Ο «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ» ΤΣΗ ΤΑΒΕΡΝΑΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΗ
Στο μπαλκόνι των Μαντζαράτων, με τη θέα του Βαθυσάνικου πέταλου ν’ απλώνεται μονή ή διπλή στ’ “αψιχάλιστα” ή “ψιχαλισμένα” μάτια των καλοκαιρινών της μουστερήδων, δίπλα στο σουλουπωμένο Μπιρμπιλαίικο, βρισκόταν στραβοβαλμένο κι ασουλούπωτο το μικρομπακάλικο – “ταβέρνα του Μπουρή”, του μπάρμπα – Μάσου του Τρούπου, για όσους δυσκολεύονταν στα παρατσούκλια ή αρέσκονταν στις ταυτότητες. Οι προδιαγραφές του χώρου ήταν οι λεγόμενες “τσ’ ανάγκης”, και το μικρομπακάλικο κακοφύτρωσε στο καλό χώρο του μικροσπιτιού, που έβλεπε το δρόμο, κι άφηνε κι έστηνε “τη μπόχα του” για το λιανεμπορικό του σκοπό. Δίπλα ήταν το υπνοδωμάτιο κι ο απομέσα υπόλοιπος χώρος με το χωμάτινο δάπεδο, που απέπνεε κατά τον κυρ – Κίμωνα το Ματαράγκα “συμφωνία οσμών ορνέλλας και μούργας”, η αποθήκη με τα κρασοβάρελα και τα πλιθάρια του λαδιού. Το μικροπαντοπωλείο λειτουργούσε ολοχρονίς, και η ταβέρνα τα καλοκαίρια και καιρού επιτρέποντος, γιατί ήταν υπαίθρια και κάλυπτε μέρος του καρόδρομου. Δυο – τρία ξύλινα ανισόρροπα τραπεζάκια με δέκα ψάθινες καρέκλες ήταν η κινητή της περιουσία, που φιλοξενούσε την καθημερινή πελατεία της γειτονιάς. Η ταβέρνα διέθετε κατ’ αποκλειστικότητα και κατ’ οικονομία ντόπιο ή περαχωρίτικο κρασί και τσίπουρο. Θιακό, μαυροδάφνη και λίγο μοσχάτο, αν περίσσευε απ’ τους παπάδες. Το μπακάλικο διέθετε μπακαλιάρο, σαρδέλλες, ντόπιες ελιές, όσπρια, χοντρά μακαρούνια, βρώμη, πίτουρα, καλαμποκίτικο, χαλβά Αργουδέλη και σκούπες. (Όσοι ξεραθυμίζανε με λακέρδες, μπρίκια, αυγοτάραχα Μεσολογγίου, χαβιάρια και πόρετζι ή άλλα αποικιακά, κι όσοι λιγουρευότανε κονιάκ απροσδιορίστων αστέρων, ούζο Κονιόρδου, μπύρα Μάμου και τσιτσιμπύρα Φέσκου, κατέφευγαν στα μπακάλικα της Χώρας ή σ’ εκείνο του Αλιφόση). Ο μεζές της ταβερνας ήταν σκέτος αλατισμένος μπακαλιάρος “σε σκίζες ή σε φέρσες”, ξετιναγμένες σαρδέλλες του αλατιού και κολυμπάδες ή τσακιστές χωρίς ψωμί, όλα μεζέδες – κράχτες του κρασιού, οι κατά Λώλον “κρασομεζέδες τση συφοράς”.
Την είσοδο της ταβέρνας τη πρασινο – σημάδευε το κούτσουρο μιας κληματαριάς, που στεφάνωνε κλασικότροπα με φύλλα και σταφύλια το χώρο πάνω απ’ το περβάζι της πόρτας και του θεόστραβου παράθυρου με το φρεσκοβαλμένο στόκο, σε δυο νιοσπασμένα τζάμια, που μόλις τ’ άλλαξε ο Μαρινάκης, όπως πρόδιναν και τα δαχτυλικά αποτυπώματα της χερούκλας του, που έμειναν σαν υπογραφή του καλλιτέχνη στο τζάμινο έργο του. Στην άλλη πλευρά της πόρτας με τη φιλόξενη τρύπα στο κάτω δεξιό μέρος για τις γάτες και τα ζωντανά, ήταν ο τενεκές μυτιλινιάς σαρδέλλας, που ήδη μετανιωμένος κι αναβαπτισμένος αγίαζε, φέροντας ένα πελώριο, πλατύφυλλο βασιλικό, που όσο τον πότιζαν μ’ αποζούμια κι αποπλύματα, τόσο εκείνος αρωμάτιζε και μοσχομύριζε τις ροζιασμένες παλάμες των μουστερήδων, που δεν παρέλειπαν να τον χαϊδέψουν στο έμπα και το έβγα τους, χωρίς παραδόξως να τον κατσιάζουν.
Ποιοι ήταν οι μουστερήδες; Όλοι οι γείτονες και παραγείτονες που τους ανέβαζε η παρέα, που θ’ ανακάτωνε την κρασοκατάνυξη με τα λιγοστά δρώμενα στον κάμπο με τ’ αμπέλια και τα λιοστάσα. Ήταν οι Πιππαίοι κι οι Ραζαίοι της διπλανής πόρτας. Εκεί, με τη θέα ενός άλλου κόσμου στα πόδια τους, που ζούσε εξαργυρώνοντας τη θάλασσα και τα πλούτη της, που εμπορεύονταν “του μπιστιού” ή “τσι μετρητοίς” (“εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν”) ανάλογα με τα βαλάντια, ο Μενέρης, ο Ψίλλιας, ο Ανανίας, ο Κοντόγιωργας, ο Πορδοκιός κι άλλοι πιστοί των αμπελώνων και των λιοστασιών του κάμπου, κατέφθαναν με το γεμάτο κολοκύθι κρεμασμένο στη μέση, για ν’ απολαύσουν λίγη ξεγνοιασιά και ν’ ανασάνουν τον αέρα της πόλης, φιλτραρισμένο στο κρασί της σοδιάς τους. Εκεί ζούσαν για λίγο μακριά απ’ τις “σπιτικές μέριμνες”, έτσι όπως τις εξέφραζε ο γλωσσοκοπανισμός των συμβίων τους και τα καμώματα των βλαστών τους, μέχρι κι εκείνα “να πάρουν την άγουσα” – εξέπεμπε μαγεία λύσης προβλημάτων ετούτη η μισοακατάληπτη φράση – στα καράβια, στο εξωτερικό ή εκείνες να “καταπλεύσουν πλησίστιες στο λιμάνι των υφάλων της εις γάμου κοινωνίας στο Γαρδελάκι ή τον Άι – Νικόλα των ξένων”.
Οι μουστερήδες παράγγελναν τρεις – τέσσαρες σαρδέλες ή πέντ’ έξι κολυμπάδες, βγάζαν την κολοκύθα απ’ τη μέση και απολάμβαναν την παραγωγή τους μέχρι τελευταίας ρανίδος, μια συνήθεια καθόλου συμφέρουσα και αρεστή στον ταβερνιάρη, που έβλεπε τη στάθμη των βαρελιών του να μένει στάσιμη ή τα πιοτά του να μένουν στο ράφι. Με άγραφο νόμο ή καθιερωμένη συνήθεια, η κολοκύθα του κάθε νοικοκυραίου ούτε κερνιόταν, ούτε μοιράζονταν. Ήταν γα προσωπική και μόνο χρήση, κάτι σαν δικαίωμα παραγωγού, που το εξαντλούσε μέχρι σταγόνας. Από την άλλη μεριά με πέντε θρούμπες και “δυο νυχιές μπακαλιάρο” οι εισπράξεις τρωγότανε “τσ’ επισκευές τω καρεκλώνε που τσι ξεταφιάζανε εδεγιέτσι”, όπως παραπονιότανε ο Μπουρής στην παρέα του κυρ – Κίμωνα, του συμβολαιογράφου. Η παρέα του κυρ Κίμωνα του Ματαράγκα ήταν εκείνη, που κατά πολλούς συνέβαλλε σιωπηρά στην αλλαγή του καθεστώτος, και την επιβολή του περιώνυμου “Κανονισμού του Μπουρή”. Κατ’ άλλους, η κακή επιχειρηματική πορεία των πραγμάτων έπρεπε ν’ αντιστραφεί, και ψάχνοντας εναγωνίως τα κιτάπια του Ερμή βρέθηκε η μέση λύση. Η ταβέρνα του Μπουρή θα διέπονταν πια από “κανονισμό” που θα ρύθμιζε τις σχέσεις της με τους “μουστερήδες τση καλοκύθας”. Η αλλαγή έλαβε χώρα, σε συνενόηση προφανώς με την παρέα του κυρ – Κίμωνα, μέρα που βρίσκονταν εκεί και οι “μουστερήδες τση Χώρας”, πρόσωπα που υπαγόρευαν με την παρουσία τους και μόνο, ήπια και σιωπηλά στους “αποδέλοιπους”, μια άλλη εκδοχή του “εν ονόματι του νόμου… αλά Μπουρή”!
Πήρε το στρατσόχαρτο και το καλαμάρι ο Μπουρής και “ορνιθοσκάλισε” τα παρακάτω που όχι μόνο ρύθμισαν σοφά τις σχέσεις των μερών, αλλά και άφησαν το ταβερνείο ένδοξο στη θιακιά ιστορία του κλάδου. Όταν το ανάρτησε με μια ξυλόπρογκα και τέσσαρες ευήχεις σκερπανιές σηκώθηκε ολόρθος ο κυρ – Βαγγέλης ο Παξινός, ο των Μονοπωλείον και χειροκρότησε, πράγμα που είπαν, πως έδειχνε τη συναίνεση της παρέας, που χάλαγε περισσότερα στο κρασί και λιγότερο στους μεζέδες, ολοφάνερη ένδειξη των απωλειών της ταβέρνας. Οι ευκατάστατοι και ευϋπόληπτοι “μουστερήδες τση Χώρας” που είχαν κατοχυρώσει άλλη “ελευθεριότητα”, κουβαλάγανε, σε αντίθεση με τα κρασο – κολοκύθια, σπιτικά φαγητά – σκορδαλιές, κεφτέδες ή σαβόρα – και την συναποτελούσαν εκτός του κυρ – Κίμωνα και του κυρ – Βαγγέλη, ο κυρ – Αλέκος ο Λαΐνης, ο κυρ – Χρήστος ο έμπορας, ο της Τραπέζης, ο κυρ – Παναγιώτης ο Ζαχαράτος, ο των Ταχυδρομείων κι ο κυρ – Βαγγέλης ο Παΐζης, ο των μεγαλοκτηματιών. Όλοι επώνυμοι με επώνυμες εργασίες και επώνυμους τρανταχτούς τίτλους, που άφηναν καλοκαιριάτικα, εβδομαδιαίο, τουλάχιστον, οβολό παχυλής επιβίωσης στο λιτοδίαιτο παγκάρι του Μπουρή, που όταν τους έβλεπε, άλλαζε… πατσαβούρα!
Ο χορός της αισιοδοξίας, της απαισιοδοξίας και της ματαιοδοξίας σε μια επαναλαμβανόμενη καντρίλλια, στις καρέκλες του Μπουρή “εδεγέτσι για το παλάντζο”, που λένε…
Να τι περιλάμβανε το περιώνυμο κείμενο του “Κανονισμού του Μπουρή” που συνοψίστηκε σε δυο φράσεις:
Κανονισμός
1. Όλοι οι πελάτες έχουν το δικαίωμα να φέρνουν μαζί τους το κολοκύθι με το κρασί τους και να το πίνουν χωρίς να κερνάνε.
2. Όταν τελειώσει το κρασί τους, τότε μπορούν να ζητήσουν το μεζέ του μαγαζιού και από τότε αρχίζει η πληρωμή. (Με την προοπτική οτι ο μπεκρομεζές θα προκαλούσε, και το κρασί της ταβέρνας κι ο λογαριασμός θ’ ανέβαινε, όσο τα βαρέλια κατέβαιναν, όπερ και το ζητούμενον).
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΠΑΙΖΗΣ – ΔΑΝΙΑΣ
(Από αφήγηση του Γιάννη Κανδυλιώτη και περιέχεται στα ΙΘΑΚΗΣΙΑΚΑ – ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ του 2006.