Ο ΜΟΛΦΕΤΑΣ ΚΑΙ Η ΙΘΑΚΗ
Εχουν περάσει πολλάχρόνια, από τότε που ο Μολφέτας, ο μεγάλος Κεφαλονίτης Σατυρικός, φάνηκε στον ποιητικό ορίζοντα με το θρυλικό «Ζιζάνιον», καθρέφτη της σατυρικής του ιδιοφυΐας, σκορπίζοντας το γέλιο και τη χαρά σε μικρούς και μεγάλους. Γεννημένος στο Αργοστόλι το 1871, έδειξε γρήγορα το ποιητικό του δαιμόνια καλλιεργώντας τον στίχο από τα παιδικά του χρόνια. Εγκατέλειψε πρόωρα τις σπουδές του στην Νομική Σχολή για να εκδώσει τις σατυρικές εφημερίδες «Αίσωπος και Κολόμπος» και στα τέλη του 1892 άρχισε η θριαμβευτική πορεία του Ζιζανίου, ενώ ο καθημερινός τύπος του αφιέρωνε τα πιο κολακευτικά σχόλια.
«Νέος Σουρής ανεφάνη στον ποιητικό ορίζοντα, έγραφε ο Γαβριηλίδης στην Ακρόπολη. Γεώργιος μεν και αυτός το όνομα Μολφέτος δε το επίθετο. Είναι Κεφαλλήν, εικοσαετής με έξυπνη φυσιογνωμία και όλο γελά. Το περίεργο ύφος, η ευφυΐα, η πλοκή των στίχων και η ύλη των, όλα έχουν μίαν σπανίαν πρωτοτυπίαν».
Στην έκδοση αυτή εύρισκε κανένας την ζωντανή αναπαράσταση της Επτανησιακής ζωής που βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, δοσμένη σε μία αβίαστη γλυκειά γλώσσα, κράμα Δημοτικής και καθαρεύουσας, διανθισμένη με ξένα γλωσσικά ιδιώματα που επικρατούσαν στα Επτάνησα. Σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις, διαφόρους τύπους της εποχής, πολιτικούς, δικαστικούς, ακόμη και ιερωμένους, μοίραζε απλόχερα την ευθυμία και τη χαρά, αφού οι σατυριζόμενοι, τις περισσότερες φορές γελούσαν.
Το 1915 ο Μολφέτας απεφάσισε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του άλμα μεταφέροντας την έδρα του «Ζιζανίου» στην Αθήνα. Στην πρώτη του έκδοση αναγγέλοντας την απόφασή του, τονίζει οτι δεν είναι σκοπός του να ανταγωνισθεί τον Σουρή, αναγνωρίζοντάς του τα πρωτεία:
«Τον σκοπόν μου, κατά πρώτοις, εν ολίγοις εξηγώ
μες τους πρόσφυγες τους τόσους, πρόσφυξ έρχομαι κι εγώ
μην νομίζετε πως ήρθα μες τη Χώρα τη Μεγάλη
να βαρτώ με τον Σουρή.
Ο Σουρής του στίχου πάντα τα πρωτεία θα κρατεί
κι άλλο χέρι δεν το φτάνει, το πολύτιμο στεφάνι του μεγάλου ποιητή».
Αλλά και ο Σουρής τον υποδέχθηκε εξίσου εγκάρδια αποδίδοντάς του την φιλοφρόνηση.
«Εκείνο της Κεφαλονιάς το φοβερό ζιζάνιο
πώχει και στίχους μουσικούς κι είναι και πνεύμα σπάνιον,
εγκαθιδρύθη κατ’ αυτάς εις τας κλεινάς Αθήνας,
μα κι από δω δεν θα ξεχνά ποτέ τους Κεφαλλήνας».
Μέρα με την ημέρα, ο Μολφέτας γινόταν περισσότερο δημοφιλής και μαζί μ’ αυτόν και το «Ζιζάνιον» που έφθασε να πουλιέται σε 5.000 τεύχη, αξιοζήλευτο ρεκόρ της εποχής για δεκαπενθήμερη εφημερίδα. Φαίνεται όμως οτι οι εκδόσεις εκείνες απετέλεσαν το κύκνειο άσμα του ποιητή. Λίγους μήνες αργότερα αρρώστησε βαρειά και στις 2 Ιουλίου του 1916 «εκείνο το γλυκόλαλο του Αίνου αϊδόνι» όπως τον είχαν αποκαλέσει, σταμάτησε για πάντα το κελάηδημά του. Ο θάνατός του λένε, προήλθε από πυώδη νεφρίτιδα.
Ο Μολφέτας δεν υπήρξε μονάχα αριστοτέχνης του στίχους λαξευτός αλλά και πολυγραφότατο αφού οι στίχοι του υπολογίζονται σε περισσότερο από διακόσιες χιλιάδες. Αλλά τα τεύχη του «Ζιζανίου» που διασώθηκαν είναι σπάνια και εξαιρετικά δυσεύρετα.
Κλείνοντας το σύντομο βιογραφικό σημείωμα του μεγάλου σατυρικού, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα αριστουργηματικό ποίημά του που δημοσιεύθηκε κατά την πρώτη προσπάθεια των Θιακών, να βρουν το λείψανο του Παπουλάκη την εποχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Αξίζει να σημειωθεί οτι το ποίημα αυτό δεν υπάρχει στα άπαντά του, αλλά το διέσωσε στην μνήμη του και μου το μετέφερε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Γεράσιμος Χρυσάφης, η «ζωντανή εκείνη εγκυκλοπαίδεια» όπως τον θυμούνται οι παλιότεροι:
«Αυτάς λοιπόν τας φοβεράς ημέρας του πολέμου,
τας έφερεν ο Κάϊζερ, ο εστεμμένος δαίμων
και εν εποχή τρομακτική, που τρίζει το κανόνι
δουλειά δεν είχαν οι Θιακοί, οι προσφιλείς γειτόνοι,
και τέλος πάντων τζίτζικας τους μπήκε στο μυαλό τους
να βγάλουν έναν Άγιο και εκείνοι στο χωριό τους.
Αφού απελπιστήκανε κι έχασαν την ελπίδα τους
και αφού ποτέ δε βγάλανε, βουλευτή στην επαρχία τους.
Έτσι λοιπόν εσκέφθηκαν να βγάλουν έναν Όσιο
και να νταραβερίζονται κι αυτοί με το Δημόσιο.
Λεπτομερώς τα πράγματα, ιδού πως εξηγούνται
εις τον οπίσω Αετόν είχε πεθάνει προ ετών καθώς μου εδιηγούνται
ένας καλογερόπαπας, καλός ο μακαρίτης
Πατρίκιος ονομάζετο, του Μπάμπη ίσως συφφαμελίτης,
όστις εν ζήλω πίστεως στον κόσμο είχε ζήσει
και τον εθάψαν οι Θιακοί κοντά σ’ ένα ξωκκλήσι.
Πάντα την είχαν οι Θιακοί τη σκέψη στο κεφάλι
πως το νησί τους Άγιο γρήγορα θε να βγάλλει.
Και μιαν αυγήν πολύ ενωρίς, τους ξύπνησαν οι κοκκόροι
και άρχισαν με το λάλημα να παίρνουνε τα όρη
και με άλλα που εφάνησαν διάφορα σημεία
και μέσα από τον ύπνο της εξύπνησε και μία
παιδίσκη προφητεύσασα οκτώ ως δέκα χρονώνε
και είπε πως στον ύπνο της τον είδε ζωντανόνε.
Θιακοί δεν είσαστε καλά και να με συγχωρήσετε
τέτοια εποχή γυρεύετε Αγίους ν’ αναστήσετε:
Φθάνουνε τούτοι πόχουμε δεν μας χρειάζοντ’ άλλοι
κι αν ο μη γέννητω ποτέ να νικηθούν οι Γάλλοι
κι αν όπερ πιθανότερον μας πνίξουν οι Χαχώλοι (Ρώσσοι)
όσους Αγίους και νάχουμε, μας παίρνουν οι διόλοι.
Εν εποχή τρομακτική τσ’ Αγίους τι τους θέλουν
οι Γάλλοι μας καθίδρυσαν τον Άγιο Βενιζέλο
που διαρκώς, θαυματουργεί με τον Μαρκαντωνάκη
κι αυτοί θε να μας σώσουνε.
Και νέους μη γυρεύετε να βρήτε στην Ιθάκη.
Ελάτε λοιπόν στα μέτρα σας και στο λογαριασμό σας
κι ο Άγιος Πατρίκιος ας είναι βοηθός σας».
ΜΝΗΜΩΝ
Πηγή: Εφημερίδα «ΙΘΑΚΟΣ», φύλλο 119, Ιούλιος 1993