ΣΑΡΑΚΟΣΤΙΑΝΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ ΘΙΑΚΙ ΤΟΥ 1959
– Ό,τι έπρεπε να εκάμαμε, το εκάμαμε με το νι και με το σίγμα. Και Μάρτη στο αριστερό μας χέρι είχαμε βάλει από δίχρωμη κλόνα, για να μη μας μαυρίσει ο ήλιος, αρκετές πενταροδεκάρες είχαμε αναφταώσει, για ν’ αγοράζουμε «πυροτεχνήματα τση Λαμπρής». Τρίτσες ψωνίσαμε από του Σφυρή και του Βλήσμα, που μερικώνε παιδιώνε οι προβλετικοί γενήτορες τους πήρανε ένα νούμερο μεγαλείτερη τρίτσα για να χωράει και του χρόνου η «καραμπάτσα» τους και γενήκανε οι κακομοιριασμένοι, περίγελως του κόσμου, γιατί ο Τζανάκας τση έλεε οτι η κεφάλα τους εκουρτάλαε μέσα στη τρίτσα τους, και πολλούνωνε παιδιώνε οι Αδηλιναίοι οι τσαγκαρέοι τση βαλανε «μπροστινά και σόλες», στα παπούτσια τους με καινούργιες τσαρουχόπρογκες, για να φτουρέψουνε ίσαμε τη Λαμπρή. Τ’ απομεσήμερα σφύγκαμε τση μασέλες μας με ούλη τη δύναμη, για να μη μας πιάσει το χασμουρητό μέσα στη τάξη, που ο Αυγουστιάτικος ήλιος έβανε κι’ απ’ ένα κουδούνι στο κάθε μας μελύγκι. Λίγες μέρες λείπανε από τη Μεγάλη Βδομάδα, όπως παραπάνου είπα και είμαστε πανέτοιμοι για το Μεγάλο Πανηγύρι τση Χριστιανοσύνης. Ο δάσκαλος ο Πολυχρόνης (Θεός σχορέστωνε αν πέθανε) καρυκομένος με το διδασκαλικό του κολλάρο, αγαντάριζε με τα ούλα του τα πανιά σαν τη γαΐτα του Αβδέλια, για να κρατήσει ανοιχτά τα τσίνορα του στη λαύρα τ’ απομεσημεριού, ως που άρχισε να το σκάει από την έδρα και να πηγαίνει στην αυλή του σχολείου μας και να στέκετε πίσω από το κορμό της Ακακίας πούτανε δίπλα στο πηγάδι προς το περιβόλι του Καζίκη, ορτός – ορτός σαν τη λαμπάδα που πήανε οι Δρακουλέοι στο Γαρδελάκι όταν έπεσε το αρμπουρέτο του «Μέντωρα» δίπλα στον Αλέκο το Βελαρδή και δεν το εξέκαμε. Μωρέ τι έκανε ο δάσκαλος αναρωτιώμαστε, με τα σύρτα – φέρτα του στο δέντρο;
Ως που ένας γυιός του Λυμπέριου πηγαίνοντας τάχατες όξου «προς νερού» του σκαρφάλωσε στην άλλη Ακακία πούτανε προς το μέρος του χαλέπεδου του σπιτιού του Εκατόνταρχου Δρακούλη, και από την στρατηγική του σκοπιά, έμαθε το μυστικό. Μπήκε μέσα στη τάξη σε μια από τση απουσίες του δάσκαλου του Πολυχρόνη, ξερός από τα γέλοια και μας είπε πως ο δάσκαλος μας έβγαινε όξου και κρυβόταν πίσω από το δέντρο για να χασμουρισθεί. Δεχτήκαμε το νέο με μεγάλη δυσπιστία,
- «Χάϊ του βωρέ που χαρμουργιόντε κι δάσκαλοι, που μεταγροικήθηκε τέτοιο πράμα, δε σε πιστεύουμε».
Εις το μεταξύ ξαναγύρισε ο δάσκαλος ο Πολυχρόνης εστρογκυλόκατσε στην έδρα του ως που να τόνε ξαναπιάσει πάλε το μυστηριώδες ένστικτο για νάβγαινε στην αυλή, χτύπησε η κουδούνα του σκολείου και σκολάσαμε, και με σιγά – σιγά βήματα αρχίσαμε και μεις το χασμουρητό και μας συνέφερε το δροσερό αεράκι που φύσαε από το καντούνι τση Καταπώδαινας και του Βαρβαρή. Ήσαμε να πάμε σπίτια μας ακούσαμε ποιόνε λίγο, ποιόνε πολύ, ούλους τση Θιακούς να παραπονιούνται για το καιρό. Τότενες βλέπεις δεν είχανε ακόμη εκραγεί ατομικές βόμβες για να φταίνε αυτές για το καιρό, και επειδή ποτέ δε μας φταίει ο «κακός μας ο καιρός», έφταιε το ημερολόγιο πούτανε 13 ημερόνυχτα πίσω από το Εγγλέζικο και το Γαλλικό.
Ο Περίαντρος από τη Χώρα κι ο Μελάνθιος από το Περαχωρηό τα συζητούσανε φωναχτά στο καφενείο του Μπαλαγιώγου, και συμφωνίσανε απόλυτα.
-Μωρέ μπήκαμε σούρτζουφλοι στο καλοκαίρι, κι αν δεν αγροικάμε τζιτζίκια θα χάσανε το δρόμο και δεν το βρήκαν ακόμα από τη Αφρική (νόμιζαν και τα τζιτζίκια αποδημητικά σαν τ’ αηδόνια τση Βλαχιάς) τα κουκιά εσταλώσανε, τα κούτσουπα μεγαλώσανε, και θάχουμε χοντρές αγουρίδες από τ’ αμπέλια, για να ξυνήσουμε την αλιάδα μας την Κεργιακή του Βαγιώνε. Ζέστη σαν και νάναι Θεριστής, και αρχίνησε πολύς κόσμος να κοιμάται έξου.
– Τι λες μωρέ, θα βράζουνε τα αίματά τους.
– Όχι αλλά έτσι το συνηθάνε, ο Μούχλιος να πούμε όξου κοιμάται από μέρες τώρα.
– Τι λέει ετούτος βωρέ Μούχλιο;
– Όξου κοιμάσε;
-Μπα.. στην αυλή μου, ήτανε η απάντηση του Μούχλιου που έμεινε γραμμένη από τότενες, ολόθιακα παρόλα, κι αγροίκαες να σου λέανε αντίς για τη φράση «είναι το ίδιο πράμα» το «μπάαα στην αυλή μου». Την άλλη μέρα που πήαμε σκολείο, μας χώριζε μονάχα μια μέρα από του Λαζάρου, κι αρχίσαμε από τση ένδεκα κιόλας να αγαντάρουμε τση μασέλες μας να μην ανοίξουνε για χασμουρητό. Μα έκανε και μια ζέστη, πάρα πολύ αφιλότιμη, η οποία προαισθανόντανε ως φαίνεται τα τωρινά μετεωρολογικά δελτία με τα ‘κύματα καύσωνος» και μας τάραζε τον αδόξαστο, αφού δεν ξέραμε τότενες τόσα ωφέλημα πράμματα όπως τα σύγχρονα κύματα. Τα μοναδικά κύματα που ξέραμε από την εποχή του Ομήρου ως τα χρόνια μας ήταν τα κύματα τση θάλασσας της πραγματικής, και το τροπάριο «Κύματι θαλάσσης» που λέανε πολλές φορές οι ψαλτάδες την Λαμπρή ως να μαζευόντανε ούλοι οι ταλαρούχοι στην Εκκλησία για να ακούανε το Χριστός Ανέστη. Τώρα έχουμε Κύμα καύσωνος, Ραδιοφωνικά κύματα που δεν ακούετε η Αθήνα στο Θιάκι, κύμα αισχροκέρδιας, κύμα εγκληματικότητος, και μονάχα για το δροσερό κυματάκι του γιαλού δεν μιλάει κανένας, τότενες όμως με τη ζέστη δροσίζαμε τα ποδάρια μας στο κυματάκι δίπλα στο μουράγιο, τάχατες για κάτι που μας έπεσε, ή για να ξετρυπώσουμε κανένα κάουρα. Ήτανε ή εντεκάμισυ ή δώδεκα παρά τέταρτο που ο δάσκαλος ο Πολυχρόνης «εξέδραμε» για Τρίτη φορά σήμερα, στο δέντρο, και η κακιά συνταρχία τόφερε να σκοθούμε ούλοι μας σαν ένα αυτόματο, και να βρεθούμε στην αυλή, αθόρυβα σαν τη γάτα, και μόλις είδαμε το δάσκαλο τον Πολυχρόνη να ανοίει ένανε πήχυ το στόμα του και να χασμουριέται, δε κρατήσαμε τα γέλοια μας, που γενήκανε αιτία να συνεφέρουν τον δάσκαλο τον Πολυχρόνη και εχτός από την κατσάδα που μας έδωκε, μας άφηκε και τρία μεσημέρια νηστεία. Όταν σκολάσαμε το απόγιομα, βάλαμε κάτου την Αριθμητική μας τση Δευτέρας του Δημοτικού. Σήμερα μια νηστεία, που είναι Πέμπτη. Αύριο Παρασκευή παραμονή του Λαζάρου δυο νηστείες, αμέ η άλλη η Τρίτη νηστεία πότε θα γίνει; Μεθαύριο; Μα μεθαύριο είναι Σάββατο και δεν κάνουμε σκολείο γιατί είναι του Λαζάρου.
Και πότε θα κάτσουμε την άλλη νηστεία; Έχει κάζι να ρτούμε μπονόρα – μπονόρα του Λαζάρου να κλειστούμε στο σκολειό μας για να «εκτύσουμε» τη Τρίτη ημέρα τση νηστείας μας. Πήαμε τη Παρασκευή σκολειό μας με τση τσέπες μας φουσκωμένες από ξεροκώματα για εφόδια τση νηστεία μας και κυλήσανε οι ώρες μας γλήγορα – γλήγορα, χωρίς χασμουρητά και εξόδους του δασκάλου του Πολυχρόνη στην αυλή του Σκολείου. Δεν μπορέσαμε ποτέ να καταλάβουμε γιατί εκείνη την ημέρα δεν εχασμουριώμαστε. Δεν είχαμε βλέπεις τότενες μετεωρολογικά να μας λέανε «ανά τον Ιόνιον τεταραγμένη έως λίαν τεταραγμένη» εκτός από μερικούς γεροναυτικούς που ακουστήκαν πρωί να λέανε «Α ψυχούλα μου Πουνεντάκος!!!… Πουνέντε μου καλοκαιρινέ χειμώνα μην φυσήξεις…» μα κι αυτά δεν τα καταλάβαμε όπως οι περισσότεροι νεοέλληνες δεν καταλαβαίνουνε «τας υψηλάς πιέσεις» και το «λίαν τεταραγμένη» των δελτίων. Το μεσημέρι σκολάσανε ούλες οι τάξεις και μείναμε εμείς η δεύτερη τάξη με τα ξεροκόμματά μας να περάσουμε τη νηστεία μας μέσα στην αυλή του σκολειού μας. Αρχίσαμε να γρατσουνάμε τα ξεροκόμματα που αρχινήσανε και οι μοσχοκουβέντες, «Ω βωρέ και νάχαμε καμιά ρουμάνα». Ναι βωρέ κι ας είχες κανένα χλωροκρέμυδο λίγο θα σούπεφτε; -Μπάμπα και καρδαμούρα ακόμα καλή θάτανε αλλά κειό που θα γιόμιζε θάτανε τα χλωροκούκια.
– Τσίτου βωρέ μη σου φέρουνε και ατσίγαλα για φρούτο, γι άκου τι λέει. Και πες… πες δεν το βρήκαμε καθόλου παράνομο, να πηδήσουμε τη μάντρα, να μπαίνανε μέσα στο περιβόλι του Καζίκη να έπερνε ο καθένας μας, ότι του γουστάριζε. Ποιός έκαμε την αρχή, ποιός πρότεινε να μπούμε στο περιβόλι, δεν μάθαμε ποτές, το σωστό μονάχα ήτανε πως ούλη η τάξη, βρέθηκε μέσα στο περιβόλι και καθένας μας να καλοτρώει βιταμίνες, άπλυτες μάλιστα, ως που αγροικήσαμε τον αγροφύλακα τον Άψηστο να φωνάζει.
– Τρέχα βωρέ Καζίκη και σου ριμάξανε το περιβόλι.
Τρέξαμε να μη μας πιάσουνε, αλλά που; Από την αυλή του σκολείου μπήκαμε στο περιβόλι, βάνοντας το τραπέζι πούτανε η έδρα του δασκάλου του Πολυχρόνη, και πάνου σ’ αυτό τη καρέκλα του, και μια και δρασκελίσαμε τη κούρτη (φράχτη), πηδάαμε κάτου στο μαλακό χώμα του περιβολιού, αλλά τώρα, πως θα φτάναμε την απάνου μεριά τση κούρτης; και έτσι μας πιάσανε ούλους μας σαν στη φάκα μέσα στο περιβόλι.
- Πω-πω Παναγιά πόσοι μαζοχτήκανε για να ειδούνε τση ληστάδες που τση στείλαν οι Μανάδες τους σκολείο να μάθουνε πέντε γράμματα για να ζήσουνε και κείνοι γενιόντανε «Σκαρτσωραίοι ληστάδες».
Ως και ο αστυνόμος με τση κοροφυλάκους του ήρτε. Μας μαντρώσανε ούλους πάνω σε μια τετράγωνη εξέδρα πούχε τότενες το περιβόλι του Καζίκη, που την ισκιάζανε ωραίες περγουλιές, και μαζί με τον αστυνόμο μας τα ψάλανε ορθά και κοφτά. Ληστάδες, παληοκλέφτες, που ρημάξατε το ξένο περιβόλι.
Πω-πω Παναγιά μου πόσοι μιλάανε!!!
Και ούλοι όσοι μιλάανε μασουλάανε Σα κατσίκες χλωροκούκια, ψάρα σαλάτα, κανένα ατσίγαλο, και μονάχα μεις που δεν υπήρχε ίχνος πράσινου ορατό ή κρυμένο απάνου μας δεν μας αφήνανε να λέαμε πως δεν εκλέψαμε αλλά πήραμε κάτι, μια και μας είχανε νηστεία, και μέσα στη στιγμή που ο αστυνόμος έλεε τση κοροφυλάκους να μας πηγαίνε στη φυλακή στο Λαζαρέτο ακούστηκε ο Καζίκης.
-Για στάσου κυρ αστυνόμε, να μ’ ακούσεις και μένανε πούναι δικό μου το περιβόλι. Η αλήθεια είναι οτι ούλοι τούτοι δω οι λημουρέοι πιαστήκανε μέσα στο περιβόλι μου. Αλλά αν φάανε τίποτα δεν το ξέρουμε αν δεν τσ’ ανοίξουμε τη κοιλιά τους, για τούτο δε μπορώ να πάρω όρκο πως κλέψανε, εκείνοι που φαίνονται τώρα για κλέφτες, είσαστε ούλοι εσείς που ήρτατε για να πιάσετε τση κλέφτες, πούχετε το στόμα σας και τση τσέπες σας γιομάτες χλωροκούκια και σαλάτες, φύετε λοιπόνου ούλοι σας, και στα παιδιά θα τση βάλω μια σκάλα να ξαναμπούνε στην Αυλή του Σκολειού τους. Αφότους εγώ δεν καταγγέλνω δεν υπάρχει αδίκημα. Και βάζοντας μια σκάλα στον τοίχο, δρασκελίσαμε την αυλή, για να εξακολουθήσουμε τη νηστεία μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κάποιο δυστύχημα φαίνεται είχε αποφευχθεί μέσα στο βαπόρι «Μέντωρας» του Δρακούλη που θάχε πέσει το πάνω κομμάτι του αλμπούρου και παρ’ ολίγο να σκοτώσει τον ναυτικό Αλέκο Βερλαρδή. Την λαμπάδα την πηγαίνανε στην εκκλησία του Γαρδελακιού ίσως για το ευτυχές γεγονός της σωτηρίας του συμπατριώτη.
Μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 1923 στην Ελλάδα ακολουθούσαμε το παληό ημερολόγιο που ήτανε 13 μέρες πίσω από το νέο ή Γρηγοριανό που έχουμε τώρα.
Οι απογευματινές ώρες στο σχολείο ήταν πάντα δύσκολες όταν ο καιρός ήταν ζεστός. Συγκέντρωση στο μάθημα δεν υπήρχε, η μόνη προσπάθεια ήταν πως θα πιάσουμε περισσότερες μυίγες στον αέρα να τους προσθέσουμε ένα μικρό κομματάκι ασημόχαρτο στο πίσω τους μέρος για να τις δούμε μετά να κάνουν βόλτες πάνω από τα κεφάλια μας.
ΣΠΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Λ. ΓΡΑΤΣΟΣ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ, Σεπτέμβριος 1959
Άποψη Βαθέως Ιθάκης, 1956. Φώτο: Σπύρος Μελετζής (Αρχείο Τηλέμαχου Καραβία)