ΠΑΛΙΟ, ΚΑΛΟ ΣΚΑΡΙ

Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Άτοκο, ένα ερημονήσι ανάμεσα στο Θιάκι και την ηπειρωτική Ελλάδα, όταν ξαφνικά οι στροφές της μικρής πετρελαιομηχανής της ψαρόβαρκας μειώθηκαν. Άνοιξα το ταμπούκι και κοίταξα: το μεταλλικό σωληνάκι που διοχέτευε το πετρέλαιο από την αντλία στο μπεκ είχε ραγίσει, εξαιτίας των κραδασμών προφανώς, και έχανε πετρέλαιο. Ήταν ζήτημα λίγων λεπτών να σβήσει τελείως η μηχανή, πράγμα που συνέβη ακριβώς μόλις φτάσαμε στο νησί. Ανταλλακτικό δεν υπήρχε, ούτε περίπτωση επισκευής, αφού είναι τόσο υψηλή η πίεση του πετρελαίου σ’ εκείνο το σημείο που δεν υπάρχει τρόπος να τη συγκρατήσεις πρόχειρα.

Ήταν ένα γαλήνιο ανοιξιάτικο απόγευμα του 1982 κι είχαμε ταξιδέψει στο ερημονήσι με την Brigitte, για βόλτα κι όχι για ψάρεμα. Δεν μας έμενε παρά να αγκυροβολήσουμε τη βάρκα στην παραλία και την επομένη θα βλέπαμε πώς θα επιστρέφαμε. Η «Πανδώρα» ήταν μια 6μετρη γαϊτα παλιού τύπου, φαρδιά και με βαθιά βρεχάμενα, ιδανική για ιστιοφορία. Είχε κατάρτι κι ένα μεγάλο λατίνι. Σε αυτό είχαμε εναποθέσει την ελπίδα της επιστροφής.
Δέσαμε στον Αϊ Γιάννη, έναν όμορφο όρμο προσανατολισμένο ανατολικά και πέσαμε για ύπνο στο ευρύχωρο αμπάρι. Γύρω στα μεσάνυχτα μια περίεργη ανησυχία με κατέλαβε κι ανέβηκα στην κουβέρτα. Τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας απέναντι, άστραφταν και βρόνταγαν. Ηταν φανερό ότι ερχόταν καταιγίδα. Ακυβέρνητοι όπως ήμαστε, ήταν δύσκολο και παρακινδυνευμένο να φεύγαμε μέσα στη νύχτα.
Το σίδερο της ψαρόβαρκας ήταν βαρύ και μεγάλο, με μακριά καδένα. Εδεσα στην τελευταία δυο ζώνες με μολύβια που είχα μαζί μου, καθώς και τη βαριά τσιμεντένια κουλούρα που υπήρχε για το ξεσκάλωμα των παραγαδιών. Πρόσθεσα ακόμα ένα σχοινί στην αλυσίδα, άνοιξα τη βάρκα με τα κουπιά καμιά 50αριά μέτρα από την ακτή και φουντάρισα, περιμένοντας τον καιρό που δεν άργησε να έρθει.

Ηταν μια εφιαλτική νύχτα. Η ψαρόβαρκα κλυδωνιζόταν μέσα στα μεγάλα κύματα, κάτω από ασταμάτητο και δυνατό ανεμόβροχο. Η ταλαιπωρία της φουρτούνας κι η αδιάκοπη αγωνία μην ξεσύρει το σίδερο ή κοπούν τα σχοινιά μάς είχαν κάνει ράκος. Ολα ήταν μούσκεμα, κι εμείς το ίδιο. Κάποια στιγμή, εξουθενωμένοι, αποκοιμηθήκαμε.
Με ξύπνησαν τα χαράματα κάτι φωνές. «Πάρε φόρα να βγεις όξω με το κύμα, θα σε βοηθήσω να τραβήξουμε τη βάρκα στο γιαλό»! Ηταν ο τσοπάνης που ζούσε τότε στο ερημονήσι κι είχε τρέξει να βοηθήσει, καταλαβαίνοντας ότι κάποιο πρόβλημα αντιμετωπίζαμε. Παρόλη την καλή του διάθεση να μας συνδράμει, ήταν φανερό ότι δεν ήξερε τι έλεγε. Τσοπάνης γαρ…

ΠΑΛΙΟ, ΚΑΛΟ ΣΚΑΡΙ .
Αν ακολουθούσα τη συμβουλή του, με το που θα άγγιζε η βάρκα τα χαλίκια της ακτής, σπρωγμένη από τα κύματα που έσκαγαν εκεί, θα διαλυόταν σε χίλια κομμάτια. Κι αυτό να μη συνέβαινε αμέσως, ήταν τόσο βαριά που ήταν αδύνατο να τραβηχτεί έξω από δυο άντρες και μια γυναίκα, χρειάζονταν τουλάχιστον δέκα άτομα για να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Το πρόχειρο αγκυροβόλιο εξάλλου είχε κρατήσει όλη νύχτα, δεν είχα λόγο να τραβήξω τη βάρκα στην ακτή, εκείνο που με απασχολούσε ήταν να βρω τρόπο να φύγουμε από εκείνη την κόλαση.
Ετοίμασα το πανί, έβαλα τα βαριά κυπαρισσένια κουπιά στους σκαρμούς και σήκωσα την άγκυρα. Για ορτσάρισμα ούτε συζήτηση, αυτού του είδους οι βάρκες μόνο να πλαγιοδρομούν μπορούν. Για να πιάσει αέρα το πανί θα έπρεπε να ανοιχτούμε αρκετά από τον όρμο, κωπηλατώντας κόντρα στον καιρό, ώστε να βγαίναμε έξω από τον νότιο κάβο του νησιού.
Η βάρκα ήταν βαριά και ούτως ή άλλως δύσκολα πήγαινε με τα κουπιά, πόσω μάλλον τώρα, με τον καιρό κατάπλωρα. Κωπηλατούσα δέκα λεπτά όρθιος, με μέτωπο στην πλώρη, κι όταν ένιωθα τα χέρια μου να μην αντέχουν άλλο καθόμουν με μέτωπο στην πρύμη και συνέχιζα, αφού το παραμικρό διάλειμμα θα μας γύριζε σχεδόν αμέσως εκεί απ όπου είχαμε ξεκινήσει. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε φορά καταπονούνταν διαφορετικές μυϊκές ομάδες, επιτρέποντας έτσι μια σχετική ανάπαυση.
Η διαδικασία αυτή κράτησε δυο ώρες. Έχοντας πια ανοιχτεί αρκετά, άφησα τα κουπιά, σήκωσα το λατίνι κι έτρεξα στη λαγουδέρα. Η βάρκα έγειρε απότομα στις μπάντες και με εκπληκτική ταχύτητα διέσχισε την απόσταση που τη χώριζε από τον κάβο. Η πλώρη της ήταν στραμμένη πια κατά το Θιάκι κι ο καιρός στα πρίμα.
Άφησα το τιμόνι στην Brigitte που συνέπασχε όλη αυτή την ώρα χωρίς να μπορεί να βοηθήσει, κι έπεσα εξαντλημένος στην κουβέρτα.
`
Όσο κουρασμένος ήμουν, άλλο τόσο ικανοποιημένος ένιωθα ταυτόχρονα. Άκουγα το θρόισμα του πανιού και τον παφλασμό της βαθιάς πλώρης και απολάμβανα την πλεύση με ένταση αξέχαστη, με τη χαρά ενός που πάλεψε σώμα με σώμα και νίκησε!
Ο δυνατός λεβάντες μάς πήγε σχεδόν μέχρι μέσα στο λιμάνι. Ηταν φτιαγμένες με σοφία οι βάρκες εκείνου του καιρού, δεν ήσουν εξαρτημένος από τα καπρίτσια μιας μηχανής.
Ότι κι αν συνέβαινε σήκωνες το πανί και πήγαινες «στην ευχή της Παναγιάς», κατά την έκφραση γέρου ψαρά που του είχα εξιστορήσει το γεγονός.

ΚΩΣΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΣ

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 29/1/2009

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.