«ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΥ
Το περσινό καλοκαίρι, μετά από ένα ταξίδι στην Ιρλανδία και τη Σκωτία, έμεινα για λίγες μέρες στην Αθήνα. Κατακαλόκαιρο, ζέστη πολλή, πέτυχα και το μεγάλο σεισμό στις 19 Ιουλίου, ωστόσο ήθελα να χαρώ την αγαπημένη πόλη, την πόλη των φοιτητικών και των νεανικών μου χρόνων. Κυριακή βράδυ αποφάσισα να δω μια παράσταση, στο Θέατρο Λαμπέτη, τη «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ. Στην παράσταση έπαιζε και ο φίλος μου από τα παλιά Γιώργος Γιαννούτσος, στο ρόλο του γιατρού Γκιμπς. Στο τέλος της παράστασης μιλήσαμε – είχαμε πολλά χρόνια να τα πούμε. Έφυγα από το θέατρο με τριπλή χαρά: είδα το Γιώργο μετά από πολύ καιρό, είδα μια πολύ ωραία παράσταση -δροσιά στην κάψα του καλοκαιριού- κι έλαβα δύο «δωράκια», την ποιητική συλλογή του Γιώργου «Προσωρινό» και το θεατρικό του «Στου Ναγκ ή Το Αυγό του νερού» που εκδόθηκαν το Μάρτη του 2019, από τον εκδοτικό οίκο
« Όταν» του, επίσης, φίλου Γρηγόρη Πλαστάρα.
Ειλικρινά, ήθελα να διαβάσω αμέσως τα βιβλία, αλλά, δυστυχώς η καθημερινότητα, εδώ στην «μικρή μας πόλη», τα Τρίκαλα, απορροφά όλη μου την ενέργεια και, επομένως, ο χρόνος μου είναι περιορισμένος για πνευματικές αναζητήσεις, αν και η ποίηση και το θέατρο, ήταν πάντα το καταφύγιό μου, σε κάθε δύσκολη στιγμή. Γιώργο, συγγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά «κάλλιο αργά παρά ποτέ», όπως λέει και ο σοφός λαός.
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Γιώργου «Προσωρινό», διαπίστωσα ότι πολλές ανησυχίες του Γιώργου για τη ζωή, το χρόνο, την ύπαρξη, το θάνατο, είναι και δικές μου ανησυχίες και πολλών συνανθρώπων μας. Η διαφορά, όμως, έγκειται στο γεγονός, ότι ο Γιώργος όλα αυτά τα συναισθήματα κατάφερε να τα κάνει ποίηση και μάλιστα ποίηση υψηλών προδιαγραφών. Κρίμα που αυτά τα ποιήματα παρέμειναν στο σκοτάδι και στη σιωπή για πολύ καιρό, καθώς ο δημιουργός τους -για δικούς του λόγους- αρνούνταν πεισματικά να τα ανασύρει στο φως και να τους δώσει ήχο και δική τους φωνή. Ευτυχώς, που αποφάσισε να τα εκδώσει, να τους δώσει μια δεύτερη ζωή, μία που γεννήθηκαν και μία που απέκτησαν από τη στιγμή που έπαψαν να είναι ιδιωτικά και έγιναν κτήμα όλων μας, που είχαμε την τύχη να «συναντηθούμε» μαζί τους.
Ας ξεκινήσω με τον τίτλο. Ο Γιώργος διάλεξε τον τίτλο «Προσωρινό», έναν τίτλο πολύ απλό, μια λέξη καθημερινή, πεζή, θα μπορούσαμε να πούμε. Ωστόσο, ο τίτλος θα μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες. Προσωρινό, το αντίθετο του μόνιμου, του αιώνιου. Από την άλλη προσωρινό με την έννοια του καθημερινού. Συνηθίζουμε να λέμε «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Έχουμε αναρωτηθεί, άραγε, πόσα καθημερινά, προσωρινά και αδιάφορα κατάφεραν να γίνουν μόνιμα, χωρίς να το καταλάβουμε και να στοιχειώσουν τη ζωή μας; Προσωρινό, όπως η επανάληψη σε καθημερινή βάση, που φτάνει στο σημείο να γίνει συνήθεια, πότε καλή και πότε κακή. Άλλωστε, προσωρινή δεν είναι και η ζωή μας; «Ζούμε στην τσέπη του χρόνου» γράφει ο ποιητής, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ασημαντότητα της ύπαρξής μας, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μικρή στιγμή μέσα στο χρόνο που κινείται αέναα. Αναμφίβολα, πρόκειται για λέξη με ειδικό βάρος, φορτισμένη με πολλές σημασίες. Περικλείει την έννοια του χρόνου, αλλά και του χώρου, από τη στιγμή που η ζωή μας, η ύπαρξή μας, η προσωρινότητά μας τοποθετείται σε μια πόλη, σε μια χώρα, σε μια ήπειρο, σ’ έναν πλανήτη!
Ο Γιώργος παίζει με τις λέξεις, δημιουργώντας ευφάνταστα λεκτικά σύνολα. Ο πλούτος των λέξεων και των εκφράσεων δηλώνει και τον εσωτερικό του κόσμο, τις ανησυχίες του που προσπαθούν να βρουν διέξοδο και να εξωτερικευθούν με ποιητικό τρόπο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύο αντίθετοι κόσμοι παλεύουν μέσα του, δίνοντας ο καθένας τον δικό του αγώνα για επικράτηση. Από τη μια έχουμε τη ζωή, τον ήλιο («Και τεντώνει/ το σχοινί/ που δένει τον ήλιο/ στο λαιμό μου»), τον ουρανό («Και ψηλώνει/ το χώμα./ Μπαίνει/ απ’ τις πολεμίστρες/ ο ουρανός»), τη θάλασσα («Κάτι σωπαίνει/ κι ο ήχος/ της θάλασσας/ μπαίνει στα ρούχα μου»), το όνειρο («Και θα ξηλώνουν/το χαλί/ τα όνειρά μας»), τα παιδιά που είναι η ελπίδα και το μέλλον («Και το παιδί/ που γυρεύει τη μπάλα/ πίσω απ’ το φράχτη», «Το παιδί/ ψηλαφίζει/ στην παλάμη μας/ το δρόμο»), τη μουσική, τα τραγούδια, το χαμόγελο («Το χαμόγελό του/ σηκώνει/ μια πέτρα/ στους ώμους») και από την άλλη έχουμε τη σιωπή, το σκοτάδι («Ανασαίνω/ αναβοσβήνοντας/ πολύχρωμο/ σκοτάδι», «Μας νανουρίζει/ ο ήχος/ απ’ τα ζάρια/ που πήζουν/ το σκοτάδι»), τη νύχτα («Η νύχτα/ είναι/ ένα κρεβάτι/ που κόβει βόλτες/ στην κάμαρά μου»), το θάνατο, τους νεκρούς («Η πόλη/ απλώνει/ το χέρι./ Που εξέχει./ Απ’ το μανίκι του θανάτου», «Κι ύστερα/ φυσώντας τη σκόνη/ συλλαβίζει/ στο βιβλίο των νεκρών/ την ευχή που μας γέννησε», τους εχθρούς («Και ξεπροβάλλουν./ οι εχθροί./ Ντυμένοι την πέτρα»), τη φωτιά που καταστρέφει στο πέρασμά της τα πάντα («Μα έχει ακόμα/ ανθούς/ η φωτιά»), αλλά και τη σκόνη που σκεπάζει τα πάντα, δηλώνοντας εγκατάλειψη και ερημιά («Κι ανατέλλει/ μέσα στη σκόνη/ ο δρόμος»). Ποιος κόσμος υπερισχύει στο τέλος; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έλεγα ότι η ζωή, αν και προσωρινή, βγαίνει νικήτρια και παρακινεί τον ποιητή να εξάρει την ομορφιά της και, αναπόφευκτα, την προσωρινότητά της, την προσωρινότητα που, δυστυχώς, εμποτίζει τη «νικήτρια» ζωή με μια διάθεση μελαγχολίας, αφού ο θάνατος ενυπάρχει στη ζωή.
Στο ποιητικό σύμπαν του Γιώργου το ατομικό, το «εγώ» αν και είναι έντονο («Ανασαίνω/ αναβοσβήνοντας/ πολύχρωμο/σκοτάδι»., «Καθισμένος/ στο τώρα/ ένας κύκλος/ δίνει τιμή/ στα οστά μου», «Είμαι εδώ./ Ιστός αγγέλων/ πλεγμένος στα χείλη», «Θα κάθομαι/ στο χέρι μου/ δεμένος στο χρόνο», «στη φωνή μου…, στο βλέμμα μου…, τα κόκκαλά μου…, τη σάρκα μου…, τα λόγια μου», «Σε μια ρυτίδα του ουρανού/ μεγάλωσα/ και κάτω/ απ’ τα πόδια μου/ γεννιέμαι., «Πεθαίνω από θάνατο φυσικό» ), συρρικνώνεται και υποτάσσεται στο «εμείς», στο συλλογικό. Ό,τι συμβαίνει στον ποιητή αποκτά οικουμενικότητα και καθολικότητα. Ό,τι ανησυχεί και ενδιαφέρει τον ποιητή θα μπορούσε να είναι ανησυχία και ενδιαφέρον του καθενός από εμάς. Η ποιητική συλλογή ξεκινάει με τη φράση «Είμαστε ο σπόρος» και συνεχίζει «Κι ο ολοστόγγυλος/ άγουρος/ καρπός./ Και το παιδί που γυρεύει τη μπάλα/ πίσω απ’ το φράχτη./ Και το χωράφι… Και το νερό… Και τ’ άλογο… Και το χνώτο…. Και το μαχαίρι… Κι ο δρόμος… Και το χώμα…». Τελικά, ο καθένας από εμάς έχει πολλές υποστάσεις. Ο Γιώργος αποθεώνει την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης, τονίζοντας, συγχρόνως, τη μοναδικότητα του καθενός μας, η οποία δεν χάνεται μέσα στη συλλογικότητα, στο «εμείς», αυτή τη μοναδικότητα, την οποία μας χάρισε ο Θεός «Για ν’ αφήσει/ τα χνάρια του/ ο Θεός/ χαράζοντας βαθύτερα/ το αίμα.»
Η «παρουσία» του Θεού ιδιαίτερα αισθητή στην ποίηση του Γιώργου. Γράφει σε άλλο σημείο: «Μπαίνει/ απ’ τις πολεμίστρες/ ο ουρανός. Τ’ αγκάθι του/ χώνεται/ στο κορμί μας./ Και σκάνε/ στολίδια/ λόγια/ και μπαλόνια/ πρησμένα γνόφο/ και θεούς», «Η σκεπή/ μας ανασαίνει/ κι αφήνει/ με το ράμφος της/ στο στόμα/ τη φωνή μας. Σε λόγια/ σκουριασμένα./ Πάνω στο σεντούκι του Θεού». Η ύπαρξή μας άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της θεότητας γενικότερα. Αφενός, ο Θεός δημιουργός και αφετέρου ο Θεός που υπάρχει μέσα μας. Είμαστε εν δυνάμει «μικροί θεοί». («Τ’ αληθινό/ κορμί μας./ Στα φύλλα του/ θεός σκυφτός/ με μια λεπίδα/ στο χέρι/ γεμίζει/ το καλάθι/ με τα κόκκινα σταφύλια.», «Το θεό φοδραρισμένος./ Τα κόκκαλά μου/ επιπλέουν/ στο βλέμμα Του./ Γύρω/ οι άνθρωποι/ στήνουν χορό.»
Ένα άλλο ζήτημα που απασχολεί το Γιώργο είναι ο χρόνος, ο καιρός που περνάει αμετάκλητα, και όσο περνάει, τόσο πιο κοντά στο θάνατο και στο Θεό μας οδηγεί. «Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», έγραψε ο νομπελίστας μας Οδυσσέας Ελύτης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιώργος «Μεγαλώνουμε./ Χαλί/ που σκεπάζει/ την αλήθεια./ Κρύβει τα παραμύθια./ Πετάμε/ πάνω απ’ την πόλη/ κι η μορφή μας/ ανεμίζει/ μαζί με τις κλωστές/ και τα κρόσσια». «Ήρθαν καιροί που φόρτωσαν/ στην πλάτη τους κι εμένα. Μ’ όλα τους τα υπάρχοντα/ που μου’ χουνε φορτώσει», «Έτσι στην πλάτη των καιρών/περνάω τον καιρό μου. Να’ μαι τ’ ανάσκελα λοιπόν/στ’ άλλα φορτώματά τους…», «Και σου μηνά πως άργησες/ μ’ ακόμα έχεις χρόνο. Για να πεθάνεις μια φορά/ προτού σβηστείς για πάντα»). Ο ποιητής δεν μασάει τα λόγια του, δεν κρύβεται, δεν φοβάται την αλήθεια «Περνάει ο καιρός./ Σε μια ρυτίδα του ουρανού/ μεγάλωσα/ και κάτω/ απ’ τα πόδια μου/ γεννιέμαι.» Αλλού αναφέρεται στον χρόνο και στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει η παρουσία του ανά τους αιώνες «Και τρίζει/ ο χρόνος/ κι ο αντίλαλός του/ αντηχεί/ ανάμεσα στους αιώνες.» Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ποιητής ταυτίζεται με το χρόνο «Έρχεται η στιγμή/ να γίνω ένα ρολόι./ Θα κάθομαι/ στο χέρι μου/ δεμένος στο χρόνο.».
Θα κλείσω, αναφερόμενη στη σιωπή, η οποία είναι διάχυτη στα ποιήματα του Γιώργου. Άλλωστε, η ποιητική συλλογή παρέμεινε για καιρό στη σιωπή, μέχρι ν’ αποκτήσει τη δική της φωνή. Η αίσθηση της σιωπής είναι πανταχού παρούσα, πότε με τη μορφή του ουσιαστικού, πότε με τη μορφή του ρήματος, πότε με λέξεις ή φράσεις που παραπέμπουν στη σιωπή (π.χ. σιγή, βουβό) («Και την καρδιά του/ λεκέ από σιωπή/ πάνω στους χτύπους/ που ξεθάβουν/ του χρόνου τη ρίζα», «Περνούν οι άνθρωποι/ και σιωπούν./ Κι ο ήχος τους εξέχει», «Μας έχει το κατόπι,/ η σιωπή», «Μας έχει προσπεράσει/ η σιωπή»). Ίσως, η σιωπή να είναι και η αφετηρία, το στάδιο πριν την εξωτερίκευση των συναισθημάτων. Θα μπορούσε να είναι και το στάδιο πριν τη ζωή, πριν τη γέννηση, καθώς και το στάδιο μετά το θάνατο. Από τη σιωπή προερχόμαστε και στη σιωπή καταλήγουμε. Ο ποιητής το γνωρίζει καλά αυτό. Η ποιητική του συλλογή ήταν και το μέσο με το οποίο μπόρεσε να συνομιλήσει με όλους εμάς που είχαμε την τύχη να έρθουμε σ’ επαφή με την εξαίσια γραφή του.
Ο βασιλιάς/ με μια χρυσόμυγα/ βουίζει/ τα λόγια/ των ανθρώπων…
Θα το σωπαίνουν/ με τα λόγια τους/ τ’ αστέρια…
Μέσα της/ ωριμάζει/ η άδυτη σιωπή/ και με καλεί/ από τόπο/ μακρινό/ που μ’ έχει αγκαλιάσει…
Μακριά στο μοναστήρι/ της σιωπής/ θα κυματίζει/ σημαία/ το βουητό/ του κόσμου…
Και τρέχει να χωθεί/ στου κήπου/ τον αντίλαλο./ Εκεί που ο πατέρας/ μιλάει. Με της μάννας/ τη σιωπή….
Θα μπορούσα να γράφω ώρες για την ποιητική συλλογή «Προσωρινό», γιατί δεν με γοήτευσε μόνο, αλλά και με προβλημάτισε, σκεφτόμενη, με αφορμή τα ποιήματα, αφενός για το μάταιο της ύπαρξής μας και αφετέρου για τη «σαγήνη» αυτής της ματαιότητας.
Αθανασία Τσιοτινού
Φιλόλογος-Θεατρολόγος