ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΣΤΑ ΚΟΛΥΒΑ (Β ΜΕΡΟΣ)

1943, Φθινόπωρο.

Κάπου στο Ξηρόμερο, φκιάνεται το Υπαρχηγείο Κεφαλονιάς – Θιακιού, με μαγιά διμοιρία του Υπαρχηγείου Βάλτου Ξηρομέρου.

Στρατιωτικός καθοδηγητής, ο Χρήστος Καραγιάννης Διομήδης αρτινός γεωπόνος. Τον δολοφόνησε το νόμιμο κράτος. Ένα πρωΐ, μας παράγγειλε πως πάει για το εκτελεστικό απόσπασμα και μας εύχεται “ψυχή βαθιά”.

Καπετάνιος, ο Στάθης Λιάκας Φουρτούνας μηχανικός από τη Ζάβιτσα. Πέθανε όρθιος σ’ ένα βουνό τις Πελοπόνησος, σαν “μαύρη Μάνα” καθώς έλεγε.

Βλέπεις φίλε; Από τους οπλαρχηγούς που σου μολόγησα, κανένας δεν εγέρασε. Σκοτώθηκαν όλοι στις επάλξεις, δίχως μισό βήμα πίσω.

Κι είτανε όλοι τους, κουμουνιστές.

Λοιπόν, 30 παλιοί και σταλωμένοι Αντάρτες Ευρυτάνες Ξερομερίτες Λευκαδίτες και Θιακοκεφαλονίτες, ένα γλυκοχάραμα τις τότε άγριας εποχής, πατήσαμε το λιμανάκι του Θιακιού Σαρακίνικο. Τ’ αχνάρια που άφισε το Αντάρτικο πάτημα, έσβυσαν με τον χρόνο απά στην προδομένη γης. Τώρα το Σαρακίνικο, το πατούν Γερμανοί που αγόρασαν τον Τόπο.

Μπροστά η Ελληνική Σημαία και ο σαλπιγκτής μπαίνουμε από μεριά Κανελάτα στην πλατεία της Χώρας.

Οι Ιταλοί είχαν φύγει. Οι Γερμανοί δεν είχαν έρτει ακόμα στο Θιάκι.

Ο Λαός βλέποντας ν’ ανεμίζει η Σημαία του, θάρεψε κι είρτε η Λευτεριά. Είχε λαθέψει. Τότε είρτε μονάχα ένα μικρό μέρος της αληθινής. Στερνά θάρτει μια ψεύτικη, κι όταν η Ελευτεριά είναι ψεύτικη, η σκλαβιά θυμιέται σαν πιο ελαφριά.

Στερνότερα θα είναι, απλά ένα γυναικείο όνομα που θα μιλιέται με το υποκοριστικό του, Ρία Ρίτσα.

Κειό τ’ αλαργινό πρωϊνό, είμαστε διαβατάρηδες. Σκοπός μας, να βηθήσουμε τους αντιφασίστες Ιταλούς της Κεφαλονιάς στον πόλεμό τους με τους Γερμανούς.

Το δειλινό οι βιγγλάτορες, μας ειδοποίησαν πως έρχονται δυο καΐκια με Γερμανούς. Ευκολο να τα χτυπήσουμε απά στο μώλο. Στερνά όμως θα καίγανε τον τόπο, για ένα στρατιωτικό κέρδος αμφίβολο. Μας παρακάλεσε ο Λαός και πολιτικές οργανώσεις να φύγουμε. Πιάσαμε το Παγανό κι από τα βουνίσια μονοπάτια πέσαμε στ’ Αηγιαννιώτικο. Ολημερίς, κρυφτήκαμε στα κλαριά, και το βράδι με βάρκες Αηγιαννιώτικες περάσαμε στην Έρισσο Κεφαλονιάς.

Η Μάνα μου από το κατώφλι μας που ξενύχτισε, έβλεπε να φλέγεται ο τόπος από τις τροχιοδεικτικές. Βγήκαμε στο λιμανάκι Γοργοτά.

Ερημιά, παντού ερημιά. Φτάσαμε αργά, το φονικό είχε συντελεστεί. Διαβαίναμε λόγγους κι ερημιές, δίχως ν’ απαντήσουμε ψυχή. Κάποτα  στα κλαριά ακούαμε ένα θρόϊσμα, σα να πετιότανε ζουλάπι. Και βλέπαμε έναν ξεμοναχιασμένον Ιταλό να τρέχει, με τα ποδάρια στην πλάτη.

Στις μέρες που ακλουθήσανε, μαζέψαμε πολλούς και φκιάσαμε ένα στρατόπεδο κάτου από τα χωριά Βαρύ και Ένωση, σ’ ένα σάδι με σβυστά ασβεστοκάμηνα. Ανάμεσά τους βρισκότανε και ο λοχαγός τότε Μπαμπελόνι. Σεμνός και σοβαρός, έμπαινε στη σειρά κι αυτός να πάρει το λίγο συσσίτιο που του πρόσφερε ο φτωχός Κεφαλονίτικος Λαός.

Ο τίμιος αυτός αντιφασίστας αξιωματικός, κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ. Γύρισε στα 1944 με τον Διομήδη και πρωτοστάτησε στην απολευτέρωση της Κεφαλονιάς. Λένε, από τα επάχτια πυροβολεία της Αντίσαμος βούλιαξε τις δυο Γερμανικές τορπυλάκατες που χτύπησαν το Θιάκι και βούλιαξαν την “Δημοκρατία” του Καλούδη και το Γερμανικό καράβι – λάφυρο.

Ο Μπαμπελόνι τιμήθηκε στην Πατρίδα του, γίνηκε Στρατηγός.

Στρατηγέ, ο Διομήδης μπήκε στα σίδερα και τουφεκίστηκε από Ελληνικό εκτελεστικό απόσπασμα, που αποτέλειωσε το έργο των Γερμανών. Θυμάσαι, τότε στην Πάτρα απόδρασε από τα κρατητήρια της γκεστάπο, δεν πρόλαβαν να τον εκτελέσουν. Τους δικούς μας Διομήδηδες του ΕΛΑΣ τους Έλληνες Κομμουνιστές, τους κυνήγησαν όλοι οι εχθροί της Πατρίδας.

Και να θέλεις Στρατηγέ, να στείλεις 33 κόκκινα γαρίφαλα δεν υπάρχει ούτε Τάφος ούτε Ξύλο ούτε Όνομα, του παλιού σου φίλου και συναγωνιστή.

Από την Έρισσο, διαβαίνοντας λόγγους και δημοσές περάσαμε στο μονοδέντρι και Φάλαρη.

Πριν πιάσουμε το μονοδέντρι, απουκατώστρατα βλέπουμε καμμιά τριανταριά Ιταλούς αξιωματικούς εκτελεσμένους. Θάτανε εδεκεί, μέρες πεταμένοι σαν ψοφίμια, με τα διακριτικά των ανώτατων και ανώτερων βαθμών να στολίζουν λυωμένους ώμους και κορμία ξαντεριασμένα από τα όρνια.

Στην μνήμη μου αιωρείται η βρώμα των σάπιων κορμιών, που κάποτε στις πλατείες και στα βουλεβάρτα του τόπου τους θα κάνανε Έρωτα στις κομψές Ιταλιάνες. Σε κειά τα σκουληκιασμένα μπράτσα πιάστηκε μια φορά η κόρη και στον λυωμένο ώμο θα στηρίχτηκε κάποιο καστανό νεανικό κεφάλι.

Μαϊδέ Μάνα, κι ουδέ Αγαπημένη στο προσκεφάλι της στερνής ώρας, ούτε προσκεφάλι παρά η κρύα γης της μακρινής Κεφαλονιάς.

Δίχως να το θέλουν αυτοί οι άνθρωποι πήραν ένα μονοπάτι, κι αναποδογυρίστηκε φέρνοντάς τους στον κάτου κόσμο. Έτσι γίνεται πάντα, στα άγρια πεδία των πολέμων.

Είδα μια φορά, κάπου στην Ευρυτανία στερνότερα που ξεψυχούσε το θεριό, σκοτωμένη την γριούλα απά στο κατώφλι της, μισή μέσα μισή έξω. Μες στο σπίτι, δυο παιδάκια σκοτωμένα απά στο κτεββάτι.

Μαζύ με τον καταχτητή, κι ο ντόπιος φονιάς που πήρε σύνταξη σαν αντιστασιακός από την βρώμικη πολιτεία.

Κάτσαμε για ψύχα ανάσα κάτου από το θεόρατο μονοδέτρι. Στον χοντρό κορμό κι εκεί π’ άρχιζαν οι κλώνοι, ολάκαιρο οπλοστάσιο.

Πήρε να βραδιάζει.

Στην βουνοσειρά του Φάλαρη, είδαμε να μαυρίζει ο ουρανός από τα όρνια. Φονικό θα γίνηκε, είπαμε. Ώσπου να φτάσουμε σκοτείνιασε. Στον αγέρα βαριά μυρωδιά κυκλοφορούσε ανθρώπου σ’ αποσύνθεση.

Γείραμε, αφού βάλαμε καραούλια. Το πρωΐ είδα πως το μαξιλάρι που ακούμπησα, δεν είτανε λιθάρι παρά κορμί τουμπανιασμένο.

Προχωρήσαμε. Ολάκαιρη η βουνοσειρά είτανε ανασκαμένη, θάτανε γραμμή άμυνας. Την είχαν αναποδογυρίσει τα στούκας κι οι υπερασπιστές διαβήκανε στον κάτου κόσμο. Τα πολυβολεία ξαντεριασμένα και σωρός τα τουμπανιασμένα κορμιά. Πουθενά δεν βρίκαμε κάλυκες, σημάδι πως δεν πολέμησαν. Μπορεί και να μην είχαν εχθρό μπροστά τους. Ο Θάνατος κατέβηκε από ψηλά, από ασφαλισμένους δολοφόους που σπείρανε τον όλεθρο και τους καταμόναχους Θανάτους σε μιαν οργιά κρύας ανασκαμένης γης με τα φτερά των στούκας. Σαν τώρα στην χώρα των κέδρων, από τους φονιάδες του ιμπεριαλισμού. Μονάχα ένα πολυβολείο είχε βουναλάκι από κάλυκες. Πολέμησε το παλληκάρι που το βρίκαμε στον αναποδογυρισμένον τόπο να τηράει τον ουρανό με μονάχα τις γούβες των ματιών, από κει που είρθε ο θάνατος.

Ο Πάπας του είπε, πως από κει θάρτει η εξ ύψους παρηγοριά. Σκατά. Από κει είρτε ο θάνατος, από κει είρτανε τα όρνια και τούβγαλαν τα μάτια.

Και σκόρπιες φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες παιδιών γερόντων κοριτσιών. Θα τις βγάλανε οι μελλοθάνατοι για το στερνό φιλί, παρηγοριά στη φριχτή στιγμή.

Ερημιά και σιωπή στην βουνοσειτρά. Μονάχα τα όρνια κι εμείς, που στο πλησίασμά μας φεύγανε, σέρνοντας στα νυχια τους μιαν αρμαθιά άντερα.

Τότε, γλητώσαμε πολλούς αντιφασίστες. Εκεί, σ’ ένα χωριό μας φέρανε έναν υπολοχαγό του πυροβολικού κι έναν έφεδρο λοχαγό των πολυβόλων, που στον ειρηνικό καιρό είταν καθηγητής φιλολογίας. Κάμποσο καιρό στερνότερα συναπάντησα τον καθηγητή, έξω από το χωριό Παπαδάτες να σαλαγάει ένα γαϊδουράκι φορτωμένο σανό.

-Υπερέτη εγκώ τώρα, εφκαριστημένο όκι πεταμένο.

Είταν ευχαριστημένος ο καθηγητής, που δεν πέθανε, που ο πόλεμος τέλειωσε για δάφτον. Στα Ιταλόπουλα θα γνώρισε τον Όμηρο, νάχει χωράφια γαϊδουράκι, μπομπότα και ασφάλεια.

Σε κάμποσες μέρες, μερικοί από μας φύγαμε από το λιμανάκι του Άη – Γεράσιμου του Ρισσιάνου με τους στερνούς Ιταλούς.

Ξανάρθαμε Γενάρη 1944.

Τότε είναι, που γνώρισα τον Μεμά Γρηγοράτο Αστραπόγιαννο με το Αρχαγγελικό κεφάλι. Στερνά, του το κόψανε του ληστή οι κεφαλοκυνηγοί το κάρφωσαν στη φούρκα. Από τότε ψάχνουν οι Κεφαλονίτες να την βρουν, για Τίμιο Ξύλο.

Τότε είναι, που πιάσανε στ’ Αργοστόλι οι Γερμανοί τον Διομήδη. Τον έδειξε ο καταδότης, κατοπινός Εθνικόφρων κι αντιστασιακός.

Σκιαχτήκαμε τότε, μην τον λυγίσουν τα βασανιστήρια κι αθέλητα μαρτυρήσει το λημέρι. Αποδείχτηκε, πως πολύ λίγο ξέραμε την Ηρωϊκή Φύση αυτού του Κομμουνιστή Αγωνιστή. Ο διερμηνέας, μες στο μαγαζί του Καπάτου στο λιθόστρωτο είπε, παλληκάρι σαν τον Διομήδη δεν είδε στη ζωή του ούτε φανταζότανε πως υπάρχουν τέτοιοι Άντρες.

Και στο απέναντι μικρό νησάκι Θιάκι, συντελούσαν πράξεις ηρωϊκές.

Ο Θοδωράκης Κώλος, έμεινε άνεργος. Ξεκουμπίστηκαν οι φαντασμένοι Φασίστες του Μουσολίνι δεν ξανάβαλαν παντιερόσκοινο να το κλέψει. Ούτε οι σκοπιές υπάρχαν να τις γελοιποιούν οι πιτσιρίκοι.

Οι καινούργιοι ξενομπάτες ψυχροί φονιάδες Ναζί, μέναν στο μέγαρο του Δρακούλη, αγέλαστοι κι απόμακροι. Μαγέρευαν, κι οτι απόμενε το χύνανε στον υπόνομο. Παραπέρα καρτέρεψαν πεινασμένα παιδάκια με τα κονσερβοκούτια, άδικα. Οι προτίτεροι καταχτητές, τους το γιόμιζαν. Αυτών, μέσα τους κάτι άφισε ο λαμπρός Μεσογειακός Ήλιος και οι γελαστοί κάμποι του Νότου.

Στους άλλους, κατοικούσαν οι παγωμένες εχτάσεις του βοριά κι ο Ήλιος των καταιγίδων κίτρινος και φευγαλέος κυνηγημένος από μαύρα σύγνεφα δεν μπορούσε να ζεστάνει κανένα αίστημα.

Η Μαρία Βλησμά Μπάρλα, Γερμανίδα παντρεμένη με τον Ερρίκο, τα παιδιά μου είναι Ελληνόπουλα, είπε. Διερμηνέας των συμπατριωτών της, μάθαινε πολλά και μας τα διοχέτευε γλητώνοντας Ζωές. Γύριζε νύχτα και χτυπούσε τις πόρτες, από το σκοτάδι μαρτυρούσε τον κίνδυνο κι αφαιρούσε από τον καταχτητή το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Πολλοί γλητώσανε, κι ο καταδότης έβγαζε αφρούς εκδίκησης. Η Μαρία δεν λογάριαζε κινδύνους.

Πέθανε, αμέσως μόλις φύγανε οι Ναζί. Αυτή η μεγάλη Γυναίκα, πέθανε από έναν μικρό θάνατο. Από έναν μικρό και παράξενο θάνατο.

Ακόμα ο τόπος, που θάπρεπε νάχει στηθεί η προτομή της, είναι άδειος.

Πατριώτες κρυφτείτε, οι Χιτλερικοί έχουνε στα χέρια τους κατάλογο με τα ονόματά σας, γυρεύουνε άντρες και γυναίκες, παιδιά και κορίτσια, τους Λευκησάνους, Στάθη Πατσαλιά, Τάτση Ματζαράκη, Ηλέχτρα, Χάρη Παξινό, Νίκο Μελά, Δώρη Κουβαρά, Νίκο Μπουνίκα, Μάσο Μηλιαρέση, Γιάννη Παξινό, Γιάννη Κατσαμά, κι άλλους πολλούς.

Φώναζε από τις κρυφές πόρτες και τους αναφορούς το λευκό περιστέρι της Πατρίδας η Μαρία Βλησμά Μπάρλα.

Και τρέχανε οι σύνδεσμοι, από τα κακοτράχαλα κρυφά μονοπάτια φέρνοντας το μήνυμά της. Οι σκοπιές κι ο γέρο – Άργος φυλάγανε τα περάσματα. Και γλήτωσαν οι Άνθρωποι.

Είρταν οι Γερμανοί και οι ντόπιοι Γερμανοντυμένοι.

Σκοτώσανε τον Γιαννάκη Κολυβά, σκοτώσανε τον Ηρωϊκό Στάθη Πατσαλιά οι ντόπιοι, του χύσανε τα ωραία μυαλά απά στο στερνί, κι η χήρα κυνηγημένη με τέσσερα μικρά παιδιά κρυβόντανε στους μακρινούς λόγγους.

Το ίδιο βράδι, της κλέψανε την γίδα που τάϊζε τα μικρά της παιδιά γάλα.

Σκοτώσανε τον  ωραίο αγωνιστή από το Κιόνι Κείμη, πάει κι ο Κουτσοπάνος.

Κάποιο πρωΐ, καβάλα στο γαϊδούρι του πήγαινε στη χώρα ο Βλιέχος.

Στα λαγκάδια συναπαντάει μικρήν ομάδα από Γερμανούς.

Από που είσαι εσύ; τονε ρωτάνε. Από τη Λεύκη, λέει ο Βλιέχος.

-Πάμε να μας δείξεις το σπίτι του Δάσκαλου του Λιόνη.

Οι άνθρωποι αυτοί από την μακρινή βορινή χώρα, πως ξέρανε τον Λιόνη;

“στις διάφορες χώρες θα βρείτε κάτι ιδιοτελή καθάρματα να σας βοηθήσουν” παράγγειλε ο Χίτλερ στους συνεργάτες του.

Να, γιατί ξέρανε τον Λιόνη.

Και γύρισε ο Βλιέχος με την φονική ομάδα, πίσω στη Λεύκη.

Κόντευε να φτάσουν στο σπίτι.

Πετιέται σαν αίλουρος ο Βλιέχος από ανάμεσά τους και χύνεται στον γκρεμνό. Πήρε μαζύ του πέτρες και κλαριά, χάθηκε στον απάτητο λόγγο, τον χώνεψαν οι πυκνές φούντες. Γαζώσανε τον τόπο με τα αυτόματα οι φονιάδες, άκουσαν τις ρυπές φύγανε για το βουνό, γλυτώσανε οι Λιονιάδες.

Το βράδι στην σπηλιά, γιατροπορεύανε τον Ηρωϊκό Βλιέχο, με βγαλμένα τα δέκα νύχια των ποδιών.

Έφυγεν ο μοναχογιός κι έμεινε μονάχη η γριά.

Πέθανε η Πούργαινα, με τον καϋμό του γιου της Κάστορη, που τον ήξερε στη Φωτιά του πολέμου. Έφυγεν ο Βασίλης Πόλης, και δεν ξαναγύρισε.

Χάθηκε ο Πίτας στην Κεφαλονιά.

Στην κομμαντατούρα του Βαθιού, σωριάζονταν οι κατάλογοι.

Η Μαρία η Γερμανίδα τους αναμέριζε, αναμέριζε κι ο πολλαπλός κίνδυνος.

Στο Θιακό Γυμνάσιο, δεν ματαδιδάχτηκαν τα Ιταλικά.

Οι Γερμανοί, δεν είχαν άξια τα κεφάλια μας για τα λαρυγγόφωνά τους, τάχανε πιο καλά να τα κόψουν για να μην μποδίζουν την πρόοδο της Άριας Φυλής.

Πήρανε τον Γερασιμή Παξινό και την Σπυρδούλα. Κουμπισμένα στη λιθιά τα Γερμανικά μάουζερ, πήγε ο μικρός Γιαννάκης και τα χάϊδευε.

-Άστα παιδάκι μου, αυτά θα φάνε τον Πατέρα σου. Κι έκλαιγε ο Γερασιμής.

Τέσσερα παιδάκια, μείνανε καταμόναχα στο χωριό.

Πήρανε τον Μπουσουλή, την Ευτυχία και την Πηνιώ. Πήρανε την Έλλη.

Κλεισμένη η Λεύκη από Γερμανούς. Οι αντάρτες στην Καθαριώτησα. Ποιος να τους ειδοποιήσει μην γίνει σκοτωμός μην κάψουν την Ανωή και το Μοναστήρι;

Κανείς δεν μπορούσε να βγει από τον κλοιό.

Όμως ο Μακαιπάνος μπόρεσε.

Άκουρος αξούριστος, βάνει τα παλιόσκουτά του ανάποδα, παίρνει το πιο ηλίθιο ύφος σέρνεται από τη λιθιά του δρόμου σαν σκιασμένο ζουλάπι, τον πέρασαν οι Άριοι μηδαμινό σερπετό γιατί την δύναμή του καλά την φύλαγε μέσα σε κειά του τα κουρέλια και διάβηκε στο λόγγο. Σαν λαγός έτρεξε στις ανηφοριές, κι έφερε το μαντάτο στον καπετάν Φουρτούνα.

Την ώρα που οι Γερμανοί πιάσανε το ξάγναντο, οι αντάρτες περνούσαν την κορυφογραμμή. Έπεσε ένα σύγνεφο και τους σκέπασε. Πέσανε στο κιενιότικο.

Σώθηκε το Μοναστήρι, σώθηκαν τα χωριά, από τον Μακαιπάνο.

Στερνά ο Πάνος Κολυβάς Μακαιπάνος, πολίτης Βήτα κατηγορίας.

Για τον αγώνα του ΕΛΑΣ, η Κεφαλονιά στάθηκε πλούσιο οπλοστάσιο.

Τα καΐκια μπάτι και μπάτι, κουβαλούσαν όπλα πολυβόλα σφαίρες. Νύχτα φεύγανε από τα ρισσάνικα και τα σαμικά λιμανάκια, λημεριάζανε στα μικρά νησάκια καταμεσίς του δρόμου τους Άτοκο Δρόμωνα Προβάτι Δραγκουνάρα, νύχτα πάλι συνέχιζαν και τα ξεμπαρκάριζαν στην ξερομερίτικη γης.

Ο ηρωϊκός Τάτσης Σομόνης, όργωσε εκειές τις θάλασσες.

Στο μπαμπέσικο χτύπημα του Ελανίτικου καϊκιού “Άη – Δημήτρης” στο Λεσσίνι, από Γερμανούς και ταγματαλήτες πολέμησε κι ο Τάτσης Σομόνης σ’ άνιση μάχη, γλήτωσε με λίγους. Οι πολλοί, σαράντα τόσα χρόνια σαπίζουν στην λασπουριά του λεσσινιού. Δεν βρέθηκε τόσα χρόνια κασμάς να τα ξεθάψει. Ούτε και τους εχτελεσμένους στα Καλύβια τ’ Αγρινιού, που πιάστηκαν στο λεσσίνι ξέθαψε η Πολιτεία. Τους γύρευε πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.

Η Πολιτεία μισούσε τους ηρωϊκούς νεκρούς.

Ντουφέκιζε αράδα κουμουνιστές αγωνιστές, πως να τιμήσει τους σκοτωμένους;

Τελευταία αποστολή όπλων, γίνηκε τον Απρίλη του 1944.

Φορτώσαμε τα όπλα και τις σφαίρες στο καΐκι του Τάτση Σομόνη, στο λιμανάκι του Άη Γεράσιμου του ρισσιανού.

Την Μεγάλη Παρασκευή, που στ’ Αγρίνιο πέφτανε 120 Πατριώτες, που Έλληνες κι Εβραίοι τραβούσαν για τον Κάτου Κόσμο, πέντε ΕΛΑΣίτες με 20 μουλαροφορτία – τα Κεφαλονίτικα όπλα – διασχίζαμε το ξηρόμερο.

Μπλόκο οι Γερμανοί κι οι συνεργάτες τους, τα “ιδιοτελή καθάρματα”.

Νύχτα και με βουλωμένα τα κουδούνια, με παλιόπανα στα ποδάρια των μουλαριών, με το δάχτυλο στη σκανδάλη περάσαμε έριζα τα υψώματα της Μαχαλά.

Φτάσαμε στη μικρούλα λίμνη Οχτια. Ξεφορτώσαμε τα όπλα και τα Ξερομερίτικα μουλάρια φύανε για τα χωριά με τους συναγωνιστές αγωγιάτες τους.

Περάσαμε όπλα κι ανθρώπους στην αντιπέρα όχτη μ’ ένα πριαράκι.

Το χωριό Οχτια μοιρολογούσε. Στο πρωϊνό φονικό πίσω από το Ιερό της Αγιά Τριάδας, δυο νέοι Καραγκούνηδες αγωνιστές εχτελέστηκαν.

Μοιρολογούσαν οι Καραγκούνες Μανάδες, και τα κυρτά βασανισμένα τους δάχτυλα ξεμάλλιαζαν τα λευκά κεφάλια που χτυπιόνταν σαν κλαριά στη καταιγίδα.

Κάποια μοιρολογήστρα, έλεε παράπονα στον Εσταυρωμένο που δεν επεμβήκε.

Ο υπεύθυνος του ΕΑΜ, αρματωμένος κι έτοιμος να επέμβει,

“ουράνιες δύναμες Αγγέλοι Κρίνα Πουλιά και Ψαλμουδιές, τίποτα…”, πάμε σύντροφε πριν ξημερώσει, μου λέει.

Περάσαμε τη δημοσά, με τα καινούργια μουλάρια φορτωμένα, κατά το θαμποχάραμα.

Κατά τα ξημερώματα το πιο βαθύ σκοτάδι, λέει ο Έρης.

Πιάσαμε Λεπενού, από δω κι απάνου Λεύτερη Ελλάδα.

Ύστερα από ποδαρόδρομο ημερών, παραδόσαμε τα όπλα στην Ανατολική Φραγκίστα της Ευρυτανίας.

Οι συναγωνιστές που τα παράλαβαν, γράψανε νοερά την πορεία και θάμαξαν.

Από τόσο μακρυά και μέσ’ από τόσα μπλόκα; είπανε.

Χρειάστηκαν εκειά τα όπλα.

Εκεί είναι, στην Ανατολική Φραγκίστα σταμάτησαν 10.000 Γερμανούς και 3.000 ταγματασφαλίτες το καλοκαίρι του 1944.

Εκεί είναι, που πέσανε 200 μαθητές της σχολής εφέδρων ανθυπολοχαγών του ΕΛΑΣ, της Σχολής του Βουνού.

Κι αυτούς, η Πολιτεία τους έχει αγνοήσει.

Τους ζήτησε πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων.

Όπως έχει αγνοήσει τον γέρο – Δία και τον Βάκχο, τον Βασίλη τον Κείμη τον Κουτσοπάνο τον Στάθη, τους παλιούς συμμαθητές που αρνήθηκαν την γνώση μιας γλώσσας από Πατριωτισμό, που γίνανε ανταρτόπουλα, τον Ζούλα τον Γιώργο Πιτσινέλη τον Γκότση. Όλους τους ανώνυμους κι επώνυμους αγωνιστές που τα κόκκαλά τους λυώσαν έξω από τις μάντρες των νεκροταφείων.

Πως τώρα, εγώ ο Θιακός, έγινα Ταΰγετος; Ας όψεται ο Λιόντος Περσέας από την Ζίτσα Ηπείρου που με βάφτισε με τ’ όνομα του ψηλού βουνού της Πελοπόνησος, που έζησε στιγμές σκλράδας επί αρχαίας Σπάρτης. Κάτου από ένα ξηρομερίτικο πλατάνι μ’ ονομάτισε Ταΰγετο, δίνοντας μου έτσι, ένα τόσο ψηλό ανάστημα πάνου από όλα τα καμπαναριά της Λευτεριάς, δίνοντάς μου ένα τόσο ψηλό ανάστημα χρέους.

Καπετάν ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΛΥΒΑΣ, Λεύκη Ιθάκης, 12-6-1982

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Time limit is exhausted. Please reload the CAPTCHA.