μια φιλοσοφία, μια λογική για τον πόλεμο. Γιατί, γιατί; Για νάχω μια – ας πούμε – χρυσή βρύση; Για νάχω τι; Αλλά και οι άλλοι συγγραφείς, που έχουν ένα άλλο είδος γραφής – μιλούμε για Μπέκετ, μιλούμε για Πίντερ – υπάρχει και σ’ αυτούς. Και υπάρχει και το δράμα του ανθρώπου μέσα σ’ όλα αυτά, ένας δημιουργός είναι δέκτης σ’ όλα αυτά.
– Είναι σε μεγάλο μέρος γνωστοί οι αγώνες και οι αγωνίες που έχετε ζήσει από νεαρό κορίτσι για την ιδεολογία σας, θα σας παρακαλούσα να μας πήτε τι απ’ όλα τούτα σας έχει περισσότερο σημαδέψει τη ζωή.
– Μια που η ζωή μου κι εμένα υπογραμμίστηκε κάπως από την ιστορία του τόπου μας, μια που έτυχε νάμαι μαθήτρια στην κατοχή – με την εξορία μου και λοιπά, εξορία ήμουνα σχεδόν τρία χρόνια – αργότερα αναγκάστηκα να φύγω – με την εφταετία – κι έχω πολλά κενά στην καριέρα μου. Ένα πράγμα που με βοήθησε πολύ – ίσως επειδή ζήσαμε με ελπίδες εμείς, εγώ ανήκω στη γενιά της ελπίδας – εμείς όλο κάτι περιμέναμε. Και περιμέναμε κάτι το εκπληκτικό.
– Δεν ήταν ίσως καλύτερα, από αυτή τη γενιά που σηκώνεται τώρα και δε φαίνεται να κάνει όνειρα;
– Κοιτάξτε… τους καταλαβαίνω. Γι’ αυτά τα παιδιά τα σύγχρονα υπάρχει πιο σαφής, πιο συγκεκριμένη απειλή. Η απειλή ας πούμε του πολέμου… Είναι και άλλα πράγματα, έγινε μια απομυθοποίηση σε όλα. Εμείς, στην κατοχή όταν αγωνιζόμαστε πιστεύαμε οτι αγωνιζόμαστε για την Ελευθερία, για τα ιδανικά. Ακόμα και μετά που νικηθήκαμε… Πάντως, εκείνη η περίοδος μας βοήθησε, το ξεπεράσαμε, όσοι το ξεπεράσαμε. Δεν μας άφησε να κακιώσουμε. Όποια επιθετικότητα κι αν δεχτήκαμε – γιατί δεχτήκαμε – γιατί όντως είμαστε… τρίτης κατηγορίας πολίτες, μας κυνηγήσανε πάρα πολύ, δεν κακιώσαμε! Θέλαμε και το κάναμε! Είχαμε μια επιλογή. Και η επιλογή αυτή μας έδινε το δικαίωμα – ας πούμε – αναπνοής. Και αυτό είναι μέγα όφελος, καταλάβατε; Αυτό με βοηθάει στη ζωή, αυτό μ’ έσωσε. Κάτι έμεινε απ’ την παιδικότητά μας. Και το ότι υπήρχε αυτή η συγκίνηση, αυτή η πίεση, το ότι δεν θέλεις να υποταχτείς, αυτός ο ωραίος θυμός για το άδικο, την κατοχή… Καλά, εμείς ζήσαμε και άμεσα πράγματα στην Αθήνα, πεινάσαμε, αλλά κάναμε τόσα πολλά, είχαμε αβιταμίνωση, ζούσαμε, τοιχοκολλούσαμε, κάναμε θέατρο, ζούσαμε έντονα απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ. Σήμερα, τα παιδιά βλέπουν ότι οι αγώνες των ανθρώπων πήρε άλλη μορφή. Ας πούμε για τους εξοπλισμούς. Ξαφνικά λες τι θα κάμω; Εδώ μπορούν να καταστρέψουν μια πόλη σ’ ένα λεπτό. Αυτό είναι ανασταλτικό. Είναι κι από κοντά η καταναλωτική κοινωνία, που τους οδηγεί κι εγώ δεν ξέρω που. Έπειτα είναι η ανεργία. Τελειώνουν τα παιδιά τα πανεπιστήμια και μένουν μετέωρα. Τότε πέφτουν ή στο “δε βαριέμαι” ή στους τόσους κινδύνους που καραδοκούν. Άλλωστε υπάρχουν δυνάμεις που καλλιεργούν μια τέτοια κατάσταση, γιατί τους βολεύει να πέσει ο νέος στα ναρκωτικά, η φθορά αυτή τους βοηθά γιατί δεν υπάρχει αντίσταση. Εμείς λέγαμε “απελευθέρωση” και πιστεύαμε πως πάμε να κατακτήσουμε την πλήρη ελευθερία, με την ευρύτερη έννοια… Τώρα υπάρχουν πολλά αλλιώτικα, προβλήματα. Εγώ ξεκινώ από κάτι πολύ απλό και δεν μ’ ενδιαφέρει να προχωρήσω αν δεν λυθεί αυτό. Το να υπάρχουν άνθρωποι, παιδιά, που δεν έχουν να φάνε… Το να υπάρχει φυλετικό… Είναι μια ντροπή, αυτός ο πολιτισμός που επικαλούνται έχει στηριχτεί στην εκμετάλλευση.
– Έπειτα απ’ όσα περάσατε εσείς – συλλήψεις, εξορίες, καταδιωγμούς – αν επρόκειτο ό μη γένοιτο να υποστείτε για τις ιδέες σας τα ίδια, θα αισθανόσαστε κάποιο δισταγμό, θαρχόταν κάποια ανθρώπινη στιγμή για το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ;
– Θέλω να σας πω, για νάμαι εντελώς ειλικρινής, εγώ όταν περίμενα να με πιάσουνε – ήταν τότε το ’49 – επειδή δεν ήμουν ένας άνθρωπος καταρτισμένος θεωρητικά, δεν είμαι ούτε ακόμα τώρα, είχα ένα ερώτημα για όλες αυτές τις χιλιάδες τον κόσμο, όταν εμπήκα μέσα στην Ασφάλεια και είδα την κατάσταση και ότι μου συνέβη τότε, παρ’ όλο που εγώ είμαι απ’ τις λίγες που δεν υπέγραψαν δήλωση, ξέρω όμως αξιολογότατους ανθρώπους – και γυναίκες και άντρες – που υπέγραψαν! Εγώ δεν ήμουν σας είπα στη θέση τους, δεν ξέρω τι θάκανα αν είχα τρία παιδιά, με καταλάβατε; Κανείς δεν ξέρει τι θάκανε – πως θα φερόταν – σε μια ορισμένη στιγμή. Γενικά ο άνθρωπος δεν του αρέσει να τον πιέζουν ν’ αρνηθεί πράγματα που πιστεύει και στενοχωριέται πάρα πολύ όταν υποκύπτει. Είναι η πίεση, είναι το στραπατσάρισμα της προσωπικότητάς του, που άμα το υποστείς δεν το συγχωρείς. Και δεν το συγχώρεσε κανένας. Αλλά, σας είπα, υπήρξαν αξιολογότατοι άνθρωποι που σε μια ορισμένη στιγμή ενδώσανε, έπρεπε να φύγουν, ήταν άρρωστοι και λοιπά δε θέλω να τους κρίνω κι ούτε μπορώ να ξέρω τι θάκανα εγώ, αφού δεν μπορώ να πω και για τότε, πέρα απ’ οτι απ’ τη στιγμή που μ’ έμπασαν μέσα στην Ασφάλεια δεν ήθελα να κάμω το χατήρι τους, εντελώς παιδικά. Δεν ήξερα αν ήτανε σκόπιμο πολιτικά, δεν το είχα εντελώς ξεκαθαρίσει, μα είπα “Όχι” παρ’ όλο που μ’ είχαν μπερδέψει και με φοβερίζανε και λοιπά, αλλά τι θάκανα – δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις τι κάνεις, όπως δεν μπορείς να ξέρεις το αν φοβάσαι αν δεν δοκιμάσεις το φόβο. Πάνε όμως να σε προσβάλλουν όταν σου λένε ν’ αποκηρύξεις πράγματα που πιστεύεις – ή την καλή σου τη στιγμή, όταν σου ζητούν να την προδώσεις – είναι βαρύ… Είναι πάρα πολύ ύπουλο. Μα υπάρχουν – έγιναν – τρομερά πράγματα, φρικτά πράγματα και δεν ξέρεις πόση είναι η αντοχή σου.
– Με τη δικτατορία καταφέρατε να φύγετε στο εξωτερικό. Θυμάστε κάτι καλό ή κακό απ’ αυτήν την περίοδο, που θ’ άξιζε ν’ αναφερθεί εδώ;
-Κοιτάξτε… πρώτον μεν με τη δικτατορία δεν είχα δικαίωμα να ταξιδεύω, δεν είχα διαβατήριο. Εγώ, διαβατήριο απέκτησα κάπου ένα χρόνο – κάποιους μήνες – επί Γεωργίου Παπανδρέου. Δε μ’ αφήνανε να πάω ούτε στο Μενίδι, έπρεπε να ζητώ άδεια από την Ασφάλεια. Με τη δικτατορία βγήκα, γιατί σας λέω ήμουν αδειούχος εξόριστος εγώ εδώ, δεν είχα βγει ποτέ μου έξω… Δηλαδή, ερχόταν ένα χαρτί κάθε χρόνο που έλεγε ότι “επανεξορίζεσαι”… Μπορούσαν να με συλλάβουν την όποια στιγμή και να με φωνάξουνε και στο αστυνομικό τμήμα κάθε τόσο… Είκοσι μέρες μετά τη δικτατορία, έφυγα, με τη σκέψη πως ή θα με σταματήσουν στο αεροδρόμιο ή θα φύγω… Το διαβατήριό μου δεν ήταν Παΐζη αλλά με το όνομα του άντρα μου. Για πρώτη φορά σας είπα έβγαινα έξω και δεν ήξερα και γλώσσες, φυσικά ήταν μια επαφή με άλλο κόσμο με άλλες χώρες, σας λέω, πρώτη φορά… Κοιτάξτε, σε τέτοιες περιπτώσεις – όταν είσαι κατά κάποιο τρόπο πολιτικός εξόριστος – δεν σου μένει άλλο. Κι εμένα μου είχαν φκιάσει ένα φάκελλο πολύ ογκώδικο. Διαφορετικά θάπρεπε να περιμένω στο σπίτι μου για να με πιάσουνε. Δεν γινόταν άλλο. Ακόμα και που προσπάθησα να πάω σε κάποιο σπίτι, μου την κλείσανε την πόρτα οι άνθρωποι… Λοιπόν…. η εμπειρία μου στο εξωτερικό: Αν μεν έχεις χρήματα, πας στον κάθε τόπο και λες “κύριοι, ήρθα με τα λεφτά μου στον τόπο σας”. Αν όμως δεν έχεις χρήματα, τότε, σε κυνηγάνε τα πάντα. Έτσι; Τότε, δεσμευμένη είσαι, δυσκολεμένη, από ‘δω, από κει, από παντού. Αυτό είναι μια γενικότητα. Απ’ την άλλη μεριά έχει τη χάρη του να περπατήσεις έξω.
– Εσείς, είσαστε στη Γαλλία τότε;
– Εγώ πήγα στην Ιταλία, πήγα στην Αγγλία, πήγα στη Γαλλία… Και είχα και προβλήματα με την παραμονή μου. Καλά, εκεί είναι τώρα μια άλλη κομπίνα, ας μην τα λέμε πια, γιατί βγαίνουν πολλά στη μέση δυσάρεστα κι όχι μόνο για μένα… Έμεινα αρκετά στην Ιταλία, έμεινα κάποιο χρόνο στην Αγγλία, είχα έμπα – έβγα στη Γαλλία… ο κόσμος είναι ωραίος, παντού συναντάς ανθρώπους… Προχτές είχαν έρθει εδώ δυο φίλοι μου απ’ την Ιταλία, που μούχανε παρασταθεί εκεί. Εγώ δεν ανήκα σ’ αυτούς που είχαν χρήματα για να πω πως “ήρθα για να φάω τα λεφτά μου στον τόπο σας”. Αλλιώς υπάρχει μεγάλη ευκολία να σε κυνηγήσουνε σε συνεργασία με την πρεσβεία που είναι αντιδραστική και με τη αστυνομία. Αυτή είναι η αλήθεια. Φιλοχουντικά στοιχεία υπήρχαν παντού.
– Παρ’ όλο που περισσότερος ήταν ο καιρός που βρισκόσαστε σ’ εξορία, φυλακή ή στο εξωτερικό παρά στο θέατρο, τ’ όνομά σας ήταν πάντα στο προσκήνιο, και – χωρίς να επιδιώξουμε κολακείες – αναφερόταν με σεβασμό και θαυμασμό. Τι νομίζετε πως συνέτεινε σε τούτο, το αναμφισβήτητο ταλέντο σας, η αγωνιστική σας δραστηριότητα ή και τα δυο μαζί;
– Να σας πω, αριστούχο με πήρανε στο Εθνικό Θέατρο και τα λοιπά, αλλά μετά είχα μεγάλα κενά, άμα βάλετε τρία χρόνια την εξορία και τις επιπτώσεις – ας πούμε το πιστοποιητικό, που ζητούσαν, κοινωνικών φρονημάτων – όταν βάλουμε την εφταετία… όλα ξανάρχιζαν κάθε φορά απ’ την αρχή. Όμως ανάμεσα σ’ αυτά τα διαστήματα έτυχε να παίξω, έτυχε να έχω αγαπηθεί, έτυχε να έχω κάποια απήχηση. Δεν μπόρεσα να κάμω τη δουλειά μου όπως ήθελα, ανεξάρτητα όμως απ’ όλα αυτά αν κι έτυχε να παίξω πράγματα σημαντικά ή να με επαινέσουν, δεν είχα ποτέ τη δυνατότητα να κάμω τη δουλειά μου όπως την ήθελα, με όλη μου την αγάπη που έχω γι’ αυτήν. Είχα πολλά κενά κι είχα και θέμα επιβίωσης κι εχρειάστηκε πολλές φορές να πάω έτσι, αλλά ήμουν άνθρωπος που ξανάρχιζα απ’ την αρχή. Εγώ διάλεξα αυτόν τον δρόμο, που είχε και τις επιπτώσεις του και έτσι… επιβιώνω!
-Αναμφίβολα, έξω θα παρακολουθήσατε θέατρο καλό…
-Ναι, ότι μπορούσα το είδα και έκανα και μερικές φτηνές δουλειές, μικρά πράγματα για λόγους επιβίωσης, αλλά στον κινηματογράφο, στην Ιταλία. Βέβαια εκεί κάνεις ένα επάγγελμα. Πρέπει να πούμε οτι ο ιταλικός κινηματογράφος ήταν σε χέρια αριστερά, προοδευτικά κι εγώ ήμουν έξω από τη χώρα μου. Μικρά όμως πραγματάκια, μόνο για επιβίωση, είχα απλά μια επαφή με τους ανθρώπους… Το μόνο που μπορείς να κάμεις και είδα και ορισμένα, όπως κάποιες παραστάσεις στην Αγγλία, ένα Τσέχωφ, ένα Στρίμπεργκ τότε με το Λώρενς Ολιβιέ, στην Ιταλία είδα Ντάριο Φο, είδα Στρέλερ, όπως κι εδώ άλλωστε ότι έρχεται… Αύριο θα πάω και με μια φιλενάδα στους Δελφούς, είναι αυτή η χορογράφος η Πίνα.
– Τι άλλο θα μπορούσατε ή θα θέλατε να πείτε για το Μώλυ;
– Εγώ χάρηκα σαν είδα αυτό το περιοδικό – χωρίς να το λέω επειδή είμαστε μαζί – μου άρεσε και το διήγημά σας και βρίσκω – χωρίς να είμαι τοπικίστρια – ότι κάθε τόπος πρέπει κάτι να παρουσιάζει, πρέπει πια να περιμένουμε απ’ τους εαυτούς μας. Δηλαδή απ’ τις δυνάμεις που υπάρχουν σε κάθε τόπο, τις πνευματικές να συνεννοούνται και να αξιοποιούν ότι διαθέτουν, γιατί πολλές δυνάμεις πάνε χαμένες. Να αξιοποιείται αυτό το λουλούδι που βγάζει κάθε τόπος. Θάναι καλό να ενώνονται κάποιοι άνθρωποι γι’ αυτόν τον σκοπό. Και το περιοδικό αυτό που βγαίνει, παρ’ όλο που ξέρω τις δυσκολίες και για τούτο θα πρέπει, όλοι να βοηθήσουμε. Κάθε τόπος πρέπει να δίνει κάτι αντιπροσωπευτικό. Εδώ είναι η Ιθάκη, ο χαρακτήρας των ανθρώπων, οι ικανότητές τους… Να μη σκορπίζονται όλ’ αυτά. Να ενδιαφερθούν οι άνθρωποι του τόπου για όλ’ αυτά. Και οι δυνάμεις του τόπου, χωρίς αυτό να πάει να πει ότι γινόμαστε στενόκαρδοι. Και δεν είναι ο τρόπος αυτός καθόλου τοπικιστικός, με τη στενή έννοια. Είναι αξιολόγηση, είναι σωστό. Είναι φυσικό οι ίδιοι να το ξέρουν περισσότερο, μα και που θέλει και κάποια παρακίνηση, στους ίδιους τους ανθρώπους εκεί. Πάντως, το Μώλυ είναι ωραίο, μου άρεσε πολύ.
– Κυρία Αλέκα Παΐζη, το Μώλυ σας ευχαριστεί για όσα με πολλή προθυμία μας είπατε για τους αναγνώστες του. Θα θέλαμε οι σελίδες του περιοδικού να ήταν διπλάσιες για να μπορούσαμε να είχαμε μια ευρύτερη συνεργασία μαζί σας. Και πάλι σας ευχαριστούμε.
Περιοδικό «Το μώλυ» τεύχος 2, Οκτώβριος – Νοέμβριος 1988, σελ.81-89