ΜΙΚΡΑ ΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ

Ο μεγάλος μας όμηρος έγραφε (1) για τον πολύτροπο ήρωά του Οδυσσέα, τον Βασιλιά της Ιθάκης, που έζησε εδώ και 3.200 χρόνια.

“………….. και το ρουφούν οι αυθάδεις                                  96

ότ’ είχεν βιόν αμίλητον, όσον δεν είχε άλλος

ήρωας στην μαύρη στερεάν. αλλ’ ούτε’ ς την Ιθάκη

κ’ είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη

τόσα δεν είναι τώρα εγώ να σου τ’ απαριθμήσω

δώδεκ’ αγέλαις’ ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων,         100

και τόσαις χοίρων και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,

του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του

Μαρτυρεί ο Όμηρος πως ο Οδυσσέας είχε ένα τεράστιο πλούτο στην Στερεά από κοπάδια, πρόβατα, χοίρους, που άλλος κανείς δεν τον είχε. Ύστερα από 2.900 χρόνια, τον 18ο αιώνα, ανακαλύπτουμε από τα έγγραφα των Βενετσιάνων προβλεπτών της Ιθάκης, που είναι κατατεθειμένα στο Ιστορικό αρχείο Ιθάκης, τεράστιες εκτάσεις από τον Αμβρακικό Κόλπο, μέχρι τις εκβολές του Αχελώου που ανήκαν σε Ιθακησίους και που τις καλλιεργούσαν ή έβοσκαν τα ζώα τους. Αυτή ήταν εύφορη περιοχή και εφόσον η Ιθάκη ήταν ορεινή και δεν είχε πεδιάδες, οι κάτοικοί της ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια στην περιοχή αυτήν μακριά σε άλλα νησιά και σε ξένη γη.

Είναι άγνωστο από πότε ήταν ιδιοκτήτες των δυτικών ακτών της Ακαρνανίας. Συμβαίνει όμως πως για τον ίδιον λόγο που είχε και ο μακρινός Βασιλιάς τους, να είναι και αυτοί ιδιοκτήτες κτημάτων στην Στερεά, τόσο μακριά από την κατοικία τους, αλλά που τα θιακά τους πλοία, έφερε τις εκτάσεις τους τόσο κοντά. Και δεν ήταν μόνο οι δυτικές ακτές της Ακαρνανίας, ήταν ακόμη και εκτάσεις μέσα στον Αμβρακικό και πιθανόν και στην Λευκάδα, αλλά και στα τριγύρω νησιά, όπως ο Κάλαμος, Καστός, Μεγανήσι και σε όλες τις ακατοίκητες Εχινάδες, σε μια ακτίνα 20 έως 30 μίλια από το Βαθύ.

Δεν υπήρχε λοιπόν διέξοδος για τους Θιακούς κτηματίες και κτηνοτρόφους, παρά να βρουν τα κατάλληλα σκάφη (καΐκια, μονόξυλα και άλλα) και πλήρωμα για να ταξιδεύουν τρεις και τέσσαρες φορές το χρόνο, για να δουν και να επιστατήσουν το βιος τους. Τα θιακά σκάφη τους έλυσαν το πρόβλημά τους για το πως θα πήγαιναν στην αντιπέρα στεριά και στα μικρότερα νησιά για να μπορέσουν να κάνουν τις δουλειές τους. Και αυτά έπρεπε να είναι πολλά. Αλλά πόσο άραγε να ήταν;

Τις απαντήσεις στο ερώτημά μας τις έχουμε από καταστάσεις αφίξεων στην Ιθάκη του τοπικού Υγειονομείου που βρήκαμε σταχωμένες στα έγγραφα των Προβλεπτών Ιθάκης σε αναφορές τους προς την Βενετία. Όλες αφορούν την Διοίκηση Ιθάκης και αρχίζουν από το 1654 και λήγουν στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας στα 1795. Συγκεκριμένα εμείς αναφερόμαστε στις πληροφορίες του Υγειονομικού που αρχίζουν από το 1699, αν και πρέπει να σημειώσουμε πως μερικά σκόρπια φύλλα με πολύ λίγες αφίξεις, υπάρχουν σε οκτώ χρονιές από το 1667 μέχρι το 1699.

Η εργασία μας για λόγους οικονομίας χρόνου, συγκεντρώθηκε σε έξι χρονιές, από το 1699 έως το 1779. Το τεράδιο της κάθε χρονιάς, συνήθως άρχιζε από την 1η Νοεμβρίου και σταματούσε οποτεδήποτε στα μισά του χρόνου. Σημειώνουμε πως ελάχιστα τετράδια ήταν συμπληρωμένα, ενώ από τα περισσότερα μας λείπουν πολλές σελίδες ή είναι σκοροφαγωμένα, ή οι σελίδες έχουν καταστραφεί με τον καιρό και την υγρασία, ή ακόμη είναι αδιάβαστα λόγω κακογραφιών ή τέλος που χάθηκαν από τα αρχεία, όπως συνήθως συμβαίνει. Μόνο η χρονιά 1761 είναι σχεδόν συμπληρωμένη (δεν υπάρχει ο Μάρτιος) που περιλαμβάνει 495 αφίξεις. Υπολογίζουμε πάντως πως έφθαναν στο Θιάκι περίπου δύο σκάφη κατά μέσον όρο την ημέρα, ενώ υπήρχαν και ημέρες που έφθαναν τρία και τέσσερα.

Οι παραπάνω 495 αφίξεις δεν σημαίνουν πως ήταν 495 διαφορετικά σκάφη και πως όλα ήταν Θιακιάς πλοιοκτησίας. Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσα ήταν πραγματικά τα σκάφη της Ιθάκης, γιατί οι πληροφορίες που έχουμε δεν μας δίνουν τα ονόματα των σκαφών, μήτε την χωρητικότητά τους για να μπορέσουμε να τα διαχωρίσουμε. Έχουμε μόνο το όνομα του καπετάνιου και των συντρόφων του, που μας δίνει την ευχέρεια να διαχωρίσουμε τα θιακά σκάφη από τα ξένα. Γεγονός είναι πως υπάρχουν πάμπολλες καταγραφές αφίξεων που είναι κατεστραμμένες εν τούτοις, όπου μπορέσαμε και αναγνωρίσαμε τα ονόματα των συντρρόφων του καπετάνιου, βεβαιωνόμαστε πως τα σκάφη αυτά είναι όντως Θιακιάς πλοιοκτησίας. Πιστεύουμε πάντως με σιγουριά πως 131 ήταν διαφορετικοί πλοιοκτήτες.

Ξεκινώντας με αυτές τις πληροφορίες σαν παράδειγμα παίρνουμε το 1719, σε μια περίοδο 230 ημερών, έχουμε 125 διαφορετικούς πλοιοκτήτες που εξετέλεσαν 483 ταξίδια, ενώ το 1736 σε μια περίοδο 216 ημερών, έχουμε 101 διαφορετικά σκάφη που εξετέλεσαν 399 ταξίδια.

Με τις πληροφορίες που έχουμε για το 1719 που είναι και οι πιο ολοκληρωμένες, βγάζουμε τα εξής συμπεράσματα.

Περίοδος 9.1 έως 11.10.1719, 284 ημέρες με 483 αφίξεις.

Προερχόμενες από τα νησιά                                                            70

Από την Ακαρνανία                                                                            97

Από άγνωστα λιμάνια                                                                        60

Δεν αναφέρεται προέλευση                                                             256

                                                                                                               483

Μη θιακά σκάφη                                                                                  62

Αφίξεις θιακών σκαφών                                                                     421

Όπου διαφορετικοί Θιακοί καραβοκύρηδες ήταν                        125

Μας εκπλήσσει ο μεγάλος αριθμός των θιακών καΐκιών που κυκλοφορούσαν στην κλειστή περιοχή του Ιονίου μεταξύ Ιθάκης – Λευκάδας, Αμβρακικού – Εχινάδων και Οξυάς – Ζακύνθου και Κεφαλλονιάς. Εν τούτοις, το 1706 και 1761 που μελετήσαμε τις αφίξεις του Υγειονομείου με κάπως ολοκληρωμένα στοιχεία, έχουμε παρόμοιες πληροφορίες για τον αριθμό των σκαφών που είχαν Θιακοί καραβοκύρηδες. Π.χ. το 1706 έχουμε 137 σκάφη και το 1761 έχουμε 131 σκάφη. Πιστεύουμε, πως ο αριθμός αυτών των καϊκιών, έμεινε σταθερός σε όλο τον 18ο αιώνα.

Στον επόμενο αιώνα, έχουμε αύξηση των πλοιοκτησίας των σκαφών, βρατζέρων, βριγαντίνων και άλλων και έτσι μειώνεται ο αριθμός των μικρών σκαφών, σαν αντιοικονομικά. Οι πληροφορίες που έχουμε από τα νηολόγια της Ιθάκης για τα μικρά σκάφη της, μας αναφέρουν πως τις χρονιές 1844-7, αυτά εκειμένοντο μεταξύ 38 και 63, με πτωτική τάση, αφού είναι φυσικό γιατί την παραγωγή και την μεταφορά του σταριού, την πήραν τα μεγάλα (βριγαντίνια) και πιο οικονομικά σκάφη της Ιθάκης, που τα μετέφεραν από τον Εύξεινο Πόντο.

Έτσι σιγά – σιγά, εγκαταλείφθηκαν τα κτήματα των μικρών νησιών και της Στερεάς, παρ’ όλο που έμειναν λίγα για μερικά χρόνια ακόμη σε ελάχιστα μικρά νησιά που ήταν ιδιόκτητα από τους ντόπιους χασάπηδες και αυτό μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Τα χωράφια και τα βοσκοτόπια, έπαψαν πια να έχουν το ενδιαφέρον που είχαν τον 18ο αιώνα.

Τα ταξίδια των καϊκιών αυτών ήταν ως επί το πλείστον στα τριγύρω νησιά που ονομάσαμε πιο πάνω και μετέφεραν στο Θιάκι γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Τα προίόντα αυτά, ανήκαν σε Θιακούς και Θιακοί ήταν αυτοί που πήγαιναν στα νησιά ή τις περιοχές της Ακαρνανίας για να τα καλλιεργήσουν, τα βοτανίσουν και να τα θερίσουν. Θιακοί επίσης ήταν αυτοί που είχαν κοπάδια από μεγάλα και μικρά ζώα που τσοπάνηδες επίσης Θιακοί τα έβοσκαν και τα πρόσεχαν. Οι ιδιοκτήτες πήγαιναν πολλές φορές στα νησιά που έτρεφαν τα ζώα τους, για να τα επιστατήσουν και να μεταφέρουν κάποιον αριθμό στο Θιάκι για σφαγή.

Μεγάλη κίνηση προς τα μικρά νησιά από το Θιάκι, έχουμε τρεις φορές τον χρόνο. Η πρώτη είναι για να γίνει η σπορά (τον Γενάρη), η δεύτερη για το βοτάνισμα (τον Απρίλη) και η τρίτη με το θέρισμα του σιταριού (Ιούλιο – Αύγουστο). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, μετέφεραν πολλούς εργάτες, άνδρες, γυναίκες και τα παιδιά τους και αφού τέλειωναν την εργασία τους, ξαναγύριζαν στο Θιάκι. Σημειώνουμε ένα και μόνο καΐκι Γενάρη μήνα που μετέφερε από τον Κάλαμο 51 εργάτες, εργάτριες και παιδιά.

Πόσοι ήταν άραγε το πλήρωμα των σκαφών αυτών. Πρώτα έχουμε τον “καραβοκύρη” όπως τον ονόμαζαν οι Υγειονόμοι (σανιτάδες) τον καπετάνιο και ακολουθούσαν οι “σύντροφοι”, που αν ήταν θιακό το σκάφος τους υπάρχουν στα αρχεία όλοι ονομαστικά. Ο συνηθισμένος αριθμός των συντρόφων ήταν τέσσαρες. Πέραν του πληρώματος, σχεδόν πάντοτε τα σκάφη μετέφεραν και επιβάτες (πασαντζέρους), τους οποίους επίσης ο υγειονόμος τους κατανόμαζε, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις ήταν Θιακοί.

Με τον αριθμό αυτόν του πληρώματος, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των σκαφών που υπολογίζουμε πως είχε η Ιθάκη στις αρχές του 18ου αιώνα, ο αριθμός των ναυτικών της Ιθάκης που υπηρετούσε στα μικρά σκάφη πρέπει να ήταν γύρω στους 600 άνδρες, όταν ο πληθυσμός του νησιού ήταν 2.500, ώστε άνετα μπορούμε να ονομάσουμε την Ιθάκη πως τον 18ο αιώνα, ήταν ένα ναυτικό νησί.

Τα φορτία που μετέφεραν από την Στερεά και τα τριγύρω νησιά, ήταν σιτηρά, (στάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη) ψάρια, ξύλα τέχνης, ξύλα της φωτιάς, χρυσόξυλα (3). Αυτά βέβαια προορίζονταν για να συμπληρωθούν οι ανάγκες της Ιθάκης. Σημειώνουμε, πως πολλά σκάφη επέστρεφαν στο μεγάλο νησί άδεια χωρίς φορτίο, ίσως γιατί πήγαιναν στα μικρότερα νησιά άλλα εφόδια που χρειάζονταν.

Συμπερασματικά, το τόσο ταλαιπωρημένο Ιστορικό Αρχείο Ιθάκης, παρ’ όλες τις δύσκολες περιόδους που έχουν υποστεί τα έγγραφά του, μας δίνει μέσω του Βενετσιάνικου Υγειονομείου που κρατούσε με τάξη, αλλά με τις κακογραφίες, ανορθογραφίες του στα ελληνικά, στοιχεία των αφίξεων όλων των σκαφών, μικρών και μεγάλων, με το πλήρωμα και τα φορτία τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ομήρου Οδύσσεια, μετάφρ. Ιακ. Πολυλά, ραψ. Ξ 96-105
  2. Viscount Kirkwall, Four years in the Ionian Islands, τ. 2, Λονδίνο 1864, σ. 302. Εκεί αναφέρει πως το 1620 και το 1760 είχε 2.500 κατοίκους, ενώ το 1798 τους υπολογίζει σε 8.000 ψυχές. Είναι πιθανόν το νησί το 1620 να είχε 2.500 κατοίκους, είναι όμως απίθανο 1760 να είχε τον ίδιο αριθμό και συνάμα ύστερα από 38 χρόνια να “απογειώθηκε” ο πληθυσμός στις 8.000. Καταλήγουμε πως, εάν είναι σωστές οι απογραφές για το 1620 και το 1798, πρέπει να έχει κάμει κάποιο λάθος για το 1760, δηλαδή ο πληθυσμός πρέπει να ήταν περισσότερο από 2.500 κατοίκους.
  3. Χρυσόξυλο ή legna scodano ή legna giallo: ξυλεία βαφής που παράγεται στην περιοχή του Μεσολογγίου. Βλ. Νίκος Στ. Βλασσόπουλος, Η ναυτιλία των Ιονίων νήσων, 1700-1864, Αθήνα 1996, τ. Α’, σσ. 265-6), τυρί, ζώα (βουβάλια, βόδια, αγελάδες, πρόβατα, τραγιά ακόμη και άλογα)

Σημείωση: Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από το Ιστορικό Αρχείο Ιθάκης, αρχείο Βενετικής Διοίκησης (17ος-18ος αιώνας) στους φακέλους των διαφόρων διοικητών Ιθάκης (Προβλεπτών).

ΝΙΚΟΣ ΣΤ. ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ερευνητής

Φωτογραφία: Μικρά σκάφη στο Λιμάνι του Βαθέως Ιθάκης (Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.