ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΥΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ
Οι δυο ιστορίες παράνομα λειτουργούντων ραδιοφώνων επί Ιταλικής κατοχής δεν είναι ασφαλώς οι μόνες. Είναι απλά ενδεικτικές και προέρχονται από προσωπικά αρχεία και αναμνήσεις. Προσωπικά γνωρίζω άλλες δυο περιπτώσεις στην περιοχή του Πολυκτορίου, αλλά δεν υπάρχουν οι καταθέσεις των κατόχων ή των πρωταγωνιστών της λειτουργίας τους. Ας σημειωθεί οτι ο συντριπτικός αριθμός των τότε υπαρχόντων ραδιοφώνων, που άλλωστε ήταν καταγγραμμένος είχε κατασχεθεί από τις πρώτες μέρες της κατοχής, αλλά κάποια ραδιόφωνα σε αχρηστία ή με διαφορετικούς τρόπους επισκευάστηκαν ή διέλαθαν της προσοχής των κατακτητών (και των καταδοτών) και επέζησαν κάποιων ή πολλών ημερών της κατοχής για να φωτίσουν το σκοτάδι της κατοχής με τις πολύτιμες ειδήσεις, την ελπίδα της ελευθερίας!
(Α) ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΥΒΑ, ΣΤΗ ΛΕΥΚΗ
Τα όσα περιγράφονται είναι παρμένα κατ’ επιλογή του γράφοντος από τις γραπτές αναμνήσεις του αείμνηστου Μάκη Κολυβά και δεν θα πάψουν να είναι μια αυθεντική, ιστορική αφήγηση για τα όσα φαινομενικά μικρά και περιθωριακά συνέβαιναν επί κατοχής, που όμως τότε είχαν τη ιδιαίτερα υψηλή τους αξία και σημασία για την έκβαση του αγώνα. Το ραδιόφωνο, ειδικά, εξασφάλιζε την επαφή με τον έξω κόσμο και απέμεινε για χρόνια ως το μόνο εργαλείο άμεσης και έγκαιρης πληροφόρησης, αλλά και προπαγάνδας. Οι ειδήσεις αν δεν ήταν οι αντικειμενικότερες, εμψύχωναν και συντηρούσαν ελπιδοφόρο το ηθικό των σκλαβωμένων…
Ο Μάκης Κολυβάς γράφει:
… Από την αρχή της κατοχής οι Ιταλοί κατάσχεσαν όλα όσα ραδιόφωνα ευρίσκοντο στην Ιθάκη κι άλλωστε δεν ήταν τότε και πολλά… Ένας πρώτος μου εξάδελφος (ο γράφων γνωρίζει οτι ήταν ο Κώστας Νικολάου Κολυβάς) κατάφερε και έκρυψε ένα στον Ταξιάρχη (στο Βαθύ) κάτω από την Αγία Τράπεζα, μου το είπε και μαζί με τον αδελφό μου Γιαννάκη και δυο άλλα ψυχωμένα παιδιά κατεβήκαμε μεσάνυχτα στο Βαθύ – η κυκλοφορία απηγορεύετο μετά τις 8 – πήγαμε στην εκκλησία, τυλίξαμε το ραδιόφωνο σ’ ένα ράσο που βρήκαμε και ερχόμαστε από τον αειπάνου δρόμο, από τα Ματζαράτα (ενώ) δυο επροπορεύοντο για κανένα περίπολο… Στην αποπάνω πόρτα της Σχολής του Σταθάτου οι προπορευόμενοι μας έκαναν νόημα και σταματήσαμε και χωθήκαμε ακίνητοι στο κούφωμα της πόρτας. Πράγματι το περίπολο επλησίασε, εμείς με τα πιστόλια στο χέρι θα πουλούσαμε ακριβά το τομάρι μας… δυο ήταν… δεν μας εκατάλαβαν και συνέχισαν την πορεία τους, κι έτσι κι εμείς εξεκινήσαμε και ήρθαμε στη Λεύκη. Τώρα το ράδιο το είχαμε, θέλαμε όμως και μπαταρία αυτοκινήτου με υγρά… έτσι ήταν τότε τα ράδια… Άλλο ταξείδι στοι Βαθύ… Πάμε και σπάμε το γκαράζ του ταξιτζή Γεράσιμου Χρυσάφη (τα ταξί ήταν όλα σε ακινησία κατόπιν διαταγής των Ιταλών) και παίρνουμε τη μπαταρία, ξεβιδόνουμε και το δυναμό για να τη φορτίζουμε και πίσω πάλι στη Λεύκη με τέτοιο βάρος στην πλάτη… Ακούγαμε τα νέα αφού βέβαια το κρύβαμε σε διάφορες μεριές, αλλά η μπαταρία τελείωνε… Τι εσκεφθήκαμε τότε; Εγώ είχα ένα ποδήλατο άχρηστο πλέον, στερεώναμε το δυναμό σε μια σανίδα μ’ ένα σκοινί συνδεδεμένο με τα πετάλια… (Ο) ένας καβάλα να γυρίζει τα πετάλια και οι δυο πίσω να τον βοηθούν με τα σχοινιά – την πισινή ρόδα την είχαμε στηρίξει σε δυο τρίποδα για να μη βρίσκει κάτω… πολύ κουραστικό… Ο δε πατέρας μου ο καημένος απάνου στην τραπεζαρία, ανεβασμένος σε μια καρέκλα αγνάντευε τους δυο δρόμους από μακριά και απ’ το Βαθύ και απ’ το Σταυρό, κι αν καταλάβαινε κάτι εχτύπαγε το μπαστούνι στο πάτωμα κι εμείς τα εξαφανίζαμε όλα αμέσως. Έτσι, κάθε βράδυ ακούγαμε τα νέα από το Λονδίνο ή από το Κάιρο, τα γράφαμε εν περιλήψει σε χαρτάκια και τα σκορπίζαμε στους δρόμους. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή έλεγε και νέα για τους ναυτικούς μας. Εκφωνητής στο Λονδίνο ήταν ο Πάνος ο Καλλίνικος από το Κιόνι αδελφικός φίλος του αδελφού μου του Κώστα. Για μας έλεγε τα εξής: “Ο Κώστας του Μήτρου και της Μαριγώς πούναι το σπίτι του κοντά στη κουκουναριά είναι καλά”. Αυτό για μας, όταν το ακούγαμε, ήταν σαν ανάσταση. Συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 1943 εγώ δεν ήμουν στο σπίτι σε κείνα τα νέα, ήταν ο Γιαννάκης, ο αδελφός μου όπου άκουσε τον Πάνο τον Καλλίνικο να λέει οτι για τον Κώστα δεν θα ανακούσητε νέα, γιατί τορπιλίστηκε το βαπόρι και χάθηκε αύτανδρο. Το κράτησε το μυστικό ο Γιαννάκης και δεν το είπε ούτε σε μένα, μόνο στο ξεψύχισμά του και στο παραμιλητό του το είπε… Τραγικές και σκληρές στιγμές που ζήσαμε αλήθεια!
Το περίφημο αυτό ραδιόφωνο, το μοναδικό εν Ιθάκη, το μεταφέραμε και το κρύβαμε σε διάφορες μεριές και τα βράδυα πηγαίναμε σε διαφορετικά μονοπάτια για ν’ ακούσουμε νέα, πάντα ένας ή δυο οι άλλοι φυλάγανε τσίλιες. Μια φορά το είχαμε κρύψει σε μια σπηλιά, όπου ένα απόγευμα καταφθάνουν και εγκαθιστούν από πάνω απ’ τη σπηλιά ένα φυλάκιο από 6 Ιταλούς. Βεβαίως η σπηλιά, από κει που μπαίναμε εμείς ήταν γκρεμός και λόγγος πυκνός αλλά και ο φόβος ήταν φόβος. Στέλνω εγώ τα δυο παιδιά όταν επλησίαζε η ώρα για τα νέα από διαφορετικές κατευθύνσεις, εγώ γεμίζω ένα μπουκάλι κρασί, τότε το είχαμε μπόλικο, και πάω και τους καλωσορίζω… σαν είδαν αυτοί το κρασί άλλο που δεν ήθελαν… Αυτό εγενότανε κάθε βράδυ και απεδείχθη η καλλίτερη κρυψώνα.
Για ν’ απαριθμήσει κανείς τις καθημερινές αγωνίες, τις αέναες περιπέτειες καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής… θα χρειαζόταν τόμοι ολόκληροι…”
Ως που το ραδιόφωνο έγινε αντικείμενο σκληρής κομματικής διεκδίκησης και ανώνυμα καταδόθηκε η ύπαρξή του στις Γερμανικές αρχές που επενέβησαν με τον τρόπο τους. Η δικαιολογία των διεκδικητών της άλλης πλευράς ήταν οτι η αποκωδικοποίηση και η καταγραφή των ειδήσεων δεν ήταν αρεστή των προσδοκιών της ή των απώτερων βλέψεών της στο μεταπολεμικό πολιτικό γίγνεσθαι. Ήταν οι απαρχές της εμφυλιοπολεμικής προετοιμασίας στο επίπεδο της πληροφόρησης.
Και συνεχίζει ο Μάκης Κολυβάς:
Μια ωραία πρωία εγώ εκοιμόμουν και είχα το πιστόλι στο μαξιλάρι μου. (Οι Γερμανοί) μπουκάρανε στο σπίτι μας, ο αδελφός μου ο Γιαννάκης τους κατάλαβε και πήδησε απ’ το παράθυρο, αλλά βρέθηκε περικυκλωμένος από τρεις γερμανούς, εμένα με σκούντησαν με τα όπλα τους, εξύπνησα, μπατάρανε το κρεββάτι μου, το δε πιστόλι έτυχε να μπη μέσα στη μαξιλαροθήκη και δεν το είδαν… Αφού έκαναν το σπίτι άνω – κάτω μας πήραν, το δυστυχισμένο τον πατέρα μου, εμένα και το Γιαννάκη και μέσω Αγίου Ιωάννου μας κατέβασαν στον Κέδρο, όπου μας περίμενε μια τορπιλάκατος, μας βάλανε μέσα και γραμμή για τη Σάμη. Στον Άη – Γιάννη στηθήκαμε στο πρώτο σπίτι και ήπιαμε λίγο νερό, ο πατέρας μου ο καϋμένος είπε στη Χρυσόστομη, τη γυναίκα που μας έδωσε το νερό να φρονήση νάρθη στο Αργοστόλι ο θείος ο γιατρός (Νίκος Κολυβάς), και να ειδοποιήση και το γιατρό το Δανιά, πρώτο μου εξάδελφο να πάρη από το Σταυρό τη Κική και να την φέρη σπίτι μου για να κάνη συντροφιά της Μάνας μου. Έτσι εμπήκε η Κική για πρώτη φορά στο σπίτι μου και έγινε πλέον επίσημη αρραβωνιαστικιά μου. Ήταν 2 Φεβρουαρίου 1944.
Μας πήγαν στο Αργοστόλι με την κατηγορία οτι διατηρούσαμε ραδιόφωνο. Εκεί ήλθε και ο θείος ο γιατρός και μίλησε γερμανικά στο διοικητή, κι έτσι γλιτώσαμε… Ποδαρόδρομο τώρα για την Πύλαρο και με βάρκα στον Άι – Γιάννη ήλθαμε σπίτι…
Το ραδιόφωνο παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να παραμένει κρυμμένο στα χέρια των Κολυβαίων, ώσπου, ερρήμην του Μάκη, αποσπάστηκε εκβιαστικά και απειλητικά από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Ο Μάκης, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασε δυναμικά, συγκλήθηκε έκτακτο ανταρτοδικείο να εκδικάσει τη συμπεριφορά του και ζητήθηκε η εκτέλεσή του για παραδειγματισμό, πράγμα που αποσοβήθηκε με τη δυναμική παρέμβαση των συντρόφων του και των ψυχραιμότερων των συγχωριανών του. Το ραδιόφωνο, έκτοτε, εξυπηρέτησε τα πολιτικά συμφέροντα και τους στόχους της άλλης πλευράς. Ο δείκτης καθηλώθηκε σε άλλους, ανατολικότερους σταθμούς εκτός εκείνων του Λονδίνου ή του Καΐρου.
(Β) ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ, ΣΤΟ ΒΑΘΥ.
(Το κείμενο είναι γραπτή κατάθεση από το αρχείο του κ. Γαβρίλη Π. Βλασσόπουλου και μεταφέρεται αυτούσιο)
Στο κοιμητήριο του Ταξιάρχη στο Βαθύ είναι ένα μεγαλοπρεπές μνημείο της οικογένειας Δενδρινού – Αντριέλη.
Στο πίσω μέρος του μνημείου, υπάρχει υπόγεια κρύπτη – μεγάλος υπόγειος χώρος. Εκεί ήταν μέχρι τελευταία βαρύτιμο φέρετρο με χοντρό γυαλί και καπάκι όπου φυλασσόταν ταριχευμένο και ανέπαφο το σώμα του γέρο – Αντριέλη.
Αυτό το χώρο επέλεξε ο Πάνος Βλασσόπουλος, τηλεγραφητής κατά τη διάρκεια της Ιταλικής κατοχής να εγκαταστήσει πλήρες ραδιόφωνο για να πληροφορείται τα πολεμικά συμβάντα, χωρίς τη λογοκρισία των Ιταλών.
Επάνω στο γυαλί του φερέτρου εγκατέστησε μπαταρίες, λάμπες, πυκνωτές και ό,τι άλλο χρειάζεται για να γίνει ένα ισχυρό ραδιόφωνο. Από κάτω κοιμόταν ολοζώντανος ο Αντριέλης, του οποίου τη μνήμη σεβόταν ο Βλασσόπουλος γιατί ήταν και μπάρμπας του.
Το ραδιόφωνο λειτουργούσε πάντα νύκτα, αφού πήγαινε ο κατασκευαστής του κρυφά, χωνόταν στην κρύπτη και υπό το φως του καντηλιού, άκουγε τις ειδήσεις τις οποίες κατέγραφε και την άλλη μέρα τις διοχέτευε μέσω συνδέσμων σε κεντρικό σημείο της περιοχής Αστακού, όπου κατέληγαν κι άλλες πληροφορίες από άλλα παράνομα ραδιόφωνα ή άλλες πηγές πληροφοριών.
Στο Θιάκι κυκλοφορούσαν χειρόγραφες προκηρύξεις με τις ειδήσεις του… μακάβριου ραδιοφώνου, νύχτα και από πόρτα σε πόρτα. Ένας από τους αντιγραφείς, έντιμος, πατριώτης, πολύ καλός άνθρωπος, αλλά αγαθός, στο τέλος των προκηρύξεων υπέγραφε φαρδιά πλατιά με τ’ όνομά του!
Οι Ιταλοί δεν τον ενόχλησαν ποτέ γιατί ήταν …. πιο παταλοί από δαύτονε!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΠΑΙΖΗΣ – ΔΑΝΙΑΣ