ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ, ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΟΣ
Γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας από την Ιθάκη, από τα σημαντικότερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας (με το κωδικό όνομα Αλέξανδρος Δημητρίου), με την οποία ήλθε σε επαφή το 1816, όταν γνωρίστηκε με τον Σκουφά στην Οδησσό. Εν τούτοις φαίνεται ότι ήδη γνώριζε, όχι μόνο την ύπαρξη της Εταιρείας, αλλά και πολλές από τις λειτουργικές διαδικασίες της, αφού κατά την γνωριμία του με τον Σκουφά παρουσιάστηκε ως συγγενής του Καποδίστρια και, κατά τα λεγόμενά του, θα πήγαινε να τον συναντήσει για σοβαρές υποθέσεις. Ο Σκουφάς πιστεύοντας στα λεγόμενα του Γαλάτη, τον θεώρησε κατάλληλο για την μυστική οργάνωση και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Ο Γαλάτης έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό και υποσχέθηκε ότι θα εργαστεί με ζήλο. Ζήτησε όμως επίμονα να μάθει από ποιους αποτελείτο η Άγνωστος Αρχή, και ο Σκουφάς μη θέλοντας να του αποκαλύψει την αλήθεια, του απάντησε ότι αυτή έχει την έδρα της στην υπόδουλη Ελλάδα. Στη συνέχεια τον εφοδίασε με συστατικές επιστολές για τον Τσακάλωφ και τον Κομιζόπουλο που βρίσκονταν στην Πετρούπολη και τον παρακάλεσε να αναλάβει να πείσει τον Καποδίστρια να δεχθεί την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας.
Ο Γαλάτης πήγε πρώτα στη Μόσχα, όπου γνωρίστηκε με τον πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο Φιραρή, και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Κατήχησε επίσης και άλλους Έλληνες της εκεί ελληνικής παροικίας, όπως π.χ. τους Ηπειρώτες έμπορους Μάνθο Ριζάρη, Ν. Πιτζιμάδη και Κων. Πεντεδέκα, που αργότερα έγιναν από τα δραστηριότερα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Φτάνοντας κατόπιν στην Πετρούπολη, εμφανίστηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια και του αποκάλυψε τον σκοπό της αποστολής του. Ο Καποδίστριας όμως, διαφωνώντας με τα επαναστατικά αυτά σχέδια, φάνηκε επιφυλακτικός, δεν δέχθηκε την αρχηγία που του προσφερόταν, ούτε και οποιαδήποτε άλλη συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα κι επιπλέον, μέσω του Γαλάτη, διαμήνυσε στην Φιλική Εταιρεία να σταματήσει αυτές τις επαναστατικές ενέργειες. Παρά την αντίθεσή του όμως στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, στη συνέχεια προσπάθησε να αποσοβήσει τον κίνδυνο που διαγράφτηκε να φανερωθούν τα μυστικά της, όταν η τσαρική αστυνομία συνέλαβε τον Γαλάτη για “την κακήν και άφρονα διαγωγήν του” και τον υπέβαλε σε ανακρίσεις. Τότε, μετά από συνεννόηση με τον τσάρο, ο Γαλάτης αποφυλακίστηκε και εστάλη στο Ιάσιο όπου τέθηκε υπό επιτήρηση.
Κατά την παραμονή του στις Ηγεμονίες ο Γαλάτης έδρασε και πάλι υπέρ της Φιλικής Εταιρείας, κατηχώντας πολλά σημαντικά πρόσωπα και ανάμεσά τους τον Γεώργιο Λεβέντη, τον αντικαταστάτη του γενικού προξένου του ρωσικού προξενείου. Εν τούτοις η συμπεριφορά του έγινε αφόρητη, για την απειθάρχητη και σπάταλη ζωή που έκανε, πέφτοντας μάλιστα σε αξιόποινες και πολλές φορές επικίνδυνες παρεκτροπές, μέχρι του σημείου να κατηγορηθεί για αργυρολογία, ενώ πολλά από τα έγγραφά του έπεσαν στα χέρια του ηγεμόνα Ι. Καλλιμάχη. Οι επικίνδυνες συνέπειες που συνεπάγονταν όλα αυτά αποφεύχθηκαν με την επέμβαση του Γ. Λεβέντη, ο οποίος παρέστησε στον ηγεμόνα τον Γαλάτη σαν άνθρωπο φλύαρο και ανόητο, που γι’ αυτούς τους λόγους είχε εκδιωχθεί από την Ρωσία, και τον έπεισε να κάψει τα έγγραφα μπροστά του και να απελάσει τον Γαλάτη από την Μολδαβία.
Ύστερα απ’ όλ’ αυτά τα γεγονότα ο Γαλάτης, με την συνοδεία του Κ. Πεντεδέκα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Κι εκεί όμως, παρά τις φιλικές διαθέσεις του Τσακάλωφ, του Αναγνωστόπουλου και του Σέκερη, συνέχισε την προκλητική του συμπεριφορά, ζητώντας από τους Φιλικούς χρήματα και απειλώντας ότι θα προδώσει τα μυστικά τους. Έγινε γνωστό μάλιστα ότι μια μέρα πήγαινε στο σπίτι του Χαλέτ εφέντη με σκοπό να του αποκαλύψει τα μυστικά της Εταιρείας, στον δρόμο όμως μεταμελήθηκε, γιατί τον επέπληξε ένας γνωστός του, στον οποίο είχε ομολογήσει την πρόθεσή του.
Δεν είναι γνωστό αν τα μέλη της Αρχής αποφάσισαν την οπωσδήποτε εξόντωσή του, ή αν έδωσαν οδηγίες στον Τσακάλωφ να αποφασίσει ο ίδιος, ανάλογα με την στάση που θα τηρούσε στη συνέχεια ο Γαλάτης. Στην συγκεκριμένη στιγμή όμως, πήραν την απόφαση να τον περιορίσουν, για να μη μπορεί να απειλεί την δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρείας. Στη συνέχεια δε ο Γαλάτης πείστηκε να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με τον Τσακάλωφ και τον Δημητρόπουλο για τη Μάνη, όπου του ανατέθηκαν καθήκοντα κατηχητή. Όταν έφτασαν στην Ύδρα, μπήκαν σε άλλο πλοίο για τις Σπέτσες, αλλά στο μεταξύ διέκοψαν το ταξίδι τους στην Ερμιόνη, για να επισκεφτούν τις αρχαιότητες. Εκεί φαίνεται ότι και πάλι ο Γαλάτης έδειξε σημεία ύποπτης συμπεριφοράς, γιατί ζήτησε να πάει στην Τριπολιτσά για να επισκεφτεί όπως ισχυριζόταν, έναν φίλο του γιατρό Επτανήσιο. Την ώρα που περιφέρονταν στον χώρο με τις αρχαιότητες, ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε τον Γαλάτη από πίσω. Γυρίζοντας ο Γαλάτης τράβηξε το ξίφος του και επιτέθηκε κατά του Δημητρόπουλου, ο οποίος τον πυροβόλησε για δεύτερη φορά, σκοτώνοντάς τον.
Μετά τον φόνο του Γαλάτη, ο Τσακάλωφ κατέφυγε κατ’ αρχάς στη Μάνη και στη συνέχεια στην Ιταλία. Ο Ν. Υψηλάντης στα Απομνημονεύματά του, εξιστορώντας τα σχετικά με τον φόνο του Γαλάτη, δικαιολογεί την πράξη αυτή, η οποία έγινε “εν ονόματι της ελευθερίας της πατρίδος“. Θεωρεί όμως ότι η μνήμη του Γαλάτη, που χάθηκε εξ αιτίας της επιπολαιότητάς του, πρέπει να είναι σεβαστή από τους συμπατριώτες του, γιατί υπήρξε το πρώτο θύμα στην προσπάθεια για την απελευθέρωση του Έθνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Εγκ. “ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ”, εκδ. “ΠΑΠΥΡΟΣ”, © 1985, 1996, τομ. 16ος
Εμμανουήλ Ξάνθου: “ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, εκδ. “ΒΕΡΓΙΝΑ”, © 1996