ΠΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΦΥΓΑΝΕ…

Σ’ ένα μικρό νησί σαν την Ιθάκη, η κοινωνική ζωή θυμίζει πολλές φορές παράσταση θεάτρου. Σαν θεατρική σκηνή είναι ο τόπος, αμφιθεατρικός, και οι φιγούρες των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν, ζουν τις χαρές, τις λύπες και τα δράματά τους κάτω απ τα βλέμματα των υπολοίπων.
Στα 30 τόσα χρόνια που ζω στο νησί, είδα μορφές ανθρώπων μοναδικές, να παίζουν τον ρόλο που τους έταξε η μοίρα και μία-μία να αποσύρονται για πάντα στα παρασκήνια. Φτώχυνε ο τόπος από χαρακτήρες, όχι τόσο εξαιτίας της αστυφιλίας, ούτε και της υπογεννητικότητας. Είναι η εποχή που γεννάει πια άχρωμες προσωπικότητες, ομογενοποιημένες, απελπιστικά παρόμοιες.
ΠΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΦΥΓΑΝΕ...
Ο Σπύρος ήταν ο εαυτός του, δεν υπήρχε περίπτωση να τον περάσεις για άλλον. Ολόκληρη η ζωή του έμοιαζε να αποσκοπεί ακριβώς σ’ αυτό, στο να εκφράσει τον εαυτό του. Δεν ήταν εύκολο και βασανίστηκε πολύ. Είχε να παλέψει τον δαίμονα της μοναξιάς, τον δαίμονα του αλκοόλ. Για να γλιτώσει από τον πρώτο, κατέφευγε στον δεύτερο. Κι ήταν εκείνος που τελικά τον σκότωσε.
ΠΑΝΕ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΦΥΓΑΝΕ..
Ήταν ψαράς. Ολιγαρκής. Δεν είχε δίχτυα, ούτε καΐκι. Μια βάρκα πέντε μέτρα, ένα γυαλί κι ένα καμάκι ήταν τα φτωχικά του σύνεργα. Χταποδάς απαράμιλλος, είχε περάσει χρόνια ατέλειωτα κρεμασμένος από την κουπαστή ψάχνοντας τον βυθό κι ήξερε και το πιο μικρό θαλάμι, την πιο ασήμαντη πέτρα. Όταν δεν ήταν η εποχή των χταποδιών, έβγαζε το μεροκάματο ψαρεύοντας με ένα καλάμι μελανούρια από την πρύμη της βάρκας του. Η ανταπόδοση όλων αυτών δεν ήταν φυσικά τα λίγα πληθωρικά χαρτονομίσματα, ήταν προπάντων η ελευθερία που γευόταν στην ακροθαλασσιά, μια απαράμιλλη αίσθηση που μόνο εκείνοι που ζουν από τη θάλασσα γνωρίζουν.
«Γεια σου ρε Σπύρο, αναρχικέ»! Ηταν ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Παπαδάκης, που είχε ζήσει ένα φεγγάρι στο νησί πριν σχεδόν 30 χρόνια και τον είχε αποκαλέσει έτσι, θαυμάζοντας ενδόμυχα τη στάση του στη ζωή. Καμία σχέση βέβαια με τον Μπακούνιν και τους λοιπούς θεωρητικούς του αναρχισμού. Ο Σπύρος ήταν φύσει και όχι θέσει αναρχικός. Κι ήταν σοφός. Ενορατικός και διαισθητικός, αν ήσουν τυχερός και τον πετύχαινες νηφάλιο, ο λιτός και καίριος λόγος του θα σε συνέπαιρνε. Έντιμος σε όλα του, ποτέ του δεν λογόφερε για τίποτα και με κανέναν. Έντιμος και ως ψαράς, τα χρόνια που ο δυναμίτης ήταν ρουτίνα, αυτός δεν θα έβαζε ποτέ του στο θαλάμι ούτε γαλαζόπετρα. «Πάτε μπαμπέσικα με το φακό στο βράχο και βρίσκετε τους ροφούς», τον άκουσα να λέει σε μια παρέα ψαροτουφεκάδων, περιφρονητικά.
Πάνε τα χρόνια, φύγανε…
Τα υλικά αγαθά τα περιφρονούσε επίσης απολύτως, ακόμη και τα πιο απαραίτητα. Του είχαν κλέψει κάποτε για λίγες ώρες την ψαρόβαρκα, το βασικότερο εργαλείο της δουλειάς του, κι ήταν τα χρόνια που οι βάρκες κόστιζαν μια μικρή περιουσία. Δεν είχε σπίτι κι η μικρή γαϊτα ήταν ο χώρος που έγερνε χειμώνα-καλοκαίρι το ταλαιπωρημένο του κορμί. «Και τώρα τι θα κάνεις;», τον είχα ρωτήσει. «Δε βαριέσαι καημένε, θα πάω για μπάρκο και θα φτιάξω καινούρια» είχε απαντήσει με περισσή ανεμελιά! Έτσι έπαιρνε τη ζωή, όπως ερχόταν. Θαλασσινός γαρ… «…όπως τον ευρώ τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω…»
Τον τελευταίο χρόνο φαινόταν να έχει πια παραιτηθεί, ηττημένος από τον δαίμονά του. Το πρωί πήγαινε για ψάρεμα, η αξιοπρέπειά του τού επέβαλε να μη θέλει να εξαρτάται και να επιβαρύνει κανέναν, και μέχρι που επέστρεφε δεν έβαζε αλκοόλ στο στόμα του.
Κατόπιν όμως αγόραζε μπίρες από την ταβέρνα, καθόταν στη σκιά του ευκάλυπτου μπροστά στη βάρκα του και άρχιζε το παραλήρημα. «Πάνε τα χρόνια, φύγανε…» μου φώναξε μια μέρα που περνούσα από κει. «Και γι αυτό στενοχωριέσαι; Θα ρθουνε άλλα πιο καλά», τον αποπήρα για παρηγοριά, χωρίς ωστόσο να πιστεύω τα λόγια μου. Ήξερε καλά τι έλεγε.
Ο φετινός χειμώνας ήταν βαρύς και άσπλαχνος για τους φτωχούς που ζουν στο περιθώριο, λαθραία. Βρήκαν το Σπύρο ένα πρωί δίπλα στη βάρκα του, στην αγκαλιά της μάνας-θάλασσας, τη μόνη αγκαλιά που δεν τον έδιωξε ποτέ από κοντά της.

ΚΩΣΤΗΣ ΓΕΩΡΓΑΣ
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 4/6/2008

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.