ΟΙ ΦΡΙΚΕΣ, ΕΠΙΝΕΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΡΕΙΘΙΑ ΙΘΑΚΗΣ
Ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο στα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Εις τις Φρίκες σαν θα πας,
ή γαϊδάρους θα φορτώνεις
ή τις βάρκες θα τραβάς!
(λαϊκό της εποχής)
Οι γάϊδαροι, σαμαρωμένοι ή ασαμάρωτοι, μασουλώντας ή πεινασμένοι, ήταν δεμένοι και παρατεταγμένοι απ’ τα Μπαφαίικα προς Φρίκες, σ’ όλη την παραλία, κι απ’ την παραλία ως τα Πιτσιρινάτα κι ως το Στεφάνι του Νταμόρη!
Οι Φρίκες και το λιμάνι τους, επίνειο του Πλατρειθιά, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ήταν ένα ζωντανό κύτταρο, μια πολύβουη κυψέλη κλασικών για την εποχή πρότυπων εμπορικής, ναυτιλιακής και μικρο – βιοτεχνικής δραστηριότητας. Είχε το στόλο των καϊκιών της, των αλιευτικών – τρατών της, τα εμπορικά της καταστήματα, τους αποθηκευτικούς της χώρους και τις μικρό – βιοτεχνίες της. Είχε τις βενζίνες και τις ψαράδικες βάρκες και τα κάρα της, ήταν το εμποροναυτιλιακό κέντρο της Βορειο – Ιθακησιακής επικράτειας (!) και διέθετε, ως επίσημους εκπροσώπους της Ελληνικής Διοίκησης, το Τελωνείο και το Σταθμό Χωροφυλακής Φρικών με το απαραίτητο κρατητήριο για τους εσαεί παρανομούντες.
Στις Φρίκες, στη ανατολή της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου κι από πλευράς εμποροναυτιλιακής, δεν ξεχώριζαν παρά το δυναμικό δίδυμο του Τερνικαίων – Αναγνωστάτων, αλλά και το καθημαγμένο απ’ τον πόλεμο και τους βομβαρδισμύς πρώην Μακραίικο εμπορο – ναυτικό κατεστημένο, όπως το κληρονόμησε στους απογόνους του ο μπάρμπα – Γεράσιμος ο Μακρής: Το περήφανο μακραίικο μαγαζί είχε μισοκαταστραφεί απ’ τον τορπιλισμό των Γερμανών και το καΐκι τους (το μεγαλύτερο του φρικιώτικου στόλου) που περισώθηκε απ’ τη λαίλαπα του πολέμου, μοιράστηκε με τον κιονιώτη καπετάν – Ανδρέα Καρατζή – Κουφό, για να επιπλέει στα νερά της μιζέριας, λόγω χρεών*. Οι χρυσοφόρες προπολεμικά μετοχές στα Θιακά καράβια που τροφοδοτούσαν τις φρικιώτικες εμπορικές και άλλες φλέβες, χάθηκαν οριστικά στους ωκεανούς της πολεμικής λαίλαπας** κι όλα ξανάρχιζαν να προσμετριούνται απ’ την αρχή της νέας, μεταπολεμικής δημιουργίας.
Ας παρακάμψουμε τον κάβο των παλιών προπολεμικών αναμνήσεων κι ας δέσουμε το παλαμάρι της ανάμνησης στις μεταπολεμικές Φρίκες του 1947-1952 έτσι όπως προσωπικά τις θυμάμαι και μου τις θύμισαν νοσταλγικά φρικιώτες και κυρίως φρικιώτισσες ή άλλοι ντόπιοι φίλοι. Οι Φρίκες τότε ξανάνθισαν δυναμικά σ’ ένα ολιγόχρονο σκληρό μα γαληνεμένο ταξίδι, ανάμεσα στους τυφώνες των πολέμων και τα δεινά των μεγάλων σεισμών.
Το μεταπολεμικό λοιπόν ναυτιλιακό οικοδόμημα των Φρικών εκτός της ναυαρχίδας του, τον “Άγιο Διονύσιο” των κληρονόμων Μακρή και του Ανδρέα Καρατζή – Κουφού, περιελάμβανε το πατρογονικό τερνικαίικο καΐκι του μπάρμπα – Σπύρου με τ’ όνομα “Ανάσταση” και το επίσης τερνικαίικο του μπάρμπα – Γιάννη με τ’ όνομα “Παντελής”. Το μεν πρώτο, όπως τότε εξέφραζαν τις χωρητικότητες, ήταν της πορτάδας των 20.000 οκάδων μια πορτάδα καλά μελετημένη για τις μεταφορικές ανάγκες εκείνης της εποχής, το δε δεύτερο κατά τι μικρότερο. Σειρά στην κλίμακα, με 6.500 οκάδες περίπου, είχε το “Ερισσος” του μπάρμπα Διονύση του Μαλλίντση και με 3.000 – 4.000 οκάδες ο “Σωτήρας”, μπρατσέρα του μπάρμπα – Αλέξανδρου του Χαϊδεμενάτου, το “Άγιος Σπυρίδων” του κουμπάρου του Σπύρου του Ευγενή, το “Άγιος Νικόλαος” του Δημητράκη του Κουβέντα (έπιανε την κουβέντα στις Φρίκες και τ’ απόνερά της τραβούσαν ως την Πάτρα) και το “Άγγελος” του Στάθη του Μαυροκέφαλου Κανά, όλα “κανώ”, όπως τα λέγανε, για να μην τα πουν υποτιμητικά ή ταπεινά “βενζίνες” ή “μπενζίνες”. Αργότερα προστέθηκαν στο στόλο το “Σταμάτης” του μπάρμπα – Νίκου τ’ Αντύπα και το “Ουρανίτσα” των αδελφών Παπικινού – Καρδούλη. Ήταν οι νέοι μικροδιάττοντες στο φρικιώτικο ναυτιλιακό μικροστερέωμα στον ορίζοντα των καινούργιων εμποροναυτικών και μεταφορικών δεδομένων, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Σ’ ό,τι μ’ αφορά, η παρθενική μου ναυτολόγηση στο τερνικαίικο καΐκι σηματοδότησε την έναρξη της ναυτικής μου καριέρας, αφού μου χάρισε το πολυπόθητο ναυτικό φυλλάδιο, που μου άνοιξε τις πύλες των ωκεανών του κόσμου για να με ξαναφέρει πλησίστιο, κάπου πενήντα χρόνια μετά, και πάλι στις Φρίκες των αναμνήσεων μέσα από τούτη την αφήγηση.
Γύρω στο 1946, όλα τα φρικιώτικα καΐκια είχαν ακόμα εμφανή τα σημάδια της πολύχρονης εγκατάλειψης και ταλαιπωρίας, αφού στα χρόνια των δεινών και των πολέμων τα περισσότερα ήταν “επίτακτα” από τους κατακτητές και το θαλάσσιο εμπόριο ήταν ουσιαστικά ελεγχόμενο, αν όχι αυστηρά απαγορευμένο ή περιορισμένο με την έννοια του ελεύθερου εμπορίου. Οι φλώκοι και τα πανιά χιλιομπαλωμένοι, τα χρώματα δειγματολόγια, τα σχοινιά χιλιοματισμένα κι οι μουσαμάδες των αμπαριών ήταν μάλλον μπαλώματα με μουσαμάδες παρά μουσαμάδες με μπαλώματα.
Όλα, λόγω κακής συντήρησης υφάλων, “κάνανε μπόλικα νερά και οι χειρότρομπες, τα μπικιόνια και οι σίκλοι δίνανε και παίρνανε”. Πολλοί τότε κοσμήθηκαν με το παρατσούκλι του “τρομπαδώρου” αφού “το’ χαν έργο και χερόβολο”, κατά που’ λεγε κουνώντας ενδεικτικά τα χέρια του ο μπάρμπα – Στέφανος.
Οι εμποροκαπεταναίοι και ιδιοκτήτες αυτών των καϊκιών συνιστούσαν την ψυχή και τον κορμό του όλου φάσματος της διακίνησης και εμπορίας των αγαθών, αλλά και προς το Βόρειο Θιάκι. Είχαν τον πλήρη έλεγχο του έργου που επιτελούσαν, ενός έργου εμπορικού και διακομετακομιστικού με κοινωνικές και άλλες προεκτάσεις και συνεισφορά που ποτέ δεν τους αναγνωρίστηκε στο μέγεθος και τη διάσταση που τους αναλογούσε.
Οι Τερνικαίοι, ο Μακρής, ο Κουφός, ο Μαλίντσης, ο Κανάς, ο Κουβέντας, ο Ευγενής, ο Καρδούλης άνθρωποι γαλβανισμένοι στην κονίστρα της συναλλαγής των ταπεινών μέτρων τους ήταν έτοιμοι να εμπνευσθούν, να σχεδιάσουν, να επιχειρήσουν, να τολμήσουν μέχρι και να ριψοκινδυνεύσουν, να καθορίσουν ναυλολόγια και τιμές, να διαπραγματευθούν με εμπόρους, φορτωτές, παραλήπτες και Αρχές. Ήταν έτοιμοι να πρωτοπορήσουν σε εμπορικές ιδέες, να δημιουργήσουν νέες καταναλωτικές αντιλήψεις ή να καλύψουν τις τότε ακόμη ακόρεστες καταναλωτικές ανάγκες. Έσπευδαν να ερωτοτροπήσουν με αγορές στο Νυδρί και τον Αστακό, την Πάτρα ή την Πετρινίτσα. Καραδοκούσαν εμποροναυτικά να δράξουν τις ευκαιρίες, να συνθηκολογήσουν μπροστά στο αδιέξοδο της συναλλαγής, να επιφυλαχθούν και να προσμετρήσουν αρνητικές πιθανότητες, αλλά πάνω απ’ όλα να παλέψουν δυνατά, επίμονα, πειστικά, να κερδίσουν το ψωμί τους και τελικά να υπηρετήσουν το καταναλωτικό κοινό της Ανωγής, του Κιονιού, του Πλατρειθιά, της Λεύκης, του Σταυρού και της Εξωγής που χρόνο με τον χρόνο οι απαιτήσεις του πολλαπλασιάζονταν και διευρύνονταν.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που εκείνοι οι εμποροκαπεταναίοι, των κατά τα άλλα “πικρών νερών” του Ιονίου, άνθρωποι που είχαν συμπορευτεί και συμπλεύσει σε στεριά και θάλασσα συντροφιά με το κερδώο Ερμή και τον Άη – Νικόλα, είχαν σχεδόν όλοι τους εμπορικά εδωδίμων και αποικιακών, χονδρικής και λιανικής στις Φρίκες, και βέβαια τροφοδοτούσαν εμμέσως ή αμέσως και μια άλλη πλειάδα τέτοιων και άλλων μαγαζιών σε κάθε χωριό ή συνοικία του Πολυκτορίου.
Έτσι περπατώντας στο γνωστό πέταλο των Φρικών, ο μουστερής κι ο μικροπωλητής του Πολυκτορίου είχε την δυνατότητα επιλογής προϊόντων και τιμών από τα μπακάλικα τση θειάς τση Χαρτωμένης τση Φρέσκαινας που κρατούσε ακόμα μέρος της παλιάς αίγλης και υποτυπώδους πελατείας του συχωρεμένου του μπάρμπα – Χρήστου, πιο πέρα του μπάρμπα – Σπύρου του Τερνικού, του κουμπάρου του Γιάννη του Τερνικού (κατώι του Τσατσαραίϊκου), και μετά το γεφύρι για τους εκτός Φρικών, ο ένας παρατσουκλιάστηκε “Μπαρμπαροσυκιάς” κι ο άλλος ο “Γεφύρης”. Το μακραίικο μπακάλικο είχε μετακομίσει σε θλιβερή μικρογραφία στον Πλατρειθιά στο κατώι του μακραίικου αρχοντικού, αγρεύοντας μια ντόπια ή περιστασιακή πελατεία, μακριά απ’ το φρικιώτικο, άλλοτε προσοδοφόρο προσκήνιο.
Εκείνα τα χρόνια ήταν και οι μπακάλικες ποδιές και οι γραβάτες που κάνουν τους καλούς και ευπρεπείς μπακάληδες που θεωρούσαν απλώς τιμή και υποχρέωσή τους να φέρουν εκείνο το φαιό ή άσπρο εμπορικό άμφιο! Έτσι, όταν ο μπάμπα – Σπύρος ο Τερνικός φορούσε ρόμπα φαιά και σκούρα γραβάτα, ο κουμπάρος ο Γιάννης, εμφανώς ανεπιτήδευτα, έβαζε άσπρη με σηκωτούς γιακάδες, ανασκουμπωμένες μανσέτες και σαγηνευτικότερη, αλλά βουτηγμένη κατά το κάτω άκρον της στα λάδια, γραβάτα, ενώ οι Αλεξανδραταίοι παρέμεναν χρωματικά πιστοί στο ξεθωριασμένο άσπρο. Μόνο η θεια η Χαριτωμένη, σε πείσμα των αλλαγών και της εμφανισιακής κουλτούρας, εξακολουθούσε να φορά ευπρεπή μοντελάκια του πλατρειθιώτικου μοδιστρικού οίκου της ανηψιάς της τση Στρατίας τση Τζαβέλαινας.
Όλοι φρόντιζαν να διαθέτουν εμπορικά και να προβάλλουν κάτι διαφορετικό, κάτι που ξεχώριζε (όπως η φακή Εγκλουβής, ή αυγοτάραχα Μεσολογγιού ή χαλβά Αργουδέλλη και μακαρόνια Μίσκο) κι αυτό λειτουργούσε σαν δέλεαρ, αλλά και έρεισμα για όσους δεν ήταν ή δεν ήθελαν να είναι αποκλειστικοί μουστερήδες. Το φρικιώτικο εμπόριο είχε τους δικούς του κανόνες που καθόριζαν και καθορίζονταν απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα κατάστιχα όχι των ισολογισμών αλλά των βερεσέδων που ανέπτυσσαν τη δική τους δυναμική στις φρικιώτικες εμπορικές δραστηριότητες και σχέσεις.
Ο ανταγωνισμός και τα βερεσέδια άφηναν ασφυκτικά περιθώρια κέρδους και οι φρικιώτες έμποροι εξέφραζαν το ειλικρινές παράπονο, πως “τα ισχνά κέρδη τους τα τρώνε οι ποντικοί”, μια φράση που κυριολεκτούσε γιατί τα άπειρα ποντίκια που εξέτρεφαν οι φρικιώτικες αποθήκες ρήμαζαν τα γεννήματα και τα πατατοκρέμμυδα, αλλά κυρίως τα τσουβάλια τους και το μπάλωμα, τότε, των τσουβαλιών της ρίγας απορροφούσε κατά κοινή ομολογία σημαντικό μέρος των κερδών. Στα χρόνια της πείνας πολλαπλασιάστηκαν παραδόξως τα ποντίκια και οι φρικιώτες αποθήκες αποτελούσαν το παραδοσιακό τους λίκνο, το εκτροφικό και εκστρατευτικό τους οχυρό!
Οι Φρίκες ήταν τότε εμπορικά συνδεδεμένες έως και εξαρτημένες, λόγω γειτνίασης, αλλά και δεσμών προσωπικών και εμπορικών, με την Πάτρα. Κι άλλωστε τα φρικιώτικα εμπορικά μετά τον πόλεμο ξεκίνησαν με δωρεές ή προκαταβολές σε εμπορεύματα από τους πατρινούς εμπόρους. Κεντρικός πυρήνας εμπορικής αναφοράς ήταν ο φρικιώτης μεγαλέμπορος γενικού εμπορίου, ο μπάρμπα Σπύρος ο Ζερβός – Καστραβίνας που ήλεγχε την μερίδα του λέοντος του διακινουμένου μεταξύ Πάτρας και Φρικών εμπορίου. Ο μπάρμπα Σπύρος, άνθρωπος χαρισματικός και προικισμένος, συνδύαζε και συνέθετε τις ανθρώπινες αξίες με τις εμπορικές ιδιότητες κατά τρόπο ιδανικά ισορροπημένο, στο βαθμό που η εμπορική πράξη προσλάμβανε αξιοσέβαστη διάσταση, εκείνη που θα’ λεγα πως μετουσιώνει τον εμπορικό δεσμό, σε θεσμό.
Ο φρικιώτικος στόλος, με κύρια πηγή εφοδιασμού των αγορών της Πάτρας και λιγότερο άλλους εποχιακούς προορισμούς, εκινείτο με κυκλικά, τακτικά ή άτακτα δρομολόγια και πάντως συνυπήρχε, συνταξίδευε αν δεν συνέτρωγε και τις σάρκες του, στο παιχνίδι ενός αναπόφευκτου ανταγωνισμού. Περιφέρονταν όπως – όπως, με ή χωρίς χάρτη στα λιμάνια και τις ακτές της Δυτικής Ελλάδας και των νησιών του Ιονίου πελάγους, χωρίς ουσιαστικά ναυτιλιακά βοηθήματα, λιγοστούς φάρους και φανούς και βέβαια με υποτυπώδη υποδομή και σήμανση λιμανιών. Εκείνος ο καϊκίσιος στόλος πόδιζε για μια σειρά τεχνικών και ανθρώπινων λόγων κι αδυναμιών και λέγανε, πως “οι καλοί καπετανέοι ξέραν μονάχα τα λιμάνια κι οι κακοί τα ποδισιάρικα αραξοβόλια”. Μιλώντας για “ποδίσματα”, που πάντα τροφοδοτούσαν το ναυτικό κουτσομπολιό στα φρικιώτικα καπηλειά με υπαινικτικά ως και ταπεινωτικά σχόλια πρέπει να σημειώσω πως στην κλίμακα αξιολόγησης “των ποδισιάρικων” κατέτασσαν πρώτο το κουραίικο καΐκι. Το κουραίικο καΐκι ήταν ραχιώτικο κι όχι κιονιώτικο για τους ακραιφνείς ραχιώτες και κρατούσε πάντα μέρος των μεταφορών των φρικιωτών εμπόρων, όπως του μπάρμπα – Γιώργη τ’ Αλεξανδράτου ή άλλων εμπόρων του Πολυκτορίου που ψώνιζαν απ’ ευθείας από Πάτρα για ευνόητες εμπορικές σκοπιμότητες ή λόγους. Λέγανε καλόπιστα, πως πόδιζε “για ψύλλου πήδημα στην Πεταλού ή στο Μεσολόγγι, κι όπου έβρισκε”, πράγμα που μόνο πρόβλημα αξιοπιστίας στους εμπόρους δεν δημιούργησε, αφού οι καλόκαρδοι Κουραίοι ήξεραν ν’ αφοπλίζουν τις κακολογιές με τον τρόπο τους. Οι κακεντρεχείς και πνευματώδεις, προεξάρχοντος του μπάρμπα – Νίκου του Μπόμπου, το μόνο κακόγουστο πούξεραν να λένε (απαντώντας στο “ψύλλου πήδημα”) ήταν… άνθρωπος με φόβους, αδυναμίες και ανάγκες”! Κι όταν οι Κουραίοι φουντάριζαν στο Μαυρωνά για λόγους απλά πρακτικούς και συναισθηματικούς (τιμούσαν το καταξιωμένο απ’ το βάθος της Θιακιάς ιστορίας αραξοβόλι του Μαυρωνά που τότε ακόμα διατηρούσε ίχνη του παλιού μεγαλείου του!) οι κακεντρεχείς των Φρικών τους το χρέωναν σε πόδισμα και τους απένειμαν, μάλιστα, και το σχετικό “έπαθλο ποδισιάς” (στο Μαυρωνά) σε ταξίδι από Φρίκες – Κιόνι!
Οι Φρίκες ,καλό επίσης τεχνητό αραξοβόλι, ήταν φυσικό να δέχονται στη διάρκεια του χειμώνα πολλά ποδισιάρικα πλεούμενα που δημιουργούσαν κάποια εξ ουρανού και θαλάσσης κινησούλα στα καπηλειά κι όπου οι καπετάνιοι τους μεταλάμβαναν ευκαιριακά με θιακό κρασί και “τίποτε κρασομεζέδες τση χαεριάς” στα φρικιώτικα καπηλειά. Για τα πληρώματα ούτε λόγος. Εκείνα, εακολουθούσαν να βράζουν στο καμινέτο της πρύμης τα όσπρια και τις πατάτες, υπολείμματα του περασμένου φορτίου ή να γεύονται ό,τι τσίμπαγε στ’ αγκίστρι τους στην επικράτεια του μόλου.
Αρκετά ήταν, εξ άλλου, τα ξένα καΐκια κι οι βενζίνες που προσέγγιζαν για εμπορικές πράξεις. Το μεγαλύτερο κι επιβλητικότερο σε όγκο και εξαρτισμό καΐκι, που προσέγγιζε εκείνα τα χρόνια στις Φρίκες, ήτανε το “καΐκι του Τσελέντη με τ’ όνομα”, που εφόρτωνε κυρίως φορτία τσιμέντου και οικοδομικά υλικά και το συμπαθέστερο μικροκάικο ήτανε του μπάρμπα – Γιάννη του Καλαμησιάνου, φορτωμένο πάντα με άριστο καλαμησιάνικο ασβέστη και που δεν έφευγε αν δεν ξεπουλούσε! Καθόταν και δυο μήνες αν χρειαζόταν σε κείνο το στέκι στη μασχάλη του μόλου κι όλοι τον θυμούνται να βράζει τις πατάτες του στην γκαζιέρα, κάπου στην πρύμη του καϊκιού του, υπομένοντας μια μαύρη ζωή και κάνοντας όνειρα με το άσπρο του εμπόρευμα. Άλλα πλεούμενα εμπορικά ήταν το μεγανησιώτικο με τα κοτόπουλα και τις πλεξούδες τα σκορδοκρέμμυδα, το αστακιώτικο με χειμωνικά ή λεσινώτικα καρπούζια ή το ζακυνθινό με ντόπια πεπόνια, που μοσχομύριζαν τις Φρίκες.
Οι Φρίκες ως λιμάνι “εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου” διέθεταν μια δική τους στοιχειώδη υποδομή, ένα υποτυπώδες αλλά και επαρκές πλέγμα εξυπηρέτησης και υποδοχής των προϊόντων που προωθούσαν στα γύρω χωριά. Υπήρχαν, εξ άλλου, όλα τα συνθετικά στοιχεία της ατμόσφαιρας του λιμανιού όπως η πρωινή κινητικότητα και ζωντάνια με τον κόσμο, τους εργάτες, τα κάρα και τα γαϊδούρια και αργότερα και περιστασιακά το πρώτο μεταπολεμικό φορτηγό του Μηλιορίνη (του άνθρωπου που στο Θιάκι πρωτοστατούσε στην εισαγωγή της κάθε μορφής μηχανολογικής επανάστασης της εποχής του). Ήταν πράγματι παρατεταγμένα τέσσερα ή πέντε κάρα κι άλογα, περήφανα ή ψωριάρικα, με στολισμένες λαιμαργιές για τη διασκέδαση της γενικότερης κακομοιριάς τους κι ως 30-40 καλοσαμαρωμένα γαϊδουρομούλαρα έτοιμα ν’ ανεχθούν και να δεχθούν ανθρώπινα κι άλλα φορτία. Υπήρχε ο καπνός κι οι μυρωδιές των μηχανών και των μαγέρικων, η μυρωδιά των ψαριών και της ψαρότρατας, εποχιακά οι μυρωδιές του λαδιού και του λιοκουκιού, το χειμωνιάτικο κράμα της λάσπης και της βουνιάς στους δρόμους και τα στοιβαγμένα βαρέλια με το λάδι, το πετρέλαιο ή τη μελάσα. Υπήρχαν απλωμένα πανιά, δίχτυα και σκοινιά που μπαλώνονταν ή ματίζονταν και οι ανασκουμπωμένοι και ξυπόλυτοι “μπουρανέλοι”, η “μαρίδα” και κόσμος πολύς και πρωινοί ζωντάνια. Υπήρχαν οι φορτο – εκφορτωτές, με προεξάρχοντα κι ενορχηστρωτή της δικής τους χειρωνακτικής ορχήστρας τον ενθουσιώδη μπάρμπα – Νικολάκη τον Πατσά, που καυχιόταν πως κατήργησε την έννοια της βαρύτητας, όταν σήκωνε το εκατόλιτρο σακί σφυρίζοντας νοσταλγικούς αμανέδες. Υπήρχε κι ο μοναδικός ντελάλης, ο Μήτσος ο Νταμόρης, ευρηματικός διαφημιστής και διαλαλητής των νιοφερμένων προϊόντων, οι πλανόδιοι μικροπωλητές, αλλά και οι πελάτες των εμπορικών που ψώνιζαν από πρώτο χέρι στις Φρίκες σε τιμές χονδρικής ή με καλά ανταγωνιστικά σκόντα.
Πέρα από το Γεφύρι υπήρχαν οι μπαφαίικοι αμμόλοφοι με “το σάλτσινο’ για οικοδομικές δουλειές, όπου τα φρικιωτάκια κυλιόνταν και χτίζονταν και χτίζανε στον άμμο, που τότε, με την αμμοληψία ελεύθερη, κουβάλαγαν από διάφορες παραλίες με την μπαφαίικη “βάρκα τση μεγάλης κοιλιάς”, όπως έλεγε καλοθύματα ο Κώτσος ο Μπάφης.
Υπήρχε, εκεί δίπλα, το πάντα ανοικτό παράθυρο τση θεια τση Πανωραίας τση Καστραβίνως που μοίραζε, πλέκοντας δαντέλες, απλόχερες καλημέρες, “κουπάτα” και νερά του μπότη στους διψασμένους ταξιδιώτες, και καραμελοκάντια στα φρικιωτόπουλα που απολάμβαναν λαίμαργα εκείνη τη μοναδική, τότε, μικρο – αγαλλίαση δίπλα στο Γεφύρι.
Υπήρχαν τα κοριτσόπουλα που τρύπωναν και ξετρύπωναν σε χαμηλές πόρτες, ρουφώντας στιγμιότυπα ζωής και κλέβοντας λαίμαργα ερωτικά κοιτάγματα. Υπήρχαν ακόμα οι φρικιώτισες νοικοκυρές με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα με κρύο πηγαδίσιο νερό απ’ το πηγάδι τση θειας τσ’ Αντριάνας τση Τουμάζαινας, στα Λινοβρόχια του Πλατρειθιά, αφού τότε το νερό στις Φρίκες ήταν βλυχό, δυσεύρετο και πολύτιμο.
Υπήρχε σχετική αφθονία και μπόλικη μιζέρια πασπαλισμένη μ’ όλα τα καρυκεύματα και τα αρτύματα μιας κοινωνίας, της κοινωνίας εκείνου του μικρολίμανου που οι άνθρωποι του πάλευαν σκληρά, χαίρονταν τις μικροχαρές και κάποιοι ονειρεύονταν να “κάνουν και ν’ ανοίξουν πανιά” γι’ άλλα μεγαλύτερα λιμάνια που θα χωρούσαν, ίσως, τα “μπριγκαντίνια” των προσδοκιών τους.
Μέρος της ναυτιλιακής αλλά και πολιτιστικής υποδομής των Φρικών ήταν και οι κοινόχρηστες, καινοτόμες, κοινοτικές τουαλέτες, “οι ευωδιές του κατευόδιου προς το Κιόνι”, που ‘λεγε ο πατέρας μου! Τις είχα ακούσει και σαν “ψηλοτάκουνες βρωμοκυρές”, αφού πατώντας με τέσσαρες πανύψηλους πυλώνες στους βράχους είχαν πρόσβαση στο δρόμο και σύμφωνα με τις ελληνικούρες του μπάμπα – Νίκου τση Λάμπραινας δεν ήταν παρά “απόπατοι ελευθέρας πτώσεως αφοδευμάτων και φυσικού δια των κυμάτων καθαρισμού”. Η σημασία του έργου – που άλλωστε υπήρχε και σε περίοπη θέση στο Κιόνι – για να γίνει σήμερα αντιληπτή θα πρέπει να κριθεί με το τι επικρατούσε τότε σε κείνο το χώρο από ναυτικούς, μουστερήδες και ξένους που αναζητούσαν αγωνιωδώς την εκπλήρωση μιας λυτρωτικής λειτουργίας, σε αντίθεση με τα 40 – 50 ζωντανά που ήταν φύσει ελεύθερα να απαλλάσσονται με ουραία ανάταση, στιγμιαία στάση και εν πάση μεγαλοπρεπεία, εν μέσω Φρικών. Μια αντίφαση με μυρωδάτες συνέπειες για τις Φρίκες και τους ανθρώπους της που μοιρολατρικά την αποδέχονταν σαν λειτουργία λιμανίσιας ζωής.
Όλα τα Φρικιώτικα παραλιακά κυρίως κατώγια, με εξαίρεση εκείνα του τσατσαραίικου και του μακραίικου αρχοντικού, ήταν κατειλημμένα με καφενεία, ταβέρνες και εμπορικά. Το μακραίικο μάλιστα ήταν ακόμα κατάτρυπο και καθημαγμένο απ’ τις γερμανικές οβίδες (ο επάνω του όροφος κατεδαφίστηκε πολύ μετά τους σεισμούς) και δεν μπορώ παρά να μην αναφερθώ σε κάτι που συζητήθηκε πολύ σε σχέση μ’ αυτές τις δυο οικοδομές στα χρόνια που χτίζονταν. Ο μπάρμπας Βασίλης ο Τσατσάρης σε μια απ’ τις εξάρσεις των πρωτόγνωρων φιλοδοξιών του κι έχοντας αποφασίσει να κρατήσει τα σκήπτρα του υψηλότερου αρχοντικού στις Φρίκες, “απανωσήκωσε” το τσατσαραίικο δια νυκτός κατά ένα περίπου μέτρο, όταν διαπίστωσε πως το μακραίικο, χωρίς πρόθεση συναγωνιστική του μπάρμπα – Γεράσιμου, θα ξεπερνούσε το τσατσαραίικο κατά κάποιους πόντους. -“Πως θα το κάναμε, ο κουμπάρος ο Γεράσιμος ο Μακρής ξεχώριζε”, έλεγε ο μπάρμπα – Νικολάκης ο Πατσάς, ο αγαπημένος του κουμπάρος που δεν έπαυε να επισημαίνει και μια άλλη κοινωνική αδικία, εξομολογούμενος εν πάσει ειλικρίνεια, στον παπά – Κώστα… – “Όταν πήγαινε με τσι παρέες του στις κρασοκατανύξεις (αναφερόταν στον καπετάν – Γεράσιμο το Μακρή), το Πολυκτόριο έλεε πως ο κυρ – Γεράσιμος “διετελούσε εν ευθυμία”, κι όταν έπινε το ποτηράκι του ο κακομοίρης ο εαυτός μου έλεε πως με βρήκανε “στουπί στο μεθύσι”!
Δίπλα στον άγια – Ανδρέα μοσχομύριζε το απαστράπτον μαγέρικο – ταβέρνα του αιωνίως χαμογελαστού μπάρμπα Φίλια του Τζούρα, το μαγέρικο με τα πέντε (ή έξι) “Φ”, όπως λεγότανε, δηλαδή “Φιλέ, Φέρε Φίλους Φάγουσι, Φύουσι, Φίλιας”. Στην περίοπτη μέση της παραλίας συναγωνίζονταν εκείνα του μπάρμπα – Λια του Τσώλη και του μπάρμπα – Ηλία του Τζούρα που πρόσφεραν αχνιστά και μοσχομυριστά τα φθηνά γεύματα της φασουλάδας, του ριζότου με θαλασσινά, της χταποδομανέστρας, του τηγανητού μπακαλιάρου, του τσιγαριστού κουνουπιδιού, του πατσά ή της τηγανιτής σπαρταριστής μαρίδας. Στο δεξί κέρας της παραλίας προς το μύλο του Σταθούλη, κατεύναζε τους πόνους και τα πάθη το ουζοπωλείο του μπάρμπα – Γιώργη του Καρβούνη που αυτοσερβιριζόμενος απολάμβανε τα ούζα του τόσο, όσο και οι εκλεκτοί του μουστερήδες! Τα χταπόδια και οι αχινιοί στην εποχή τους ήταν ο κύριος μεζές με σταθερά αιωρούμενο το σύννεφο λαδιού τηγανητής πατάτας ή μαρίδας απ’ το τηγάνι τση θειάς τση Χαμιδιούς. Στη μέση της παραλίας στριμωγμένο, ανάμεσα στην Κουστουμπάρδω και το μαυροκεφαλαίικο σπίτι, μοσχοβολούσε ο καφές κι η αλιφασκιά απ’ το καφενείο – καφωδείο “το Ακρογιάλι” του φρικιώτη ονομαστού βιολίστα, του Μεμά του Μαυροκέφαλου, εκεί που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έλαμψε και φώτισε το χαμόγελο της Σίας, καθρέφτης ξάστερης νιότης, σε κάθε ποτήρι που σερβίριζε.
Εκείνα τα χρόνια τα εξαγωγικά προϊόντα της βόρειας Ιθάκης είχαν περιορισθεί στο λάδι και το λιοκούκι που εξάγονταν σε βαρέλια ή τενεκέδες και τσουβάλια αντιστοίχως. Κατά τα άλλα εξάγονταν ένας απεριόριστος αριθμός καλαθακίων, καλαθιών και κοφινιών που περιείχαν όλο το φάσμα των παραγόμενων και μαγειρευμένων αγαθών που τότε τροφοδοτούσαν τους εκτός Ιθάκης και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα διεμένοντας θιακούς και πλατρειθιώτες. Το καλάθι, καλυμμένο με τη ραμμένη παλιοπετσέτα, παλιόριτσο ή θιαφοσάκουλα και την ταμπέλα από πάτο τσιγαρόκουτου με τ’ όνομα του παραλήπτη ήταν σε κυβισμό η ογκωδέστερη μορφή συσκευασίας. Εμπεριείχε χόρτα βουνού, φρούτα Καλάμου, γόπες σαβόρο, κρέας παστό, τυρί παστελαίικο ή λαζαραίικο κατσικίτσιο, γλυκές κι αλμυρές μυζήθρες, αυγά και ξεραθυμικά, όπως λαγούς στιφάδο και μπεκάτσες σαλμί για ιδιότροπους αθηναϊκούς λάρυγγες. Δίπλα στα καλάθια υπήρχαν νταμιτζάνες με κρασί και μικρότερες με ξύδι καθώς και κότες ή κοκόρια συρόμενα σε αθηναϊκή σφαγή, δεμένα απ’ τα πόδια και ανά ζεύγη για να μοιράζονται το μοιραίο ζυγό. Τα καλάθια, οι τενεκέδες, οι νταμιτζάνες και τα κοτόπουλα έφερναν την θιακιά γεύση και άρωμα και τροφοδοτούσαν συγγενείς ή φίλους κυρίως στην Πάτρα, τον Πειραιά ή την Αθήνα που ανάλογα με την περίπτωση τους στέλνονταν, τα δικαιούντο, τα πεθυμούσαν, πλήρωναν ή εξαγόραζαν εκδουλεύσεις και αντάμειβαν υποχρεώσεις. Εκείνα τα καλάθια και τα καλούδια που κάλυπταν εμπράκτως όλων των μορφών και των ειδών τις ανθρώπινες σχέσεις, αντιπροσώπευαν τότε υπολογίσιμη αξία, μα κυρίως και για ορισμένους, έφερναν μαζί τους την αγάπη της μάνας, την πνοή και τ’ αρώματα του σπιτιού.
Το καλάθι, έστω κι αν έχανε την ταμπέλα του, ήταν πάντα αναγνωρίσιμο από τον καπετάνιο – μεταφορέα κι έφθανε με προσωπική φροντίδα στον προορισμό του, αφού εκείνο το σύστημα μεταφοράς ήταν απλοποιημένο κι άμεσο και δεν απαιτούσε διαδικασίες ,διατυπώσεις τελωνειακές ή ασφαλιστικές καλύψεις. Ήταν πάντως καταχωρημένο σε κάποιο τεφτέρι με κάποια τιμή δίπλα του που απλώς διαγραφόταν αν είχε πληρωθεί. Δεν παραβιαζόταν ποτέ κι αν αυτό συνέβη, έτρεχαν ειδικοί λόγοι, όπως ποιόν βαθμό συγγενείας ή φιλίας είχε ο καπετάνιος με τον παραλήπτη ή αποστολέα του καλαθιού, σε συνδυασμό με το πόσες μέρες συμπλήρωσε “το πόδισμα” στ’ Αρκούδι ή κάποια άλλη καθυστέρηση λόγω καιρού ή ανωτέρας βίας. Τέτοιας μορφής επέμβαση κι ασχέτως του αν συνιστούσε κάποιου είδους συνεισφορά σε αβαρία, όχι μόνο δεν επέσυρε αντιδράσεις, αλλ’ αντιθέτως κατέληγε σε μια ευχή για “καλοφάωτο και τώρα, γιε, για να ‘χω καλό ρώτημα, πότε θα ματαπάτε, για να ματαστείλω”.
Αυτά, λοιπόν, ήταν τα εξαγωγικά προϊόντα του Πολυκτορίου κι αυτός ήταν ο αρχικός τρόπος αποστολής, που σ’ ό,τι αφορά τα καλάθια πήρε με τα χρόνια άλλες μορφές με παραγγελιοδόχους και μέσω των πλοίων της γραμμής του “Γλάρου” και της “Λουτσίντας” και του “Αγγέλικα”, που δεν δίσταζαν να κουβαλήσουν κι εκείνα, σαν άλλοι “κιβωτοί” άλογα και μουλάρια και γίδες κι ολόκληρα κοτέτσια εξυπηρετώντας οικογενειακές μεταναστεύσεις κι αγροτικά ξεριζώματα!
Ήταν ομολογουμένως ένα ιδιότυπο πλέγμα μεταφορών που απαιτούσε καΐκια και καϊκόπουλα και όπου οι αποστολείς και παραλήπτες ήταν καμιά δεκαριά κύριοι για τα λάδια και τα λιοκούκια και άλλοι τριακόσιοι δευτερεύοντες για τα διακόσια κατά μέσο όρο καλάθια, τενεκέδια και νταμιτζάνες που εξήγαγαν οι μανάδες των νοικοκυριών του Πλατρειθιά και των γύρω χωριών.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως ήταν αρκετά διακριτές οι εξειδικεύσεις στο μεταφορικό έργο των καϊκιών του φρικιώτικου στόλου ανάλογα με το μέγεθος του καϊκιού, την εμπορική εμβέλεια και ακτινοβολία του καπετανιου του, τον χώρο που τελικώς επέλεγε να διακινηθεί, αναπτύσσοντας δεσμούς και σχέσεις εμπορικές και ανθρώπινες και τελικώς τα προϊόντα που σ’ αυτό το χώρο διακινούσε. Υπήρχε καΐκι που διακινούσε λάδι ή φρούτα εποχής ή ασβέστες και οικοδομικά υλικά αλλά και εισαγόμενα ζώα. (Αντίστοιχα στο Βαθύ εξυπηρετούσαν τα καΐκια του Τριλίβα, το “Ελενίτσα” του Κόκορα κι άλλα, ενώ το Κιόνι εκείνα του Κουφού, του Τσίμπλα, ή του Όθωνα).
Ένα χαρακτηριστικό κυκλικό ταξίδι τερνικαίικου καϊκιού ξεκίναγε απ’ την Πετρινίτσα στον Κορινθιακό για κρεμμύδια, περνούσε στο Γαλαξίδι γι’ άλευρα, κομπλετάριζε στην Πάτρα με είδη γενικού εμπορίου, έπιανε Φρίκες όταν φούντωνε ο νόστος, άφηνε στο Βαθύ την παρτίδα του και μέσω Λευκάδας κατέληγε στην Κέρκυρα, όπου ξεφόρτωνε κυρίως κρεμμύδια και φόρτωνε πατάτες. Ξαναπερνούσε αιφνιδιάζοντας (ή αντιστρόφως) τις Πηνελόπες στις Φρίκες, φόρτωνε μερικά βαρέλια λάδι, ξεφόρτωνε τους νταλκάδες, φουντάριζε τις σκασίλες και συνέχιζε για Πάτρα όταν οι διασυνδέσεις και η διαίσθηση κέντριζαν την προσμονή του κέρδους ή μιας κάποιας παράνομης επανένωσης στ’ απόκρυφα των βάλτων ή των κακόφημων σοκακιών του λιμανιού.
Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα, εκείνος που πρωτοτύπησε με τη σύλληψη μιας καινούργιας ιδέας εμποροναυτικού εγχειρήματος ήτανε ο καπετάν Δημητράκης ο Κουβέντας, ιδέα που του κατέβηκε μονολογώντας μ’ όλο τον οίστρο του με τ’ άστρα και τα κύματα, όπως μου την προσυπέγραψε ο τότε “υποπλοίαρχός” του ο Στρατογιάννης τση Παντοφύλλης. Η ρηξικέλευθη σύλληψη που πραγματοποίησε ο Κουβέντας ήταν η προέκταση του θαλάσσιου σκέλους του ταξιδιού Φρίκες – Πάτρα προς το μυχό του Κορινθιακού κάνοντάς το Φρίκες – Πάτρα – Λουτράκι, πράγμα που του επέτρεπε να μεγιστοποιεί το ναύλο του καϊκιού του και να ελαχιστοποιεί τους τότε απροσμέτρητους κινδύνους της οδικής μεταφοράς (κλοπές, ληστείες και άλλα συναφή αμερικανικής δύσης ή ελληνικής ανατολής).
Το κύριο μεταφορικό αντικείμενο αυτής της νέας γραμμής ήταν οι μικροπαραγγελίες, τα μικροδέματα, τα καλάθια και οι νταμιτζάνες, δηλαδή το δεύτερο εξαγωγικό πλατρειθιώτικο και θιακό προϊόν. Είναι αλήθεια, κι όπως επιβεβαίωσα με Φρικιώτικες πηγές, πως ο Κουβέντας δεν θα επιχειρούσε τον άθλο της νέας γραμμής αν δεν εξασφάλιζε τη σύμπραξη έμπιστου και επιδέξιου “υποπλοιάρχου” των προδιαγραφών ενός Στρατογιάννη (της σχολής των αδόκιμων ναυτιλλόμενων του φρικιώτικου μόλου), που ταξίδευε με τις δεήσεις στον άμβωνα του μπαλκονιού της θειας της Χαριτωμένης στις Φρίκες και το άστρο της Τζοβενίας του στον Πλατρειθιά! Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν 24 ολόκληρες ώρες κι ήταν, ασχέτως καιρικών συνθηκών, κουραστικό στο βαθμό που άγγιζε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής λόγω της ανεξέλεγκτης, αν κι όχι συχνής, παρουσίας ναρκών στην περιοχή εκείνη του Κορινθιακού κόλπου, πράγμα που απαιτούσε τη συνεχή επαγρύπνηση.
Ο Κουβέντας ισχυριζόταν – κι όταν ισχυριζόταν κάτι είχε λόγους κι επιχειρήματα ζαλιστικά του πιο ξεκάθαρου μυαλού -, πως με το νέο του δρομολόγιο τα φρέσκα φθάναν στην Αθήνα σε δυο μέρες, χρόνο ρεκόρ για κείνη την εποχή, καιρού βέβαια επιτρέποντος. Εδώ πρέπει να σημειώσω πως ως προς τις καιρικές προβλέψεις που τότε βασίζονταν αποκλειστικά σε τοπικά καιρικά φαινόμενα και ενδείξεις (μερομήνια κτλ.) και στην εμπειρία του παρατηρητή, ο Κουβέντας διεκδικούσε την πρώτη και καλύτερη μετεωρολογική διάκριση, αφού συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τις ιδιότητες και ικανότητες του μυλωνά, του εμπορο – καπετάνιου και παρεμπιπτόντως του αγρότη, εκφάνσεις καταλυτικών μετεωρολογικών εμπειριών για τα δεδομένα της εποχής.
Το καΐκι του Κουβέντα, όμως, πρωτοτυπούσε και σε κάτι άλλο. Έφερε μέρα – νύχτα στον μοναδικό του ιστό έναν επισείοντα, μια γαλαζοκόκκινη κορδέλα, δώρισμα μιας τότε Αγάπης, που οι τολμηρές της ευαισθησίες, είχαν κάνει την παρουσία της Γοργόνας εκείνης του Κουβέντα θρόισμα και όραμα κυματιστό στα ταξίδια του! Ας μείνει έτσι “αβάπτιστο κι απρόσωπο”, αφού αυτό που κάνει τη διαφορά δεν είναι παρά η φαεινή, κυματιστή ιδέα εκείνου του “επισείοντα της αγάπης” που, άλλωστε, απόδιωχνε σα σκιάχτρο τα γυναικεία ερωτικά φαντάσματα των λιμανιών.
Το μαλιντσαίικο καΐκι έκανε καλοθύμητα το δρομολόγιο Φρίκες – Βαθύ, όταν ακόμα οι οδικές συγκοινωνίες δεν είχαν πλήρως αποκατασταθεί ή δεν υπήρχε επαρκής χώρος – δεν είπα θέση – στ’ αυτοκίνητα του Σταμελάτου, του Ποσόρη ή του Μελανούρη για το διακινούμενο κοινό. Τ’ αυτοκίνητα άλλωστε φεύγαν απ’ το Γεφύρι και τόσο οι κιονιώτες όσο και οι φρικιώτες προτιμούσαν το δρόμο της θάλασσας, έτσι όπως απλώνονταν μπροστά τους και που ήταν κατά κανόνα ευχάριστος και άνετος, όταν δεν υπήρχαν οι λακκούβες των κυμάτων, σε αντίθεση με τ’ αυτοκίνητα όπου οι συνθήκες στοιβασίας ήταν εκείνες των τσουβαλιών της ρίγας στα καΐκια και οι λακκούβες των δρόμων, στεριανά κύματα (!)
Τόσο το μαλιντσαίικο, όσο και του μπάρμπα Σπύρου του Ευγενή, έκαναν ευκαιριακά ταξίδια στα γύρω παραγωγικότερα μέρη κι έφερναν, συναγωνιζόμενα τα ένα, μυρωδάτα ζακυνθινά πεπόνια, χειμωνικά Λεσινίου και ζαρζαβατικά απ’ τα λευκαδίτικα περιβόλια όταν ξεκήπιζε ο Κάλαμος, αλλλά και ζωντανά απ’ τη Βασιλική, ή το Μύτικα με παραλήπτη τον Καμζέλη.
Κι όλα τα φρικιώτικα καΐκια είχαν τάματα και κουβαλούσαν τους πιστούς στις γιορτές του Αϊ- Νικόλα στο νησάκι, όπως το καρδουλαίικο και το μαλιντσαίικο, στην Αγία Παρασκευή στη Ζαβέρδα του Κουβέντα, στον Αη – Διονύση στη Ζάκυνθο το μακραίικο, στον Αη – Γεράσιμο στην Κεφαλονιά και στην Υπαπαντή στο Κιόνι τα τερνικαίικα. Λίγοι πλήρωναν σε κείνα τα ταξίδια, ταξίδια πίστης, και λύτρωσης από τα τετριμμένα. Ένα τάμα, καταδεικτικό του ψυχισμού κάποιων εμποροκαπετανέων, ήταν εκείνο του μπάρμπα – Σπύρου του Τερνικού, που φθάνοντας στην Κέρκυρα, ένα απ’ τα λιμάνια του κυκλικού του ταξιδιού, όπου πριν από κάθε εμπορική πράξη, εκπλήρωνε απαράβατα την υπέρτατη ανάγκη της προσευχής με λειτουργία στον Άγιο – Σπυρίδωνα. Ήταν και τα ταξίδια της χαράς και της μεθυστικής νιότης, πούτρεχε για κούλουμα και πρωτομαγιές απ’ το Μάρμακα ως τα Λιμένια για να ρουφήξει ερωτικές πεταλίδες και να καταδικάσει την επόμενη γενιά των αχινιών τρώγοντας τ’ αυγά τους βουτηγμένα στο αψύ λαδόξιδο!
Στις Φρίκες, η πόρτα της νύχτας έκλεινε κι άνοιγε το παράθυρο της μέρας με τους ψαράδες και τις ψαρόβαρκες. Είχαμε τους αιώνιους εραστές του ψαρέματος, τους αιώνιους ερασιτέχνες του είδους που ξεκινούσαν με δυο κοφινέλα ελπίδας, σκόρδο και πέταλο για τη γρουσουζιά στο ταμπούκιο, ανελέητα διχτάκια, παραγάδια, καθετές, συρτές, φάκλες, κι ένα δυναμιτάκι για ρεζέρβα κι ακόμα όλων των φαντασιών τις δολωματικές παγίδες και τις νόστιμες “μαλάχτρες”. Είχαμε τους επαγγελματίες που ξεκινούσαν απ’ την Εξωγή κι απ’ τη Κολλιερή, όπως ο μπάρμπα – Νίκος ο Τσέντσας ή ο μπάρμπα – Μάσος ο Αργυρός, περνούσαν το γεφυράκι γύρω στις δύο ή τρεις το πρωί κι έφευγαν πάνοπλοι με δίχτυα, μπραγάνια ή παλαμιδόδιχτα, ανάλογα με τις εποχές και τους καιρούς και τα ψάρια για τις γνωστές “καλάδες” στον Πηλό, στη Ρομποτή ή στο Βουκέντι ή για τις “ξέρες του Κορκάλη” και του Άσπρου γιαλού, αν είχαν άλλους ψαράδικους στόχους, Στην περίπτωση τους βέβαια, τα δυναμιτάκια των ερασιτεχνών γινόταν δυναμίτες για επαγγελματίες που δεν σημαίνει πως τους χρησιμοποιούσαν κιόλας, αν και εφόσον τα θύματα προσέρχονταν αυτόβουλα για παράδοση!
Η βιοτεχνική – επαγγελματική υποδομή των Φρικών περιελάμβανε, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’40, τρία τσαγκαράδικα – παπουτσίδικα, εκείνα του μπάρμπα- Σωτήρη του Παΐζη (το μεγαλύτερο της Β. Ιθάκης), του μπάρμπα- Γιάννη τον Καρπετσίνη και του μπάρμπα – Νίκου του Μπόμπου με πολλούς κυρίως ξωησάνους καλφάδες κι όπου σαν αρχιμάστορα φιγουράριζε το ταλέντο του Μάσου του Διγαλέτου, το καστραβιναίικο – ζερβαίικο λιοτρουβιό – βίδα, το σιδεράδικο – χαβράδικο του Γιώργου του Μπαζίνα, το ξυλουργείο του Βασίλη του Συκιώτη, ο βρεταίικος φούρνος (του Αντώνη), το ραφτάδικο του Ντάκα, το κουρείο του Δημήτρη του Ζερβού και του Γιώργου του Πατρίκιου αλλά και ο ανεμόμυλος του Σταθούλη που τον ανάστησε ο μπάρμπα Πάνος ο Σπηλιάτσος. Οι Φρίκες τότε απογειώνονταν με τα φτερά εκείνου του μύλου μέσα απ’ τον μεγαλόπρεπο γδούπο τους! Εκείνου του γδούπου που ‘φθανε με χίλιους αντίλαλους σαν μουσική συμφωνία του ανέμου, του ξύλου, της πετρας και του καρπού. Ο μύλος του μπάρμπα – Πάνου, του εργασιακού πρότυπου της νόνας μου, αλλά και το δικό μου. Τον θυμάμαι πελώριο και χαμογελαστό να κινείται αντίθετα στις ώρες, στο σκοτάδι, τη βροχή και τον αέρα, να μπαινοβγάζει τις αντένες του μύλου, ν’ αρματώνει και να ξαρματώνει τα πανιά, να ράβει χωρίς βαρδαμάνα, να κουνά το λιθάρι δίχως λοστό, και τελικά να μην ξέρεις αν εκείνο το μύλο τον κινούσε ο Σπηλιάτσος ή ο αέρας! Ένας απ’ τους πολλούς, κι όχι ο μοναδικός εκείνα τα χρόνια στο Θιάκι, εργάτης, δημιουργός και τραγουδιστής, ένας πλατρειθιώτικος Δον Κιχώτης που πέταξε ψηλά τις Φρίκες με τα φτερά του μύλου του μαζί με τους φλόκους και τα πανιά των καϊκιών του στόλου της. Ήταν από κείνη την κάστα των θιακών που κυνήγησαν σαν Οδυσσείς τη ζωή στα πέρατα του κόσμου, που δοκίμασαν όλα τα Ικάρια πετάγματα για να προσγειωθούν στο Θιάκι και να εξαντλήσουν την ικμάδα τους στο πλατρειθιώτικο πέτρινο αμόνι της προσπάθειας, κάτω και πάνω στα βορεινά του λόφου τ’ Άη – Βασίλη, στον Πλατρειθιά.
Και τις Κυριακές… Τα Κυριακάτικα πρωινά απλωνόταν βουβή γαλήνη στο λιμάνι, υπογραμμένη από σιωπηλά γλαροπετάγματα κι οι φρικιώτες άλλαζαν στα ταπεινά τους γιορτινά, όταν κάπου μια φορά το μήνα κατέβαινε ο Παπα – Κώστας να λειτουργήσει στον Άγι- Αντρέα με τ’ άσβηστα καντήλια για τους ταξιδιάρηδες. Εκεί στον Άη – Ανδρέα, δίπλα στο λιμάνι, “η δέηση υπέρ πλεόντων” έκλεβε αλμυρά δάκρυα απ΄την θάλασσα και το λιβάνι μύριζε μπάτη, κατράμι και ψαρόδιχτο. Οι Φρίκες γίνονταν για λίγο λίμνη της Γαλιλαίας των θαυμάτων και μόνοι οι ξώμαχοι των χταποδιών, κάποια ανήσυχα φρικιωτόπουλα, ορκισμένα να μην αφήσουν χταπόδι να περάσει τα όρια της επικράτειας του φρικιώτικου αιγιαλού, καμάκιζαν και γούλιζαν κρατώντας κουρδισμένο το ρολόι του φρικιώτικου λιμανιού. Πολλά από κείνα τα χταπόδια κρέμονταν σταυρωμένα στις καλαμένιες ξόβεργες μπρος στο ουζάδικο του μπάρμπα – Χρήστου του Καρβούνη, χιλιοσκονισμένοι και μυγοφτυσμένοι οσιομάρτυρες του καλού μεζέ της παραλίας και δεν αναφέρομαι στους κακεντρεχείς που μάταια διέδιδαν πως οι φρικιώτικες νταβανόμυγες κάναν δρομολόγια “χταποδοκρεμάστρες Καρβούνη – ουρητήρια του μόλου” και τανάπαλιν!
Υπήρχε κι ένας ξεχωριστός ήχος στο λιμάνι, οι φωνές των παιδιών της, έτσι όπως ξεχύνονταν απ’ το σχολειό της σηματοδοτώντας ελπιδοφόρα μηνύματα νέας ζωής. (Η κοινότητα Πλατρειθιά, τότε, διέθετε δυο δημοτικά σχολεία, ένα στον Πλατρειθιά με 40-50 περίπου παιδιά, κι ένα στις Φρίκες με 25-30). Ο Δάσκαλος ο Φέτσης, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και στη συνέχεια, ο νεαρός τότε δάσκαλος Διονύσης Μαρκάτος μεταλαμπάδευαν την ιερή φλόγα της γνώσης με τη γλώσσα και τη βίτσα στο σμήνος των φρικιώτικων βλαστών κι αγριοβλαστών που αφθονούσαν στο φρικιώτικο σχολικό ανθοκήπιο.
Οι Φρίκες του ’50 που άφησα και προσπάθησα να περιγράψω τη ζωή τους ή ν’ αγγίξω την ψυχή τους, έχουν πάρει αμετάκλητα την απόστασή τους απ’ τις Φρίκες του σήμερα. Όλα αυτά παίρνουν ώρες – ώρες μέσα μου μια διάσταση σχεδόν μυθική κι είναι φορές που αναρωτιέμαι αν έτσι πλάθονται τα παραμύθια και οι μεγάλοι μύθοι. Κι όμως, όταν περνώ το γεφύρι τους, ξετυλίγονται στα μάτια μου οι εικόνες των ανθρώπων της και η κίνηση του λιμανιού με τους θορύβους του και με σφυροκοπούν νοσταλγικά εκείνα τα “τσαφ – τσαφ” των καϊκιών της. Εκείνο το χαρακτηριστικό τσαφ – τσαφ των καϊκιών που διέκοπτε τη σαγήνη του δειλινού και την γαλήνη του πρωινού, που έφερνε κι ανάγγελνε κάτι καινούργιο κι ας μην ήταν τίποτε κι ας έμενε μονάχα σαν ελπίδα, σαν ιδέα ή σαν ανεκπλήρωτη ευχή. Είναι θα ‘λεγα οι ήχοι της καρδιάς των Φρικών του ’50 που σφυρηλατούν σιγά – σιγά τον αληθινό μύθο της και τους μικρο – ήρωες της βιοπάλης του πετάλου της!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΙΖΗΣ – ΔΑΝΙΑΣ
Γράφτηκε με την βοήθεια των κυριών Ζωής Αλεξανδράτου, Βαγγελιώς Παπικινού – Κοντοπύργια, Σίτσας Μακρή, Αφροδίτης Δευτεραίου, Τζοβανίας Βαρβαρήγου και των (αείμνηστου) Στρατογιάννη Βαρβαρήγου, Γιάννη και Σπύρου Αλεξανδράτου, Μάκη Αναγνωστάτου, Ανδρέα Λ. Αναγνωστάτου κ.ά.
* Δείτε Ιθακησιακά: “Ο μεγάλος περίπλους του καϊκιού “Άγιος Διονύσιος” των Ε. Μακρή και Α. Καραντζή”, σελ. 60.
** Οι μετοχές στα θιακά καράβια των Σταθαταίων, των Δρακούληδων και των Καλλινικαίων που απορρόφησαν επενδύσεις αυστραλιανού και αφρικάνικου μόχθου δεν ήταν λίγες, κι εκτός από τον μπάρμπα – Γεράσιμο το Μακρή διέθεταν λιγότερες ή περισσότερες με καλύτερη ή χειρότερη τύχη κι άλλοι Πλατρειθιώτες, όπως οι Τζανέτος και Μπάμπης Ραυτόπουλος, ο Λάμπρος Αναγνωστάτος, ο Σωτήρης Αναγνωστάτος, ο Διονύσης ο Τροχούλιας κι άλλοι.